Η «Βασιλόκοτα» της μάνας μου, και πρωτοχρονιάτικες στιγμές που έγιναν παιδικές αναμνήσεις!

Τώρα που θυμόμαστε και μοιραζόμαστε όλες αυτές τις όμορφες στιγμές που έγιναν παιδικές αναμνήσεις, δεν κοστίζει κάτι να συνεχίζουμε τουλάχιστον να ευχόμαστε με την καρδιά μας αυτά που μας είχαν μάθει από παιδιά, να λέμε έναν καλό λόγο, και να δείχνουμε με πράξεις τον ενδιαφέρον μας για τον διπλανό.

by ΛΟΥΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ
  • ΛΟΥΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ

Ο τρόπος που βιώνουμε τούτες τις χρονιάρες μέρες και τις κάνει να ξεχωρίζουν από τις άλλες είναι μια μυσταγωγία που την χαρακτηρίζουν η θρησκευτική πίστη, η άσβηστη ελπίδα του ανθρώπου για ένα καλύτερο αύριο, ο σεβασμός της παράδοσης, η ανάγκη για ειλικρινή επικοινωνία, και η έκφραση αγάπης και αλληλεγγύης!

Αυτές οι μέρες χρωματίζονται από την προσμονή, αποκτούν ιδιαίτερη αξία με το σμίξιμο, αρωματίζονται από την προετοιμασία, και νοστιμεύουν με το παραδοσιακό γιορτινό τραπέζι! Κάποια χρόνια πριν η λέξη ρεβεγιόν ήταν άγνωστη στα χωριά! Αυτό που ήξεραν καλά και το συνήθιζαν χρόνια ήταν να σμίγουν την παραμονή του Αϊ Βασιλιού στο σπίτι για να αλλάζουν τον χρόνο, για να είναι χαρούμενη όλη η χρονιά! Ήταν το τελευταίο μάζεμα για την παλιά χρονιά, και ταυτόχρονα το πρώτο  της νέας, που το συνδυάζανε με φαγητό, ευχές, κέφι, και γλέντι, μια γιορτή αλλιώτικη από τις άλλες, όπου ο κόσμος έδειχνε ότι προσμένει μια καλύτερη νέα χρονιά!

Και αφού έπρεπε οι χρονιάρες μέρες να ξεχωρίζουν από τις καθημερινές, «τη νύφη πλήρωναν» οι νοικοκυρές! Ασβέστωναν αυλές, μάντρες, το τζάκι, συγύριζαν το σπίτι που «συγυρισμό» δεν είχε, αφού το είχαμε κάνει σαν να έχουν μπεί «λυκότσαρδα», και τα καλά στρωσίδια και οι καλές μπατανίες στις ντιβανοκασέλες κατέβαιναν από τις τρακάδες! Μοσχοβολούσαν οι γειτονιές από το «Χριστόψωμο» και το Βασιλόψωμο», την κανέλλα και τα γαρύφαλλα των μελομακάρουνων, το ντόπιο βούτυρο των κουραμπιέδων, από τις βανίλιες και το πορτοκάλι της βασιλόπιτας, και από τη μυρουδιά του λαδιού που έβγαινε από τον καπνοδόχο όταν έψηναν τις δίπλες στο τζάκι, ένα χαρούμενο γλυκό, μελωμένες με καλοκαιρινό μέλι! Κόρωνε ο τόπος από τα ψητά και κοκκινιστά φαγητά για το βράδυ της παραμονής, τα κρατούσαν ζεστά στο πήλινο τσουκάλι δίπλα στο τζάκι, το ίδιο και το ψητό αρνί στο νταβά! Το τραπέζι ήταν στρωμένο με το κατάλευκο κεντητό τραπεζομάντηλο, και πάνω του τα γυαλισμένα πορσελάνινα, κρυστάλλινα και ασημένια σερβίτσια της προίκας!

Τον ταχυδρόμο τέτοιες μέρες τον περίμεναν με ανυπομονησία σαν τον Άγιο Βασίλη, αφού κάθε μέρα όργωνε το χωριό φορτωμένος με τις ευχετήριες κάρτες και τα φουσκωμένα συστημένα γράμματα με τα δολάρια και τα «τσέκια» από το εξωτερικό, όπως ακριβώς εμείς οι μικροί περιμέναμε από τους νονούς και τους κοντινούς συγγενείς τους μπουλαμάδες μας! Το σκηνικό συμπλήρωνε το φίλεμα των γλυκών σε μια λουλουδάτη πιατέλα που πηγαινοερχόταν από σπίτι σε σπίτι γεμάτη γλυκά που δεν γύριζε πίσω άδεια, και την παραμονή εμάς τα παιδιά μας έστελναν με γλυκά να επισκεφτούμε ηλικιωμένους συγγενείς και λυπημένους. Στις 12 σβήνανε τα φώτα να μπει ο νέος χρόνος, και ύστερα αγκαλιές, φιλιά, και τα δώρα έβγαιναν από τις τσέπες! Στο τραπέζι μποτίλιες με ντόπιο τσίπουρο, μαστιχούλα και μια πιατέλα με καρύδια, σταφίδες, και συκοπαΐδες, το δέντρο φωτισμένο στην σάλα δίπλα στην μπαλκονόπορτα για να φαίνεται από τον δρόμο και να το βλέπει και ο Αϊ Βασίλης για να αφήσει κρυφά την νύχτα τα δικά του δώρα κάτω από το δέντρο! Ζούσαμε με τον καημό να τον δούμε έστω μια φορά πώς είναι, τουλάχιστον να τον ευχαριστήσουμε, σηκωνόμαστε τη νύχτα και κάναμε αιφνιδιαστικές εφόδους μπας και τον πιάσουμε στα πράσα με τα δώρα αλλά μάταια, και κανείς δεν τον είδε ποτέ!

Η ξώπορτα με το κρεμασμένο γούρι, την «ασκέλα» ή ένα πέταλο αλόγου, άνοιγε στα παιδιά να πουν τα κάλαντα. Τότε παίρναμε σβάρνα το χωριό πριν ξημερώσει, γιατί ήταν πολλά τα παιδιά, και αν αργούσαμε θα μας λέγανε ότι «τα είπανε» και δεν θα μας έδιναν τίποτα. Είχαμε σταμπάρει όσους το έκαναν συστηματικά, και κάθε χρόνο πηγαίναμε πρώτα σ’ αυτούς, όπως σε μια θειά που την προλάβαμε πολύ πρωί πριν ξεκινήσει να πάει για ελιές, αλλά και πάλι μας έδιωξε νευριασμένη ότι τάχα της τα είπαν άλλοι! Σάλταρε βιαστικά πάνω στη γαϊδούρα της και την σκούντησε στην κοιλιά για να φύγει γρήγορα! Λες και την καταραστήκαμε, στην κατηφόρα σκόνταψε η γαϊδούρα και την έριξε κάτω, την πήραν με την μπατανία και έκανε πρωτοχρονιά στο νοσοκομείο. Δεν ευχαριστηθήκαμε, αλλά αν μας άφηνε να τα πούμε θα ήταν γαλήνια, δεν θα βιαζόταν να μας αποφύγει, και θα έκανε πρωτοχρονιά σπίτι της! Συνήθιζαν να καλούν για ποδαρικό ένα μικρό θαρρετό αγόρι για να πάει καλά η χρονιά, ήθελαν να μπει σπίτι χαρούμενο και έπαιρνε ένα γερό χαρτζιλίκι! Αν όμως οι νοικοκυραίοι αρρώσταιναν, δεν πήγαιναν καλά τα εισοδήματα, είχαν γκρίνια σπίτι, αν απόρριχνε η γελάδα τους, ή τους έπιανε η εφορία και πλήρωναν πρόστιμο, έφταιγε το παιδί που τους είχε κάνει ποδαρικό επειδή τάχα δεν είχε «καλό «ανάραχο»!

Αν και πέρασαν πενήντα τρία χρόνια από τότε που «έφυγε» από κοντά μας παραμονές του Αϊ Βασιλιού η μάνα μας, ζώντας σήμερα όλες αυτές τις προετοιμασίες και τις συνήθειες στο σπίτι τέτοιες μέρες, είναι σαν να νιώθω ακόμα την ζεστή της ανάσα και την αέρινη φιγούρα της όπως τότε που ξεκινούσε την προετοιμασία για τις γιορτές, το συγύρισμα και το ζύμωμα, το στόλισμα του σπιτιού, τις απλάδες στο σερβάν στη σάλα με τα μελομακάρονα με το φρέσκο χειμωνιάτικο μέλι, τα σκαλτσουνάκια και τους κουραμπιέδες φορτωμένα με μπόλικη ζάχαρη όπως ο Ταΰγετος με τα χιόνια του, τον ασημένιο δίσκο με τις δίπλες με το καλοκαιρινό μέλι, και το μεγάλο ταψί με την στολισμένη βασιλόπιτα! Του Αϊ Βασιλιού ανήμερα μαγέρευε τη «Βασιλόκοτα», μια γριά κότα σούπα, αφού «η γριά κότα έχει το ζουμί» όπως έλεγε! Την έσφαζε παραμονή πρωτοχρονιάς, και αποβραδίς την έβαζε στη μεγάλη κατσαρόλα πάνω στη σιδεροστιά, την ξάφριζε μαζί με το πολύ λίπος, και την άφηνε να σιγοβράσει στο κάρβουνο όλη τη νύχτα για να βγει η νοστιμιά της!

Ξημερώνοντας πρωτοχρονιά, πρώτος σηκωνόταν ο πατέρας, νιβόταν, χτενιζόταν, έκανε το σταυρό του στο εικόνισμα, και κατευθείαν πήγαινε να αντικρύσει πρώτα τον χιονισμένο Ταΰγετο, μετά έδινε ένα φιλί στο μάγουλο της μάνας και σε εμάς, και βγάζαμε το χαρτάκι του ημερολογίου που έδειχνε πια 1η Ιανουαρίου! Η μάνα κατέβαζε την κατσαρόλα από τη φωτιά αφού η κότα είχε γίνει «ταραχτή» και το ζουμί κάτασπρο σαν το γάλα, έβαζε το μπρίκι στη χόβολη για τον πρωινό καφέ, η φιλαρμονική του συλλόγου έπαιζε τα κάλαντα στα σπίτια, και μετά πηγαίναμε στην εκκλησία για την δοξολογία και για τον πρώτο αγιασμό της χρονιάς. Γυρνώντας από την εκκλησία, εμείς ρόδια δεν  σπάζαμε για γούρι, προτιμούσαμε να τα φάμε καλύτερα! Κόβαμε την βασιλόπιτα, παίρναμε και τους μποναμάδες μας από τους γονείς, φιλάγαμε το χέρι τους, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των μποναμάδων επέστρεφε στον οικογενειακό προϋπολογισμό! Το μεσημέρι το κρέας της κότας το πέρναγαν από το τηγάνι για να ροδίσει, και έφτιαχναν την σούπα με ρύζι, που την αυγόκοβαν με ντόπια αυγά, και ήταν στα πιάτα κατακίτρινη σαν τη «λίρα»! Όλοι ζητούσαν και δεύτερο πιάτο, και οι γέροι την πήγαιναν «κουπί», και ήταν απόλαυση να ακούς το μακρόσυρτο ρούφηγμα της σούπας από το «χουλιάρι»! Από την αχνιστή σούπα ιδροκόπαγαν και άρχιζαν να στάζουν οι πιγκομένες μύτες τους αν ήταν από συνάχι! Εμάς τα παιδιά, όσο και να θέλαμε να μην φανούμε μας κόβανε τα γέλια, αλλά μας έλεγαν ψύχραιμα ότι «θα έρθει η σειρά σας και θα γεράσετε κι εσείς»! Υπέροχο φαγητό η σούπα της βασιλόκοτας, αλλά χωρίς ψωμί όσο και να τρώγαμε  μετά από λίγο πεινάγαμε!

Ποτέ δεν νιώσαμε άδειο το σπίτι μας στις γιορτές, στα εύκολα και στα δύσκολα, αφού ήταν πάντα ανοιχτό και χωρούσε όλους τους καλούς, γνωστούς και περαστικούς! Ακόμα και τους ξενιτεμένους συγγενείς μας που δεν είχαμε γνωρίσει, τους αισθανόμαστε κοντά μας τέτοιες μέρες αφού μας συντρόφευαν οι κάρτες και οι οικογενειακές τους φωτογραφίες που μας έστελναν με τις ολόψυχες ευχές τους με το ταχυδρομείο. Κάρτες καλόγουστες και πολύχρωμες σαν τις γιορτές, κιτρινισμένες σήμερα από τον χρόνο, που έχουν μείνει στο σπίτι ως ενθύμιο μιας εγκάρδιας σχέσης και απόδειξη μιας αξεπέραστης επικοινωνίας, με τη χρυσόσκονη και την ασημόσκονη, και γραμμένες με καλλιγραφία οι ευχές για «Αίσιον και ευτυχές το νέον έτος με υγείαν και ειρήνην», ή «Ευχόμεθα εκ βάθους καρδίας το νέον έτος να σας φέρει ό,τι ποθείτε! Χρόνια πολλά Βασίλειε και Βασιλική»! Έχουμε χρόνια να πάρουμε και να στείλουμε ευχετήρια κάρτα. Μόνο τυποποιημένα μηνύματα θα δεχτούμε και θα στείλουμε και φέτος στο κινητό, μηνύματα που θυμίζουν προεκλογική περίοδο παρά γιορτινή, που μοιάζουν με μηνύματα υποψηφίων βουλευτών με ενθαρρύνσεις και ευχές για «καλύτερες μέρες»! Κάθε χρόνο όλο και λιγότερα σπίτια βάζουν λαμπιόνια, λιγότερες φορές χτυπάει η πόρτα για τα κάλαντα, όπως λιγότερα είναι και τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια. Τώρα που θυμόμαστε και μοιραζόμαστε όλες αυτές τις όμορφες στιγμές που έγιναν παιδικές αναμνήσεις, δεν κοστίζει κάτι να συνεχίζουμε τουλάχιστον να ευχόμαστε με την καρδιά μας αυτά που μας είχαν μάθει από παιδιά, να λέμε έναν καλό λόγο, και να δείχνουμε με πράξεις τον ενδιαφέρον μας για τον διπλανό.

Καλή πρωτοχρονιά, καλή χρονιά και χαρούμενη, με υγεία, ειρήνη, και αλληλεγγύη, χρόνια πολλά στον Βασίλη και στην Βασιλική, και καλή μας όρεξη!

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com