Guy de Maupassant : “Οι ιδέες του συνταγματάρχη” | Διήγημα

Εκείνο κει το μουτράκι θα μου μείνει αξέχαστο, βλέπετε· κι αν κάποτε μου ζητήσουν να πω τη γνώμη μου, αν πρέπει να καταργήσουν τα τύμπανα και τις σάλπιγγες απ’ το στρατό, θα τους προτείνω να τα αντικαταστήσουνε με μια όμορφη κοπέλα σε κάθε σύνταγμα. Αυτό θα ’ξιζε πιότερο κι από το να παίζουνε τη Μασσαλιώτιδα.

by Times Newsroom

GUY DE MAUPASSANT

Οι ιδέες του συνταγματάρχη

Μα την πίστη μου, είμαι γέρος πια! Λέει ο συνταγματάρχης Λαπόρτ, το παραδέχομαι πω; έχω αρθριτικά και πως τα πόδια μου είναι ξερά κι αλύγιστα σαν ξύλα, κι όμως, αν μια γυναίκα, μια όμορφη γυναίκα, με διάταζε τώρα δα να περάσω και μέσα απ’ την τρύπα μιας βελόνας ακόμα, νομίζω πως ευθύς θα πηδούσα, όλο ευλυγισία, σαν ένας παλιάτσος. Και δεν πρόκειται ν’ αλλάξω ώσπου να πεθάνω, το έχω μέσα στο αίμα μου καθώς φαίνεται. Εγώ είμαι ένας γερο-γυναικάς, ένας γέρος της παλιάς σχολής. Η θέα μιας γυναίκας, μιας όμορφης γυναίκας, με αναστατώνει, απ’ την κορφή ώς τα νύχια. Αυτή ’ναι η αλήθεια.

Άλλωστε, κύριοι, νομίζω πως λίγο-πολύ όλοι οι Γάλλοι είμαστε ίδιοι. Ό,τι και να γίνει μένουμε πάντα ιππότες, υπερασπιστές του έρωτα και της θεάς τύχης, αφού δεν μπορούμε πια να είμαστε οι σωματοφύλακες του Θεού μια και τον έχουνε καταργήσει.

Αλλά τη γυναίκα, βλέπετε, δεν θα μπορέσουν ποτέ να τήνε ξεριζώσουν από την καρδιά μας. Βρίσκεται θρονιασμένη εκεί μέσα και μένει παντοτινά. Την αγαπάμε, θα την αγαπάμε και θα κάνουμε γι’ αυτήν όλες τις τρέλες, όσο θα υπάρχει στο χάρτη της Ευρώπης μια χώρα που τη λένε Γαλλία. Μα κι αν ακόμα επιτήδεια την εξαφανίσουν κι από εκεί, θα μένουμε πάντα αρκετοί Γάλλοι γι’ αυτό.

Εγώ, για τα μάτια μιας γυναίκας, μιας όμορφης γυναίκας, είμαι άξιος για όλα, που να πάρει η οργή! Όταν αισθάνομαι τη ματιά της, αυτή την άτιμη ματιά να πέφτει επάνω μου και να μπαίνει βαθιά μέσα μου, ανάβοντάς μου τα αίματα, μου ’ρχεται να κάνω κι εγώ δεν ξέρω τι τρέλα, να καβγαδίσω, να χτυπηθώ, να παλέψω, να σπάσω τα έπιπλα, να δείξω πως είμαι ο πιο δυνατός, ο πιο γενναίος, ο πιο τολμηρός κι ο πιο αφοσιωμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Μα σίγουρα δεν είμαι ο μόνος που αισθάνεται έτσι, όχι μα την αλήθεια· όλος ο γαλλικός στρατός μού μοιάζει, όσο γι’ αυτό παίρνω όρκο. Από τον φανταράκο ώς τον στρατηγό όλοι μας ριχνόμαστε μπροστά και φτάνουμε “μέχρις εσχάτων” όταν πρόκειται για μια γυναίκα, για μια όμορφη γυναίκα. Θυμηθείτε τι καταφέραμε να κάνουμε κάποτε με την Ζαν ντ’ Αρκ! Κι ακόμα βάζω στοίχημα πως, αν μια γυναίκα, μια όμορφη γυναίκα, έπαιρνε τη8ν αρχηγία του στρατού μας, την παραμονή της μάχης του Σεντάν, όταν είχε πληγωθεί ο στρατάρχης Μακ-Μαόν, θα είχαμε φτάσει πέρα από τις πρωσικές γραμμές, που να πάρει ο διάολος, και θα πίναμε το κρασάκι μας στο στρατόπεδό τους.

Το Παρίσι χρειαζόταν μιαν Αγία Γενεβιέβηi παρά έναν Τροσίii.

Να κι ένα μικρό ανέκδοτο απ’ τον πόλεμο που θυμήθηκα πάνω στην ώρα και που αποδείχνει ολοφάνερα πως είμαστε άξιοι να καταφέρουμε το κάθε τι για το χατίρι μιας γυναίκας.

Ήμουνα τότε λοχαγός, ένας απλός λοχαγός, και διοικούσε ένα ανιχνευτικό απόσπασμα που οπισθοχωρούσε, σε μια περιοχή που την είχαν κιόλας κυριέψει οι Πρώσοι. Ήμασταν περικυκλωμένοι, κυνηγημένοι, κοψομεσιασμένοι, αποβλακωμένοι, πεθαμένοι από την κούραση και την πείνα.

Η μόνη μας σωτηρία ήταν να φτάσουμε πριν ξημερώσει στο Μπαρ-σιρ-Τεν, αλλιώς ήμασταν χαμένοι, θα μας κόβανε την υποχώρηση και θα μας πετσόκοβαν. Πώς είχαμε γλιτώσει ώς τώρα ούτε κι εγώ δεν ξέρω. Έπρεπε λοιπόν να περπατήσουμε ακόμα δώδεκα λεύγες τη νύχτα, δώδεκα λεύγες μέσα στο χιόνι, κάτω απ’ το χιόνι που έπεφτε συνέχεια και με αδειανό στομάχι. Εγώ σκεφτόμουνα πως έφτασε πια το τέλος μας και πως οι φουκαράδες οι στρατιώτες μου ποτέ δεν θα κατάφερναν να φτάσουν ώς το τέρμα.

Δεν είχαμε βάλει μπουκιά στο στόμα μας από την παραμονή. Όλη την ημέρα μείναμε κρυμμένοι μέσα σε μιαν αποθήκη, σφιγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο για να κρυώνουμε λιγότερο, δίχως να ’χουμε κουράγιο να μιλήσουμε ή να κουνηθούμε και μ’ έναν ύπνο ταραγμένο και όλο διακοπές, καθώς κοιμάται κανείς όταν είναι ψόφιος από κούραση.

Στις πέντε το απόγευμα, ήταν κιόλας σκοτάδι, ένα ξέθωρο και χλωμό σκοτάδι που χρωστιέται στο χιόνι. Άρχισα να σκουντάω τους ανθρώπους μου για να τους σηκώσω. Πολλοί δεν ήθελαν πια μήτε να σηκωθούνε, τόσο ανίκανο αισθάνονταν τον εαυτό τους να κουνηθεί ή και να σταθεί όρθιος. Είχαν πάθει αγκύλωση από το κρύο και όλα τ’ άλλα.

Μπροστά μας απλωνόταν η πεδιάδα, μια πεδιάδα απέραντη κι ολόγυμνη, όπου έβρεχε όχι νερό, αλλά χιόνι. Έπεφτε, ολοένα έπεφτε σα μιαν αυλαία, οι κάτασπρες νιφάδες του τα σκέπαζαν όλα κάτω από ένα βαρύ παγωμένο πανωφόρι, παχύ και νεκρικό, ένα πάπλωμα φτιαγμένο από πάγο. Θα ’λεγες πως είχε φτάσει η συντέλεια του κόσμου.

– Εμπρός, δρόμο, παιδιά!

Εκείνοι κοιτάζανε ακίνητοι την άσπρη σκόνη που έπεφτε από τον ουρανό και δίχως άλλο σκέφτονταν: “Αυτό μόνο μας έλειπε τώρα, κάλλιο να πεθάνουμε εδώ, το ίδιο κάνει!”

Τότε τράβηξα το πιστόλι μου.

Στον πρώτο που θα παρακούσει του την άναψα!

Και να που ξεκινάνε όλοι τους αργά-αργά σαν να μην τους βαστάνε τα πόδια τους.

Έστειλα τέσσερις από τους άντρες μου τριακόσια μέτρα μπροστά για αναγνώριση και οι άλλοι ακολούθησαν ανάκατα σαν ένα μπουλούκι που σερνότανε στην τύχη από την κούραση. Έβαλα τους πιο γερούς πίσω-πίσω δίνοντάς τους διαταγή να χτυπάνε με τη λόγχη… στην πλάτη τους αργοπορημένους για να τους αναγκάζουν να βιαστούνε.

Το χιόνι λες και μας σαβάνωνε ζωντανούς· πασπάλιζε τα πηλήκια και τις χλαίνες δίχως να λιώνει και μας έκανε να μοιάζουμε με φαντάσματα, σαν να είμαστε οι σκιές από κάποιους στρατιώτες πεθαμένους και πολύ κουρασμένους.

Κι εγώ μονολογούσα: “Μόνο ένα θαύμα μπορεί να μας σώσει.”

Κάπου-κάπου σταματούσαμε λίγα λεπτά, εξαιτίας εκείνων που αργοπορούσανε. Τότε δεν ακουγόταν πια παρά μόνο το πνιχτό κι αόριστο ψιθύρισμα που έκανε το χιόνι γλιστρώντας από ψηλά, αυτός ο τόσο λεπτός θόρυβος, ο σχεδόν άπιαστος, που κάνουν οι χιλιάδες νιφάδες στριφογυρίζοντας, τσουγκρίζοντας ανάμεσά τους και πέφτοντας πάνω στη γη.

Μερικοί άντρες κουνούσανε τα χέρια και τα πόδια τους για να ζεσταθούνε. Άλλοι δε σαλεύανε διόλου.

Έπειτα από λίγο έδινα διαταγή να ξεκινήσουμε πάλι. Ξανανεβάζανε τα τουφέκια στον ώμο και άτονα και ξεψυχισμένα ξανάρχιζαν την πορεία.

Ξάφνου οι ανιχνευτές γύρισαν πίσω σε μας ανήσυχοι. Είχαν ακούσει κουβέντες μπροστά τους. Έστειλα αμέσως έξι άντρες κι ένα λοχία για να δούνε τι συμβαίνει, και περίμενα.

Όταν, μια διαπεραστική φωνή, μια φωνή γυναικεία, ακούστηκε μέσα στη βαριά, χιονισμένη σιωπή, και σε λίγα λεπτά δυο αιχμαλώτους, ένα γέρο και μια κοπέλα.

Άρχισα να τους ανακρίνω χαμηλόφωνα. Φεύγανε για να γλιτώσουν από τους Πρώσους, που το περασμένο βράδυ είχαν μπει σαν αφεντάδες στο σπίτι τους, τύφλα στο μεθύσι. Ο πατέρας φοβήθηκε για την κόρη του, και δίχως καν να ειδοποιήσουνε τους υπηρέτες του, το ’βαλαν κι οι δυο στα πόδια μέσα στη νύχτα.

Αμέσως κατάλαβα πως είχα να κάνω με πλούσιους μπουρζουάδες ή και με κάτι παραπάνω.

Θα μας κάνετε παρέα, τους είπα.

Και ξεκινήσαμε πάλι, έχοντας τώρα για οδηγό τον γέρο που γνώριζε εκείνα εκεί τα μέρη.

Σε λίγο σταμάτησε να χιονίζει· τ’ άστρα φάνηκαν στον ουρανό και το κρύο έγινε τρομερό.

Η κοπέλα, που στηριζόταν στο μπράτσο του πατέρα της, περπατούσε ακατάστατα και απελπισμένα, μουρμουρίζοντας ολοένα: “Δεν αισθάνομαι πια τα πόδια μου”, κι εγώ υπόφερα πιο πολύ κι από την ίδια βλέποντας αυτό το φτωχό, μικρό πλασματάκι να σέρνεται έτσι μέσα στα χιόνια.

Όταν μονομιάς σταμάτησε και είπε:

Πατέρα, είμαι τόσο κουρασμένη που δεν μπορώ να κάνω μήτε ένα βήμα πια.

Ο γέρος θέλησε να την πάρει αγκαλιά, μα δεν μπόρεσε ούτε να την σηκώσει στα χέρια του καλά-καλά, κι εκείνη αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό σωριάστηκε χάμω.

Τότε τρέξανε όλοι και τους περιτριγυρίσανε. Κι εγώ πηγαινοερχόμουνα όλο στο ίδιο μέρος μην ξέροντας τι να κάνω και μην μπορώντας, μα την αλήθεια, να πάρω μια και καλή την απόφαση να εγκαταλείψω έτσι στην τύχη τούτο το γέρο και τούτο το παιδί.

Ξάφνου, ένας από τους στρατιώτες μου, ένας Παριζιάνος, που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “ο Πρακτικός”, φώναξε:

– Εμπρός, σύντροφοι, πρέπει να πάρουμε τη δεσποινίδα στα χέρια μας και να προχωρήσουμε, αλλιώς, μα το Χριστό, δεν πρέπει να λεγόμαστε πια Γάλλοι.

Νομίζω, μα την πίστη μου, πως βλαστήμησα από τη χαρά μου.

Που να πάρει ο διάολος, περίφημη ιδέα, ε παιδιά; Εμπρός και θα δώσω κι εγώ ένα χέρι.

Αριστερά μας, φαίνονταν αόριστα μέσα στο μισόφωτο τα δέντρα από ένα δασάκι. Μερικοί άντρες ξεμάκρυναν βιαστικά από κοντά μας και γύρισαν σε λίγο μ’ ένα δεμάτι κλαδιά, δεμένα με τέτοιον τρόπο που να σχηματίζουνε κάτι σαν φορείο.

Ποιος θα μας δανείσει τη χλαίνη του; φώναξε ο Πρακτικός· είναι για μια ομορφούλα, αδερφάκια.

Κι αμέσως δέκα χλαίνες σωριάστηκαν γύρω από τον στρατιώτη.

Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, η κοπέλα βρέθηκε ξαπλωμένη μέσα σε ζεστά ρούχα και φορτωμένη πάνω σε έξι ώμους. Εγώ μπήκα επικεφαλής εκείνων που την σήκωναν, στην αριστερή μπάντα και, μα την πίστη μου, ένιωθα πολύ ευχαριστημένος που είχα το μερίδιό μου στο φορτίο.

Πήραμε το δρόμο ξανά, μα τούτη τη φορά πιο ζωηρά και πιο χαρούμενα, σα να ’χαμε κοπανήσει πρωτύτερα κάνα δυο ποτηράκια κρασί. Άκουσα μάλιστα μερικούς και ν’ αστειεύονται ακόμα. Βλέπετε, φτάνει μια γυναίκα για να ηλεκτρίσει τους Γάλλους.

Οι στρατιώτες τώρα φαίνονταν ξανανιωμένοι, ξαναζεσταμένοι και είχαν φτιάξει κιόλας τις γραμμές τους, περπατώντας σχεδόν σε τάξη. Ένας γέρος, ελεύθερος σκοπευτής, που πήγαινε πίσω απ’ το φορείο, περιμένοντας τη σειρά του για να πάρει τη θέση τού πρώτου από του συντρόφους του που θα κουράζονταν και θα τα παρατούσε, ψιθύρισε στο γείτονά του, αρκετά δυνατά που τον άκουσα:

Εγώ δεν είμαι πια νέος, κι όμως, κατεργαράκο μου, τι τα θες, το θηλυκό κάνει θαύματα, είναι το μόνο πράγμα που καταφέρνει να ξυπνά και πεθαμένους ακόμα.

Ώς τις τρεις το πρωί, προχωρήσαμε σχεδόν δίχως να σταματήσουμε διόλου για να ξαποστάσουμε. Μα ξάφνου, σε λίγο, οι ανιχνευτές γύρισαν ακόμα μια φορά πίσω φέρνοντας άσχημα νέα κι αμέσως όλο το απόσπασμα βρέθηκε μεμιάς ξαπλωμένο κατάχαμα και δε φαινόταν πια παρά μόνο σαν ένας ξέθωρος λεκές πάνω στο χιόνι.

Έδωσα πνιχτά τη διαταγή: “οπλίσατε”, κι άκουσα πίσω μου το ξερό και μεταλλικό τρίξιμο που έκαναν τα όπλα καθώς τα ετοίμαζαν.

Γιατί εκεί κάτω, στην πεδιάδα καταμεσής, κουνιόταν ένα πράγμα παράξενο. Θα ’λεγες πως ήταν ένα πελώριο ζώο που έτρεχε, ξεδιπλωνόταν σα φίδι ή κουλουριαζόταν, ορμούσε απότομα μπροστά, πότε δεξιά, πότε ζερβά, σταματούσε, κι έπειτα πάλι ξεκίναγε.

Μονομιάς τούτη η πλανόδια μορφή μάς πλησίασε και μπόρεσα τότε να δω πως έρχονταν καταπάνω μας, τριποδίζοντας ζωηρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, δώδεκα ουλάνοιiii, που είχαν χαθεί το δίχως άλλο, κι έψαχναν να βρούνε το δρόμο τους.

Είχαν φτάσει τόσο κοντά μας, τώρα, που άκουγα ξεκάθαρα το βραχνό λαχάνιασμα των αλόγων, τον ήχο απ’ τις σιδεριές των όπλων και το τρίξιμο από τις σέλες.

Και φώναξα:

Πυρ!

Πενήντα τουφεκιές σκάσανε μέσα στην ησυχία της νύχτας. Τέσσερις ή πέντε μπαταριές ακούστηκαν ακόμα κι έπειτα μια τελευταία μοναχιά της. Όταν σκόρπισε το σύννεφο του πυρωμένου μπαρουτιού, είδαμε πως και οι δώδεκα άντρες με εννέα άλογα κοίτονταν άψυχοι καταγής. Τρία ζώα φεύγανε καλπάζοντας μανιασμένα και το ένα έσερνε πίσω του, κρεμασμένο από το πόδι στον αναβατήρα, και χοροπηδώντας ξέφρενα, το πτώμα του καβαλάρη του.

Ένας στρατιώτης, πίσω μου, γελούσε μ’ ένα γέλιο τρομερό. Ένας άλλος είπε:

Θα κλάψουνε χήρες σήμερα!

Ίσως να ’τανε παντρεμένος. Ένας τρίτος πρόσθεσε:

Δεν θέλει και πολύ για να γίνει το κακό!

Ένα κεφάλι πρόβαλε μέσα από το φορείο.

Τι τρέχει, έκανε, χτυπιόμαστε;

Δεν είναι τίποτα, δεσποινίς μου, μόνο που μόλις τώρα δα ξαποστείλαμε στον άλλο κόσμο μια ντουζίνα Πρώσους!

Ψιθύρισε:

Φτωχοί άνθρωποι!

Αλλά ξαναχώθηκε γρήγορα κάτω από τις χλαίνες, γιατί κρύωνε.

Ξεκινήσαμε και πάλι. Περπατήσαμε κάμποση ώρα. Επιτέλους ο ουρανός πήρε να χλωμιάζει. Το χιόνι άρχισε να γίνεται ανοιχτόχρωμο, φωτεινό και να λαμποκοπάει, ενώ ένα ρόδινο χρώμα απλωνόταν σ’ όλη την ανατολή.

Μια μακρινή φωνή ακούστηκε:

Τις ει;

Τότε όλο το απόσπασμα σταμάτησε επιτόπου κι εγώ προχώρησα για να δώσω το σύνθημα της αναγνώρισης.

Είχαμε φτάσει στις γαλλικές γραμμές.

Καθώς οι άντρες μου κάνανε παρέλαση μπροστά στη φρουρά, ένας ταγματάρχης καβάλα πάνω στο άλογο, που μόλις του είχα ανιστορήσει τις περιπέτειές μας, βλέποντας να περνά από μπροστά του το φορείο, ρώτησε με τη δυνατή σαν καμπάνα φωνή του:

Τι έχετε εκεί μέσα;

Την ίδια στιγμή ένα μουτράκι ολόξανθο, ξεχτένιστο και γελαστό πρόβαλε λέγοντας:

Εμένα, κύριε.

Ένα γέλιο ξέσπασε και κυρίεψε όλους τους άντρες, και μια χαρά πέρασε κλεφτά πάνω απ’ τις καρδιές τους.

Τότε ο Πρακτικός, που περπατούσε δίπλα στο φορείο, πέταξε το πηλήκιό του στον αέρα, ξεφωνίζοντας:

Ζήτω η Γαλλία!

Και δεν ξέρω γιατί εκείνη την ώρα ένιωσα πολύ ταραγμένος, τόσο χαριτωμένο κι ευγενικό εύρισκα αυτό που είχαμε κάνει.

Μου φάνηκε σαν να ’χαμε μόλις σώσει την ίδια μας τη χώρα ή σαν να κάναμε μια πράξη που άλλοι άνθρωποι δεν θα ’ταν άξιοι να κάνουν, πως είχαμε κάνει κάτι το πολύ απλό, μα κι αληθινά πατριωτικό.

Εκείνο κει το μουτράκι θα μου μείνει αξέχαστο, βλέπετε· κι αν κάποτε μου ζητήσουν να πω τη γνώμη μου, αν πρέπει να καταργήσουν τα τύμπανα και τις σάλπιγγες απ’ το στρατό, θα τους προτείνω να τα αντικαταστήσουνε με μια όμορφη κοπέλα σε κάθε σύνταγμα. Αυτό θα ’ξιζε πιότερο κι από το να παίζουνε τη Μασσαλιώτιδα. Αλήθεια, που να πάρει η ευχή, τι κέφι και τι δύναμη θα ’δινε στο φαντάρο η θέα μιας τέτοιας Παναγιάς, μιας Παναγιάς ολοζώντανης, στο πλευθρό του συνταγματάρχη του.

Αφού τα ’πε όλ’ αυτά, σώπασε για λίγο· έπειτα, κουνώντας το κεφάλι γεμάτος σιγουριά, ξανάπε:

Δε βαριέσαι, ό,τι και να πούμε, μια είναι η αλήθεια: εμείς οι Γάλλοι αγαπάμε πολύ τις γυναίκες.

Μετάφραση: ΚΑΙΤΗ ΜΠΑΧΑΡΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

iΑγία Γενεβιέβη: Προστάτισσα της πόλης του Παρισιού. Παρθένα που γεννήθηκε γύρω στο 420 στο Ναντέρ από γονείς γεωργούς. Έδωσε κουράγιο στους Παριζιάνους κατά την πολιορκία του Αττίλα.

iiΤροσί (Trochu), Γάλλος στρατηγός (1815-1896). Το 1870 έγινε πρόεδρος της κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης και διοικητής του Παρισιού. Δεν μπόρεσε όμως να σώσει την πόλη από τον αποκλεισμό και την κατάληψή της από τους Γερμανούς.

iiiΟυλάνος: οπλίτης του ιππικού με βαρύ οπλισμό και λόγχη αποτελούσε μέρος του γερμανικού, αυστριακού και ρωσικού στρατού.

________________

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΛΔ΄, τόμος 67ος, τεύχος 782, 1 Φεβρουαρίου 1960.

________________

Guy de Maupassant

O Henri Rene Albert Guy de Maupassant γεννιέται στη Νορμανδία το 1850 και πεθαίνει στο Παρίσι το 1893. Ξεκινά να γράφει σε ηλικία δεκατριών χρόνων και συνεχίζει να δουλεύει εντατικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο έργο του περιλαμβάνονται έξι μυθιστορήματα, οκτώ θεατρικά έργα, μερικές ποιητικές συλλογές, πολλά δοκίμια, άρθρα και ταξιδιωτικά αφηγήματα και το κυριότερο, πάνω από τριακόσια διηγήματα. Ο Maupassant μεγαλώνει στη Νορμανδία, κοντά στη φύση και τους ανθρώπους της υπαίθρου. Είναι ένα πανέξυπνο αγόρι με μεγάλη παρατηρητικότητα που απολαμβάνει εξίσου το παιχνίδι με τη μελέτη. Όταν ο Guy γράφει τους πρώτους του στίχους, η μητέρα του, ενθουσιασμένη τον αναθέτει στον Flaubert , παλιό οικογενειακό φίλο, που γίνεται ο πνευματικός πατέρας του Maupassant. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών ξεκικά σπουδές στη νομική σχολή του Παρισιού και αργότερα προσλαμβάνεται στο δημόσιο. Το 1874 γνωρίζει στο σπίτι του Flaubert τον Zola, ο οποίος τον περιβάλλει με φιλία και τον εισάγει σ’ έναν κύκλο μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Το 1880 με τη βοήθεια του Zola εκδίδεται το διήγημά του “Χοντρομπαλού” χάρη στο οποίο αναγνωρίζεται ως μεγάλος διηγηματογράφος. Παραιτείται από το υπουργείο και ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Ο Maupassant αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και πεθαίνει από σύφιλη σε ψυχιατρική κλινική του Παρισιού σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών. Στα 310 διηγήματά του έχει καταγράψει την πραγματικότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, αποστασιοποιημένα, χωρίς να αναπτύσσει κοινωνικούς προβληματισμούς, με ύφος λιτό και ακριβές, άλλοτε ανάλαφρο και περιπαικτικό και άλλοτε πικρό και ζοφερό.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com