Γιώργος Δαμ. Βουλγαράκης: “Ο μοναχικός πολεμιστής” | Διήγημα

Κανείς δεν θυμόταν το όνομα. Αυτός ήταν πάντως. Ένας μοναχικός πολεμιστής απέναντι σε εκατομμύρια αόρατους εχθρούς. Οι αναρίθμητες διαδρομές από θάλαμο σε θάλαμο και από μονάδες εντατικής μιας κλινικής σε άλλες, κάπου άφησαν το ιδανικό κενό να περάσει η ασθένεια...

by Times Newsroom

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ (1947-2021)

Ο μοναχικός πολεμιστής

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ είχε τη σωστή περιγραφή, αν και για άλλη αιτία. Παραφράζοντάς τον μπορείς να πεις «άκρα του τάφου σιωπή στην πόλη βασιλεύει». Αντί για πόλη μπορείς να πεις χώρα, ήπειρο, κόσμο. Σε όλα αυτά βασιλεύει σιωπή τάφου. Αυτή η άγνωστη ασθένεια, μήνες τώρα κυριαρχεί ανά τον κόσμο και πλήττει ανθρώπους και ζώα. Άγνωστη ασθένεια, άγνωστη εστία μόλυνσης, άγνωστος τρόπος αντιμετώπισης, άγνωστη προέλευση, όλα άγνωστα. Άλλοι λένε ότι μας ήλθε από την Ισπανία, άλλοι από την Ασία. Μόνο ο λοιμός της Αθήνας στην αρχαιότητα και η πανώλη στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα αντέχουν σε σύγκριση μαζί της. Όπως και τότε δεν εξαιρεί κανέναν και αυτή, αφού πλήττει νέους και γέρους, άρχοντες και υπηκόους, πλούσιους και φτωχούς, Επισκόπους και παπάδες, ειδικούς στις ασθένειες και μη, όλους. Ποικίλα μέτρα αναζητούν λύση, αλλού πετυχαίνουν, αλλού όχι. Μάσκα στο πρόσωπο για τους αναπνευστικούς δρόμους, εγκλεισμός στο σπίτι, κλειστή αγορά. Με ένα «τσακ» η ασθένεια αλλάζει φόρεμα, ξεφεύγει από τα εναντίον της μέτρα και συνεχίζει ακάθεκτη στην έρημη πόλη, στην έρημη χώρα, στην έρημη ήπειρο, στον έρημο κόσμο.

Ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο το ίδιο μοτίβο. Περιγραφές θανάτου: «…..όσοι είναι ασθενείς από κάποια άλλη ασθένεια ασθενούν βαρύτερα, ενώ όσοι είναι υγιείς, εμφανίζουν πονοκέφαλο, κάματο, έλλειψη γεύσης και πυρετό. Πολλοί πεθαίνουν ακόμη και την τρίτη ημέρα από την εκδήλωση της ασθένειας, ενώ αυτοί που καταφέρνουν να επιζήσουν παραπάνω εμφανίζουν ισχυρή αδυναμία αναπνοής και καταλήγουν…». Ο Ιπποκράτης Γκέσουρας δίπλωσε την εφημερίδα μόλις τέλειωσε την παραπάνω περιγραφή και την ακούμπησε στο τραπέζι απελπισμένος. Γιατρός ο ίδιος, δέκα με δώδεκα ώρες στο νοσοκομείο κάθε μέρα, ξέρει ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από τις περιγραφές αυτές. «Ναι, υπάρχουν χειρότερα» σκέφθηκε. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο που ήταν και γραφείο του. Απόλυτη ησυχία, το ίδιο και στο υπόλοιπο σπίτι. Να μπορούσε να φωνάξει τη γυναίκα του ή τα παιδιά να τα αγκαλιάσει, να τα φιλήσει. Δεν μπορούσε, αυτοί έμεναν στο υπόλοιπο σπίτι, αυτός στα γραφείο. Εκεί κοιμόταν, εκεί έτρωγε. Όλοι μαζί όταν βρισκόντουσαν κρατούσαν αποστάσεις μεταξύ τους και φορούσαν μάσκα. Το είχε συμφωνήσει με τη γυναίκα του. Κάθε συνεννόηση γινόταν κυρίως με το τηλέφωνο. Και οι δύο έκριναν ότι λόγω του επαγγέλματός του ήταν επικίνδυνο να έρχονται σε επαφή. Κάθε προφύλαξη είναι αδύναμη όταν βλέπεις τόσους ασθενείς και μάλιστα σε νοσοκομείο. Κάνει κάθε μέρα εξέταση ότι δεν νοσεί, αλλά μέχρι την επόμενη εξέταση όλα είναι δυνατά. Ήδη ένας συνάδελφός του στο νοσοκομείο πέθανε και η οικογένειά του νοσηλεύεται.

Μία ώρα πριν επέστρεψε από την δωδεκάωρη υπηρεσία του και πρέπει να επανέλθει, αυτό του ζητούν από το νοσοκομείο στο τηλέφωνο που μόλις κτύπησε. Κατάκοπος ενημέρωσε τη γυναίκα του. Φόρεσε τη μάσκα του και ξεκίνησε. Μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητο τον σταμάτησαν για έλεγχο. Απαγορεύονταν βλέπεις η κυκλοφορία. Έδειξε την ιατρική του ταυτότητα αλλά δεν μπόρεσε να μην κάνει παρατηρήσεις στον αστυνομικό που είχε τη μάσκα μόνο στο στόμα του. Στη διαδρομή τον σταμάτησαν πάλι. Μόλις είδαν το ιατρικό σήμα στο αυτοκίνητο του έκαναν νόημα να συνεχίσει. Αυτός ο αστυνομικός είχε τη μάσκα στο πηγούνι του. «Δεν ξέρουν τι τους περιμένει», σκέφθηκε ο Ιπποκράτης.

Έφθασε σχετικά νωρίς στο νοσοκομείο λόγω μειωμένης κίνησης στον δρόμο, αλλά δυσκολεύθηκε να προσεγγίσει στην κεντρική είσοδο και να πάει στο χώρο στάθμευσης. Τόσος κόσμος, ούτε σε διαδήλωση να ήταν. Οι περισσότεροι ήξερε ότι περιμένουν σειρά να εξετασθούν, οι άλλοι ήταν συγγενείς είτε όσων ανέμεναν είτε νοσηλευόμενων. Απαγορεύονταν η είσοδος στο νοσοκομείο. Απαγορεύονταν, όμως, να είναι και ο ένας δίπλα στον άλλον. Φώναζαν οι φύλακες, ήδη είχαν έλθει και κάποιοι αστυνομικοί, αλλά φτωχά τα αποτελέσματα. Όλοι προέβαλαν τα δικαιώματά τους, κάποιοι απειλούσαν, μάλιστα δυο-τρεις ζωηροί χειροδίκησαν κατά των φυλάκων. Αλλά και μέσα στο νοσοκομείο τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, ούτε στο προαύλιο ούτε στους διαδρόμους. Αμέτρητος κόσμος, κάποιοι κάθονταν ανήμποροι ακόμη και στις κρύες σκάλες. «Δεν πάμε καλά» σκέφθηκε ο Ιπποκράτης.

Φόρεσε την ειδική ολόσωμη στολή προφύλαξης και μπήκε στο γραφείο του. Γιατροί, νοσηλευτές, τραυματιοφορείς όλοι με στολή. Δεν διέκρινες ούτε πρόσωπο ούτε ιδιότητα αν δεν ανήκες στο προσωπικό. Οι ίδιοι μόνον γνώριζαν ο ένας τον άλλον από συνήθεια ή σωματικές μικρολεπτομέρειες. Ακόμη κουρασμένος από την πολύωρη απασχόληση τράβηξε για τη μονάδα εντατικής θεραπείας, να δει γιατί τον κάλεσαν να επιστρέψει. Πριν τη μονάδα υπάρχει ο μεγάλος θάλαμος νοσηλείας. Μπήκε στον θάλαμο με σκοπό να προσπεράσει γρήγορα, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει βήμα. Παρέλυσε ολόκληρος, ήξερε τι θα αντικρύσει αλλά ήλπιζε να πέσει σε εξαίρεση. Ατυχώς δεν έπεσε. Στην είσοδο του θαλάμου άκουσε αυτό το αργόσυρτο κλάμα που προέρχονταν από κάθε κρεβάτι του θαλάμου. Κλεισμένα με την παλάμη στόματα για να πνιγεί ο γόος. Και φυσικά ένα κρεβάτι άδειο. Εκείνη την ώρα το ετοίμαζαν για ασθενή που ήταν σε φορείο. Ένα νέο άνδρα, όπως έδειχνε. Γνώριζε το κλάμα αυτό ο Ιπποκράτης. Όχι δεν πέθανε κάποιος και άδειασε το κρεβάτι, τον πήγαν δίπλα στην εντατική, εκεί πέθαιναν οι περισσότεροι. Όλοι ένοιωθαν ότι έρχεται η σειρά τους πλέον, «σε λίγο θα πάρουν και μένα» σκέφτονταν ο καθένας κλαίγοντας.

Φορώντας γάντια χάιδεψε στο κεφάλι μερικούς ασθενείς που ήταν κοντά στον διάδρομο και έσπευσε να μπει στην μονάδα εντατικής θεραπείας. Σχεδόν έτρεχε, αλλά με βαριά καρδιά γιατί γνώριζε ότι φεύγει από το κακό και πάει στο χειρότερο. Έτσι ήταν, δυστυχώς. Εκεί δεν είχε κλάμα, μόνο θόρυβο από μηχανήματα και χαμηλόφωνες συζητήσεις γιατρών και νοσηλευτών. Τα βλέμματα των ασθενών που προσπαθούσαν να γαντζωθούν επάνω σου σε βασάνιζαν, όπως και τα φορεία με τους νεκρούς που έφευγαν αλλά έδιναν κάποια ελπίδα, συχνά μάταιη, σε αυτούς που έπαιρναν την κενή θέση με τα μηχανήματα που παρείχαν οξυγόνο. Άλλες κενές θέσεις δεν υπήρχαν πλέον. Του είπαν γιατί τον κάλεσαν. Η ασθενής στην κλίνη 12 ήταν της κλινικής του και η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Αυτός έπρεπε να πάρει την απόφαση για την περαιτέρω αντιμετώπιση. Ο σύζυγός της ήταν στο γραφείο του υπεύθυνου βάρδιας της μονάδας, είχε ενημερωθεί και περίμενε την απόφασή του, όπως και όλοι οι άλλοι συνάδελφοί του. Εξοντωτική στιγμή. Θα ήταν δύσκολα τα πράγματα για οποιονδήποτε ήταν γιατρός, ασθενής ή σύζυγος. Δυσκολεύονταν, όμως, περισσότερο, γιατί η ασθενής αυτή ήταν γιατρός στο ίδιο νοσοκομείο και ο σύζυγός της, γιατρός επίσης, συμφοιτητής του στο πανεπιστήμιο και Διευθυντής κλινικής σε άλλο μεγάλο νοσοκομείο, που δεν είχε αρμοδιότητα για την ασθένεια αυτή που έπληττε θανατηφόρα τους πάντες. Εκτός από συμφοιτητής ήταν και φίλος. Πήγε στο γραφείο του υπεύθυνου και κάλεσε όλη την ομάδα σε ιατρικό συμβούλιο. Παρουσία του συζύγου, φυσικά, επειδή ήταν γιατρός. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης τους διέκοψε ο γιατρός που ήταν εφημερία στην μονάδα. Η ασθενής υπέκυψε. Στο γραφείο όλοι κατέρρευσαν.

***

Αυτά ήταν καθημερινή ρουτίνα, αλλά ρουτίνα θανάτου. Οι ώρες απασχόλησής του έγιναν δεκαέξι και οι αριθμοί νοσηλευόμενων και θυμάτων αυξάνονταν καθημερινά. Όμως ένας Διευθυντής κλινικής δεν είχε πια τις αρμοδιότητες που προβλέπονταν σε νόμους και διατάγματα, τα έκανε όλα. Και ενέσεις και εξετάσεις και διασωληνώσεις και ψυχολογική υποστήριξη. Το χειρότερο ήταν η απλή υπογραφή στο πιστοποιητικό θανάτου. Τότε ένοιωθε ότι δεν είχε πλέον άλλες δυνάμεις. Και φυσικά αμέσως ρίχνονταν στη μάχη, δεν μπορούσε να περιμένει, ο πόλεμος ήταν μεγάλος και κάθε πολεμιστής αισθάνονταν μόνος. Έτσι και ο Ιπποκράτης. Ήξερε ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, το έδειχνε ο όγκος των ασθενών και η δυσμενής εξέλιξη της διασποράς της ασθένειας στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Το νοσοκομείο του είχε ήδη πληρώσει μεγάλη αυτή την εισφορά.

Ρουτίνα, λοιπόν, ρουτίνα θανάτου, αλλά κάπου ο Ιπποκράτης και οι συνάδελφοί του μάθαιναν μαζί της να αντέχουν, είναι το μόνο θετικό που προσφέρει η ρουτίνα. Αλλά και αυτή δεν είναι σίγουρη τέτοιες μέρες. Και τέτοια μέρα για τον Ιπποκράτη έφτασε κάποια στιγμή. Ήλθε στην κλινική, ένα μεσημέρι, μέσα στον χαμό, να τον βρει ο Διοικητής του νοσοκομείου του.

«Κύριε Γκέσουρα ο Υπουργός απεφάσισε να αναλάβετε το νοσοκομείο επαρχιακής πόλης που θα μετατραπεί από Γενικό σε Ειδικό για την αντιμετώπιση της ασθένειας».

«Και η κλινική μου;».

«Έχετε έμπειρους συνεργάτες, δεν θα υπάρξει πρόβλημα».

«Μα έχω δύο παιδιά και γυναίκα, πού θα τους αφήσω;».

«Έχουμε και ανθρώπους που πεθαίνουν κύριε Γκέσουρα, μπορούμε να τους αφήσουμε;».

Αυτό χτύπησε το ευαίσθητο σημείο του Ιπποκράτη. Καταλάβαινε ότι άνοιγε ένας μονόδρομος, δεν είχε άλλη διαφυγή από την παραίτηση για να μην τον διαβεί. Αυτό, όμως, ήταν αντίθετο με τον χαρακτήρα του και τις αρχές του. Ο Υπουργός ήταν γιατρός και συμφοιτητής του, να του τηλεφωνήσει μήπως ανακαλέσει την απόφασή του; Αλλά αν το απεφάσισε επειδή τον ήξερε προσωπικώς, πράγμα πολύ πιθανό, είχε νόημα να εισπράξει μία άρνηση;

«Θα σας απαντήσω αύριο», είπε στον Διοικητή.

Το ανακοίνωσε με λυγμό στη γυναίκα του. Σχεδόν σαν παιδί που ομολογεί όταν παρακούει την εντολή του πατέρα, με χαμηλό βλέμμα. Η γυναίκα του κοκάλωσε και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Τα παιδιά ήταν στα δωμάτιά τους. Τον κοίταξε πελιδνή με μάτια γεμάτα πόνο και απορία.

«Τι θα κάνεις; Τι θα γίνουμε;».

Δεν του πήρε ώρα να της εξηγήσει. Τον γνώριζε απ’ έξω και ανακατωτά. Δεν μπορούσε να αρνηθεί, πρέπει κάποιος με πείρα και ειδικές γνώσεις να βοηθήσει σε αυτό το εγχείρημα, ήταν εύκολη η παραίτηση, αλλά θα ήταν για κάποιον δειλό, αυτός ήταν όλα τα χρόνια του πολεμιστής, μπορεί να είχε δίπλα του γερούς συμπολεμιστές αλλά τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι είναι ικανός και ως μοναχικός πολεμιστής. Δεν του ήταν εύκολο, η οικογένεια σίγουρα τον κράταγε γερά, αλλά και κάθε άλλη λύση θα τον πλήγωνε μια ζωή.

«Δεν είναι ο όρκος του Ιπποκράτη στο μυαλό μου, είναι οι ζωές των ανθρώπων» της εξομολογήθηκε με λυγμό.

Συμφώνησε μαζί του και τον εμψύχωσε. «Ένας άνδρας που νιώθει ηττημένος δεν συνέρχεται ποτέ», σιγοψιθύρισε στον εαυτό της για να σκεπάσει την αγωνία της. Αυτή θα έβρισκε λύσεις με τα παιδιά. Ούτως ή άλλως είναι όλη τη μέρα στο σπίτι, αφού τα σχολεία είναι κλειστά. «Εξ άλλου πόσο θα κρατήσει; Θα λειτουργήσει το νοσοκομείο με τους νέους όρους και αυτός θα επιστρέψει. Ένα μήνα, δύο μήνες, τρεις; Άντε έξι μήνες. Θα περάσει, να είμαστε τουλάχιστον καλά».

Την άλλη μέρα ο Ιπποκράτης ενημέρωσε τον Διοικητή του ότι αποδέχεται την απόφαση, αλλά θα πρέπει να έχει μία εβδομάδα καιρό να οργανώσει την κλινική του. «Δύο μέρες» του είπε ο Διοικητής «και σου τις δίνω εγώ, ο Υπουργός θέλει να φύγεις αμέσως». «Δυο μέρες-δυο μέρες, μία ψυχή που είναι να βγει ας βγει» απάντησε ο Ιπποκράτης. Και έπιασε αμέσως δουλειά με τους συνεργάτες του, ολημερίς και ολονυκτίς και αφού παρέβη τον νόμο και χωρίς μάσκα πήρε μια αγκαλιά και φίλησε τη γυναίκα και τα παιδιά του μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε για την επαρχία.

***

Όταν έφθασε στον προορισμό του τον περίμενε μία έκπληξη. Ο μέχρι τότε επιστημονικός προϊστάμενος των τριών κλινικών του μικρού νοσοκομείου ήταν προ ετών μαθητευόμενος στην κλινική του και τον γνώριζε πολύ καλά. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος και γιατρός. Η δεύτερη έκπληξη ήταν όταν αυτός του ανακοίνωσε ότι είχε φροντίσει για διάφορα τεχνικά θέματα.

«Όταν μάθαμε ότι θα έλθετε κ. Γκέσουρα χαρήκαμε όλοι, γιατί όλοι σας γνωρίζουν τουλάχιστον από τη βιβλιογραφία. Εγώ χάρηκα και προσωπικώς. Ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση που φρόντισα να μην μένετε στο νοσοκομείο αλλά σε ένα συμπαθές διαμέρισμα, εδώ κοντά, που μίσθωσε το νοσοκομείο με δαπάνες του για σας».

Τα μόνα ευχάριστα γεγονότα εδώ και πολλούς μήνες. Πήρε δύναμη από όλα αυτά και την επομένη στρώθηκε στη δουλειά από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα, αφού πρώτα ενημέρωσε τη γυναίκα του για τη θετική ατμόσφαιρα που βρήκε. Και αυτή χάρηκε γιατί τον νοιάζονταν, αφού ο Ιπποκράτης δεν είχε ιδιαίτερες ικανότητες στην αντιμετώπιση καθημερινών μικροπροβλημάτων. Τουλάχιστον θα έχει μόνα τα επιστημονικά θέματα να αντιμετωπίσει.

Κάτι σαν βουνό δηλαδή. Γιατί δεν υπήρχε τίποτε έτοιμο για τις νέες ανάγκες, ένα μικρό γενικό νοσοκομείο ήταν με δύο κλίνες εντατικής θεραπείας και τρεις κλινικές, άσχετες με τη νέα ασθένεια: χειρουργική, καρδιολογική και ορθοπεδική. Ούτε ειδικοί θάλαμοι, ούτε εργαστήρια εξέτασης για φορείς της νέας ασθένειας, ούτε επαρκείς κλίνες εντατικής θεραπείας, ούτε ειδικές στολές προφύλαξης. Ένα μεγάλο κενό, αλλά κενό θανάτου.

Τηλεφώνησε χωρίς δισταγμό στον Υπουργό.

«Δεν υπάρχει τίποτε εδώ, τί να κάνω;».

«Ιπποκράτη εγώ σε επέλεξα, όχι βέβαια γιατί ανήκεις σε άλλο κόμμα» του είπε. «Επειδή είσαι ικανός για τρεις, αυτό σκέφθηκα. Έρχονται ήδη, ίσως αύριο είναι εκεί, στολές και διαγνωστικά καθώς και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, χρησιμοποίησέ το για τους χώρους. Με εντολή μου το νοσοκομείο μίσθωσε έξι κλίνες εντατικής θεραπείας από δύο ιδιωτικές κλινικές της πόλης, αναζητώ δωρητές για άλλες έξι μέσα στο νοσοκομείο. Σήμερα έχεις πλέον οκτώ, δεν είναι λίγες για αρχή. Προχώρα, θα έλθω να σε δω και θα βοηθήσω περισσότερο».

Δεν θα τα έλεγες όλα μαύρα, κάτι σαν φως στο τούνελ έδειχνε. Έκανε το λάθος να ζητήσει από τη γραμματεία του νοσοκομείου την Υπουργική απόφαση μετατροπής του νοσοκομείου σε Ειδικό για την ασθένεια. Ήταν λάθος, γιατί του έδιωξε ό,τι θετικό του έδωσε η συνομιλία με τον Υπουργό. Νόμιζε ότι το νοσοκομείο είχε αρμοδιότητα για την πόλη και το νομό της. Αυτό αντιμετωπίζονταν. Δεν αντιμετωπίζονταν η αρμοδιότητα για όλον τον νομό και τους δύο διπλανούς νομούς, που προέβλεπε. Νέα κατάπτωση. Τι άλλο θα έλθει;

Το βέβαιο είναι ότι ήλθαν όσα είπε ο Υπουργός και ότι ο Δήμαρχος της πόλης ανέλαβε με τις τεχνικές του υπηρεσίες την συντήρηση δύο μεγάλων κενών αποθηκών του νοσοκομείου και τη μετατροπή τους σε θαλάμους νοσηλείας, ειδικούς για την περίπτωση. Οι αποθήκες ήταν δίπλα η μία στην άλλη, ευτυχώς, ενώ υπήρχε δίπλα μία ακόμη, που την απαίτησε ο Δήμαρχος μιας μεγάλης πόλης διπλανού νομού, αναλαμβάνοντας να την ετοιμάσει για μονάδα εντατικής θεραπείας. Συγκινήθηκε ο Ιπποκράτης, «αυτή η χώρα έχει δυνάμεις», είπε στους συνεργάτες του. Τον εξοπλισμό της μονάδας ανέλαβαν τα Οικονομικά Επιμελητήρια των τριών νομών, που απευθύνθηκαν και σε μεγάλες επιχειρήσεις των νομών για συμμετοχή. Μιλάμε για πυρετό κινήσεων, μόνος πλέον εχθρός ο χρόνος και η αλματώδης επέκταση της ασθένειας.

Κάποια μέρα ήλθε και ο Υπουργός, όπως είχε υποσχεθεί. «Ευτυχώς σε επέλεξα» είπε στον Ιπποκράτη. «Πηγαίνεις ολοταχώς για ένα θαύμα». Αυτό το είπε και στις δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους. Ο Ιπποκράτης αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις, «είμαι δίπλα στον κ. Υπουργό από υπηρεσιακό καθήκον» είπε. Όταν επισκέφθηκαν το νοσοκομείο και άλλοι πολιτικοί, τους ενημέρωσε αλλά δεν βρέθηκε δίπλα τους στις δηλώσεις, ούτε με τον αρχηγό του κόμματος που πίστευε. Όσοι τον ήξεραν δεν τον παρεξήγησαν, οι άλλοι βρήκαν την ευκαιρία για πικρόχολα σχόλια, τι παραπάνω είναι ο Υπουργός;

***

Όλη η προσπάθεια χαρακτηρίστηκε επιτυχημένη. Ο Ιπποκράτης είχε φθάσει στα όριά του, ελάχιστες φορές κατάφερε να επισκεφθεί την οικογένεια, είχε καλά ποσοστά σε όλους τους δείκτες και μερικές ακόμη ικανοποιήσεις που δεν περίμενε. Η έλλειψη προσωπικού, μείζον πρόβλημα, καλύφθηκε εν μέρει, ανιδιοτελώς μάλιστα, από ιδιώτες γιατρούς και συνταξιούχους νοσηλευτές των τριών νομών, ενώ στις ιδιωτικές κλινικές τη μισθοδοσία της μονάδας εντατικής ανέλαβαν οι ιδιοκτήτες κάθε κλινικής. Είναι η πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο σε κρατικό νοσοκομείο και προβλήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης σε όλη τη χώρα. Κάποια μέσα ανέφεραν και το όνομα του Ιπποκράτη.

Αυτό, όταν ανακοινώθηκε «ο θάνατος του ιατρού Ιπποκράτη Γκέσουρα από την επάρατη ασθένεια», έκανε πολλούς να πουν «αυτός δεν είναι που έστησε εκείνο το νοσοκομείο;». Κανείς δεν θυμόταν το όνομα. Αυτός ήταν πάντως. Ένας μοναχικός πολεμιστής απέναντι σε εκατομμύρια αόρατους εχθρούς. Οι αναρίθμητες διαδρομές από θάλαμο σε θάλαμο και από μονάδες εντατικής μιας κλινικής σε άλλες, κάπου άφησαν το ιδανικό κενό να περάσει η ασθένεια. Όταν τις τελευταίες του στιγμές άφησαν τη γυναίκα του να τον δει, της έγραψε σε ένα χαρτί γιατί δεν μπορούσε να τον πλησιάσει για να της μιλήσει: «Καλά τα πήγα, μπήκε μία σειρά, πρόσεχε τα παιδιά».

Είπαμε ότι η ασθένεια αυτή τους πλήττει όλους. Με τους μοναχικούς πολεμιστές μπορεί να χαίρεται κιόλας. Να τη ρωτήσουμε όταν τη συναντήσουμε.

________________________________

Ο Γιώργος Δαμ. Βουλγαράκης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1947. Ήταν δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Από τους μόνιμους συνεργάτες των εκδόσεων Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, είχε εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, το «Άγιο Ευαγγέλιο» και την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη σε μεταφορά στη νεοελληνική γλώσσα, διάφορα νομικά βιβλία και καθιέρωσε επίσης τη σπουδαία -πρωτοποριακή για την εποχή της και αξεπέραστη έως σήμερα – σειρά ΜΟΥΣΙΚΗ του ίδιου εκδοτικού οίκου και επιμελήθηκε τους σχετικούς τόμους, αναλαμβάνοντας και την ποιητική προσαρμογή των μεταφράσεων στις όπερες. Διετέλεσε Πρόεδρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Σύμβουλος της Μελίνας Μερκούρη στο Υπουργείο Πολιτισμού κατά τη δεκαετία του ’80 και Σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας επί πολλά έτη. Ήταν Πρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ (φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου) κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Επίσης του απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ιταλίας. Ο Γιώργος Βουλγαράκης με τη στάση ζωή του απόδειξε ότι το χρησιμότερο βήμα για μια θαρρετή κριτική και αλλαγή της κάθε εποχής είναι η Τέχνη κι όπως στη τελευταία του συλλογή επισημαίνει: «μα το βλέμμα/ πριν το τετέλεσται/ σε κρατάει εδώ/ βηματοδότη καρδιών που τιμούν/ τον ανθρώπινο πόνο/ ευεργέτη ψυχών που δια βίου πολεμούν/ το μηδέν και το άπειρο//».

 

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com