«Η Λαμπέτη γλίστρησε ξαφνικά στο θεατρικό μας πόντο και από τότε τον στοίχειωσε»

«Αυτά τα μάτια, κανένας ηθοποιός, εκτός από τον τον Χορν, δεν τα αντιμετώπισε κατάματα.

  • Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

Τέσσερις 10ετίες πέρασαν στις 3 του μήνα, από την ημέρα που η Έλλη Λαμπέτη, ίσως η κορυφαία ηθοποιός της γενιάς της, άφησε την τελευταία της πνοή. Έσβησε σε ηλικία μόλις 57 ετών, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο – τη νόσο που σκότωσε και τις τρεις από τις τέσσερις αδελφές της!

Ο καρκίνος του μαστού την είχε χτυπήσει από το 1969 και επανεμφανίστηκε δριμύτερος το 1980, με επιθετικότητα και μεταστάσεις, ενώ οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες της έκαψαν τα σωθικά και έπληξαν τις φωνητικές χορδές. Και όμως στο τελευταίο της ανέβασμα στο θεατρικό σανίδι θα υποδυθεί ανεπανάληπτα την κωφάλαλη Σάρα στο έργο «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» το 1981, πριν την εγκαταλείψουν εντελώς οι δυνάμεις της.

«Θέλω να με δουν οι θεατές και να ξεχάσουν πως είμαι η Λαμπέτη. Θέλω να νομίζουν πως είμαι κι εγώ μια κωφάλαλη…» έλεγε η Λαμπέτη με τη φωνή της ψυχής της.

Ήταν κληρονομημένο πνευματικό ή υλικό αγαθό, που διατηρείται ως κάτι ιερό από μία σπουδαία ηθοποιό, που καταξιώθηκε στον απαιτητικό θεατρικό χώρο της εποχής και στον κινηματογράφο, παρά τις ελάχιστες εμφανίσεις της, διαψεύδοντας τους «ειδικούς», όταν την απόρριπταν στις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κοτοπούλη.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Μαρίκα Κοτοπούλη, με το κοφτερό μάτι και την εμπειρία της, να την πάρει προσωπικά δίπλα της και να της δώσει μία θέση στη Σχολή και μετά από έναν χρόνο έναν βασικό ρόλο στο θεατρικό έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο», ίσως και να χάναμε μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της χώρας μας.

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος γράφει για την σπουδαία ηθοποιό:
«Η Λαμπέτη δεν ανήκε σε σχολή, δεν ξέρω καν, αν ήταν αυτό που λέμε επαγγελματίας καλλιτέχνης. Δεν έχει προηγούμενο ή επόμενο. Ανήκει στη μοναδικότητά της. Ήταν στο θέατρο ό,τι ο Καβάφης ή ο Κάλβος ή ο Καρυωτάκης στη λογοτεχνία: ανεπανάληπτη και μοναχική. Εκτός συντεχνίας: Σαν το μικρό πρίγκιπα βρέθηκε στον τόπο μας, η κόρη της Νεφέλης, η αξεδίψαστη νοσταλγία του χρυσόμαλλου δέρατος: Ανήκει στην περιοχή του Μύθου.»

Αναλύοντας στο έργο του «Προσωπολατρία» την προσωπικότητα της Έλλης Λαμπέτη ενώ ήταν ακόμα στη ζωή και μέσα από τους ρόλους που ερμήνευσε μοναδικά, σημειώνει:

«…Δεν μου αρέσουν και πολύ οι συμβολισμοί, αλλά όταν προφέρω το όνομα της Έλλης Λαμπέτη, ο αρχαίος μύθος και το ρομαντικό ποίημα του Βαλαωρίτη αναδύονται στη σκέψη μου μαζί. Ίσως γιατί η Έλλη Λαμπέτη κατοικεί στη σκέψη μου σαν εγγονή των Ανέμων και θυγατέρα του Σύννεφου, που που γλίστρησε στα θολά νερά μας, στον πολύπλαγκτο πόντο μας και τον σημάδεψε για πάντα.
Ίσως γιατί η Έλλη Λαμπέτη κατοικεί στη σκέψη μου σαν τον θρυλικό κλέφτη που δίπλα στο πικρό της ψωμί έσωσε μέσα στο δισάκι της την κεφαλή του πεθαμένου Διόνυσου και οδοιπορεί σαράντα χρόνια και τη διαφυλάττει από τους διώκτες της , ώσπου να εξασφαλίσει
την ανάπαυσή της.
Ίσως γιατί η Έλλη Λαμπέτη κατοικεί στη σκέψη μου σαν συμπερίληψη όλων των Αργοναυτών, σαν σύμβολο της αιώνιας δίψας για την κατάκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, σαν τη γοργόνα στην πρώρη της Αργώς που έχει μοναδικό προορισμό τη μυθική Κολχίδα.» Η Λαμπέτη γλίστρησε ξαφνικά στο θεατρικό μας πόντο και από τότε τον στοίχειωσε. Άγιασε τα νερά και η στενωπός έγινε πέρασμα της ελπίδας.
Η Λαμπέτη έχει το ύφος κι το ίχνος της και της περπατησιάς των σεληνιακών θεαινών της Άρτεμης, της Πασιφάης, της Αστάρτης, μόνο που λες πως η ειδή του έχει από επιδέξιο Μάστορα χαραχθεί, ερωτικά, νυχτέρια ολόκληρα πάνω σε Μινιατούρες από αχάτη , κι άλλοτε πάλι από πτανόλιθο. 
Είναι τα μάτια της, αυτά τα πελώρια μάτια τα συνεχώς διαπορούντα, τα έκπληκτα, που κάθε φορά κοιτούν τον κόσμο σαν να τον ανακαλύπτουν εκείνη τη στιγμή.» «Αυτά τα μάτια, κανένας ηθοποιός, εκτός από τον Χορν, δεν τα αντιμετώπισε κατάματα.»

Παρότι η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στο σανίδι, η σχέση τους έφτασε στο τέλος της το 1959. Δήλωσαν ότι θα ξανασυνεργαστούν σύντομα, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ.

Έως τότε η Έλλη είχε χάσει τη μητέρα της, τρία αδέρφια κι ένα μωρό που θα αποκτούσε με τον Χορν. Η μόνη αχτίδα σ’ αυτά τα τραγικά χρόνια ήταν η γνωριμία της με τον αμερικανό συγγραφέα Γουέικμαν, ο οποίος υπήρξε ο επόμενος σύζυγός της έως το 1976.

Για το βλέμμα της Έλλης ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έχει ακόμα να πει:
«Δεν ξέρω, αν το προσέξατε, όσοι συνεργάστηκαν μαζί της στη Σκηνή, έπαιζαν συνήθως με χαμηλωμένα τα μάτια ή όταν το Κείμενο υποχρέωνε, την κοιτούσαν αλλά το βλέμμα τους παράπαιε και λοξοδρόμιζε πότε αριστερά, πότε δεξιά, πότε πάνω από τα μαλλιά της. Ποιος να αντέξει αυτά τα μάτια τα γεμάτα ερωτηματικά, τα άπληστα, τα λαίμαργα μάτια, τα πλημμυρισμένα υπαρξιακά
«γιατί»;
Το βλέμμα της Λαμπέτη ετάζει νεφρούς και καρδιές. Όταν ακινητοποιήσει πάνω σου, αισθάνεσαι μια αφόρητη ενοχή και κοκκινίζεις. Δεν είναι βλέμμα ερωτικό. Είναι βλέμμα ενός βαθιού παράπονου, που στο βυθό του διακρίνεις μια παιδική απαρηγόρητη θλίψη.
Πάνω στη σκηνή το άρτιο λεξιλόγιο των άλλων ηθοποιών, όταν ακούγεται παράλληλα με το ψεύδισμα της Λαμπέτη γίνεται ψεύτισμα.»

Οι μνήμες ζωντανεύουν

«Η Λαμπέτη αγγίζει τα πράγματα για να τους δείξει την ευγνωμοσύνη της, επειδή υπάρχουν και μας χαρίστηκαν.
Τα μάτια, το στόμα, η φωνή, τα χέρια της όλα λάλα, φωνήεντα. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί, ότι μπορεί να περιγράψει το σώμα της; Μα έχει σώμα η Λαμπέτη;
Θυμάσαι κάποια πτυχή, ένα βάδισμα, ένα κάθισμα, ένα βαθύ ντεκολτέ. Αλλά το σώμα; Σου ξεφεύγει όλο, γιατί πάνω στη σκηνή απ’ όπου περάσει αφήνει μιαν αύρα πυκνή, έτσι που νομίζεις, πως το σώμα της έχει σκορπιστεί παντού, έχει σημαδέψει τους τοίχους, το δάπεδο, τα έπιπλα, τα ρούχα των άλλων.»
«Θυμάμαι εκείνο το γέλιο της στο «Κορίτσι με μαύρα» του Κακογιάννη. Ο Χορν για να σπάσει τη σφιγμένη σιωπή της κάνει ένα κλοουνίστικο νούμερο και τότε εκείνα τα πληγωμένα μάτια, τα πεισματικά χείλη διαστέλλονται και ξεχύνεται ένας χείμαρρος από γέλιο παιδικό, αθώο. Αλλά πώς φθάνει ς’ αυτόν τον χείμαρρο; Τι ρυθμός ζωής; Τι αποκάλυψη του θαύματος της ζωής είναι αυτός!
Μέσα από το τυραννισμένο κορμί, το ταπεινωμένο, ξεπηδάνε ρύακες φωτός, αστραπές και η φύση ξαναβρίσκει την ουσία της, επικοινωνεί με τις αρχέγονες ρίζες της.
Η Λαμπέτη δεν ξεσπά, αποσπά από το λυγμό το μερίδιο της χαράς, επιστρέφει στη ζωή και διεκδικεί με τον ήχο του γέλιου μια θέση στην αρμονία του σύμπαντος.»

Ήταν καμωμένη από υλικό ονείρου

«Η Λαμπέτη δεν είναι ηθοποιός, δεν έχει η τέχνη της υποκριτική, δεν υποδύεται ρόλους, δεν ενσαρκώνει χαρακτήρες. Οι ρόλοι, οι χαρακτήρες έχουν ενσαρκωθεί στο σώμα της. Τα πλάσματα της φαντασίας υποδύονται, υποκρίνονται τη Λαμπέτη. Δεν είναι αυτό που λέμε ταύτιση με το ρόλο η ερμηνεία. Είναι το υλικό του ονείρου που εγένετο μεθ’ ημών…»

 

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com