Και μην πετάξεις τίποτε…

Καθώς ανακατεύω τα μπαούλα μου κρεμνάω ένα ναφθαλινούχο κείμενό μου, γραμμένο στην μ. ΕΝΦΙΑ εποχή. Ταιριάζει και στα παρόντα.

by ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ
  • ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ

Λογαριάζω τον ΕΝΦΙΑ. Μπαινοβγαίνω στο taxisnet και προσθαφαιρώ τα «κληρονομικά μου χρέη». Πληρώνουμε οι περισσότεροι τα πατρογονικά. Το σπίτι στο χωριό, που με νύχια και δόντια κρατήσαμε επειδή έπρεπε. Μέσα στην ευρεία και χαοτική πηγάδα των Ελλήνων ιδιοκτητών ακινήτων όλοι μαζί, ξινά-αλμυρά, ίσα κι όμοια επαύλεις και χαμόσπιτα στα χωριά. Ετσι μετριόμαστε από το «λογιστικό» του γκουβέρνου, όλοι είμαστε πατρίκιοι! «Τι τα θες τόσα σπίτια;» είπε φίλος από τα παλιά. «Εγώ πούλησα και ησύχασα…».

Εγώ δεν πουλάω, ούτε το σπιτάκι στη λίμνη ούτε το δωματιάκι στο νησί, κτισμένο το 1864. Γιατί αν κόψω τα νήματα της συνέχειάς μου θα εξατμιστώ, θα νιώθω σαν προσφυγάκι, θα αισθανθώ δίχως πάσο… Ετσι έμαθα από τους προηγούμενους. Τα ελάχιστα καλοκαίρια που περνούσαμε οικογενειακώς στο πατρικό του νησιού, νομίζαμε πως φτάναμε στον παράδεισο. Κι ας ήταν το σπίτι αραχνιασμένο, κι ας περπατούσαν τα σκορφιδάκια κάτω από τα σαγιοναράκια μας, κι ας μαγειρεύαμε έξω, κι ας χρειαζόσουν ένδυμα… περιπάτου για να φτάσεις στον… απόπατο! Εμείς το σπιτάκι το λογαριάζαμε για κήπο της Εδέμ. Και είναι αυτό που τώρα μας εντάσσει στους κατέχοντες, στον ίδιο… λάκκο με τους «όλοι μαζί τα φάγαμε!».

Με την ίδια σπουδή ανακατεύω τα ιμάτιά μου με ναφθαλίνη κι ανοίγω νοικοκυρίστικες δουλειές… «Δεν τα κρατάμε όλα, δίνουμε και κάτι στους φτωχούς, Λενάκι!», είπε η Φωφώ, που της εξομολογήθηκα τη φασαρία. Με έπεισε λοιπόν να γίνω κι εγώ κάτι από ΜΚΟ που «φιλανθρωπούν» υπέρ αδυνάτων, (εγώ η δυνατή τάχα μου) να δώσω από το σωρό του μπαούλου και της ντιβανοκασέλας. Ξεχώρισα τα ετοιματζίδικα της τελευταίας 10ετίας, μακό, ξεχειλωμένα, τσιτάκια, σορτς, μαγιό… Ούτε ένα λινό, μια μουσελίνα, ένα μετάξι! Ολα αγορασμένα στη φτήνια!

Εύκολα τα αποχωρίζεσαι αυτά και τα στέλνεις στον κάδο υπέρ αδυνάτων… Δεν θα μου λείψουν, αφού κατά βάθος δεν χάιδεψαν ποτέ επάνω μου «ακριβές» στιγμές… Δεν συνέβη μαζί τους εκείνο το μαγικό, που υποστήριζε η φίνα μοδιστρική χειρωνακτών. «Το ρούχο δεν πρέπει να σε φορά, αλλά να το φοράς!!!», λέγανε. Δεν τα φόρεσα ποτέ τα ντρίλια της τελευταίας δεκαετίας, με φόρεσαν, με στρίμωξαν, με φάσκιωσαν, όπως και οι ρόλοι τη συνομοταξία μου. Γι’ αυτό και μαζί τους δεν θυμάμαι πόζες σε καθρέπτη, να δω αν «μου πάνε», ένα «καβάδι» ήταν όλα, άχρωμο, άοσμο, άνοστο…

Εβαλα στη βαλίτσα τη «δωρεά» και κίνησα για τη φιλενάδα. Με είδε κι απόρησε: «Φεύγεις πάλι;». «Οχι, η βαλίτσα φεύγει» είπα και τράβηξα το φερμουάρ… «Ελένη, είναι σκληρές εποχές, δεν δίνουμε τίποτε τώρα», φώναξε κι έπεσε πάνω στη βαλίτσα να την κλείσει. Με βόλεψε η πυγμή της και με τον μπόγο παραμάσχαλα επέστρεψα σπίτι… Αράδιασα τα φτηνά ένα-ένα για την αντίστροφη διαδρομή… Πουκαμισάκια που φορούσα το καλοκαίρι στα Παπαδιάνικα, τρικό αγορασμένα στους Μολάους, φανελάκι που μούσκεψε από ιδρώτα ένα απόγευμα στη Μονεμβασιά, μαγιό «των Κυθήρων», τζιν που κόλλησε επάνω μου χορεύοντας στα πανηγύρια της Ικαριάς, ξώπλατο που φόρεσα σε γάμο στο Γιαλισκάρι. Ολα αυτά τα… ευτελή, με μιαν αφήγηση πολυτελείας, ακριβή και πολύτιμη. Κι έτσι, καθώς συνομιλούσα μαζί τους τα δίπλωσα, τα μύρισα και τα ξανάβαλα στο μπαούλο…

Δέσμια του σχεδίου για όλα τα «έχει» μου, τίποτε δεν χαρίζω. Σημαντικά κι ασήμαντα είναι ο άγραφος και ο γραπτός μου βίος. Υπερήφανη που δεν πετάω τίποτε, ούτε φιλανθρωπώ, γιατί ενοχές δεν έχω, ασφυξία δεν αισθάνομαι ακόμα και μέσα στα ναφθαλινούχα μπαούλα μου. Τα κουβαλώ κι αν χρειαστεί γίνομαι κι εγώ μπαουλάκι, να μας κουβαλήσω..

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή