Ο Κλέμενς Βέντσελ Νέπομουκ Λόθαρ, Πρίγκιπας του Μέττερνιχ-Βίνεμπουργκ τσου Μπάιλσταϊν ( Γερμανικά: Klemens Wenzel Nepomuk Lothar Fürst von Metternich-Winneburg zu Beilstein, 15 Μαϊου 1773 – 11 Ιουνίου 1859] ήταν Αυστριακός διπλωμάτης, στο κέντρο των ευρωπαϊκών υποθέσεων για τρεις δεκαετίες ως υπουργός Εξωτερικών της Αυστριακής Αυτοκρατορίας από το 1809 και Καγκελάριος από το 1821 μέχρις ότου οι φιλελεύθερες Επαναστάσεις του 1848 επέβαλαν την παραίτησή του.
Γεννημένος στον Οίκο των Μέττερνιχ το 1773 ως γιος διπλωμάτη, ο Μέττερνιχ έλαβε καλή εκπαίδευση στα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και του Μάιντς. Ανήλθε μέσω σημαντικών διπλωματικών θέσεων, όπως του πρεσβευτή στο Βασίλειο της Σαξονίας, στο Βασίλειο της Πρωσίας και ιδιαίτερα στη Ναπολεόντειο Γαλλία. Ένα από τα πρώτα του έργα ως υπουργού Εξωτερικών ήταν να υλοποιήσει ύφεση με τη Γαλλία, που περιελάμβανε το γάμο του Ναπολέοντα με την Αυστριακή αρχιδούκισσα Μαρία Λουίζα. Λίγο αργότερα, σχεδίασε την είσοδο της Αυστρίας στον Πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού στο πλευρό των Συμμάχων, υπέγραψε τη Συνθήκη του Φονταινεμπλώ που έστειλε τον Ναπολέοντα στην εξορία και ηγήθηκε της Αυστριακής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Βιέννης, που διαίρεσε τη Μεταναπολέοντεια Ευρώπη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Για τις υπηρεσίες του προς την Αυστριακή Αυτοκρατορία, του δόθηκε ο τίτλος του Πρίγκιπα τον Οκτώβριο του 1813. Υπό την καθοδήγησή του η Ευρωπαϊκή Συμφωνία των διεθνών συνεδρίων συνεχίστηκε για μια ακόμη δεκαετία καθώς η Αυστρία ευθυγραμμίστηκε με τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό την Πρωσία. Αυτό σηματοδότησε το ανώτερο σημείο της διπλωματικής σημασίας της Αυστρίας και στη συνέχεια ο Μέττερνιχ διολίσθησε αργά στην περιφέρεια της διεθνούς διπλωματίας. Στην πατρίδα του κατείχε τη θέση του Καγκελάριου του Κράτους από το 1821 ως το 1848, τόσο υπό το Φραγκίσκο Β´, όσο και υπό το γιο του Φερδινάνδο Α΄. Μετά από μια σύντομη εξορία στο Λονδίνο, το Μπράιτον και τις Βρυξέλλες που κράτησε μέχρι το 1851, επέστρεψε στην αυλή της Βιέννης, αυτή τη φορά για να προσφέρει μόνο συμβουλές στο διάδοχο του Φερδινάνδου, Φραγκίσκο Ιωσήφ. Έχοντας επιβιώσει της πολιτικής γενιάς του, ο Μέττερνιχ πέθανε σε ηλικία 86 ετών το 1859.
Παραδοσιακός συντηρητικός, ο Μέττερνιχ επιδίωκε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων, ιδίως αντιστεκόμενος στις ρωσικές εδαφικές φιλοδοξίες στην Κεντρική Ευρώπη και σε εδάφη που ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντιπαθούσε το φιλελευθερισμό και προσπάθησε να αποτρέψει τη διάλυση της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, για παράδειγμα, συντρίβοντας τις εθνικιστικές εξεγέρσεις στην αυστριακή βόρεια Ιταλία. Στη χώρα του ακολούθησε παρόμοια πολιτική, χρησιμοποιώντας λογοκρισία και ένα ευρύ δίκτυο κατασκοπευτικών δικτύων για την καταστολή των ταραχών. Ο Μέττερνιχ έχει επαινεθεί και επικριθεί έντονα για τις πολιτικές που ακολούθησε.
Πρώτα χρόνια
Ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ γεννήθηκε στον ομώνυμο Οίκο στις 15 Μαΐου 1773 από τον Φρανυς Γκέοργκε Καρλ Κόμη του Μέττερνιχ-Βίνεμπουργκ τσου Μπάιλσταϊν, διπλωμάτη που είχε περάσει από την υπηρεσία της Αρχιεπισκοπής του Τριρ σε εκείνη της Αυτοκρατορικής αυλής, και τη σύζυγό του Κόμισα Μαρία Βεατρίλη Αλοίζια φον Κάγκενεκ. Πήρε το όνομά του από τον Πρίγκιπα Κλέμενς Βεντσεσλάους της Σαξονίας, αρχιεπίσκοπου-εκλέκτορα του Τριρ και πρώην εργοδότη του πατέρα του. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και είχε μια μεγαλύτερη αδερφή. Την εποχή της γέννησής του η οικογένεια είχε μια ερειπωμένη κατοικία στο Μπάιλσταϊν, ένα κάστρο στο Βίνεμπεργκ, ένα κτήμα δυτικά του Κόμπλεντς και ένα άλλο στο Κένιγκσβαρτ της Βοημίας, που απέκτησε το 17ο αιώνα. Τότε ο πατέρας του Μέττερνιχ, που περιγράφεται ως «βαρετός μπαμπάς και αιώνιος ψεύτης» από έναν σύγχρονό του, ήταν ο Αυστριακός πρέσβης στις αυλές των τριών εκλεκτόρων του Ρήνου (Τριρ, Κολωνία και Μάιντς). Με την εκπαίδευση του Μέττερνιχ ασχολήθηκε η μητέρα του, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την εγγύτητά τους στη Γαλλία. Ο Μέττερνιχ μιλούσε γαλλικά καλύτερα από τα γερμανικά. Σαν παιδί έκανε επίσημες επισκέψεις με τον πατέρα του και, υπό την καθοδήγηση του προτεστάντη δασκάλου του Τζον Φρέντερικ Σίμον, διδάχθηκε ακαδημαϊκά θέματα, κολύμβηση και ιππασία.
Το καλοκαίρι του 1788 ο Μέττερνιχ άρχισε να σπουδάζει νομική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, στις 12 Νοεμβρίου. Ενώ ήταν φοιτητής φιλοξενήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα από τον Πρίγκιπα Μαξιμιλιανό του Τσβαϊμπρύκεν, το μετέπειτα Βασιλιά της Βαυαρίας. Τότε χαρακτηρίστηκε από το Σίμον ως «χαρούμενος, όμορφος και αξιαγάπητος», αν και οι σύγχρονοί του διηγούνταν αργότερα πώς ήταν ψεύτης και καυχησιάρης. Ο Μέττερνιχ έφυγε από το Στρασβούργο το Σεπτέμβριο του 1790 για να παρευρεθεί τον Οκτώβριο στη στέψη του Λεοπόλδου Β΄ στη Φρανκφούρτη, όπου έπαιξε τον σε μεγάλο βαθμό τιμητικό ρόλο του Τελετάρχη του Καθολικού Σώματος του Κολλεγίου των Κομήτων της Βεστφαλίας. Εκεί, υπό από την αιγίδα του πατέρα του, συναντήθηκε με το μετέπειτα Φραγκίσκο Β΄ και εξοικειώθηκε με την αριστοκρατία.
Μεταξύ του τέλους του 1790 και του καλοκαιριού του 1792 ο Μέττερνιχ σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς, λαμβάνοντας μια πιο συντηρητική εκπαίδευση από ό, τι στο Στρασβούργο, πόλη στην οποία η επιστροφή ήταν πλέον ανασφαλής. Τα καλοκαίρια εργαζόταν με τον πατέρα του, που είχε διοριστεί πληρεξούσιος και ουσιαστικά κυβερνήτης των Αυστριακών Κάτω Χωρών. Το Μάρτιο του 1792 ο Φραγκίσκος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στέφθηκε τον Ιούλιο, προσφέροντας στο Μέττερνιχ ξανά το ρόλο του Τελετάρχη. Εν τω μεταξύ η Γαλλία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Αυστρία, ξεκινώντας τον Πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού (1792–7) και καθιστώντας αδύνατες τις περαιτέρω σπουδές του Μέττερνιχ στο Μάιντς. Εργαζόμενος πλέον στην υπηρεσία του πατέρα του, στάλθηκε σε μια ειδική αποστολή στο μέτωπο. Εκεί ήταν επικεφαλής της ανάκρισης του Γάλλου Υπουργού Πολέμου, Μαρκησίου ντε Μπερνονβίλ και πολλών επιτρόπων της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, που τον συνόδευαν. Ο Μέττερνιχ έγινε μάρτυς της πολιορκίας και της πτώσης της Βαλανσιέν, ανατρέχοντας αργότερα σε αυτά ως ουσιαστικά μαθήματα για τον πόλεμο. Στις αρχές του 1794 στάλθηκε στην Αγγλία, υποτίθεται σε επίσημη αποστολή, βοηθώντας τον Υποκόμη Ντεζαντρουέν, από το Γενικό Θησαυροφύλακα των Αυστριακών Κάτω Χωρών, να διαπραγματευτεί ένα δάνειο.
Γάμος και το Συνέδριο του Ράστατ
Στην Αγγλία συναντήθηκε με τον Βασιλιά πολλές φορές και γευμάτισε με αρκετούς μεγάλης επιρροής Βρετανούς πολιτικούς, όπως ο Ουίλιαμ Πιτ, ο Τσαρλς Τζέιμς Φοξ και ο Έντμουντ Μπερκ. Ο Μέττερνιχ διορίστηκε νέος πληρεξούσιος πρέσβης στις Αυστριακές Κάτω Χώρες και έφυγε από την Αγγλία το Σεπτέμβριο του 1794. Κατά την άφιξή του βρήκε μια εξόριστη και αδύναμη κυβέρνηση σε άτακτη υποχώρηση από την τελευταία γαλλική προέλαση. Τον Οκτώβριο ένας ανανεωμένος Γαλλικός στρατός σάρωσε τη Γερμανία και κατέλαβε όλα τα κτήματα των Μέττερνιχ εκτός από το Κένιγκσβαρτ. Απογοητευμένος και επηρεασμένος από την έντονη κριτική για την πολιτική του πατέρα του, πήγε στους γονείς του στη Βιέννη το Νοέμβριο. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1795 παντρεύτηκε την Κόμισσα Ελεονόρε φον Κάουνιτς, εγγονή του πρώην Αυστριακού καγκελάριου Βέντσελ Κάουνιτς. Ο γάμος κανονίστηκε από τη μητέρα του Μέττερνιχ και τον εισήγαγε στην κοινωνία της Βιέννης. Αυτό ήταν αναμφίβολα ένα από τα κίνητρα του Μέττερνιχ, που επέδειξε λιγότερη στοργή γι ‘αυτήν από όσο εκείνη για αυτόν. Ο πατέρας της νύφης, Πρίγκιπας Κάουνιτς, επέβαλε δύο όρους: πρώτον, η νεαρά ακόμη Ελεονόρε θα συνέχιζε να ζει στο σπίτι της και δεύτερον, ο Μέτερντιχ απαγορευόταν να υπηρετήσει ως διπλωμάτης όσο ο Πρίγκιπας ζούσε. Η κόρη τους Μαρία γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1797.
Μετά τις σπουδές του Μέττερνιχ στη Βιέννη ο θάνατος του Πρίγκιπα το Σεπτέμβριο του 1797 του επέτρεψε να συμμετάσχει στο συνέδριο του Ράστατ. Αρχικά ο πατέρας του, που ήταν επικεφαλής της αυτοκρατορικής αντιπροσωπείας, τον πήρε ως γραμματέα, διασφαλίζοντας, όταν ξεκίνησε επίσημα η διαδικασία το Δεκέμβριο του 1797, να οριστεί εκπρόσωπος του Καθολικού Σώματος του Κολλεγίου των Κομήτων της Βεστφαλίας. Ο Μέττερνιχ βαριεστημένος παρέμεινε στο Ράστατ σε αυτό τον ρόλο μέχρι το 1799, όταν το συνέδριο τελικά τερματίστηκε. Την περίοδο αυτή η Ελεονόρε ζούσε πλέον μαζί του στο Ράστατ και γέννησε τους γιους Φράνσις (Φεβρουάριος 1798) και, λίγο μετά το τέλος του Συνεδρίου, Κλέμενς (Ιούνιος 1799). Προς μεγάλη θλίψη του Μέττερνιχ ο Κλέμενς πέθανε μετά από λίγες μόνο μέρες και ο Φράνσις σύντομα προσβλήθηκε από πνευμονική λοίμωξη από την οποία δεν θα ανάρρωνε ποτέ.
Πρέσβης
Δρέσδη και Βερολίνο
Η ήττα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον Πόλεμο του Δεύτερου Συνασπισμού συγκλόνισε τους διπλωματικούς κύκλους και στον πολλά υποσχόμενο Μέττερνιχ προσφέρθηκε τώρα η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών θέσεων πρέσβη: στην Αυτοκρατορική Δίαιτα στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Βασίλειο της Δανίας στην Κοπεγχάγη και στον Εκλέκτορα της Σαξονίας στη Δρέσδη. Επέλεξε τη Δρέσδη στα τέλη Ιανουαρίου 1801 και ο διορισμός του ανακοινώθηκε επίσημα το Φεβρουάριο. Ο Μέττερνιχ πέρασε το καλοκαίρι στη Βιέννη, όπου έγραψε τις “Οδηγίες” του, ένα μνημόνιο που δείχνει πολύ μεγαλύτερη κατανόηση της πολιτικής από ό, τι προγενέστερα γραπτά του. Επισκέφτηκε το κτήμα στο Κένιγκσβαρτ το φθινόπωρο πριν αναλάβει τη νέα του θέση στις 4 Νοεμβρίου. Οι ευφυείς επισημάνσεις του μνημονίου πήγαν χαμένες στην αυλή της Σαξονίας, της οποίας ηγείτο ηγείται ο απερχόμενος Φρειδερίκος Αύγουστος, ένας άντρας με ελάχιστη πολιτική πρωτοβουλία. Παρά την πλήξη της αυλής ο Μέττερνιχ απολάμβανε την αμέριμνη ελαφρότητα της πόλης και απέκτησε μια ερωμένη, την Κατερίνε Μπαγκρατιόν, που του γέννησε μια κόρη, τη Μαρία-Κλημεντίνη. Τον Ιανουάριο του 1803 ο Μέττερνιχ και η σύζυγός του απέκτησαν ένα παιδί που ονόμασαν Βίκτορ. Στη Δρέσδη ο Μέττερνιτς έκανε επίσης αρκετές σημαντικές επαφές, όπως του Φρίντριχ Γκεντς, δημοσιογράφου που θα λειτουργούσε ως έμπιστος και κριτικός του για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Δημιούργησε επίσης δεσμούς με σημαντικές προσωπικότητες, Πολωνούς και Γάλλους.
Για να αντισταθμίσει την απώλεια των προγονικών κτημάτων των Μέττερνιχ στην κοιλάδα του Μοζέλλα, όταν η Γαλλική Δημοκρατία προσάρτησε τη δυτική όχθη του Ρήνου, το Αυτοκρατορικό Ψήφισμα του 1803 πρόσφερε στην οικογένεια του Μέττερνιχ νέα κτήματα στο Οξενχάουζεν, τον τίτλο του Πρίγκιπα και μια έδρα στην Αυτοκρατορική Δίαιτα. Στο διπλωματικό ανασχηματισμό που ακολούθησε ο Μέττερνιχ διορίστηκε πρέσβης στο Βασίλειο της Πρωσίας, ενημερωθείς σχετικά το Φεβρουάριο του 1803, και ανέλαβε τη θέση του το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Έφτασε σε μια κρίσιμη συγκυρία στην ευρωπαϊκή διπλωματία, ανησυχώντας σύντομα για τις εδαφικές φιλοδοξίες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, πρόσφατα ηγέτη της Γαλλίας. Μοιράστηκε αυτό το φόβο του με τη Ρωσική αυλή του Αλέξανδρου Α΄ και ο Τσάρος ενημέρωσε τον Μέττερνιχ για τη ρωσική πολιτική. Το φθινόπωρο του 1804 η Βιέννη αποφάσισε να δράσει, ξεκινώντας τον Αύγουστο του 1805 όταν η Αυστριακή Αυτοκρατορία (όπως ετοιμαζόταν να κάνει και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) άρχισε την εμπλοκή της στον Πόλεμο του Τρίτου Συνασπισμού. Ο σχεδόν αδύνατος στόχος του Μέττερνιχ ήταν να πείσει την Πρωσία να συμμετάσχει στο συνασπισμό εναντίον του Βοναπάρτη. Ωστόσο η τελική τους συμφωνία δεν οφειλόταν στο Μέττερνιχ και μετά την ήττα του συνασπισμού στη Μάχη του Άουστερλιτς η Πρωσία αγνόησε τη συμφωνία και υπέγραψε συνθήκη με τους Γάλλους.
Παρίσι
Κατά τον επόμενο ανασχηματισμό στη Βιέννη ο Γιόχαν Φίλιπ Στάντιον έγινε Υπουργός Εξωτερικών της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, αφήνοντας ελεύθερη για το Μέττερνιχ να αναλάβει τη θέση του Πρέσβη στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Δεν έφτασε όμως ποτέ στη Ρωσία, καθώς είχε προκύψει ανάγκη για ένα νέο Αυστριακό στη Γαλλική αυλή. Ο Μέττερνιχ εγκρίθηκε για τη θέση τον Ιούνιο του 1806. Του άρεσε να είναι περιζήτητος και ήταν ευτυχής που εστάλη στη Γαλλία με γενναιόδωρο μισθό 90.000 γκούλντεν ετησίως. Μετά από ένα επίπονο ταξίδι εγκαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1806, κατατοπιζόμενος από το Βαρόνο φον Βίνσεντ και τον Ενγκελμπερτ φον Φλόρετ, τους οποίους θα διατηρούσε ως στενούς σύμβουλος για δύο δεκαετίες. Συναντήθηκε με το Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ταλλεϋράνδο στις 5 Αυγούστου και τον ίδιο τον Ναπολέοντα πέντε ημέρες αργότερα στο Σεν-Κλου. Σύντομα ο Πόλεμος του Τέταρτου Συνασπισμού έστρεψαν τόσο τον Ταλλεϋράνδο όσο και τον Ναπολέοντα. Η σύζυγος και τα παιδιά του Μέττερνιχ έφτασαν στη νέα του κατοικία τον Οκτώβριο και εκείνος εντάχθηκε στην κοινωνία, χρησιμοποιώντας τη γοητεία του για να διακριθεί εκεί. Η παρουσία του Ελεονόρε δεν τον εμπόδισε να έχει σειρά ερωτικών σχέσεων, που σίγουρα περιελάμβαναν την αδελφή του Ναπολέοντα Καρολίν Μυρά, τη Λωρ Ζυνό και ίσως πολλές άλλες.
Μετά τις Συνθήκες του Τιλσίτ του Ιουλίου του 1807 ο Μέττερνιχ κατάλαβε ότι η θέση της Αυστρίας στην Ευρώπη ήταν πολύ πιο ευάλωτη, αλλά πίστευε ότι η συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας δεν θα διαρκούσε. Στο μεταξύ διαπίστωσε την αδιαλλαξία του νέου Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ζαν-Μπατίστ Σαμπανύ και αγωνίστηκε να διαπραγματευτεί μια ικανοποιητική διευθέτηση για το μέλλον πολλών γαλλικών οχυρών στον Ποταμό Ιν. Τους επόμενους μήνες αυξήθηκαν η εμβέλεια της αυστριακής πολιτικής και η φήμη του ίδιου του Μέττερνιχ. Ο Μέττερνιχ πίεσε για μια Ρωσοαυστριακή συμμαχία, αν και ο Τσάρος Αλέξανδρος ήταν πολύ απασχολημένος με τους τρεις άλλους πολέμους στους οποίους είχε δεσμευτεί. Με την πάροδο του χρόνου ο Μέττερνιχ κατέληξε να θεωρεί ως αναπόφευκτο έναν τελικό πόλεμο με τη Γαλλία.

Ο Ναπολέων δέχεται τον φον Βίνσεντ στην Ερφούρτη, στη σύνοδο στην οποία δεν επιτράπηκε στο Μέττερνιχ να παρευρεθεί
Σε μια αλησμόνητο συμβάν ο Μέττερνιχ λογομάχησε με τον Ναπολέοντα στον εορτασμό των 39ων γενεθλίων του τον Αύγουστο του 1808 σχετικά με τις ολοένα και πιο προφανείς προετοιμασίες για πόλεμο και από τις δύο πλευρές. Λίγο αργότερα ο Ναπολέων αρνήθηκε τη συμμετοχή του Μέττερνιχ στη Σύνοδο της Ερφούρτης. Ο Μέττερνιχ αργότερα χάρηκε όταν έμαθε από τον Ταλλεϋράνδο ότι οι προσπάθειες του Ναπολέοντα στη Σύνοδο να πείσει τη Ρωσία να εισβάλει στην Αυστρία αποδείχτηκε ανεπιτυχής. Στα τέλη του 1808 ο Μέττερνιχ ανακλήθηκε στη Βιέννη για συναντήσεις πέντε εβδομάδων σχετικά με την πιθανότητα της Αυστρίας να εισβάλει στη Γαλλία, ενώ ο Ναπολέων ήταν σε εκστρατεία στην Ισπανία. Οι εκθέσεις του ανέφεραν ότι η Γαλλία δεν ήταν ενωμένη υπό τον Ναπολέοντα, ότι η Ρωσία ήταν απίθανο να θέλει να πολεμήσει την Αυστρία και ότι η Γαλλία είχε λίγα αξιόμαχα στρατεύματα που θα μπορούσαν να πολεμήσουν στην κεντρική Ευρώπη. Πίσω στο Παρίσι, ο Metternich ανησυχούσε ανοιχτά για τη δική του ασφάλεια. Όταν η Αυστρία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, ο Metternich συνελήφθη ως αντίποινα για τη σύλληψη δύο Γάλλων διπλωμάτων στη Βιέννη, αλλά τα αποτελέσματα αυτού ήταν ελάχιστα. Επιτράπηκε να εγκαταλείψει τη Γαλλία υπό συνοδεία για την Αυστρία στα τέλη Μαΐου 1809. Μετά τη σύλληψη του Ναπολέοντα από τη Βιέννη, ο Metternich πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Αυστρίας και ανταλλάχθηκε εκεί με τους Γάλλους διπλωμάτες. διαμάχη με τον Ναπολέοντα στις 39η γιορτές των γενεθλίων του Ναπολέοντα τον Αύγουστο του 1808 σχετικά με τις ολοένα και πιο προφανείς προετοιμασίες για πόλεμο και στις δύο πλευρές. Λίγο αργότερα, ο Ναπολέων αρνήθηκε τη συμμετοχή του Metternich στο Συνέδριο της Ερφούρτης. Ο Μέτερνιτς αργότερα άκουσε από την Ταλέιραντ ότι οι προσπάθειες του Ναπολέοντα στο Κογκρέσο να αναγκάσει τη Ρωσία να εισβάλει στην Αυστρία αποδείχτηκε ανεπιτυχής. Στα τέλη του 1808, ο Metternich ανακλήθηκε στη Βιέννη για συναντήσεις πέντε εβδομάδων σχετικά με την πιθανότητα της Αυστρίας να εισβάλει στη Γαλλία, ενώ ο Ναπολέων ήταν σε εκστρατεία στην Ισπανία. Τα μνημόνια του ανέφεραν ότι η Γαλλία δεν ήταν ενωμένη πίσω από τον Ναπολέοντα, ότι η Ρωσία ήταν απίθανο να θέλει να πολεμήσει την Αυστρία και ότι η Γαλλία είχε λίγα αξιόπιστα στρατεύματα που θα μπορούσαν να πολεμήσουν στην κεντρική Ευρώπη. Οταν επέστρεψε στο Παρίσι ο Μέττερνιχ ανησυχούσε ανοιχτά για την ασφάλειά του. Όταν η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας συνελήφθη σε αντίποινα για τη σύλληψη δύο Γάλλων διπλωμάτων στη Βιέννη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Του επιτράπηκε να εγκαταλείψει τη Γαλλία υπό συνοδεία για την Αυστρία στα τέλη Μαΐου 1809. Μετά την κατάληψη της Βιέννης από τον Ναπολέοντα ο Μέττερνιχ οδηγήθηκε στην πρωτεύουσα της Αυστρίας και ανταλλάχθηκε εκεί με τους Γάλλους διπλωμάτες.
Υπουργός Εξωτερικών
Υφεση με τη Γαλλία
Επιστρέφοντας στην Αυστρία ο Μέττερνιχ γνώρισε από πρώτο χέρι την ήττα του Αυστριακού στρατού στη Μάχη του Βάγκραμ το 1809. Στη συνέχεια ο Στάντιον υπέβαλε την παραίτησή του από υπουργός Εξωτερικών και ο Αυτοκράτορας πρόσφερε αμέσως τη θέση στον στη συνέχεια,. Εκείνος ανησυχούσε ότι ο Ναπολέων θα έβρισκε την ευκαιρία να απαιτήσει σκληρότερους όρους ειρήνης, αντίθετα συμφώνησε να γίνει υπουργός επικρατείας (που έγινε στις 8 Ιουλίου) και να ηγηθεί διαπραγματεύσεων με τους Γάλλους έχοντας κατά νου να αντικαταστήσει τον Στάντιον ως υπουργός Εξωτερικών αργότερα. Κατά τη διάρκεια ειρηνευτικών συνομιλιών στο Άλτενμπουργκ ο Μέττερνιχ υπέβαλε φιλογαλλικές προτάσεις για τη διάσωση της Αυστριακής μοναρχίας. Ο Ναπολέων ωστόσο δεν συμφωνούσε με τη θέση του για το μέλλον της Πολωνίας και ο Μέττερνιχ σταδιακά εκτοπίστηκε από τη διαδικασία από τον Πρίγκιπα του Λίχτενσταϊν. Σύντομα ανέκτησε επιρροή, ωστόσο, στις 8 Οκτωβρίου, ως υπουργός Εξωτερικών (και επιπλέον υπουργός της Αυτοκρατορικής Αυλής). Στις αρχές του 1810 δημοσιοποιήθηκε η προηγούμενη σχέση του Μέττερνιχ με τη Ζυνό, αλλά λόγω της κατανόησης της Ελεονόρε το σκάνδαλο ήταν ελάχιστο.

Ο Μέττερνιχ άσκησε την επιρροή του για την πραγματοποίηση του γάμου του Ναπολέοντα με την Αρχιδούκισσα Μαρία Λουίζα της Αυστρίας. Πίνακας του Ζωρζ Ρουζέ.
Ένα από τα πρώτα έργα του Μέττερνιχ ήταν να πιέσει για το γάμο του Ναπολέοντα με την Αρχιδούκισσα Μαρία Λουίζα και όχι με τη νεότερη αδελφή του Τσάρου Άννα Πάβλοβνα. Αργότερα προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από το γάμο ισχυριζόμενος ότι ήταν ιδέα του Ναπολέοντα, αλλά αυτό είναι απίθανο. Εν πάση περιπτώσει ήταν ευτυχής να διεκδικήσει την ευθύνη για αυτό εκείνη την εποχή. Στις 7 Φεβρουαρίου ο Ναπολέων συμφώνησε και το ζευγάρι παντρεύτηκε με πληρεξούσιο στις 11 Μαρτίου. Η Μαρία Λουίζα έφυγε για τη Γαλλία λίγο μετά και ο Μέττερνιχ ακολούθησε από διαφορετική διαδρομή και ανεπίσημα. Το ταξίδι σχεδιάστηκε, εξήγησε ο Μέττερνιχ, για να μεταφέρει την οικογένειά του (που έχει εγκλωβιστεί στη Γαλλία από το ξέσπασμα του πολέμου) και να αναφέρει στον Αυστριακό Αυτοκράτορα για τις δραστηριότητες της Μαρίας Λουίζας.
Τελικά ο Μέττερνιχ παρέμεινε έξι μήνες, αναθέτοντας το γραφείο του στη Βιέννη στον πατέρα του. Αρχισε να χρησιμοποιεί το γάμο και τις κολακείες για να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους που καθορίζονταν στο Σενμπρούν. Οι παραχωρήσεις που κέρδισε ήταν ωστόσο ασήμαντες: λίγα εμπορικά δικαιώματα, καθυστέρηση της πληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων, επιστροφή ορισμένων κτημάτων που ανήκαν σε Γερμανούς στην υπηρεσία της Αυστρίας, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας Μέττερνιχ και άρση του ορίου των 150.000 ανδρών για τον Αυστριακό στρατό. Το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο ως ένδειξη αυξημένης αυστριακής ανεξαρτησίας, αν και η χώρα δεν μπορούσε πλέον να συντηρήσει ένα στρατό μεγαλύτερο από το καθορισμένο όριο.
Σύμμαχος της Γαλλίας

Η Ευρώπη το 1812 μετά από αρκετές γαλλικές νίκες
Όταν ο Μέττερνιχ επέστρεψε στη Βιέννη τον Οκτώβριο του 1810 δεν ήταν πλέον τόσο δημοφιλής. Η επιρροή του περιορίστηκε στις εξωτερικές υποθέσεις και οι προσπάθειές του για την επανασύσταση ενός πλήρους Κρατικού Συμβουλίου απέτυχαν. Πεπεισμένος ότι μια πολύ εξασθενημένη Αυστρία θα απέφευγε μια νέα εισβολή από τη Γαλλία, απέρριψε τις προτάσεις του Τσάρου Αλεξάνδρου και αντ ‘αυτού κατέληξε σε συμμαχία με τον Ναπολέοντα στις 14 Μαρτίου 1812. Υποστήριξε επίσης μια περίοδο ήπιας λογοκρισίας, με στόχο να αποφύγει να προκαλέσει τους Γάλλους. Απαιτώντας μόνο 30.000 Αυστριακά στρατεύματα να πολεμήσουν δίπλα τους Γάλλους, η συνθήκη συμμαχίας ήταν πιο γενναιόδωρη από αυτήν που είχε υπογράψει η Πρωσία ένα μήνα νωρίτερα. Αυτό επέτρεψε στο Μέττερνιχ να δώσει διαβεβαιώσεις τόσο στη Βρετανία όσο και στη Ρωσία ότι η Αυστρία παρέμενε δεσμευμένη να περιορίσει τις φιλοδοξίες του Ναπολέοντα. Συνόδευσε τον ηγεμόνα του για μια τελική συνάντηση με τον Ναπολέοντα στη Δρέσδη το Μάιο του 1812, προτού ο Ναπολέων ξεκινήσει τη Γαλλική εισβολή στη Ρωσία.
Η συνάντηση της Δρέσδης αποκάλυψε ότι η επιρροή της Αυστρίας στην Ευρώπη είχε φθάσει στο χαμηλότερο σημείο της και ότι ο Μέττερνιχ προσπαθούσε τώρα να αποκαταστήσει αυτήν την επιρροή, χρησιμοποιώντας ότι θεωρούσε ισχυρούς δεσμούς με όλες τις πλευρές του πολέμου, προτείνοντας γενικές ειρηνευτικές συνομιλίες με επικεφαλής την Αυστρία. Τους επόμενους τρεις μήνες απομάκρυνε σταδιακά την Αυστρία από τις γαλλικές επιδιώξεις, αποφεύγοντας τη συμμαχία με την Πρωσία ή τη Ρωσία, και παραμένοντας ανοιχτός σε οποιαδήποτε πρόταση θα εξασφάλιζε θέση για τη συνενωμένη δυναστεία Βοναπάρτ-Αψβούργων. Αυτό οφειλόταν στην ανησυχία ότι αν ο Ναπολέων ηττηθεί η Ρωσία και η Πρωσία θα κέρδιζαν πάρα πολλά. Ωστόσο ο Ναπολέων ήταν αδιάλλακτος και οι εχθροπραξίες (επίσημα πλέον ο Πόλεμος του Εκτου Συνασπισμού) συνεχίστηκαν. Η συμμαχία της Αυστρίας με τη Γαλλία έληξε το Φεβρουάριο του 1813 και η Αυστρία μετακινήθηκε στη θέση της ένοπλης ουδετερότητας.
Ουδετερότητα
Ο Μέττερνιχ ήταν πολύ λιγότερο πρόθυμος να στραφεί εναντίον της Γαλλίας από πολλούς από τους συγχρόνους του (αν και όχι ο Αυτοκράτορας) και προτιμούσε τα δικά του σχέδια για μια γενική διευθέτηση. Το Νοέμβριο του 1813 προσέφερε στον Ναπολέοντα τις προτάσεις της Φρανκφούρτης, που θα του επέτρεπαν να παραμείνει Αυτοκράτορας, αλλά θα περιόριζαν τη Γαλλία στα «φυσικά σύνορά της» και θα ήραν τον έλεγχό της στο μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών. Ο Ναπολέων, περιμένοντας να κερδίσει τον πόλεμο, καθυστέρησε πολύ και έχασε αυτή την ευκαιρία. Το Δεκέμβριο οι Σύμμαχοι απέσυραν την προσφορά. Στις αρχές του 1814, καθώς πλησίαζαν στο Παρίσι, ο Ναπολέων συμφώνησε στις προτάσεις της Φρανκφούρτης, αλλά ήταν αργά, και απέρριψε τους νέους, σκληρότερους όρους που στη συνέχεια του προτάθηκαν.
Ωστόσο οι Σύμμαχοι δεν τα πήγαν καλά, και παρόλο που μια δήλωση προθέσεων γενικού πολέμου, που περιλάμβανε πολλές νύξεις προς την Αυστρία, είχε εξασφαλιστεί από τη Ρωσία, η Βρετανία παρέμεινε δύσπιστη και γενικά απρόθυμη να εγκαταλείψει τη στρατιωτική πρωτοβουλία για την οποία είχε αγωνιστεί επί 20 χρόνια. Παρ ‘όλα αυτά ο Φραγκίσκος δημιούργησε το Αυστριακό υπουργείο Εξωτερικών του Τάγματος της Μαρίας Θηρεσίας, θέση που ήταν κενή από την εποχή του Κάουνιτς. Ο Μέττερνιχ ανησυχούσε όλο και περισσότερο ότι η υποχώρηση του Ναπολέοντα θα συνεπέφερε αναταραχή που θα έβλαπτε τους Αψβούργους. Πίστευε ότι σύντομα έπρεπε να γίνει ειρήνη. Δεδομένου ότι η Βρετανία δεν μπορούσε να εξαναγκαστεί, έστειλε προτάσεις μόνο στη Γαλλία και τη Ρωσία. Αυτές απορρίφθηκαν, αν και μετά τις μάχες του Λύτσεν (2 Μαΐου) και του Μπάουτσεν (20-21 Μαΐου) συνήφθη μια ανακωχή με πρωτοβουλία της Γαλλίας. Από τον Απρίλιο ο Μέττερνιχ άρχισε να «προετοιμάζει αργά και απρόθυμα» την Αυστρία για πόλεμο με τη Γαλλία και η ανακωχή της παρείχε χρόνο για πληρέστερη πλήρη κινητοποίηση.
Τον Ιούνιο ο Μέττερνιχ έφυγε από τη Βιέννη για να χειριστεί προσωπικά τις διαπραγματεύσεις στο Γκίτσιν της Βοημίας. Όταν έφτασε επωφελήθηκε από τη φιλοξενία της Πριγκίπισσας Βιλελμίνης, Δούκισσας του Σάγκαν και ξεκίνησε μια ερωτική σχέση μαζί της που κράτησε αρκετούς μήνες. Καμία άλλη ερωμένη δεν άσκησε ποτέ τόση επιρροή στον Μέττερνιχ όσο αυτή, και συνέχισε να της γράφει και μετά το χωρισμό τους. Εν τω μεταξύ ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Υγκ-Μπερνάρ Μαρέ παρέμενε αινιγματικός, αν και ο Μέττερνιχ κατάφερε να συζητήσει την κατάσταση με τον Τσάρο στις 18-19 Ιουνίου στην Οποτσνα. Σε συνομιλίες που αργότερα επικυρώθηκαν ως Σύμβαση του Ράιχενμπαχ, συμφώνησαν για τα γενικά ειρηνευτικά αιτήματα και καθόρισαν μια διαδικασία με την οποία η Αυστρία θα μπορούσε να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό του Συνασπισμού. Λίγο αργότερα ο Μέττερνιχ προσκλήθηκε να συναντήσει τον Ναπολέοντα στη Δρέσδη, όπου θα μπορούσε να θέσει τους όρους απευθείας. Αν και δεν υπάρχει αξιόπιστη καταγραφή της συνάντησής τους στις 26 Ιουνίου 1813, φαίνεται ότι ήταν μια θυελλώδης αλλά αποτελεσματική συνάντηση. Επιτέλους επιτεύχθηκε συμφωνία τη στιγμή που ο Μέττερνιχ ήταν έτοιμος να αποχωρήσει: οι ειρηνευτικές συνομιλίες θα ξεκινούσαν στην Πράγα τον Ιούλιο και θα διαρκούσαν ως τις 20 Αυγούστου. Συμφωνώντας σε αυτό ο Μέττερνιχ αγνόησε τη Σύμβαση του Ράιχενμπαχ και αυτό εξόργισε τους συμμάχους της Αυστρίας στο Συνασπισμό. Η Διάσκεψη της Πράγας δεν θα συνήλθε ποτέ ουσιαστικά, καθώς ο Ναπολέων έδωσε στους εκπροσώπους του Αρμάν Γκωλενκούρ και Κόμη ντε Ναρμπόν ανεπαρκείς εξουσίες για διαπραγμάτευση. Στις άτυπες συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν αντί της διάσκεψη, ο Γκωλενκούρ υπαινίχθηκε ότι ο Ναπολέων δεν θα διαπραγματευόταν όσο ένας συμμαχικός στρατός δεν απειλούσε την ίδια τη Γαλλία. Αυτό έπεισε τον Μέττερνιχ, μετά από ένα τελεσίγραφό του προς τη Γαλλία, που έμεινε αναπάντητο, η Αυστρία να της κηρύξει τον πόλεμο στις 12 Αυγούστου.
Εταίρος του συνασπισμού

Ο Πρίγκιπας του Σβάρτσενμπεργκ και οι τρεις συμμαχικοί μονάρχες μετά τη Μάχη της Λειψίας, 1813 (πίνακας του Γιόχαν Πέτερ Κραφτ))
Οι σύμμαχοι της Αυστρίας θεώρησαν την κήρυξη πολέμου ως παραδοχή ότι οι διπλωματικές φιλοδοξίες της Αυστρίας είχαν αποτύχει, αλλά ο Μέττερνιχ την ως μία κίνηση μια πολύ μακρύτερης εκστρατείας. Κατά τον υπόλοιπο πόλεμο προσπάθησε να κρατήσει τον Συνασπισμό ενωμένο και, ως εκ τούτου, να περιορίσει τη δυναμική της Ρωσίας στην Ευρώπη. Προς το σκοπό αυτό κέρδισε μια πρώτη νίκη, καθώς ένας Αυστριακός στρατηγός, ο Πρίγκιπας του Σβάρτσενμπεργκ, επιβεβαιώθηκε ως ανώτατος διοικητής των δυνάμεων του Συνασπισμού και όχι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄. Κατάφερε επίσης να πείσει τους τρεις συμμαχικούς μονάρχες (Αλέξανδρο, Φραγκίσκο και Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄ της Πρωσίας) να ακολουθήσουν τον ίδιο και τους στρατούς τους στην εκστρατεία. Με τις Συνθήκες του Tέπλιτς ο Μέττερνιχ επέτρεψε στην Αυστρία να παραμείνει αδέσμευτη για το μέλλον της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Πολωνίας. Ωστόσο εξακολουθούσε να περιορίζεται από τους Βρετανούς, που επιχορηγούσαν την Πρωσία και τη Ρωσία (το Σεπτέμβριο ο Metternich ζήτησε επιχορηγήσεις και για την Αυστρία). Εν τω μεταξύ οι δυνάμεις του Συνασπισμού ξεκίνησαν την επίθεση. Στις 18 Οκτωβρίου 1813 ο Μέττερνιχ ήταν μάρτυρας της επιτυχημένης Μάχης της Λειψίας και, δύο ημέρες αργότερα, ανταμείφθηκε για τη «σοφή του διεύθυνση» με το βαθμό του Πρίγκιπα (γερμανικά: Fürst). Ο Μέττερνιχ ενθουσιάστηκε όταν η Φρανκφούρτη ανακτήθηκε στις αρχές Νοεμβρίου και, συγκεκριμένα, από το σεβασμό που έδειξε ο Τσάρος στο Φραγκίσκο σε μια τελετή που διοργάνωσε εκεί ο ίδιος. Διπλωματικά, με τον πόλεμο να πλησιάζει, παρέμεινε αποφασισμένος να αποτρέψει τη δημιουργία ενός ισχυρού, ενοποιημένου Γερμανικού κράτους, ακόμη και προσφέροντας γενναιόδωρους όρους στον Ναπολέοντα, για να τον διατηρήσει ως αντίβαρο. Στις 2 Δεκεμβρίου 1813 ο Ναπολέων συμφώνησε για συνομιλίες, αν και αυτές καθυστέρησαν λόγω της ανάγκης συμμετοχής ενός ανώτερου Βρετανού διπλωμάτη (Υποκόμης Κάσλρεϊ).
Πριν ξεκινήσουν οι συνομιλίες οι στρατοί του Συνασπισμού διέσχισαν το Ρήνο στις 22 Δεκεμβρίου. Ο Μέττερνιχ αποσύρθηκε από τη Φρανκφούρτη στο Μπράισγκαου για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένεια της συζύγου του πριν ταξιδέψει στη νέα έδρα του Συνασπισμού στη Βασιλεία τον Ιανουάριο του 1814. Οι φιλονικίες με τον Τσάρο Αλέξανδρο, ιδιαίτερα για την τύχη της Γαλλίας, εντάθηκαν τον Ιανουάριο, κάνοντας τον Αλέξανδρο να αποχωρήσει. Ως εκ τούτου απουσίαζε κατά την άφιξη του Κάσλρεϊ στα μέσα Ιανουαρίου. Ο Μέττερνιχ και ο Κάσλρεϊ δημιούργησαν μια καλή σχέση εργασίας και στη συνέχεια συναντήθηκαν με τον Αλέξανδρο στη Λανγκρ. Ωστόσο ο Τσάρος παρέμεινε ασυμβίβαστος, απαιτώντας επίθεση στο κέντρο της Γαλλίας, αλλά ήταν πολύ απασχολημένος για να αντιταχθεί στις άλλες ιδέες του Μέττερνιχ, όπως μια τελική διάσκεψη ειρήνης στη Βιέννη. Ο Μέττερνιχ δεν παραυρέθηκε σε συνομιλίες με τους Γάλλους στο Σατιγιόν, καθώς ήθελε να μείνει με τον Αλέξανδρο. Οι συνομιλίες σταμάτησαν και, μετά από μια σύντομη προέλαση, οι δυνάμεις του Συνασπισμού αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά τις μάχες του Μονμιρέλ και του Μοντρώ. Αυτό καταπράυνε τους φόβους του Μέττερνιχ ότι ο Αλέξανδρος θα μπορούσε με υπερβολική αυτοπεποίθηση να ενεργήσει μονομερώς.
Ο Mέτερνιχ συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με το Γάλλο απεσταλμένο Κωλενκούρ από τις αρχές μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 1814, όταν η νίκη στο Λαόν επανέφερε το Συνασπισμό στην επίθεση. Τότε ο Mέτερνιχ κουράστηκε προσπαθώντας να κρατήσει το Συνασπισμό ενωμένο, αλλά δεν βοήθησε ούτε το βρετανικής έμπνευσης Σύμφωνο της Σωμόν. Απουσία των Πρώσων και των Ρώσων ο Συνασπισμός συμφώνησε στην παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων. Ο Φραγκίσκος απέρριψε μια τελευταία έκκληση του Ναπολέοντα να παραιτηθεί υπέρ του γιου του με τη Μαρία Λουίζα ως αντιβασιλέα και το Παρίσι έπεσε στις 30 Μαρτίου. Στρατιωτικοί ελιγμοί είχαν στρέψει το Mέτερνιχ προς τα δυτικά στη Ντιζόν στις 24 Μαρτίου και, μετά από εσκεμμένη καθυστέρηση, έφυγε για τη γαλλική πρωτεύουσα στις 7 Απριλίου. Στις 10 Απριλίου βρήκε μια πόλη ειρηνική και, προς μεγάλη ενόχλησή του, σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο του Τσάρου Αλεξάνδρου. Στους Αυστριακούς δεν άρεσαν οι όροι της Συνθήκης του Φονταινεμπλώ , που είχε επιβάλει η Ρωσία στον Ναπολέοντα εν τη απουσία τους, αλλά ο Mέτερνιχ δεν ήθελε να της εναντιωθεί και στις 11 Απριλίου υπέγραψε τη συνθήκη. Στη συνέχεια επικεντρώθηκε στη διαφύλαξη των αυστριακών συμφερόντων στην επικείμενη ειρήνη, επιβεβαιώνοντας την επιρροή της Αυστρίας στη Γερμανία έναντι της Πρωσίας και αναιρώντας την υπεροχή της Ρωσίας. Για αυτούς τους λόγους εξασφάλισε την ανάκτηση των Ιταλικών επαρχιών της Λομβαρδίας και της Βενετίας, που είχε καταλάβει η Γαλλία ως κράτη-δορυφόρους το 1805.
Οσον αφορά το διαμοιρασμό των πρώην κατεχόμενων από τη Γαλλία Πολωνίας και Γερμανίας, ο Mέτερνιχ περιορίστηκε περισσότερο από τα συμφέροντα των Συμμάχων. Μετά από δύο προτάσεις που ανεπιτυχώς υπέβαλαν οι Πρώσοι, το ζήτημα αναβλήθηκε έως ότου υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης. Κατά τα άλλα ο Mέτερνιχ, όπως και πολλοί από τους ομολόγους του, ανυπομονούσε να παράσχει στην ανανεωμένη γαλλική μοναρχία τους πόρους για την καταστολή τυχόν νέας επανάστασης. Η γενναιόδωρη Συνθήκη των Παρισίων υπεγράφη στις 30 Μαΐου. Ελεύθερος πλέον ο Mέτερνιχ συνόδευσε τον Τσάρο Αλέξανδρο στην Αγγλία, ενώ τον ακολούθησε και η Βιλελμίνη, που τον είχε ήδη ακολουθήσει στο Παρίσι. Ο θριαμβευτής Mέτερνιχ πέρασε τέσσερις εβδομάδες με οργιαστικά γλέντια, αποκαθιστώντας τη φήμη, τόσο τη δική του όσο και της Αυστρίας, ενώ του απονεμήθηκε επίσης τιμητικά πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αντίθετα, και προς ευχαρίστηση του Mέτερνιχ, ο Αλέξανδρος ήταν ανάγωγος και συχνά προσβλητικός. Παρά τις ευκαιρίες που υπήρξαν, λίγα έγιναν από διπλωματία. Αντ ‘αυτού, το μόνο που συμφωνήθηκε σίγουρα ήταν ότι οι απαιτούμενες συζητήσεις θα γίνονταν στη Βιέννη, με ημερομηνία που ορίστηκε προσωρινά η 15 Αυγούστου. Όταν ο Τσάρος προσπάθησε να τις αναβάλει τον Οκτώβριο ο Mέτερνιχ συμφώνησε, αλλά έθεσε όρους που δεν επέτρεπαν στον Αλέξανδρο να εκμεταλλευτεί τυχόν πλεονέκτημα λόγω του de facto ελέγχου του της Πολωνίας. Ο Mέτερνιχ τελικά επανενώθηκε με την οικογένειά του στην Αυστρία στα μέσα Ιουλίου του 1814, έχοντας σταματήσει για μια εβδομάδα στη Γαλλία για να καταπραΰνει τους φόβους γύρω από τη σύζυγο του Ναπολέοντα Μαρία Λουίζα, τώρα Δούκισσα της Πάρμας. Η επιστροφή του στη Βιέννη γιορτάστηκε από επί τούτου τραγούδια, που περιελάμβαναν το στίχο “Η ιστορία σας παραδίδει στους απογόνους ως πρότυπο μεταξύ των μεγάλων ανδρών”.
Συνέδριο της Βιέννης

Ο Mέτερνιχ με τον Ουέλλινγκτον, τον Ταλλεϋράνδο και άλλους Ευρωπαίους διπλωμάτες στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1815
Το φθινόπωρο του 1814 άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Βιέννη οι αρχηγοί των πέντε βασιλικών δυναστειών και εκπρόσωποι 216 οικογενειών ευγενών. Πριν φτάσουν οι υπουργοί των “Μεγάλων Τεσσάρων” (των σύμμαχων του Συνασπισμού Βρετανίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας), ο Mέτερνιχ περνούσε ήσυχα στο Μπάντεν μπάι Βιν, δύο ώρες νοτιότερα. Όταν άκουσε ότι έφτασαν στη Βιέννη, ταξίδεψε για να τους συναντήσει και τους πρότεινε να τον ακολουθήσουν στο Μπάντεν. Εκείνοι αρνήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν τέσσερις συναντήσεις στην ίδια την πόλη. Σε αυτές οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν για το πώς θα λειτουργούσε το Συνέδριο και, προς ικανοποίηση του Μέτερνιχ, ονόμασαν το βοηθό του Φρίντριχ Γκεντς γραμματέα των διαπραγματεύσεων των “Μεγάλων Εξι” (των “Μεγάλων Τεσσάρων» συν τη Γαλλία και την Ισπανία). Όταν ο Ταλλεϋράνδος και ο Ισπανός αντιπρόσωπος Δον Πέδρο Λαμπραδόρ έμαθαν αυτές τις αποφάσεις εξοργίστηκαν επειδή τις συμφωνίες διαπραγματεύονταν μόνο οι Μεγάλοι Τέσσερις. Η Σουηδία και η Πορτογαλία θύμωσαν επίσης για τον αποκλεισμό τους από το πλήρες Συνέδριο, ειδικά επειδή ο Mέτερνιχ ήταν αποφασισμένος να τους δώσει όσο λιγότερη ισχύ μπορούσε. Ετσι οι Μεγάλοι Εξι έγιναν η Προκαταρκτική Επιτροπή των Οκτώ, της οποίας η πρώτη απόφαση ήταν να αναβληθεί το κυρίως συνέδριο για την 1η Νοεμβρίου. Τελικά σύντομα αναβλήθηκε πάλι, με μόνο μια μικρή επιτροπή να αρχίζει να λειτουργεί το Νοέμβριο. Εν τω μεταξύ ο Mέτερνιχ διοργάνωσε μια τεράστια αμφιλεγόμενη σειρά διασκεδάσεων για τους εκπροσώπους, περιλαμβανομένου του ιδίου.
Αφήνοντας τον Κάσλρεϊ να διαπραγματευτεί για λογαριασμό του Τσάρου Αλεξάνδρου, ο Mέτερνιχ έστρεψε για λίγο την προσοχή του στην εξάλειψη των αντιαψβουργικών αισθημάτων στην Ιταλία. Την ίδια στιγμή έμαθε ότι η Δούκισσα του Σαγκάν φλέρταρε τον Τσάρο. Απογοητευμένος και εξαντλημένος από τους κοινωνικούς κύκλους ο Μέτερνιχ εξόργισε τον Τσάρο Αλέξανδρο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την Πολωνία (τότε κυβερνιόταν από τον Ναπολέοντα ως Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας) υπονοώντας ότι η Αυστρία θα μπορούσε να συνδράμει στρατιωτικά τη Ρωσία. Παρά τη γκάφα ο Φραγκίσκος αρνήθηκε να απολύσει τον υπουργό του των Εξωτερικών και η πολιτική κρίση έπληξε τη Βιέννη όλο το Νοέμβριο, καταλήγοντας σε δήλωση του Τσάρου Αλεξάνδρου ότι η Ρωσία δεν θα συμβιβαζόταν ως προς τις αξιώσεις της για την Πολωνία ως βασίλειο-δορυφόρο. Ο Συνασπισμός το απέρριψε εντελώς και η συμφωνία φαινόταν πιο μακρινή από ποτέ. Κατά τη διάρκεια της αναμονής φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος έφτασε ακόμη και να προκαλέσει το Mέτερνιχ σε μονομαχία. Ωστόσο ο Τσάρος έκανε σύντομα στροφή 180 μοιρών και συμφώνησε με τη διαίρεση της Πολωνίας. Εγινε επίσης ηπιότερος όσον αφορά το Γερμανικό Βασίλειο της Σαξονίας και για πρώτη φορά επέτρεψε στον Ταλλεϋράνδο να συμμετάσχει σε όλες τις συζητήσεις των Μεγάλων Τεσσάρων (τώρα Μεγάλων Πέντε).
Με τη νέα συναίνεση τα μεγάλα ζητήματα που αφορούσαν την Πολωνία και τη Γερμανία διευθετήθηκαν τη δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου 1815. Η Αυστρία απέκτησε εδάφη με το διαμελισμό της Πολωνίας και απέτρεψε την προσάρτηση της Σαξονίας από την Πρωσία, αλλά αναγκάστηκε να δεχτεί τη ρωσική κυριαρχία στην Πολωνία και την αυξανόμενη επιρροή της Πρωσίας στη Γερμανία. Ο Μέτερνιχ επικεντρώθηκε πλέον στο να πείσει τα διάφορα Γερμανικά κράτη να παραχωρήσουν σημαντικά δικαιώματα σε μια νέα Ομοσπονδιακή Συνέλευση που θα μπορούσε να αντισταθεί στην Πρωσία. Βοήθησε επίσης την Ελβετική Επιτροπή και εργάστηκε για πλήθος μικρότερων ζητημάτων, όπως τα δικαιώματα πλοήγησης στο Ρήνο. Η αρχή της Σαρακοστής στις 8 Φεβρουαρίου του έδωσε περισσότερο χρόνο για να αφιερώσει σε αυτά τα θέματα του Συνεδρίου, καθώς και σε ιδιωτικές συζητήσεις για τη νότια Ιταλία, όπου ο Ζοακίμ Μυρά εφέρετο να οργανώνει ένα Ναπολιτάνικο στρατό. Στις 7 Μαρτίου ο Mέτερνιχ ξύπνησε μαθαίνοντας ότι ο Ναπολέων είχε δραπετεύσει από το νησί-φυλακή του Έλβα (νήσος) και σε μια ώρα συναντήθηκε τόσο με τον Τσάρο όσο και με το Βασιλιά της Πρωσίας. Ο Mέτερνιχ δεν ήθελε καμία εν θερμώ αλλαγή της διαδικασίας και στην αρχή υπήρξε ελάχιστος αντίκτυπος στο Συνέδριο. Τελικά στις 13 Μαρτίου οι Μεγάλοι Πέντε κήρυξαν τον Ναπολέοντα φυγόδικο και οι Σύμμαχοι άρχισαν τις προετοιμασίες για νέο πόλεμο. Στις 25 Μαρτίου υπέγραψαν μια συνθήκη με την οποία δεσμεύονταν να στείλει ο καθένας τους 150.000 άντρες, χωρίς την προηγούμενη διχαστική τους στάση. Αφού αναχώρησαν οι στρατιωτικοί διοικητές, το Συνέδριο της Βιέννης ασχολήθηκε με σοβαρό έργο, καθορίζοντας τα όρια μιας ανεξάρτητης Ολλανδίας, επισημοποιώντας προτάσεις για μια χαλαρή συνομοσπονδία Ελβετικών καντονιών και επικυρώνοντας προηγούμενες συμφωνίες για την Πολωνία. Μέχρι τα τέλη Απριλίου απέμεναν μόνο δύο σημαντικά ζητήματα, η οργάνωση μιας νέας Γερμανικής ομοσπονδίας και το πρόβλημα της Ιταλίας.
Το τελευταίο σύντομα πήρε το δρομο του. Η Αυστρία είχε εδραιώσει τον έλεγχό της στη Λομβαρδία-Βενετία και επέκτεινε την προστασία της σε επαρχίες τυπικά υπό τον έλεγχο της κόρης του Φραγκίσκου Μαρίας Λουίζας. Στις 18 Απριλίου ο Μέττερνιχ ανακοίνωσε ότι η Αυστρία ήταν επίσημα σε πόλεμο με τη Νάπολη του Μυρά. Η Αυστρία νίκησε στη Μάχη του Toλεντίνο στις 3 Μαΐου και κατέλαβε τη Νάπολη λιγότερο από τρεις εβδομάδες αργότερα. Ο Μέτερνιχ κατάφερε τότε να καθυστερήσει μια απόφαση για το μέλλον της χώρας για μετά τη Βιέννη. Οι συζητήσεις για τη Γερμανία συνεχίστηκαν ως τις αρχές Ιουνίου, όταν επικυρώθηκε μια κοινή πρόταση Αυστρίας-Πρωσίας, που άφηνε τα περισσότερα συνταγματικά ζητήματα στη νέα συνέλευση, πρόεδρος της οποίας θα ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος. Παρά την κριτική στο εσωτερικό της Αυστρίας ο Μέτερνιχ ήταν ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα και το βαθμό ελέγχου που παραχώρησε στους Αψβούργους και, μέσω αυτών, στον ίδιο. Μάλιστα μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τη συνέλευση για δικούς του σκοπούς σε πολλές περιπτώσεις. Η συμφωνία ήταν επίσης αρεστή στους περισσότερους Γερμανούς εκπροσώπους. Υπογράφηκε μια συνολική συνθήκη στις 19 Ιουνίου (οι Ρώσοι υπέγραψαν μια εβδομάδα αργότερα), τερματίζοντας επίσημα το Συνέδριο της Βιέννης. Ο ίδιος ο Μέτερνιχ είχε φύγει στις 13 Ιουνίου για την πρώτη γραμμή, προετοιμασμένος για ένα μακρύ πόλεμο εναντίον του Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων, ωστόσο, ηττήθηκε οριστικά στη Μάχη του Βατερλώ στις 18 Ιουνίου.
Παρίσι και Ιταλία
Ο Μέτερνιχ σύντομα επέστρεψε με τους συμμάχους του συνασπισμού στο Παρίσι, για άλλη μια φορά συζητώντας τους όρους της ειρήνης. Μετά από 133 ημέρες διαπραγματεύσεων, περισσότερο από τον ίδιο τον πόλεμο, συνομολογήθηκε η δεύτερη Συνθήκη των Παρισίων στις 20 Νοεμβρίου. Ο Μέτερνιχ, της άποψης ότι η Γαλλία δεν έπρεπε να διαλυθεί, ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα: Η Γαλλία έχασε μόνο μια μικρή λωρίδα εδάφους κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της, επτακόσια εκατομμύρια γαλλικά φράγκα και τα έργα τέχνης που είχε λεηλατήσει. Αποδέχθηκε επίσης ένα στρατό κατοχής που αριθμούσε 150.000. Εν τω μεταξύ στις 26 Σεπτεμβρίου είχε υπογραφεί μια ξεχωριστή συνθήκη, που πρότεινε ο Αλέξανδρος και αναδιατυπώθηκε από το Μέτερνιχ. Αυτό δημιούργησε μια νέα Ιερά Συμμαχία με επίκεντρο τη Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία. Ηταν κάτι για το οποίο ο Μέτερνιχ δεν πίεσε ούτε το ήθελε, δεδομένων των αόριστα φιλελεύθερων αισθημάτων του. Τελικά υπέγραψαν εκπρόσωποι από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, με εξαίρεση τον Πάπα, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λίγο αργότερα μια ξεχωριστή συνθήκη επιβεβαίωσε την Τετραπλή Συμμαχία και καθιέρωσε μέσω του έκτου άρθρου της την Ευρωπαϊκή Συμφωνία των τακτικών διπλωματικών συναντήσεων. Με την ειρήνη στην Ευρώπη η αυστριακή σημαία κυμάτιζε πλέον σε πάνω από 50% περισσότερα εδάφη από ό,τι όταν ο Μέτερνιχ είχε γίνει Υπουργός Εξωτερικών.
Ο Μέτερνιχ επέστρεψε τότε στο ζήτημα της Ιταλίας, κάνοντας την πρώτη του επίσκεψη στη χώρα στις αρχές Δεκεμβρίου του 1815. Αφού επισκέφτηκε τη Βενετία, η οικογένειά του τον συνόδευσε στο Μιλάνο στις 18 Δεκεμβρίου. Ο Μέτερνιχ υποδύθηκε το φιλελεύθερο, παροτρύνοντας μάταια το Φραγκίσκο να δώσει στην περιοχή κάποια αυτονομία. Πέρασε τέσσερις μήνες στην Ιταλία, μόνιμα απασχολημένος και υποφέροντας από χρόνια φλεγμονή των βλεφάρων. Προσπάθησε να ελέγξει την αυστριακή εξωτερική πολιτική από το Μιλάνο και, όταν υπήρξε μια σοβαρή διαφωνία μεταξύ της Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Βαυαρίας, επικρίθηκε έντονα για την απουσία του. Ωστόσο οι εχθροί του δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτό. Ο Στάντιον ήταν απασχολημένος με το έργο του ως υπουργός Οικονομικών και η Αυτοκράτειρα Μαρία Λουδοβίκη, έντονα επικριτική της πολιτικής του Μέτερνιχ, πέθανε τον Απρίλιο. Το ασύνηθες χάσμα μεταξύ των απόψεων του Μέτερνιχ και του Αυτοκράτορά του μετριάστηκε μόνο τον ενεργό συμβιβασμό των προτάσεων. Ο Μέτερνιχ επέστρεψε στη Βιέννη στις 28 Μαΐου 1816 μετά από σχεδόν ένα χρόνο απουσίας. Επαγγελματικά το υπόλοιπο του 1816 πέρασε ήσυχα για τον κουρασμένο Υπουργό, που ασχολήθηκε με τη δημοσιονομική πολιτική και παρακολουθώντας την εξάπλωση του φιλελευθερισμού στη Γερμανία και του εθνικισμού στην Ιταλία. Προσωπικά συγκλονίστηκε το Νοέμβριο από το θάνατο της Γιούλιε-Τσίχυ-Φέστετικς. Δύο χρόνια αργότερα έγραψε ότι «η ζωή του τελείωσε εκεί» και η παλιά του ελαφράδα χρειάστηκε χρόνο για να επιστρέψει. Η μόνη παρηγοριά του ήταν τα νέα του Ιουλίου, ότι επρόκειτο να λάβει νέα κτήματα κατά μήκος του Ρήνου στο Γιοχάνισμπεργκ, μόλις 40 χλμ. από τη γενέτειρά του στο Kόμπλεντς. Τον Ιούνιο του 1817 ο Μέτερνιχ χρειάστηκε να συνοδεύσει την πρόσφατα παντρεμένη κόρη του Αυτοκράτορα Μαρία Λεοπολδίνα σε ένα πλοίο στο Λιβόρνο. Υπήρξε καθυστέρηση κατά την άφιξή τους και ο Μέτερνιχ πέρασε το χρόνο του περιηγούμενος την Ιταλία. Επισκέφθηκε τη Βενετία, την Πάδοβα, τη Φεράρα, την Πίζα, τη Φλωρεντία και τη Λούκα. Αν και θορυβημένος από τις εξελίξεις (σημείωσε ότι πολλές από τις παραχωρήσεις του Φραγκίσκου δεν είχαν ακόμη εφαρμοστεί), ήταν αισιόδοξος και έκανε άλλη μια έκκληση για αποκέντρωση στις 29 Αυγούστου. Όταν αυτό δεν έγινε αποφάσισε να διευρύνει τις προσπάθειές του σε γενική διοικητική μεταρρύθμιση για να μη φανεί ότι ευνοεί τους Ιταλούς έναντι της υπόλοιπης Αυτοκρατορίας. Ενώ εργαζόταν για αυτό, επέστρεψε στη Βιέννη στις 12 Σεπτεμβρίου 1817 για να ασχοληθεί αμέσως με την οργάνωση του γάμου της κόρης του Μαρίας με τον κόμη Ιωσήφ Εστερχάζυ μόλις τρεις ημέρες αργότερα. Αποδείχθηκε όμως υπερβολικό και ο Μέτερνιχ αρρώστησε. Με κάποια καθυστέρηση για να αναρρώσει συνόψισε τις προτάσεις του για την Ιταλία σε τρία έγγραφα που υπέβαλε στο Φραγκίσκο, όλα με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1817. Η διοίκηση θα παρέμενε αντιδημοκρατική, αλλά θα υπήρχε ένα νέο Υπουργείο Δικαιοσύνης και τέσσερις νέοι καγκελάριοι – ο καθένας με τοπικές αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένου ενός για την “Ιταλία”. Ηταν σημαντικό ότι οι διαιρέσεις θα ήταν περιφερειακές και όχι εθνικές. [55]Τελικά ο Φραγκίσκος αποδέχθηκε τις αναθεωρημένες προτάσεις, αν και με αρκετές αλλαγές και περιορισμούς. (Palmer 1972, σελίδες 161–168).
Άαχεν, Tέπλιτσε, Κάρλσμπαντ, Τρόπαου και Λάιμπαχ
Πρωταρχικός στόχος του Μέτερνιχ παρέμενε η διατήρηση της ενότητας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης και κατά συνέπεια της δικής του εξουσίας ως μεσολαβητή. Ανησυχούσε επίσης για την αυξανόμενη επιρροή του φιλελεύθερων απόψεων Ιωάννη Καποδίστρια στον Τσάρο Αλέξανδρο και τη συνεχή απειλή της Ρωσίας να προσαρτήσει μεγάλες περιοχές της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (το λεγόμενο ‘’Ανατολικό Ζήτημα’’). Όπως είχε προβλέψει νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1818 η Βρετανία είχε συντάξει και ο Μέτερνιχ προχώρησε σε προτάσεις για τη διεξαγωγή ενός συνεδρίου στο Άαχεν, τότε μεθοριακή πόλη της Πρωσίας, έξι μήνες αργότερα. Εν τω μεταξύ στο Μέτερνιχ έγινε σύσταση να πάει στην λουτρόπολη του Κάρλσμπαντ για να αντιμετωπίσει ρευματικούς πόνους στην πλάτη του. Ήταν ευχάριστες διακοπές διάρκειας ενός μηνός, αν και εκεί πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του σε ηλικία 72 ετών. Επισκέφτηκε το οικογενειακό κτήμα στο Kένιγκσβαρτ και στη συνέχεια τη Φρανκφούρτη στα τέλη Αυγούστου για να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη της Γερμανικής Συνομοσπονδίας να συμφωνήσουν σε διαδικαστικά θέματα. Μπορούσε επίσης πλέον να επισκεφθεί το Kόμπλεντς για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια και το νέο του κτήμα στο Γιοχάνισμπεργκ. Ταξιδεύοντας με τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο, καλωσορίστηκε θερμά από τις Καθολικές πόλεις κατά μήκος του Ρήνου καθώς προχώρησε προς το Άαχεν. Είχε κανονίσει εκ των προτέρων να καλύψουν oi εφημερίδες το πρώτο ειρηνικό του συνέδριο. Καθώς άρχισαν οι συζητήσεις ο Μέτερνιχ πίεσε για την απόσυρση συμμαχικών στρατευμάτων από τη Γαλλία και για μέσα για τη διατήρηση της ενότητας των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Το πρώτο συμφωνήθηκε σχεδόν αμέσως αλλά για το δεύτερο η συμφωνία έφτασε μόνο στη διατήρηση της Τετραπλής Συμμαχίας. Ο Μέτερνιχ απέρριψε τα ιδεαλιστικά σχέδια του Τσάρου για (μεταξύ άλλων) έναν ενιαίο Ευρωπαϊκό στρατό. Οι δικές του συστάσεις προς τους Πρώσους για μεγαλύτερο έλεγχο της ελευθερίας του λόγου ήταν εξίσου δύσκολο για άλλες δυνάμεις όπως η Βρετανία να τις υποστηρίξουν ανοιχτά.
Ο Μέτερνιχ ταξίδεψε με τη Δωροθέα Λίβεν στις Βρυξέλλες αμέσως μετά τη διακοπή του συνεδρίου και, παρόλο που δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο από μερικές ημέρες, το ζευγάρι αντάλλαξε επιστολές για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Έφτασε στη Βιέννη στις 11 Δεκεμβρίου 1818 και τελικά κατάφερε να περάσει πολύ χρόνο με τα παιδιά του. Διασκέδαζε τον Τσάρο κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων και πέρασε δώδεκα εβδομάδες παρακολουθώντας την Ιταλία και τη Γερμανία πριν ξεκινήσει με τον Αυτοκράτορα ένα τρίτο ταξίδι στην Ιταλία. Το ταξίδι ολοκληρώθηκε σύντομα λόγω της δολοφονίας του συντηρητικού Γερμανού δραματουργού Αουγκουστ φον Κότσεμπου. Μετά από μικρή αναμονή ο Μέτερνιχ αποφάσισε ότι αν οι Γερμανικές κυβερνήσεις δεν αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα, η Αυστρία θα έπρεπε να τις υποχρεώσει. Συγκάλεσε μια άτυπη διάσκεψη στο Κάρλσμπαντ και εξασφάλισε εκ των προτέρων την υποστήριξη των Πρώσων, συναντώντας το Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄ της Πρωσίας στο Τέπλιτσε τον Ιούλιο. Ο Μέτερνιχ προσπάθησε να πείσει τον Πρωθυπουργό του Νασάου, Καρλ Ίμπελ, να συμφωνήσει για το συντηρητικό πρόγραμμα, γνωστό πλέον ως Σύμβαση του Τέπλιτσε. Η διάσκεψη στο Κάρλσμπαντ ξεκίνησε στις 6 Αυγούστου και συνεχίστηκε τον υπόλοιπο μήνα. Ο Μετέρνιχ ξεπέρασε κάθε αντίδραση στην πρότασή του για «ομάδα αντι-επαναστατικών μέτρων, σωστών και προληπτικών», παρόλο που καταδικάστηκαν από τους ανεξάρτητους. Παρά τις επικρίσεις ο Μέτερνιχ έμεινε πολύ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, γνωστό ως «Διατάγματα του Κάρλσμπαντ».
Στη διάσκεψη στη Βιέννη αργότερα μέσα στο έτος ο Μέτερνιχ αναγκάστηκε από τους Βασιλείς της Βυρτεμβέργης και της Βαυαρίας να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για μεταρρύθμιση της Γερμανικής ομοσπονδίας. Απογοητεύθηκε που τόσο γρήγορα δεν ευοδώθηκε το αρχικό του σύνταγμα πέντε χρόνια πριν. Παρ ‘όλα αυτά κέρδισε έδαφος σε άλλα ζητήματα και η Τελική Πράξη της Διάσκεψης ήταν ιδιαίτερα αντιδραστική, όπως το είχε οραματισθεί. Έμεινε στη Βιέννη μέχρι το τέλος Μαίου του 1820, βρίσκοντας όλη την υπόθεση βαρετή. Στις 6 Μαΐου πληροφορήθηκε το θάνατο της κόρης του Κλημεντίνης από φυματίωση. Ταξιδεύοντας προς την Πράγα έμαθε ότι η μεγαλύτερη κόρη του Μαρία είχε επίσης προσβληθεί από την ασθένεια. Ήταν στο πλευρό της στο Μπάντεν μπάι Βιν, όταν πέθανε στις 20 Ιουλίου. Αυτό ώθησε την Ελεονόρε και τα υπόλοιπα παιδιά τους να φύγουν για τον καθαρότερο αέρα της Γαλλίας. [65] Το υπόλοιπο του 1820 ήταν γεμάτο φιλελεύθερες εξεγέρσεις, στις οποίες ο Μέτερνιχ αναμενόταν να αντιδράσει. Τελικά ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών διχάστηκε μεταξύ της τήρησης της συντηρητικής του υπόσχεσης (μια πολιτική που προτιμούσαν οι Ρώσοι) και της απόστασης από μια χώρα, στην οποία η Αυστρία δεν είχε κανένα συμφέρον (που προτιμούσαν οι Βρετανοί). Επέλεξε «συμπαθητική αδράνεια» στην Ισπανία, αλλά, προς μεγάλη απογοήτευση και έκπληξή του, ο Γκουλιέλμο Πέπε ηγήθηκε μιας εξέγερσης στη Νάπολη στις αρχές Ιουλίου και ανάγκασε το Βασιλιά Φερδινάνδο Α΄ να αποδεχθεί ένα νέο σύνταγμα. Ο Μέτερνιχ συμφώνησε απρόθυμα να παρευρεθεί στο ρωσικής πρωτοβουλίας Συνέδριο του Τρόπαου τον Οκτώβριο για να συζητήσει αυτά τα γεγονότα. Κακώς είχε ανησυχήσει: ο Τσάρος υποχώρησε και δέχτηκε μια συμβιβαστική πρόταση μετριοπαθούς παρεμβατισμού. Ανησυχώντας ακόμα από την επιρροή του Καποδίστρια στον Τσάρο, κατέθεσε τις συντηρητικές του αρχές σε ένα μακρύ μνημόνιο, συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης στον ελεύθερο τύπο και την πρωτοβουλία των μεσαίων τάξεων.
Το Συνέδριο έληξε την τρίτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου και το επόμενο βήμα ήταν ένα συνέδριο στο Λάιμπαχ για να συζητήσει την παρέμβαση με το Φερδινάνδο. Ο Μέτερνιχ κατάφερε να επικρατήσει στο Λάιμπαχ περισσότερο από όσο σε οποιοδήποτε άλλο συνέδριο, με την απόρριψη από το Φερδινάνδο του φιλελεύθερου συντάγματος, στο οποίο είχε συμφωνήσει μόνο λίγους μήνες πριν. Αυστριακός στρατός έφυγε για τη Νάπολη το Φεβρουάριο και μπήκε στην πόλη το Μάρτιο. Το Συνέδριο διακόπηκε, αλλά, προειδοποιημένα ή τυχαία, ο Μέτερνιχ κράτησε τους εκπροσώπους των Δυνάμεων κοντά του μέχρι να κατασταλεί η εξέγερση. Ετσι, όταν ξέσπασαν παρόμοιες εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο στα μέσα Μαρτίου, ο Μέτερνιχ είχε κοντά του τον Τσάρο, που συμφώνησε να στείλει 90.000 άνδρες στα σύνορα σε μια επίδειξη αλληλεγγύης. Στη Βιέννη αυξήθηκαν οι ανησυχίες ότι η πολιτική του Μέτερνιχ ήταν πολύ δαπανηρή, αλλά απάντησε ότι η Νάπολη και το Πεδεμόντιο θα πληρώσουν για σταθερότητα. Ωστόσο και αυτός ανησυχούσε σαφώς για το μέλλον της Ιταλίας. Ανακουφίστηκε όταν στις 25 Μαΐου μπόρεσε να δημιουργήσει Καγκελάριο της Αυλής και Καγκελάριο του Κράτους, θέση που έμενε κενή από το θάνατο του Κάουνιτς το 1794. Ήταν επίσης ικανοποιημένος με την ανανεωμένη (αν εύθραυστη) εγγύτητα μεταξύ Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας, που όμως είχε προκύψει σε βάρος της Αγγλοαυστριακής συμμαχίας.
Καγκελάριος
Ανόβερο, Βερόνα και Τσέρνοβιτς
Το 1821, ενώ ο Μέτερνιχ βρισκόταν ακόμη στο Λάιμπαχ με τον Τσάρο Αλέξανδρο, η εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη απείλησε να φέρει την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο χείλος της κατάρρευσης. Θέλοντας μια ισχυρή Οθωμανική Αυτοκρατορία να αντισταθμίζει τη Ρωσία, ο Μέτερνιχ αντιτάχθηκε σε όλες τις μορφές του ελληνικού εθνικισμού. Πριν ο Αλέξανδρος επιστρέψει στη Ρωσία ο Μέττερνιχ εξασφάλισε τη συμφωνία του να μην ενεργήσει μονομερώς και του έγραφε επανειλημμένα, ζητώντας του να μην επέμβει. Για επιπλέον υποστήριξη συναντήθηκε με τον Υποκόμη Κάσλρεϊ (τώρα επίσης Μαρκήσιο του Λοντοντέρι) και το Βασιλιά Γεώργιο Δ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ανόβερο τον Οκτώβριο. Η θερμότητα του καλωσορίσματος του Μέτερνιχ γλυκάθηκε από την υπόσχεσή του να εξοφλήσει εν μέρει τα χρέη της Αυστρίας προς τη Βρετανία. Ετσι η προηγούμενη αγγλοαυστριακή συμμαχία αποκαταστάθηκε και τα δύο μέρη συμφώνησαν να υποστηρίξουν την αυστριακή θέση σχετικά με τα Βαλκάνια. Ο Μέτερνιχ έφυγε χαρούμενος, κυρίως επειδή είχε συναντήσει ξανά τη Δωροθέα Λίβεν.
Κάτω από αυτή την ταραχή ο Μέττερνιχ, που ανέλαβε το ίδιο έτος καγκελάριος, έσπευσε να καταπνίξει την όποια εκδήλωση φιλελευθερισμού των Ελλήνων πείθοντας και τον Τσάρο ν΄ αποκηρύξει τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο δε Τσάρος θορυβηθείς επιπρόσθετα και από τους αφορισμούς του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης προσπαθώντας να αποσείσει τις όποιες υπόνοιες περί αυτού εύνοιες αποκήρυξε τον Υψηλάντη.
Ο Μέττερνιχ όμως δεν περιορίστηκε σ΄ αυτό αλλά διέβαλε προς όλες τις Αυλές της Ευρώπης το θέμα των Ελλήνων ενάντια και στο φιλελληνικό ρεύμα της εποχής. Ακόμα και όταν έβλεπε ότι ο αγώνας των Ελλήνων άρχισε να αποδίδει και υπέρ του να συνενώνονται οι στόλοι της Ρωσίας, Γαλλίας και Αγγλίας υπήρξε η τροχοπέδη της δημιουργίας ελεύθερου ελληνικού κράτους επιβάλλοντας τη θέσπιση έστω «κράτους κατ΄ εντολή» υπό την επικυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων, οι Ηγεμόνες των οποίων όμως είχαν ήδη αρχίσει σιγά – σιγά να τον παραβλέπουν προ των συμφερόντων τους.
Μετά τα Χριστούγεννα ο Τσάρος αμφιταλαντεύτηκε περισσότερο από ό, τι περίμενε ο Μέττερνιχ και έστειλε τον Ντμίτρι Τάτιτσεφ στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1822 για συνομιλίες μαζί του. Ο Μέτερνιχ έπεισε σύντομα τον «αλαζόνα και φιλόδοξο» Ρώσο να τον αφήσει να υπαγορεύσει τα γεγονότα. Σε αντάλλαγμα η Αυστρία υποσχέθηκε να στηρίξει τη Ρωσία να επιβάλει τις συνθήκες της με τους Οθωμανούς, αν τα άλλα μέλη της συμμαχίας έκαναν το ίδιο. Ο Μέτερνιχ γνώριζε ότι αυτό ήταν πολιτικά αδύνατο για τους Βρετανούς. Ο αντίπαλος του Μέτερνιχ στη Ρωσική αυλή, Καποδίστριας, παραιτήθηκε από τη θέση του εκεί. Ωστόσο μέχρι τα τέλη Απριλίου υπήρξε μια νέα απειλή: η Ρωσία ήταν πλέον αποφασισμένη να παρέμβει στην Ισπανία, ενέργεια που ο Μέττερνιχ χαρακτήρισε ως «απολύτως ανόητη». Κωλυσιέργησε, πείθοντας το σύμμαχό του Κάσλρεϊ να έρθει στη Βιέννη για συνομιλίες πριν από ένα προγραμματισμένο συνέδριο στη Βερόνα, αλλά ο Κάσλρεϊ αυτοκτόνησε στις 12 Αυγούστου. Με τον Κάσλρεϊ νεκρό και τις σχέσεις με τους Βρετανούς αποδυναμωμένες ο Μέτερνιχ είχε χάσει έναν χρήσιμο σύμμαχο. ΤοΣυνέδριο της Βερόνας ήταν μια ωραία κοινωνική εκδήλωση αλλά διπλωματικά λιγότερο επιτυχημένη. Ενώ υποτίθεται ότι αφορούσε την Ιταλία, το Συνέδριο αναγκάστηκε να εστιάσει στην Ισπανία. Η Αυστρία προέτρεψε τη μη επέμβαση, αλλά οι Γάλλοι επέμεναν στην πρότασή τους για κοινή δύναμη εισβολής. Η Πρωσία διέθεσε άντρες και ο Τσάρος δεσμεύτηκε για 150.000. Ο Μέττερνιχ ανησυχούσε για τις δυσκολίες μεταφοράς τέτοιων μεγεθών στην Ισπανία και για τις γαλλικές φιλοδοξίες, αλλά δεσμεύτηκε για (μόνο ηθική) υποστήριξη για την κοινή δύναμη.
Έμεινε στη Βερόνα μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου, στη συνέχεια πέρασε μερικές μέρες στη Βενετία με τον Τσάρο και στη συνέχεια μόνος του στο Μόναχο. Επέστρεψε στη Βιέννη στις αρχές Ιανουαρίου 1823 και παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβριο. Μετά τη Βερόνα ταξίδευε πολύ λιγότερο, εν μέρει λόγω της νέας θέσης του ως Καγκελάριου και εν μέρει λόγω της φθίνουσας υγείας του. Στηρίχθηκε από την άφιξη της οικογένειάς του από το Παρίσι το Μάιο. Έλαμψε για άλλη μια φορά στην κοινωνία της Βιέννης. Πολιτικά η χρονιά ήταν απογοητευτικές. Το Μάρτιο οι Γάλλοι διέσχισαν μονομερώς τα Πυρηναία, καταργώντας την «ηθική αλληλεγγύη» που καθιερώθηκε στη Βερόνα. Ομοίως ο Μέτερνιχ θεώρησε ότι ο νέος Πάπας Λέων ΙΒ΄ ήταν γαλλόφιλος και υπήρχε πρόβλημα μεταξύ της Αυστρίας και αρκετών Γερμανικών κρατών για το ότι δεν είχαν προσκληθεί στη Βερόνα. Επιπλέον ο Μέττερνιχ, δυσφημίζοντας το Ρώσο διπλωμάτη Πότζο ντι Μπόργκο, ανανέωσε την προηγούμενη υποψία του Τσάρου για τον ίδιο. Το χειρότερο ήρθε στα τέλη Σεπτεμβρίου: ενώ συνόδευε τον Αυτοκράτορα σε μια συνάντηση με τον Αλέξανδρο στο Τσέρνοβιτς, έναν αυστριακό οικισμό που ανήκει σήμερα στην Ουκρανία, ο Μέτερνιχ αρρώστησε με πυρετό. Δεν μπορούσε να συνεχίσει και αναγκάστηκε να περιορισθεί σε σύντομες συνομιλίες με το Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Καρλ Νέσελροντ. Στις συνομιλίες του Τσέρνοβιτς, απουσία του Μέτερνιχ, ο Τσάρος ζήτησε ανυπομονώντας συνέδριο στην τότε ρωσική πρωτεύουσα Αγία Πετρούπολη για να συζητήσει το Ανατολικό ζήτημα. Ο Μέτερνιχ, φοβούμενος να αφήσει τους Ρώσους να κυριαρχήσουν στα πράγματα, μπορούσε μόνο να ροκανίζει το χρόνο.
Η διπλή πρόταση του Τσάρου για τις συναντήσεις της Αγίας Πετρούπολης, μια διευθέτηση του Ανατολικού ζητήματος ευνοϊκή για τη Ρωσία και περιορισμένη αυτονομία για τρεις ελληνικές ηγεμονίες, ήταν ένας συνδυασμός δυσάρεστος για τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και δυνητικοί συμμετέχοντες, όπως ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Κάνινγκ, σταδιακά απομακρύνθηκαν, προς μεγάλη ενόχληση του Αλέξανδρου. Ο Μέτερνιχ πίστευε για αρκετούς μήνες μετά ότι είχε αποκτήσει ένα μοναδικό επίπεδο επιρροής στον Τσάρο. Εν τω μεταξύ ανανέωσε το συντηρητικό πρόγραμμα που είχε περιγράψει στο Κάρλσμπαντ πριν από πέντε χρόνια και προσπάθησε να αυξήσει περαιτέρω την αυστριακή επιρροή στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Δίαιτα. Ενημέρωσε επίσης τον Τύπο ότι δεν μπορούσε πλέον να δημοσιοποιεί τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Δίαιτας, αλλά μόνο τις αποφάσεις της. Τον Ιανουάριο του 1825 άρχισε να ανησυχεί για την υγεία της γυναίκας του Ελεονόρε και έφτασε στο πλευρό της στο Παρίσι λίγο πριν το θάνατό της στις 19 Μαρτίου. Πένθος ειλικρινά γι ‘αυτήν, βρήκε επίσης την ευκαιρία να δειπνήσει με την ελίτ του Παρισιού. Ένα σχόλιο που έκανε για τον Τσάρο διαδόθηκε και δεν ήταν και καλό για τη φήμη του. Έφυγε από το Παρίσι για τελευταία φορά στις 21 Απριλίου και συνάντησε τον Αυτοκράτορα στο Μιλάνο μετά την άφιξή του στις 7 Μαΐου. Απέρριψε την πρόσκληση του Πάπα να γίνει καρδινάλιος της εκκλησίας και έκανε ένα σύντομο ταξίδι στη Γένοβα. Στις αρχές Ιουλίου στις διακοπές της αυλής επισκέφθηκε τις κόρες του Λεοντίνη (δεκατεσσάρων) και Ερμίνη (εννέα) στην ήσυχη πόλη του Μπαντ Ισλ. Παρά την απομόνωση λάμβανεε συνεχείς αναφορές, συμπεριλαμβανομένων των δυσοίωνων εξελίξεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου η ελληνική εξέγερση συντριβόταν γρήγορα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την Αγία Πετρούπολη όπου ο Τσάρος, αν και ανίκανος να συγκαλέσει πλήρες συνέδριο, είχε μιλήσει με όλους τους μεγάλους πρεσβευτές. Στα μέσα Μαΐου ήταν σαφές ότι οι σύμμαχοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν για συγκεκριμένη δράση και, ως εκ τούτου, η Ιερή Συμμαχία δεν ήταν πλέον μια βιώσιμη πολιτική οντότητα.
Ουγγρικές Συνελεύσεις, θάνατος του Αλέξανδρου Α΄ και προβλήματα στην Ιταλία

Στις αρχές της δεκαετίας του 1820 ο Μέττερνιχ είχε συμβουλεύσει το Φραγκίσκο ότι η σύγκληση της Ουγγρικής Συνέλευσης θα βοηθούσε στην έγκριση της οικονομικής μεταρρύθμισης. Στην πραγματικότητα η Συνέλευση από το 1825 ως το 1827 έκανε 300 συνεδριάσεις γεμάτες κριτική για το πώς η Αυτοκρατορία είχε διαβρώσει τα ιστορικά δικαιώματα των ευγενών του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Ο Μέττερνιχ παραπονιόταν ότι αυτό “ενοχλούσε το χρόνο του, τις συνήθειές του και την καθημερινή του ζωή”, καθώς αναγκαζόταν να ταξιδεύει στο Πρεσβούργο (σημερινή Μπρατισλάβα) για να εκτελεί τελετουργικά καθήκοντα και να παρακολουθεί. Ήταν θορυβημένος από την ανάπτυξη των ουγγρικών εθνικών αισθημάτων και επιφυλακτικός για την αυξανόμενη επιρροή του εθνικιστή Ιστβαν Σέτσενι, που τον συνάντησε δύο φορές το 1825. Ευρισκόμενος στη Βιέννη, στα μέσα Δεκεμβρίου, πληροφορήθηκε το θάνατο του Τσάρου Αλεξάνδρου με ανάμεικτα συναισθήματα. Είχε γνωρίσει καλά τον Τσάρο και θυμήθηκε τη δική του αδυναμία, αν και ο θάνατος ενδεχομένως να καθάριζε την ξινή διπλωματική πλάκα. Επιπλέον θα μπορούσε να αξιώσει να του πιστωθεί η πρόβλεψη της φιλελεύθερης εξέγερσης των Δεκεμβριστών που ο νέος Τσάρος Νικόλαος Α΄ έπρεπε να συντρίψει. Πλέον 53 ετών ο Μέττερνιχ επέλεξε να στείλει τον Φερδινάνδος Α΄ για να πραγματοποιήσει την πρώτη επαφή με το Νικόλαο. Ο Μέττερνιχ ήταν επίσης φιλικός με το Βρετανό πρέσβη (Δούκα του Ουέλλινγκτον) και ζήτησε τη βοήθειά του για να γοητεύσει το Νικόλαο. Παρ ‘όλα αυτά οι πρώτοι 18 μήνες της βασιλείας του Νικολάου δεν πήγαν καλά για το Μέττερνιχ: πρώτον οι Βρετανοί επιλέχθηκαν αντί των Αυστριακών για να επιβλέψουν τις ρωσοοθωμανικές συνομιλίες και, κατά συνέπεια, ο Μέττερνιχ δεν μπορούσε να ασκήσει καμία επιρροή στη Σύμβαση του Άκκερμαν που προέκυψε. Η Γαλλία άρχισε επίσης να απομακρύνεται από τη μη θέση του Μέττερνιχ περί μη παρέμβασης. Τον Αύγουστο του 1826 ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Νέσελροντ απέρριψε πρόταση του Μέττερνιχ να συγκαλέσει συνέδριο για να συζητήσει τα γεγονότα που τελικά οδήγησαν στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου στην Πορτογαλία. Ο Αυστριακός Υπουργός Εξωτερικών το δέχτηκε με «εκπληκτική χαλαρότητα».
Στις 5 Νοεμβρίου 1827 η Βαρόνη Αντουανέτ φον Λέυκαμ έγινε η δεύτερη σύζυγος του Μέττερνιχ. Ήταν μόλις είκοσι ετών και ο γάμος τους, μια μικρή τελετή στο Χέτσεντορφ (ένα χωριό λίγο έξω από τη Βιέννη), προκάλεσε σημαντική κριτική λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής τους διαφοράς. Η Αντουανέτ ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία, αλλά η χάρη και η γοητεία της κέρδισαν σύντομα την κοινωνία της Βιέννης. Την ίδια μέρα Βρετανικές, Ρωσικές και Γαλλικές δυνάμεις κατέστρεψαν τον Οθωμανικό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ο Μέττερνιχ ανησυχούσε ότι η περαιτέρω επέμβαση θα κλόνιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανατρέποντας την ισορροπία που είχε δημιουργηθεί τόσο προσεκτικά το 1815. Προς ανακούφισή του ο νέος Βρετανός Πρωθυπουργός Ουέλλινγκτον και η κυβέρνησή του φοβόντουσαν εξίσου να δώσουν στη Ρωσία το προβάδισμα στα Βαλκάνια. Μετά την απόρριψη ενός νέου γύρου προτάσεών του για συνέδρια, ο Μέττερνιχ έμεινε μακριά από το Ανατολικό Ζήτημα, παρακολουθώντας απλώς την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης το Σεπτέμβριο του 1829. Αν και την επέκρινε δημόσια ότι ήταν υπερβολικά σκληρή για την Τουρκία, κατ’ ιδίαν ήταν ικανοποιημένος με την επιείκειά της και την υπόσχεση Ελληνικής αυτονομίας, που την καθιστούσε ανάχωμα της επέκτασης της Ρωσίας παρά κράτος-δορυφόρο της. Η ιδιωτική ζωή του Μέττερνιχ ήταν γεμάτη θλίψη. Το Νοέμβριο του 1828 πέθανε η μητέρα του και τον Ιανουάριο του 1829 πέθανε η Αντουανέτ, πέντε μέρες μετά τη γέννηση του γιου τους, Ρίχαρντ φον Μέττερνιχ. Αφού ταλαιπωρήθηκε από φυματίωση για πολλούς μήνες, ο γιος του Μέττερνιχ , Βίκτορ, τότε νέος διπλωμάτης, πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1829. Ετσι πέρασε τα Χριστούγεννα μόνος και με κατάθλιψη, ανησυχώντας για τις δρακόντειες μεθόδους ορισμένων από τους συντηρητικούς οπαδούς του και για την ανανεωμένη πρόοδο του φιλελευθερισμού.
Το Μάιο ο Μέττερνιχ έκανε τις διακοπές που χρειάστηκε στο κτήμα του στο Γιοχάνισμπεργκ. Επέστρεψε στη Βιέννη ένα μήνα αργότερα, ανησυχώντας ακόμα για το “χάος στο Λονδίνο και το Παρίσι” και τη μικρή ικανότητά του να το αποτρέψει. Ακούγοντας ότι ο Nέσελροντ επρόκειτο να πάει στο Kάρλσμπαντ, τον συνάντησε εκεί στα τέλη Ιουλίου. Επέπληξε τον ήσυχο Nέσελροντ, αλλά τίποτα περισσότερο. Οι δύο τους οργάνωσαν μια δεύτερη συνάντηση τον Αύγουστο. Εν τω μεταξύ ο Μέττερνιχ είχε μάθει για την Ιουλιανή Επανάσταση στη Γαλλία, που τον συγκλόνισε βαθιά και έθεσε θεωρητικά την ανάγκη ενός συνεδρίου της Τετραπλής Συμμαχίας. Αντ ‘αυτού ο Μέττερνιχ συναντήθηκε με τον Nέσελροντ όπως είχε προγραμματιστεί και, ενώ οι Ρώσοι απέρριψαν το σχέδιό του για αποκατάσταση της παλιάς Συμμαχίας, οι δυο τους συμφώνησαν ότι ο πανικός ήταν περιττός εκτός αν η νέα κυβέρνηση έδειχνε εδαφικές φιλοδοξίες στην Ευρώπη. Παρόλο που χάρηκε για αυτό, η διάθεσή του χάλασε από τα νέα για αναταραχή στις Βρυξέλλες (τότε μέρος των Κάτω Χωρών), την παραίτηση του Ουέλλινγκτον στο Λονδίνο και τα αιτήματα για συνταγματικότητα στη Γερμανία. Έγραψε με σκοτεινή και «σχεδόν νοσηρή απόλαυση» ότι ήταν η «αρχή του τέλους» της Παλιάς Ευρώπης. Παρ ‘όλα αυτά ενθουσιάστηκε από το γεγονός ότι η Ιουλιανή Επανάσταση είχε καταστήσει αδύνατη τη γαλλορωσική συμμαχία και ότι οι Κάτω Χώρες συγκάλεσαν ένα παλιομοδίτικο συνέδριο του είδους που απολάμβανε τόσο πολύ. Η σύγκληση της Ουγγρικής Συνέλευσης το 1830 ήταν επίσης πιο επιτυχημένη από ό, τι στο παρελθόν, στέφοντας τον Αρχιδούκα Φερδινάνδο Βασιλιά της Ουγγαρίας με λίγες διαφωνίες. Επιπλέον το Νοέμβριο συμφωνήθηκε ο αρραβώνας του με την 25χρονη Μέλανι Ζίχυ-Φεράρις, που προερχόταν από ουγγρική οικογένεια, που οι Μέττερνιχ γνώριζαν από χρόνια. Η ανακοίνωση προκάλεσε πολύ λιγότερη ανησυχία στη Βιέννη από ότι η προηγούμενη νύφη του και παντρεύτηκαν στις 30 Ιανουαρίου 1831.
Το Φεβρουάριο του 1831 επαναστάτες κατέλαβαν τις πόλεις Πάρμα, Μόντενα και Μπολόνια και ζήτησαν βοήθεια από τη Γαλλία. Οι πρώην ηγεμόνες τους ζήτησαν βοήθεια από την Αυστρία, αλλά ο Μέττερνιχ δίσταζε να στείλει αυστριακά στρατεύματα στα Παπικά Κράτη χωρίς άδεια από τον νέο Πάπα Γρηγόριο ΙΣΤ΄. Κατέλαβε όμως την Πάρμα και τη Μόντενα και τελικά πέρασε στα Παπικά εδάφη. Ετσι η Ιταλία ειρήνευσε στα τέλη Μαρτίου. Ενέκρινε την απόσυρση των στρατευμάτων από τα Παπικά Κράτη τον Ιούλιο, αλλά τον Ιανουάριο του 1832 επέστρεψαν για να καταστείλουν μια δεύτερη εξέγερση. Πλέον ο Μέττερνιχ ήταν αισθητά γερασμένος: τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και το πρόσωπό του ζαρωμένο και γερασμένο, αν και η γυναίκα του εξακολουθούσε να απολαμβάνει τη συντροφιά του. Το Φεβρουάριο του 1832 απέκτησαν μια κόρη, επίσης Μέλανι, το 1833 ένα γιο, τον Κλέμενς, που όμως πέθανε σε ηλικία δύο μηνών, τον Οκτώβριο του 1834 ένα δεύτερος γιο, τον Παύλο και το 1837 τον τρίτο του με τη Μέλανι, τον Λόταρ. Πολιτικά ο Μέττερνιχ είχε ένα νέο αντίπαλο, το Λόρδο Πάλμερστον, που είχε αναλάβει το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1830. Στα τέλη του 1832 είχαν συγκρουστεί σχεδόν σε όλα τα θέματα. “Εν ολίγοις,” έγραψε ο Μέττερνιχ, “ο Πάλμερστον κάνει λάθος για τα πάντα”. Κυρίως ενοχλήθηκε από την επιμονή του ότι, σύμφωνα με τις συμφωνίες του 1815, η Βρετανία είχε το δικαίωμα να αντιταχθεί στην αυστηροποίηση από την Αυστρία του ελέγχου των πανεπιστημίων στη Γερμανία, όπως είχε κάνει πάλι ο Μέττερνιχ το 1832. Ανησυχούσε επίσης ότι αν πραγματοποιούντο μελλοντικά συνέδρια στη Βρετανία, όπως ήθελε ο Πάλμερστον, η δική του επιρροή θα μειωνόταν σημαντικά.
Η επανάσταση στην Ισπανία καθώς και εκείνες στην Ιταλία και Γερμανία δεν στάθηκαν ικανές ούτε και τότε για ν΄ αντιληφθεί έστω και κατ΄ ελάχιστο τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τις χαρακτήριζε όλες «ανιστόρητες», ή «ενέργειες αγραμμάτων που δεν ξέρουν ούτε γραφή και ανάγνωση», (εννοώντας πως θα νομοθετούν και θα αυτοδιοικούνται), κινδυνολογώντας ότι κάθε υποστήριξη αυτών θα αποτελέσει μαχαιριά στη πλάτη των ευρωπαϊκών διεθνών σχέσεων.
Κάτω από αυτή την αντίληψη που στοίχισε ακόμα και στην Αυστριακή Αυτοκρατορία, τελευταία του ίσως επιτυχία ήταν στο Συνέδριο του Βερολίνου. Μετά όμως το θάνατο του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου έχασε κάθε ισχύ θεωρούμενος γενικότερα ως αναχρονιστικός με συνέπεια το όνομά του να ταυτιστεί με τον φεουδαρχισμό.
Ανατολικό Ζήτημα και ειρήνη στην Ευρώπη

Ο Μέττερνιχ σε πίνακα χρονολογούμενο μεταξύ 1835 και 1840
Το 1831 η Αίγυπτος εισέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπήρχαν φόβοι για την πλήρη κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, με την οποία η Αυστρία θα κέρδιζε ελάχιστα. Ο Μέττερνιχ πρότεινε λοιπόν πολυμερή υποστήριξη στους Οθωμανούς και ένα συνέδριο στη Βιέννη για να διευθετήσουν τις λεπτομέρειες, αλλά οι Γάλλοι ήταν διστακτικοί και οι Βρετανοί αρνήθηκαν να υποστηρίξουν οποιοδήποτε συνέδριο θα γινόταν στη Βιέννη. Το καλοκαίρι του 1833 οι αγγλοαυστριακές σχέσεις είχαν φτάσει σε ένα νέο χαμηλό. Με τη Ρωσία ο Μέττερνιχ ήταν πιο σίγουρος ότι θα ασκούσε την επιρροή του. Ωστόσο έκανε λάθος και έμεινε να παρατηρεί εκ του μακρόθεν τη ρωσική επέμβαση στην περιοχή (που κορυφώθηκε με τη Συνθήκη του Χουνκιάρ Ισκελεσί). Κανόνισε ακόμη να συναντηθεί με το Βασιλιά της Πρωσίας στο Tέπλιτς και να συνοδεύσει το Φραγκίσκο στη συνάντησή του με τον Τσάρο Νικόλαο στο Μύνχενγκρετς το Σεπτέμβριο του 1833. Η πρώτη συνάντηση πήγε καλά: Ο Μέττερνιχ εξακολουθούσε να είναι ικανός να επηρεάζει στους Πρώσους, παρά την αυξανόμενη οικονομική τους παρουσία στην Ευρώπη. Η δεύτερη ήταν πιο τεταμένη, αλλά, καθώς ο Νίκολαος ήταν θετικός, επιτεύχθηκαν τρεις Συμφωνίες του Μύνχενγκρετς, που διαμόρφωσαν μια νέο συντηρητική ένωση για να υποστηρίξει την υπάρχουσα τάξη στην Τουρκία, την Πολωνία και αλλού. Ο Μέττερνιχ έφυγε ικανοποιημένος. Η μοναδική του απογοήτευση ήταν ότι έπρεπε να δεσμευτεί να είναι σκληρός απέναντι στους Πολωνούς εθνικιστές. Σχεδόν την ίδια στιγμή πληροφορήθηκε τη δημιουργία της Τετραπλής Συμμαχίας του 1834 μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας. Αυτή η συμμαχία των φιλελεύθερων ήταν μια τέτοια προσβολή στις αυστριακές αξίες που ο Πάλμερστον έγραψε ότι «θα ήθελε να δει το πρόσωπο του Μέττερνιχ όταν διαβάσει τη συνθήκη μας». Πράγματι προκάλεσε την πικρόχολη καταδίκη του, κυρίως επειδή έδινε την ευκαιρία για ξέσπασμα πολέμου. Ο Μέτερνιχ απάντησε με δύο τρόπους: με μηχανορραφίες για την απομάκρυνση του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών και με την προσπάθεια (μάταιη) να δημιουργήσει διακρατικές συμφωνίες μεταξύ των δυνάμεων. Ο Πάλμερστον έφυγε πράγματι από το αξίωμα του το Νοέμβριο, αλλά μόνο προσωρινά και όχι από τις προσπάθειες του Μέττερνιχ. Ωστόσο ο πόλεμος μεγάλης κλίμακας είχε αποφευχθεί και η Τετραπλή Συμμαχία άρχισε να διαλύεται.
Στις 2 Μαρτίου 1835 ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο επιληπτικός γιος του Φερδινάνδος Α΄. Παρά την ευρεία άποψη ότι ο Φερδινάνδος ήταν «το φάντασμα ενός μονάρχη», ο Μέττερνιχ εκτιμούσε πολύ τη νομιμότητα και εργάστηκε για να διατηρήσει την κυβέρνηση σε λειτουργία. Σύντομα συνόδευσε τον Φερδινάνδο στην πρώτη του συνάντηση με τον Τσάρο Νικόλαο και τον Βασιλιά της Πρωσίας, ξανά στο Tέπλιτς. Ο Φερδινάνδος ήταν καταβεβλημένος, ιδιαίτερα καθώς οι αντιπροσωπείες παρέλασαν στην Πράγα. Συνολικά, ωστόσο, ήταν μια χωρίς προβλήματα συνάντηση. Τα επόμενα χρόνια πέρασαν σχετικά ειρηνικά για τον Μέττερνιχ: τα διπλωματικά περιστατικά περιορίστηκαν στις περιστασιακά θυμωμένες συναντήσεις με τον Πάλμερστον και στην αποτυχία του Μέττερνιχ να γίνει μεσολαβητής μεταξύ Βρετανών και Ρώσων για τη διαμάχη τους για τη Μαύρη Θάλασσα. Κατέβαλε επίσης προσπάθειες για την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας, όπως οι σιδηρόδρομοι, στην Αυστρία. Το πιο πιεστικό ζήτημα ήταν η Ουγγαρία, όπου ο Μέττερνιχ παρέμενε απρόθυμος να υποστηρίξει τον κεντρώο (αλλά ακόμα εθνικιστή) Σέτσενι. Η διστακτικότητά του είναι “θλιβερή υπενθύμιση για τις φθίνουσες δυνάμεις του στην πολιτική παρουσία”. Στην αυλή ο Μέττερνιχ έχασε όλο και περισσότερο την εξουσία από τον ανερχόμενο αστέρα Φραντς Αντον φον Κόλοβρατ-Λιμπστάινσκι, ιδιαίτερα στις προτάσεις του για αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του το 1836 να επιβάλει τη συνταγματική μεταρρύθμιση (που θα του έδινε μεγαλύτερη επιρροή) —που εμποδιζόταν κυρίως από τον πιο φιλελεύθερο Αρχιδούκα Ιωάννη— ο Μέττερνιχ αναγκάστηκε να μοιραστεί περισσότερη εξουσία με τον Κόλοβρατ και τον Αρχιδούκα Λουδοβίκο στο πλαίσιο του Αυστριακού Κρατικού Μυστικού Συμβουλίου. Η λήψη αποφάσεων σταμάτησε. Η ψυχαγωγία και η συντήρηση των κτημάτων του στα Γιοχάνισμπεργκ, το Κένιγκσβαρτ και το Πλασύ (μαζί με το Μαριάνσκα Τύνιτσε) τον απασχολούσαν περισσότερο σε μια εποχή που είχε τέσσερα μικρά παιδιά να φροντίσει, προκαλώντας του περισσότερο άγχος.
Ο Μέττερνιχ είχε προβλέψει από καιρό μια νέα κρίση στην Ανατολή και όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος το 1839 ανυπομονούσε να αποκαταστήσει το διπλωματικό κύρος της Αυστρίας. Συγκέντρωσε γρήγορα εκπροσώπους στη Βιέννη, από όπου στις 27 Ιουλίου εξέδωσαν ανακοινωθέν προς την Κωνσταντινούπολη δεσμευόμενοι για υποστήριξη. Ωστόσο ο Τσάρος Νικόλαος έστειλε στο Μέττερνιχ ένα μήνυμα από την Αγία Πετρούπολη, απαιτώντας από της Βιέννη διπλωματική ουδετερότητα. Ο Μέττερνιχ εργάστηκε τόσο έντονα που αρρώστησε, περνώντας τις επόμενες πέντε εβδομάδες αναπαυόμενος στο Γιοχάνισμπεργκ. Οι Αυστριακοί έχασαν την πρωτοβουλία και ο Μέττερνιχ έπρεπε να αποδεχθεί ότι το Λονδίνο θα ήταν το νέο κέντρο διαπραγματεύσεων για το Ανατολικό ζήτημα. Μόλις τρεις εβδομάδες μετά τη δημιουργία της η Ευρωπαϊκή Ενωση των Μεγάλξν Δυνάμεων του Μέττερνιχ (η διπλωματική του απάντηση στις επιθετικές κινήσεις του Γάλλου πρωθυπουργού Αδόλφου Θιέρσου) είχε γίνει απλώς αξιοπερίεργο. Λίγα επίσης ακούστηκαν για τις προτάσεις του να πραγματοποιήσει συνέδριο στη Γερμανία. Απορρίφθηκε επίσης μια ξεχωριστή προσπάθεια ενίσχυσης της επιρροής των πρεσβευτών που έδρευαν στη Βιέννη. Αυτά έδωσαν τον τόνο της υπόλοιπης πρωθυπουργίας του Μέττερνιχ. Η ασθένειά του φαινόταν να είχε μειώσει την αγάπη του για την υπηρεσία του. Την επόμενη δεκαετία η σύζυγός του προετοιμάστηκε ήσυχα για τη συνταξιοδότησή του ή το θάνατό του εν υπηρεσία. Στο έργο του Μέττερνιχ στις αρχές της δεκαετίας του 1840 επικρατούσε ξανά η Ουγγαρία και, γενικότερα, ζητήματα εθνικής ταυτότητας εντός της ποικιλόμορφης Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Τότε “έδειξε [στιγμές] οξείας αντίληψης”. Οι ουγγρικές προτάσεις του ήρθαν πολύ αργά, ωστόσο, καθώς ο Λάγιος Κόσουτ είχε ήδη οδηγήσει στην άνοδο ενός ισχυρού ουγγρικού εθνικισμού. Η υποστήριξη του Μέττερνιχ για άλλες εθνότητες ήταν επιλεκτική, καθώς αντιτασσόταν μόνο σε εκείνες που απειλούσαν την ενότητα της Αυτοκρατορίας.
Στο Κρατικό Συμβούλιο ο Μέττερνιχ έχασε τον κύριο σύμμαχό του Καρλ Κλαμ-Μάρινιτς το 1840, γεγονός που επέτεινε την αυξανόμενη παράλυση στην καρδιά της Αυστριακής κυβέρνησης. Αγωνίστηκε τώρα να επιβάλει ακόμη και το επίπεδο λογοκρισίας που ήθελε. Δεν υπήρξαν μεγάλες εξωτερικές προκλήσεις για το καθεστώς. Η Ιταλία ήταν ήσυχη και ούτε η προσπάθεια του Μέττερνιχ να καθοδηγήσει το νέο Βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, ούτε Η πλήξη της νέας Βασίλισσας Βικτώριας στην πρώτη τους συνάντηση, έθεσαν άμεσα προβλήματα. Πολύ μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούσε ο Τσάρος Νικόλαος, του οποίου η εκτίμηση για τη δυναστεία των Αψβούργων και την Αυστρία ήταν χαμηλή. Μετά από μια ανεπίσημη περιοδεία στην Ιταλία το 1845 ο Τσάρος σταμάτησε απροσδόκητα στη Βιέννη. Ήταν σε κακή διάθεση, ήταν ένας δύστροπος επισκέπτης, αν και εν μέσω επικρίσεων της Αυστρίας διαβεβαίωσε το Μέττερνιχ ότι η Ρωσία δεν επρόκειτο να εισβάλει ξανά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δύο μήνες αργότερα οι χώρες τους υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν στη σφαγή της Γαλικίας και στην αντιμετώπιση μιας δήλωση ανεξαρτησίας από την Κρακοβία. Ο Μέττερνιχ ενέκρινε την κατάληψη της πόλης και τη χρήση στρατευμάτων για την αποκατάσταση της τάξης στις γύρω περιοχές, με την πρόθεση να αναιρέσει την ψευδοανεξαρτησία που είχε παραχωρηθεί στην Κρακοβία το 1815. Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων με την Πρωσία και τη Ρωσία η Αυστρία προσάρτησε την πόλη το Νοέμβριο του 1846. Ο Μέττερνιχ το θεώρησε ως προσωπική του νίκη, αλλά ήταν μια πράξη αμφίβολης χρησιμότητας: όχι μόνο οι πολωνοί αντιφρονούντες αποτελούσαν πλέον επίσημα τμήμα της Αυστρίας, αλλά και το πανευρωπαϊκό πολωνικό κίνημα των αντιφρονούντων εργαζόταν πλέον ενεργά ενάντια στο “σύστημα Μέττερνιχ ” που είχε καταπατήσει τα δικαιώματα τα κατοχυρωμένα το 1815. Η Βρετανία και η Γαλλία εμφανίστηκαν εξίσου εξοργισμένες, αλλά οι εκκλήσεις για παραίτηση του Μέττερνιχ αγνοήθηκαν. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Φερδινάνδος δεν μπορούσε να παραιτηθεί υπέρ του ανιψιού του χωρίς αντιβασιλέα, που ο Μέττερνιχ πίστευε ότι η Αυστρία θα τον χρειαζόταν προσωρινά για να κρατήσει ενωμένη την κυβέρνηση.
Επανάσταση
Αν και ο Μέττερνιχ ήταν κουρασμένος, συνέχιζε να βγάζει υπομνήματα από την καγκελαρία του. Παρ’ όλα αυτά δεν προέβλεψε την επερχόμενη κρίση. Ο νέος Πάπας Πίος Θ΄ κέρδιζε τη φήμη του φιλελεύθερου εθνικιστή, δημιουργώντας αντίβαρο στο Μέττερνιχ και την Αυστρία. Ταυτόχρονα η Αυτοκρατορία βίωνε ανεργία και αύξηση των τιμών ως αποτέλεσμα των κακών συγκομιδών. Ο Μέττερνιχ δέχτηκε την κατακραυγή των Ιταλών, του Πάπα και του Πάλμερστον όταν διέταξε την κατάληψη της ελεγχόμενης από τον Πάπα Φερράρας το καλοκαίρι του 1847. Παρά την εξασφάλιση της γαλλικής συμφωνίας για πρώτη φορά μετά από χρόνια από το Φρανσουά Γκυζό για τον Ελβετικό Εμφύλιο Πόλεμο, η Γαλλία και η Αυστρία αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν τα ξεχωριστά καντόνια. Τα δύο μέρη πρότειναν ένα συνέδριο, αλλά η κυβέρνηση συνέτριψε την εξέγερση. Ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για το κύρος του Μέττερνιχ και οι αντίπαλοί του στη Βιέννη το χαρακτήρισαν απόδειξη της ανικανότητάς του. Τον Ιανουάριο του 1848, ο Μέττερνιχ προέβλεψε προβλήματα στην Ιταλία κατά το επόμενο έτος. Ενήργησε για αυτό με την αποστολή ενός απεσταλμένου, του Καρλ Λούντβιχ φον Φίκουελμοντ, στην Ιταλία. αναζωπυρώνοντας τα σχέδιά του του 1817 για μια ιταλική καγκελαρία και οργανώνοντας διάφορα ενδεχόμενα σχέδια με τους Γάλλους. Στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Αυστριακός Στρατάρχης Γιόζεφ Ράντετσκυ επέβαλε στην Αυστριακή Ιταλία (Λομβαρδία-Βενετία) στρατιωτικό νόμο καθώς εξαπλώθηκαν ταραχές. Παρ’ όλα αυτά και πληροφορούμενος για νέα επανάσταση στη Γαλλία ο Μέττερνιχ ήταν προσεκτικός, αν και θεωρούσε ακόμη απίθανη μια επανάσταση στο εσωτερικό. Περιγράφηκε από ένα Σάξονα διπλωμάτη, σύμφωνα με τα λόγια του βιογράφου Μούσουλιν, ως “συρρικνωμένος σε σκιά του παλιού εαυτού του”.
Στις 3 Μαρτίου ο Kόσουτ έκανε μια φλογερή ομιλία στην Ουγγρική Συνέλευση, ζητώντας σύνταγμα. Μόνο στις 10 Μαρτίου ο Μέττερνιχ φάνηκε να ανησυχεί για γεγονότα στη Βιέννη, όπου τώρα υπήρχαν απειλές και ανταπειλές. Εκδόθηκαν δύο υπομνήματα, που ζητούσαν περισσότερη ελευθερία, διαφάνεια και εκπροσώπηση. Οι μαθητές συμμετείχαν σε αρκετές διαδηλώσεις, με αποκορύφωμα στις 13 Μαρτίου, όταν επευφήμισαν την αυτοκρατορική οικογένεια, αλλά εξέφρασαν την οργή τους κατά του Μέττερνιχ. Μετά από ένα συνηθισμένο πρωί ο Μέττερνιχ κλήθηκε να συναντηθεί με τον Αρχιδούκα Λουδοβίκο λίγο μετά το μεσημέρι. Ο Καγκελάριος έστειλε στρατεύματα στους δρόμους, ενώ ανακοίνωσε επίσης μια προκαθορισμένη και ελάχιστη παραχώρηση. Το πλήθος έγινε εχθρικό και μία μεραρχία άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας πέντε. Ο όχλος ήταν πλέον εξεγερμένος, καθώς στους φιλελεύθερους προστέθηκαν από μη προνομιούχους Βιεννέζους, που προκαλούν καταστροφές. Οι μαθητές προσφέρθηκαν να σχηματίσουν μια φιλοκυβερνητική Ακαδημαϊκή Λεγεώνα αν ικανοποιούντο τα αιτήματά τους. Ο Λουδοβίκος ήταν πρόθυμος να δεχτεί και είπε στον Μέττερνιχ ότι πρέπει να παραιτηθεί, με το οποίο εκείνος συμφώνησε απρόθυμα. Αφού κοιμήθηκε στην Καγκελαρία, τον συμβούλεψαν είτε να αποσύρει την παραίτησή του είτε να εγκαταλείψει την πόλη. Οταν ο Λουδοβίκος του έστειλε ένα μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλειά του, ο Μέττερνιχ έφυγε για το σπίτι του Κόμη Τάαφε και στη συνέχεια, με τη βοήθεια των φίλων του Τσαρλς φον Χύγκελ και Γιοχάν Ρέχμπεργκ, έφτασε στην οικογενειακή έδρα του Πρίγκιπα του Λιχτενστάιν εξήντα πέντε μακριά στο Φέλντσμπεργκ. Η κόρη του Μέττερνιχ Λεοντίνη τους ακολούθησε στις 21 Μαρτίου και πρότεινε ως καταφύγιο την Αγγλία. Ο Μέττερνιχ συμφώνησε και έφυγε με τη Μέλανι και το 19χρονο Ρίχαρντ, αφήνοντας τα μικρότερα παιδιά με τη Λεοντίνη. Η παραίτηση του Μέττερνιχ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στη Βιέννη και ακόμη και οι Βιεννέζοι πολίτες καλωσόρισαν το τέλος της εποχής του κοινωνικού συντηρητισμού του.
Εξορία, επιστροφή και θάνατος
Μετά από ένα ανήσυχο ταξίδι εννέα ημερών κατά τη διάρκεια του οποίου τιμήθηκαν σε ορισμένες πόλεις και τους αρνήθηκαν την είσοδο σε άλλες, ο Μέττερνιχ, η σύζυγός του και ο γιος του Ρίχαρντ έφτασαν στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Έμειναν έως ότου ο Μέττερνιχ ανέκτησε τις δυνάμεις του, έφτασαν έπειτα στο Άμστερνταμ και στη Χάγη, όπου παρέμειναν για να δουν τα αποτελέσματα μιας διαδήλωσης Αγγλων χαρτιστών, που είχε προγραμματιστεί για τις 10 Απριλίου. Στις 20 Απριλίου αποβιβάσθηκαν στο Μπλάκγουολ του Λονδίνου, όπου έμειναν στο ξενοδοχείο Brunswick στην πλατεία του Ανόβερου για ένα δεκαπενθήμερο μέχρι να βρουν μόνιμη κατοικία. Ο Μέττερνιχ απολάμβανε σε μεγάλο βαθμό το χρόνο του στο Λονδίνο: ο Δούκας του Ουέλλινγκτον, σχεδόν ογδοντάρης, προσπαθούσε να τον διασκεδάσει και δεχόταν επίσης επισκέψεις από τον Πάλμερστον, τον Γκυζό (επίσης σε εξορία) και τον Μπέντζαμιν Ντισραέλι, που απολάμβαναν την πολιτική συζήτηση μαζί του. Η μόνη του απογοήτευση ήταν ότι η ίδια η Βικτώρια αγνόησε την παρουσία του στην πρωτεύουσα. Οι τρεις τους νοίκιασαν ένα σπίτι, στην Πλατεία Ητον 44, για τέσσερις μήνες. Τα μικρότερα παιδιά έμεναν μαζί τους το καλοκαίρι. Παρακολουθούσε τα γεγονότα στην Αυστρία από μακριά, όπως φημολογείται αρνούμενος ότι είχε κάνει λάθος. Στην πραγματικότητα, χαρακτήρισε την αναταραχή στην Ευρώπη ως δικαίωση των πολιτικών του. Στη Βιέννη ένας εχθρικός Τύπος μετά τη λογοκρισία συνέχισε να του επιτίθεται. Συγκεκριμένα τον κατηγόρησαν για υπεξαίρεση και αποδοχή δωροδοκίας, προκαλώντας σχετική έρευνα. Ο Μέττερνιχ τελικά απαλλάχθηκε από τις πιο ακραίες κατηγορίες και οι έρευνες για αποδεικτικά στοιχεία για τις μικρότερες δεν απέφεραν τίποτα. (Κατά πάσα πιθανότητα οι δαπανηρές επιδιώξεις του ήταν απλώς προϊόν των αναγκών της διπλωματίας των αρχών του 19ου αιώνα.) Εν τω μεταξύ, καθώς αρνήθηκε τη σύνταξή του, ο Μέττερνιχ βασίστηκε ειρωνικά στα δάνεια.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου η οικογένεια μετακόμισε στο 42 Brunswick Terrace, στο Μπράιτον, στις νότιες ακτές της Αγγλίας, όπου η ηρεμία της ζωής ήταν σε μεγάλη αντίθεση με την επαναστατική Ευρώπη που άφησε πίσω του. Τα κοινοβουλευτικά πρόσωπα, ιδιαίτερα ο Ντισραέλι, ταξίδευαν για να τους επισκεφθούν, όπως έκανε και η πρώην φίλη του Δωροθέα Λίβεν (η Mέλανι οδήγησε στη συμφιλίωση μεταξύ τους). Αναμένοντας μια επίσκεψη της κόρη του Λεοντίν και της κόρη της Παουλίν, η οικογένεια μετακόμισε σε μια σουίτα δωματίων στο Παλάτι του Ρίτσμοντ στις 23 Απριλίου 1849. Οι επισκέπτες περιλάμβαναν τον Ουέλλινγκτον, που εξακολουθούσε να προσέχει τον Μέττερνιχ, το συνθέτη Γιόχαν Στράους και τη Δωροθέα ντε Ντίνο, αδελφή της πρώην ερωμένης του, Βιλελμίνης Σάγκαν, και την πρώην ερωμένη Κατερίνε Μπάγκρατιον. Ο Μέττερνιχ έδειχνε την ηλικία του και η συχνή λιποθυμία του προκαλούσε ανησυχία. Ο πρώην καγκελάριος ήταν επίσης καταθλιπτικός από την έλλειψη επικοινωνίας από το νέο Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄ και την κυβέρνησή του. Η Λεοντίν έγραψε στη Βιέννη προσπαθώντας να ενθαρρύνει αυτήν την επαφή και τον Αύγουστο ο Μέττερνιχ έλαβε μια θερμή επιστολή από τον Φραγκίσκο Ιωσήφ. Ειλικρινής ή όχι, τον ενθάρρυνε σημαντικά. Από τα μέσα Αυγούστου η Μέλανι άρχισε να πιέζει για μετάβαση στις Βρυξέλλες, μια πόλη φθηνότερη για να ζήσει και πιο κοντά στις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης. Έφτασαν τον Οκτώβριο, διανυκτερεύοντας στο Hotel Bellevue. Με την επανάσταση να υποχωρεί ο Μέττερνιχ ευελπιστούσε ότι θα επέστρεφαν στη Βιέννη. Η παραμονή τους στην πραγματικότητα διήρκεσε πάνω από 18 μήνες, ενώ ο Μέττερνιχ περίμενε μια ευκαιρία να ξαναμπεί στην αυστριακή πολιτική. Ήταν μια αρκετά ευχάριστη (και φθηνή) διαμονή, πρώτα στη Boulevard de l’Observatoire και αργότερα στην περιοχή Sablon – γεμάτη με επισκέψεις πολιτικών, συγγραφέων, μουσικών και επιστημόνων. Για το Μέττερνιχ, ωστόσο, αυξήθηκαν η ανία και η νοσταλγία. Το Μάρτιο του 1851 η Μέλανι τον προέτρεψε να γράψει στο νέο πολιτικό πρωταγωνιστή στη Βιέννη, τον Πρίγκιπα Σβάρτσενμπεργκ, για να τον ρωτήσει αν θα μπορούσε να επιστρέψει αν υποσχόταν να μην παρεμβαίνει στις δημόσιες υποθέσεις. Τον Απρίλιο έλαβε μια καταφατική απάντηση, με την έγκριση του Φραγκίσκου Ιωσήφ.
Το Μάιο του 1851 ο Μέττερνιχ έφυγε για το κτήμα του στο Γιοχάνισμπεργκ, που είχε επισκεφθεί τελευταία φορά το 1845. Εκείνο το καλοκαίρι είχε τη συντροφιά του Πρώσου εκπροσώπου Όττο φον Μπίσμαρκ. Δέχθηκε επίσης μια επίσκεψη του Φρειδερίκου Γουλιέλμου, αν και ο Βασιλιάς τον ενόχλησε, εμφανιζόμενος να τον χρησιμοποιεί ως εργαλείο εναντίον του Σβάρτσενμπεργκ. Το Σεπτέμβριο επέστρεψε στη Βιέννη, φιλοξενούμενος καθ’ οδόν με διάφορους Γερμανούς πρίγκιπες που τον θεωρούσαν επίκεντρο της πρωσικής ίντριγκας. Ο Μέττερνιχ αναζωογονήθηκε, απέβαλε τη νοσταλγία του και έζησε στο παρόν για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ζητούσε τη συμβουλή του για πολλά ζητήματα (αν και ήταν αρκετά ισχυρογνώμων για να επηρεαστεί πολύ από αυτή) και αμφότερες οι αναδυόμενες φατρίες στη Βιέννη προσέγγισαν το Μέττερνιχ, ακόμη και ο Τσάρος Νικόλαος τον κάλεσε κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης. Ο Μέττερνιχ δεν γνώριζε το νέο υπουργό Εξωτερικών, Κάρλ Φέρντιναντ φον Μπούολ, αλλά τον θεωρούσε αρκετά ανίκανο ώστε να είναι χειραγωγήσιμος. Οι συμβουλές του Μέττερνιχ ήταν ποικίλης ποιότητας, ωστόσο μερικές ήταν χρήσιμα διορατικές, ακόμη και για θέματα της εποχής. Κουφός πλέον έγραφε ασταμάτητα, ιδιαίτερα για το Φραγκίσκο Ιωσήφ, που τον εκτιμούσε. Ήθελε την ουδετερότητα της Αυστρίας στον Πόλεμο της Κριμαίας, που δεν ακολούθησε ο Μπούολ. Εν τω μεταξύ η υγεία του σιγά-σιγά χειροτέρευε και περιθωριοποιήθηκε περισσότερο μετά το θάνατο της συζύγου του Mέλανι τον Ιανουάριο του 1854. Σε μια σύντομη αναζωπύρωση ενέργειας στις αρχές του 1856 ασχολήθηκε με το γάμο μεταξύ του γιου του Ρίτσαρντ και της εγγονής του Πωλίν (κόρη της θετής αδερφής του Ρίτσαρντ) και πραγματοποίησε περισσότερα ταξίδια. Τον επισκέφθηκε ο Βασιλιάς του Βελγίου, όπως και ο Μπίσμαρκ, και στις 16 Αυγούστου 1857 φιλοξένησε το μετέπειτα Εδουάρδο Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Μπούολ ωστόσο ήταν όλο και πιο εχθρικός στις συμβουλές του Μέττερνιχ, ιδιαίτερα για την Ιταλία. Τον Απρίλιο του 1859 ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ζήτησε τη γνώμη του για το τι πρέπει να γίνει στην Ιταλία. Σύμφωνα με την Πωλίν ο Μέττερνιχ τον παρακάλεσε να μην στείλει τελεσίγραφο στην Ιταλία αλλά Φραγκίσκος Ιωσήφ του εξήγησε ότι ένα τέτοιο τελεσίγραφο είχε ήδη σταλεί.
Με αυτόν τον τρόπο, προς μεγάλη απογοήτευση του Μέττερνιχ και αμηχανία του Φραγκίσκο Ιωσήφ, η Αυστρία ξεκίνησε το Δεύτερο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ενάντια στις συνασπισμένες δυνάμεις του Πεδεμοντίου-Σαρδηνίας και της συμμάχου του Γαλλίας. Αν και ο Μέττερνιχ μπόρεσε να εξασφαλίσει την αντικατάσταση του Μπούολ με το φίλο του Ρέχμπεργκ, που τον είχε βοηθήσει σημαντικά το 1848, η η εμπλοκή του ίδιου στον πόλεμο ήταν πλέον πέρα από τις δυνάμεις του. Ακόμη και ένα ειδικό καθήκον που του ανέθεσε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ τον Ιούνιο του 1859 – να συντάξει μυστικά έγγραφα σχετικά με το γεγονός του θανάτου του – ήταν τώρα πολύ απαιτητικό. Λίγο αργότερα ο Μέττερνιχ πέθανε στη Βιέννη στις 11 Ιουνίου 1859, σε ηλικία 86 ετών, ως η τελευταία μεγάλη προσωπικότητα της γενιάς του. Σχεδόν όλοι οι επιφανείς Βιεννέζοι προσήλθαν να αποτίσουν φόρο τιμής. στον ξένο Τύπο ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος.
Τιμές
Ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ είχε τιμηθεί με ιδιαίτερα σπουδαία παράσημα – διάσημα όσο ελάχιστοι της εποχής του. Μεταξύ των άλλων υπήρξε ιππότης του Τάγματος του Χρυσόμαλλου Δέρατος, μετά περιδέραιου, Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου, μετά περιδέραιου, (Ουγγαρίας), Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ, μετά περιδέραιου (της Τοσκάνης), Ιππότης του Σταυρού του στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Ουμβέρτου, (του Βίττελσμπαχ – Γερμανίας), Ιππότης του Βασιλικού Τάγματος του Αγίου Ιανουαρίου (των Βουρβόνων και Δύο Σικελιών) κ.ά. καθώς και επίτιμο μέλος του Επιμελητηρίου των Λόρδων της Βυρτεμβέργης.
Κριτική
Γενικά
Ο Πρίγκιπας και Καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ υπήρξε ένας από τους ελάχιστους Ευρωπαίους αξιωματούχους που τόσο πολύ επαινέθηκε και θαυμάστηκε, ακόμα και ως ηγεμόνας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εποχή της ακμής του χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς εποχή Μέττερνιχ, αλλά και εξίσου που τόσο πολύ λοιδορήθηκε και απαξιώθηκε στην ιστορία των ευρωπαϊκών λαών ταυτίζοντας το όνομά του με τις έννοιες της αντίδρασης, του φεουδαρχισμού και του σκοταδισμού, έναντι της αναγκαιότητας του φιλελευθερισμού που δεν μπόρεσε ποτέ του ν΄ αντιληφθεί, παρασύροντας και καθηλώνοντας στις αντιλήψεις του ακόμα και τους Ηγεμόνες της εποχής του. Χαρακτηριστικά, οι Γερμανοί φιλελεύθεροι αποκαλούσαν τον Metternich, Metternacht, δηλαδή, μεσονύχτιο Υπήρξε ο κύριος εκφραστής της “διεθνούς νομιμότητας” και της “ισορροπίας της ισχύος”. Πίστεψε και υπηρέτησε σφόδρα αυτές μη δεχόμενος έστω κάποιες σύγχρονες παραμέτρους. Ίσως περί το τέλος της ζωής του να είχε αντιληφθεί το λάθος του, όπως διαφαίνεται στα απομνημονεύματά του, πλην όμως μια τέτοια δημοσιοποίηση της αλλαγής των αρχικών θέσεων και απόψεών του, που τόσα χρόνια είχε υπηρετήσει, να τη θεωρούσε άκρως ατιμωτική, (στην εποχή του), με συνέπεια να παραμείνει μέχρι τέλους αιχμάλωτος αυτών των αναχρονιστικών αντιλήψεων.
Διπλωματία
Αντίθετα με τη παραπάνω γενική κριτική της πολιτικής του δράσης, ειδικότερα στη Διπλωματία και τις Διεθνείς σχέσεις ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ χαρακτηρίστηκε αυθεντία όχι μόνο από τους ηγεμόνες που τον τίμησαν επάξια, αλλά και από τους σημαντικότερους επικριτές του, όπως ο Ερ. Τράισκε κ.ά., που ομολογούν την διπλωματική του δεξιοτεχνία.
Χαρακτηρίστηκε επί των ημερών του «αμαξηλάτης της Ευρώπης» και «διπλωμάτης των λεπτομερειών». Ο δε Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ συγκρίνοντάς τον με τον Καρδινάλιο Μαζαρέν, σημείωνε επ΄ αυτού: «Ο Καρδινάλιος εξαπατούσε αλλά δεν ψευδόταν, (εφαρμόζοντας τις απατεωνιές του), ενώ ο Μέττερνιχ ψευδόταν, (στις συνεννοήσεις του), αλλά δεν εξαπατούσε ποτέ (εφαρμόζοντάς τις)».
Γεγονός πάντως είναι ότι ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ σ΄ όλες τις αποστολές του δημιούργησε νέα μοντέλα της διπλωματίας. Η δε προσφορά του στον τομέα αυτό κρίνεται σπουδαία. Υπήρξε ακριβώς ο θεμελιωτής της «διεθνούς νομιμότητας», και της λεγόμενης «ισορροπίας δυνάμεων», έννοιες για τις οποίες τότε μπορεί να λοιδορήθηκε, πλην όμως σήμερα βρίσκονται στη πρώτη γραμμή του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Σχέσεων, όπου σπουδαίοι διακρατικοί οργανισμοί, που θεσπίστηκαν επί τούτου στους νεότερους χρόνους (όπως π.χ. το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Συμβούλιο Ασφαλείας κ.λπ.), καλούνται σήμερα να τις υπηρετούν.
Βιβλιογραφία
- Μόντελυ Α.,Η ανατολική πολιτική του Πρίγκιπα Μέττερνιχ (1829-1833)
- Η. φον Σρμπικ, Ο Μέττερνιχ ως πολιτικός και ως άνθρωπος, 2 τόμοι (1925).
- Μπιμπλ Β., Μέττερνιχ (1935)
- Παπαρρηγόπουλος Κ., “Ιστορία του ελληνικού έθνους τομ. 6ος
- Μέττερνιχ Ριχ., Τα απομνημονεύματα του Πρίγκιπος Μέττερνιχ (1879-1884) τομ. 8
- Palmer, Α.,Μέττερνιχ: Ο Σύμβουλος της Ευρώπης (Λονδίνο, Orion, 1997).
- Κίσσιγκερ Χ., «Ένας κόσμος αποκαθίσταται: Μέτερνιχ, Καστλερίας, και τα προβλήματα της ειρήνης, 1812-22, Λονδίνο Mifflin Houghton (1973) ISBN 978-0-395-17229-2
- Kissinger, Henry. Ένας αποκατεστημένος κόσμος : Ο Μέττερνιχ, ο Κάσλρη και τα προβλήματα της ειρήνης, 1812-1822,επιμ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος, μτφρ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 2003
- Zamoyski, Α.,Αποχωρήσεις της Ειρήνης: Η πτώση του Ναπολέοντα και το Συνέδριο της Βιέννης(2007).
- Sked, Α.Ο Μέτερνιχ και η Αυστρία: Αξιολόγηση (Basingstoke, Palgrave Macmillan 2007), 306 pp.
- Γεώργιος Διον. Πουκαμισάς, Καποδίστριας – Μέττερνιχ. Δύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα,εκδ.Κασταλία, 2010
Πηγές
- “Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου” τομ.13ος, σελ.467.
- “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” τομ. ΙΖ΄, σελ.113.
- Const.De Graunwald, «Η αισθηματική ζωή του Μέττερνιχ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 69 (Μάρτιος 1974), σελ. 112-119