Το Art Newspaper αποκαλύπτει τι ακριβώς είχε συμβεί το 1983, όταν η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη βρέθηκε στο Λονδίνο.
Στο δημοσίευμα τονίζεται ότι το μέλλον των Γλυπτών έγινε μείζον ζήτημα κατά την επίσκεψη στο Λονδίνο της τότε Ελληνίδας υπουργού Πολιτισμού και διεθνούς φήμης ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη.
Κυβερνητικά έγγραφα καταγράφουν ότι η εμβληματική προσωπικότητά της και ο ρομαντικός σκοπός της τράβηξαν την προσοχή των ΜΜΕ που κάλυψαν εκτενώς το θέμα.
Κερδίζοντας τις εντυπώσεις
Στα έγγραφα αναφέρεται πως η Μερκούρη υποστήριξε ότι τα Γλυπτά είναι «αναπόσπαστο μέρος ενός μνημείου που αντιπροσωπεύει το εθνικό πνεύμα της Ελλάδας», με τον Γουίλσον να απαντά ότι «αποτελούν μέρος ενός μουσείου που είναι ένας μοναδικός διεθνής θεσμός που δεν πρέπει να διαμελιστεί», γεγονός που έκανε το Φόρειν Όφις να θεωρήσει ότι η Μερκούρη σε επίπεδο επιχειρημάτων είχε επικρατήσει κατά κράτος.
Ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Πέρεγκριν Ρόουντς, στη συνέχεια παρενέβη, προσθέτοντας ότι στην Ελλάδα «τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Γουίλσον είναι πιθανό να είναι αντιπαραγωγικά». Λίγο πριν την επίσκεψη της Μερκούρη, ο πρέσβης είχε υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση της Βρετανίας θα έπρεπε να υιοθετήσει μια σκληρή γραμμή: «Το να περιπλέξουμε το θέμα μπορεί μόνο να δημιουργήσει προβλήματα για το μέλλον».
Η διαμάχη για τα Γλυπτά απειλούσε πλέον τις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΟΚ (πρόδρομος της ΕΕ), γεγονός που θορύβησε τον Μπερκ Τρεντ, τότε πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος προειδοποίησε το Φόρεϊν Όφις ότι εάν η κυβέρνηση συμβουλεύει τους εντολοδόχους του μουσείου ότι «θα έπρεπε να κάνουν κάτι για να συμβιβαστούν» με τους Έλληνες, λόγω της ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αυτό θα δημιουργούσε «μια πολύ δύσκολη κατάσταση».
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής Πολιτιστικών Σχέσεων του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, Τζόν Μακρέι πρόσθεσε τις απόψεις του: «Το πρόβλημα μου φάνηκε ότι θα ήταν μαζί μας για αρκετό καιρό ακόμη. Έπρεπε να ζήσουμε με αυτό και όσο το δυνατόν περισσότερο να το περιορίσουμε». Όλα αυτά τον Ιούνιο του 1983, ακριβώς πριν από 40 χρόνια.
Αποτυχημένη προσπάθεια «αθώωσης» του Έλγιν
Την ίδια περίοδο ο επιμελητής κλασικών αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου, Μπράιαν Κουκ, φάνηκε στα μάτια του Φόρεϊν Όφις τόσο αναποτελεσματικός όσο και ο διευθυντής του. Σε άλλη συνάντηση κατά την επίσκεψη Μερκούρη, ο Κουκ έκανε «μια απογοητευτική και παιδαριώδη άμυνα, με στόχο να αποδείξει ότι ο Έλγιν δεν ήταν ένοχος βανδαλισμού και ότι ο Παρθενώνας ήταν σύμβολο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, όχι της ελληνικής ελευθερίας και εθνικότητας». Ο Κουκ αναφέρθηκε στα γλυπτά ως «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα» (και έγραψε ένα βιβλίο μουσείου με αυτόν τον τίτλο, το οποίο επανεκδίδονταν μέχρι το 2005), αντί ως «Γλυπτά του Παρθενώνα» όπως αποκαλούνται παγκοσμίως.
Ο Μακρέι είχε σχολιάσει ότι «είναι κρίμα που το Βρετανικό Μουσείο δεν υπερασπίζεται αποτελεσματικότερα τη διεκδίκησή του για τα Μάρμαρα». Ένιωσε ότι το θέμα ήταν ηθικό και πολιτικό στο οποίο έπρεπε να απαντήσει ο βρετανικός λαός μέσω του Κοινοβουλίου: «Το Βρετανικό Μουσείο θα πρέπει να θυμάται πως ό,τι δίνει το Κοινοβούλιο, μπορεί και να το αφαιρεί».
Νομοθετική απαγόρευση
Σύμφωνα με τον Νόμο του 1963 για το Βρετανικό Μουσείο, ο οποίος εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο και εξακολουθεί να ισχύει, οι διαχειριστές δεν επιτρέπεται να παραχωρήσουν τίποτα από τη συλλογή, μια απαγόρευση που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την απόρριψη των ελληνικών αξιώσεων.
Τον Μάιο του 1983, αμέσως πριν από την άφιξη της Μερκούρη, ο Χιού Τζένκινς, πρώην υπουργός Τεχνών του Εργατικού Κόμματος, είχε προτείνει τροποποίηση του νόμου του 1963 για να επιτραπεί η παραχώρηση. Σε αυτή αντιτάχθηκε η κυβέρνηση των Συντηρητικών και η τροπολογία απέτυχε. Όπως έγραψε ο Πολ Σάνον, τότε υπουργός Τεχνών, σε σημείωμα στο αρχείο του Foreign Office: η επιστροφή των Γλυπτών θα «ξεκινούσε μια διαδικασία αποσπασματικής διάλυσης των συλλογών του Βρετανικού Μουσείου».
Πέντε μήνες μετά την επίσκεψη Μερκούρη, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε επίσημη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μια διαμάχη που συνεχίζεται με το μουσείο να επιμένει ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι λόγω του νόμου του 1963.
Κανένα σχέδιο για αλλαγή
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ είπε στις 13 Μαρτίου, όταν ρωτήθηκε για τα Γλυπτά: «Η Βρετανία φροντίζει τα Ελγίνεια Μάρμαρα για γενιές. Η συλλογή του Βρετανικού Μουσείου προστατεύεται από το νόμο και δεν σκοπεύουμε να την αλλάξουμε».
Εν τω μεταξύ, οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου άλλαξαν πρόσφατα τη θέση τους και είναι πλέον πιο επιδεκτικοί σε μακροπρόθεσμο δάνειο (αλλά όχι και νομική αποκατάσταση) τουλάχιστον μερικών από τα Γλυπτά, σε αντάλλαγμα για ανταποδοτικό δανεισμό ελληνικών αρχαιοτήτων στο Λονδίνο. Αυτό προτείνεται από τον Τζορτζ Όσμπορν, πρόεδρο των διαχειριστών και πρώην επικεφαλής του Οικονομικού Τμήματος.
Συγκεκριμένα ο Όσμπορν δήλωσε τον Φεβρουάριο ότι «συζητάμε με την ελληνική κυβέρνηση για μια νέα διευθέτηση» και πρόσθεσε ότι ο νόμος του 1963 αποτρέπει την απόσυρση αντικειμένων, σχολιάζοντας ότι μια αλλαγή του νόμου είναι εκτός της δικαιοδοσίας του.
Το δημοσίευμα καταλήγει επισημαίνοντας πως το Βρετανικό Μουσείο επιβεβαιώνει ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται.