Σε υπό έκδοση μετάφραση του Γιώργη Έξαρχου, του έργου Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΣΧΩΝ του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ, δίνονται από την Β’ Πράξη, 2η Σκηνή ορισμένοι μόνο στίχοι, και αφορούν στο γεγονός της “Μεγαλοπαρασκευής”, με την “Θεοτόκο” θρηνούσα τον “Υιό” της στον σταυρό… Είναι το μοναδικό έργο θεατρικής δομής, με εμφανή δάνεια από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, στο σύνολο της υπάρχουσας “πατερικής βιβλιογραφίας” και “υμνογραφίας”!…
ΘΕΟΤΟΚΟΣ:
Ώχου, τι βλέπω; Τέκνο μου, είσαι νεκρός μπροστά μου·
παρατηρώ το μέγιστο θαύμα οπού συνέβη,
όταν πριν λίγο βουητό έλεγε στον Πατέρα 855
με μια φωνή που τάραζε της γης κάθε θέμέλιο,
και πριν χορτάσει το έδαφος απ’ της λαλιάς τον ήχο
αντιλαλούσε άγρια· και τότε μες στα μάτια
πρόβαλλε ένα θέαμα όμορφο να το βλέπεις,
που μόλις και το κοίταζες ήταν το φως ολόιδιο[1] 860
σαν ’κείνο που από παλιά κανείς παρατηρούσε.
Τι κι από ποιο πράγμα τραβάς; Όμως μ’ αυτόν τον τρόπο,
Παιδί μου καταστρέφεσαι;! Ρωτώ, θέλω να μάθω.
Γιατί η καρδιά που αγαπά πάντα θέλει να βλέπει
η λαιμαργία των κακών το τι καταναλώνει. 865
Ε ε ε ε·
Αυτά ’ναι συνοδευτικά, αχ, των συγκεντρωμένων;
Αλί μου, τι να κάνω εγώ; Πάει η καρδιά να σπάσει.
Γυναίκες, πάει η χαρωπή η όψη του Παιδιού μου·
άλλαξε χρώμα κι η ομορφιά έφυγε και το κάλλος· 870
είναι φριχτό το θέαμα· φοβάμαι νεκρόν αγγίζω·
Τον δάσκαλό μου κουβαλώ με δύναμη ως τ’ αστέρια·
τράνταξε η γη συθέμελα και ράγισαν οι πέτρες.
Ορμάτε, προχωρήσατε· να τον κοιτάζω άλλο
δεν το μπορώ η δύστυχη, με νίκησαν οι πόνοι. 875
Για λίγο μεν συνέρχομαι, γίνονται όλα εν τάχει,
η λύπη είν’ μεγαλύτερη από την βέβαια ελπίδα.
Παιδί ’σύ του Παντάνακτος, πώς στους οντάδες του άδη
πορεύεσαι στον θάνατο για χάρη των πρωτοπλάστων;!
Ξάφνου την περιφρόνησες εκούσια την ψυχή σου 880
κι έτσι την εγκατέλειψες· μα ο θάνατος δεν είναι
πιο δυνατός γιατ’ έδωσες το Πνεύμα σου στον Πατέρα.
Με τα αυτιά μου άκουσα που έλεγες στον Πατέρα:
Για χάρη ποίου μ’ έστειλες πάνω στη γη Πατέρα;
Τι σ’ έκανε και θέλησες άτιμα να πεθάνω; 885
Τη μάνα που με γέννησε γιατί μες στην ορφάνια
θέλησες και την έριξες; Με ’σέ ας πεθάνω Γιε μου·
Και τώρα που ’σύ πέθανες, ποια πόλη θα με θέλει;
Ποιος ξένος θα μου δώσει πια άσυλο εις τη γη του
και σπίτι για να κατοικώ το σώμα μου να σώσω; 890
Τίποτα, πλέον, Γιόκα μου. Λίγο χρόνο θα μείνω,
την τρίτη ημέρα θε-να ’ρθω και λαμπροφορεμένο
να σε ιδώ όπως μήνυσες την νεκρανάστασή σου,
και εγώ αυτό το λόγιασα και στέγασα τις ελπίδες,
αν και βλέπω τον θάνατο τώρα που σε αρπάζει· 895
αναστενάζω πιο πολύ γιατί μόνο μου λείπεις·
γιατί μάλλον σε έχασα κι όχι πως κατεστράφης.
Αχ, να γινόταν, Τέκνο μου, για σένα να πεθάνω·
Χάθηκα, Γιε μου, και για εμέ νόημα η ζωή δεν έχει.
Αλί μου· τα ματάκια μου τα σκέπασε ήδη σκότος· 900
χάθηκα και ποθώ να μπω απ’ τους νεκρούς πιο κάτω·
κάτω απ’ τη γη θέλω να μπω, στο μαύρο της σκοτάδι,
να μετοικίσω τωραδά, να μη με βλέπετε άλλο.
Η άθλια, ποια στη ζωή έκανα αμαρτία,
ξεκάθαρο και εμφανές δεν είναι, και χτυπιέμαι. 905
Πώς θα ’μαι έτσι άφωνη και στου φονιά τα μάτια
ποια παρηγόρια εγώ θα βρω, η δυστυχεστάτη μάνα;
Πάρε με, Τέκνον μου, ψηλά, γιατί με έχεις θρέψει
με την τροφή που πλούσια σε όλους τη μοιράζεις!
Παλεύω όμως μάταια κι οι πόνοι με ξεσκίζουν, 910
για να ξεφύγω από των φονιάδων σου τα χέρια,
Γιέ μου σε απαρνήθηκα, πως δεν ήσουν παιδί μου!
Τι κι αν δακρύζω κι αν πονώ, δεν είμαι ο εαυτός μου.
Εγώ όμως σε γέννησα, σε ξέρω από τη γέννα·
τότε που η δυστυχέστατη μεγάλες είχα ελπίδες 915
σ’ εσέ πώς στα γεράματα θα με γεροκομήσεις,
πως σαν πεθάνω με τα δυο χέρια θα με φροντίζεις,
για τους ανθρώπους ζηλευτό· τίποτα ωιμέ μου,
σαν πέθανες παιδάκι μου χάθηκε κάθε ελπίδα.
Φωνή γλυκιά, και οφθαλμών χάρμα σ’ είχα γεννήσει, 920
ω, φίλτατό μου πρόσωπο, ω ποθητή ομορφιά μου,
ανώτερο, απερίγραπτο, απ’ όλους τους ανθρώπους,
χωρίς περιγραφόμενη μορφή μα και εικόνα,
πώς είσαι τώρα κατηφής; Δεν μπορώ να σε βλέπω·
Πώς τούτη τη στιγμή σιωπάς κι ούτε το στόμα ανοίγεις; 925
Μίλα μου, μίλα, μίλα μου, παρηγοριά μου μίλα·
στη δύστυχη μανούλα σου, Παιδί μου, πες δυο λέξεις·
Ξέρω, Παιδί μου αγαπητό, Παιδί μου και Θεέ μου,
οικτρό κι αν έχω θάνατο αθάνατη θα γίνω·
Ο θάνατος αθάνατη θε-να μου φέρει δόξα, 930
δίνοντας μέγιστη χαρά στο γένος των ανθρώπων.
ΘΕΟΛΟΓΟΣ:
Καρτερικά, Βασίλισσα, κλαίγε και θρήνησέ τον·
τον θάνατο υπομένοντας, μα όχι άθελά του,
του γένους του ανθρώπινου τον θάνατο νικάει,
ως τιμωρός ερχόμενος, Δεσπότης, πλάστης όλων· 935
Και βράζοντας το σώμα μου σ’ ένα χρυσό καζάνι,
θαυμάσια μα και σοφά θα με ξανανεώσει.
Τα άθλιά μου γηρατειά με τέχνη ξύνοντάς τα,
κάποια παλιά μου αρρώστια ανθρωποφάγα θά’βρει,
και σαν τη διώξει θα με ιδείς ακμαίο παλικάρι· 940
Τι το άθλιο γήρας εχθρικά όλους τους βασανίζει·
ναι ναι τα γεροντάματα με των παθών τα βάρη
με τυραννούν από παλιά που η μάνα εξαπατήθη.
Αλλά αυτός αδημονεί οι συμφορές να ρθούνε
κι ως είπε, τη μητέρα του μαζί μου να την πάρω, 945
χωρά κι αυτή στο σπίτι μου, και στο οποίο ήρθαν
με του προδότη προτροπή οι εξαγριωμένοι,
αναζητώντας την εκεί, την πονεμένη μάνα
κι έναν άντρα που λίγο πριν τον είχαν ατιμάσει·
Γιατί γνωρίζω, η δύστυχη τι συμφορές υπέστη, 950
πριν όταν εγκατέλειψε της γης το μέγα στήθος.
Και τώρα αυτός για χάρη μας έχ’ υποστεί τα πάντα
κι όπως προείπε καρτερεί τον θάνατο να έρθει,
αλλά μετά τριήμερο θ’ ανεγερθεί απ’ τον τάφο,
δίνοντας μέγιστη χαρά σε μαθητές και φίλους. 955
Όλα όσα είδα, από πριν ξεκάθαρα τα είπε.
Στο σύνολό τους τέλειωσαν όσα είχε προείπει,
μας λείπει τώρα μοναχά η χαρμόσυνη μέρα,
και θα την περιμένουμε, θα είναι, όπως είπε.
Γιατί αυτός τα λυπηρά τα γνώρισε στ’ αλήθεια 960
και τρίτη ημέρα τη χαρά ολόλαμπρος θα δείξει.
Κι εσύ γνωρίζεις μάλιστα τα δρώμενα τελειώνουν·
βλέπε αντί για κλάματα, λύπες και μοιρολόγια
τιμές μέγιστες εις τη γη σ’ εσέ και στο παιδί σου,
και θα γεμίσει η υδρόγειος με ύμνους, καλά λόγια, 965
ναούς που θα τους κτίζουνε τα φύλα των ανθρώπων.
Στη θέση δε του ασεβούς φόνου θα ’ρθει ταχέως
σεμνή γιορτή πάνω στη γη, που άλλες θα προσαρτήσει,
Τα δε Ιερο-Σόλυμα θα γίνουν άγιος τόπος·
για χάρη αυτών τον θρήνο σου πρέπει να σταματήσεις. 970
Γι’ αυτό, λοιπόν, ω Δέσποινα, άλλο να μη στενάξεις,
ούτε στα μάτια έπαρση ούτε και να πεθάνεις
ούτε να τρέχουν δάκρυα από τα βλέφαρά σου.
Ως πότε θα κοιτάς τη γη, το σώμα το από κάτω,
και με ποτάμια δάκρυα τη γη θα την αρδεύεις; 975
Η συμβουλευτική ματιά παντεπόπτου Δεσπότου
σύντομα τη γλυκύτατη τρανή χαρά θα φέρει,
ρίχνοντας πάνω σου ματιά που μόνο σ’ εσένα πρέπει!
Γνωρίζεις, ε, γνωρίζεις πια· θα ψήσει εκ προοιμίου
βάζοντας τέρμα στα φαιδρά, εις της χαράς τη μέρα· 980
Μία μονάχα σου ’μεινε για αύριο φροντίδα
όπως πια συμπεραίνεται, και που με βασανίζει.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ:
Δικός σου Γιος, λαμπρότατος, δικός σου είναι παρθένα·
έτσι μου είπε ο Υιός, σ’ εμέ ο μονογενής μου.
’Σύ τα γνωρίζεις όλα αυτά, ποια ανάγκη να τα λέω; 985
Δίχως το σπέρμα γέννησα, χωρίς να ’χω ωδίνες,
και σαν στείρα απέφυγα του τοκετού τους πόνους.
Φέρνοντας του Θεού Παιδί όπως ο άγγελος είπε,
κι αυτός έκανε πάμπολλα, του ενός Θεού και μόνου.
Και τώρα πώς τον έχουνε γυμνό και πεθαμένο 990
επάνω στο ικρίωμα τον βλέπω κρεμασμένο,
και αιωρείται η στεριά απ’ τα νερά από πάνω
και το δε φως του ήλϊου σε έκλειψη εχάθη,
και της σελήνης έγινε το φως μαύρο σκοτάδι·
ράγισαν, κατρακύλησαν κι οι πέτρες απ’ τον φόβο, 995
τάφοι, μνημεία, άνοιξαν να δείξουνε το κράτος
Αυτού που έπαθε γι’ αυτούς και εξ αυτών Αιτίου.
ΘΕΟΛΟΓΟΣ:
Δέσποινα και βασίλισσα, μητέρα του Θεού Λόγου,
κι εγώ τώρα εκπλήσσομαι, δεν θέλω για να βλέπω
τοιούτο θέαμα φρικτό, με τον νεκρό Δεσπότη, 1000
Αυτόν οπού στους ζωντανούς πνοή δίνει κι ανάσα,
κι αναστενάζω συνεχώς και χύνω καυτό δάκρυ·
Μα με ελπίδες τρέφομαι, που κι όταν θρηνώ τις έχω·
γιατί εγώ δεν απιστώ στους λόγους του Δεσπότου.
Η τρίτη ημέρα, της Λαμπρής, η ολολαμπροτάτη, 1005
θα δείξει αν τέρμα θα μπει σ’ όποια ελπίδα τρέφω,
ή μη περάσει και διαβεί, κι ο θάνατος συμφέρει.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ:
Ακούω πως γλυκύτατη θα είναι η τρίτη ημέρα,
πως θα επανέλθει απ’ τη φθορά το πάναγνό του σώμα·
Σήμερα η μέρα εχθρική, σαν και το φως που βλέπω 1010
και είμαι τόσο δυστυχής η πάλαι ευτυχισμένη.
Τ’ ανθρώπινα άδεια σακιά εγώ τα θεωρούσα,[2]
κι οι φοβισμένοι κι οι σοφοί άδικο πάντα έχουν
κι όσοι αποφασίζουνε και όσ’ είναι μαθητές του,
όλοι ζημία μέγιστη μονάχα προκαλούνε. 1015
Μες στους ανθρώπους πλούσιος κανένας δεν υπάρχει
κι αν βρέξει πλούτο επάνω του θα’ ναι πιο φημισμένος,
μ’ απ’ άλλους ευτυχέστερος ή πλούσιος δεν θα ’ναι.
[1] «ον αρτίως έδρακον, ος φάος τόδε / ούπω χρόνον παλαιόν εισεδέρκετο. / Τι χρήμα πάσχεις; Τω τρόπω διόλλυσαι, / Τέκνον; Πυθέσθαι βούλομαι σέθεν πάρα. / Η γαρ ποθούσα καρδία άντα’ ειδέναι / καν τοις κακοίσι λίχνος ούσ’ αλίσκεται.» (στ. 861-865). Ευριπίδης: «ην αρτίως έλειπον, η φάος τόδε / ούπω χρόνον παλαιόν εισεδέρκετο, / τι χρήμα πάσχει; τω διόλλυται τρόπω; / πάτερ, πυθέσθαι βούλομαι σέθεν πάρα. / σιγάς; σιωπής έργον ουδέν εν κακοίς· / η γαρ ποθούσα πάντα καρδία κλύειν / καν τοις κακοίσι λίχνος ούσ’ αλίσκεται» (Ιππόλυτος, στ. 861-867).
[2] «Όθεν τα θνητών μάλλον ηγούμαι σκιάν, / κουδ’ αν τρέσασ’ είποιμι τους σοφούς βροτών / δοκούντας είναι και μεριμνητάς λόγων, / τούτους μεγίστην ζημίαν οφλισκάνειν. / Θνητών γαρ ουδείς εστιν όλβιος φύσει, / όλβου δ’ επιρρυέντος ευκλεέστερος / άλλου γένοιτ’ αν άλλος, όλβιος δ’ αν ου.» (στ. 1012-1018). Ευριπίδης: «τα θνητά δ’ ου νυν πρώτον ηγούμαι σκιάν, / ουδ’ αν τρέσας είποιμι τους σοφούς βροτών / δοκούντας είναι και μεριμνητάς λόγων / τούτους μεγίστην ζημίαν οφλισκάνειν. / Θνητών γαρ ουδείς εστιν όλβιος ανήρ· / όλβου δ’ επιρρυέντος ευτυχέστερος / άλλου γένοιτ’ αν άλλος, ευδαίμων δ’ αν ου.» (Μήδεια, στ. 1224-1230).