Μ. Θεοδωράκης: Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα

Η ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη σύμβολο πνευματικότητας

«Γιατί έχω τρεις ζωές. Η μια για να πονάει, η άλλη για να θέλει, κι η τρίτη για να νικά» (1969)

Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

Ο ουρανομίκης θα είναι πάντα κοντά μας. Θα υπάρχει πάντα μπροστά μας ανεπανάληπτος και θεληματικός ,μια βαθιά τραγική νότα, που μας κανακεύει και που άσκησε ιδιαίτερη επιρροή επάνω μας, ενώ η μνήμη παγιδεύεται από τις συναισθηματικές παρεμβάσεις του.

Πολλές οι εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα και εκτός των τειχών, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη κι εμείς θα τιμήσουμε σήμερα τον ποιητή, ένα κεφάλαιο, στο οποίο δεν αποδόθηκε η πρέπουσα σημασία.

Ο Μίκης με τους γονείς του

Ο Μίκης Θεοδωράκης, εκτός από παγκόσμια αναγνωρισμένος δημιουργός, που έφερε την ποίηση βραβευμένων Ελλήνων και ξένων στα χείλη «ολονών» ήταν και ένας πολύ σπουδαίος ποιητής. Έγραψε ποιήματα λατρείας και ευγνωμοσύνης, που μας σημάδεψαν, μας γέμισαν με ευφροσύνη, ποιήματα που δεν φλυαρούν, αλλά μυστικά συνοδεύουν την αρμονία του όλου.

Διαβάζοντάς τα η ματιά φορτίζεται συναισθηματικά, τα κομμάτια της μνήμης τα οποία ανακαλούμε, ψάχνουν να βρουν τα κοντινά τους για να συμπληρώσουν την ποιητική εικόνα που αντανακλά στο φως, ενώ στο βάθος κρύβεται η μελαγχολία, η οποία μετατρέπεται σε σύμβολα ισχύος, πνευματικότητας και ερωτικής επικοινωνίας.

«Δεν είμαι ποιητής» γράφει ο ίδιος στο χρέος, «όταν όμως οι στίχοι αρχίζουν να σφυροκοπούν στο μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορούν να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν.» Γι’ αυτό και έγραφε ποίηση. Τι άλλο τον ωθούσε να γράψει; Η αγάπη του για τη θάλασσα και για την Κρήτη, αλλά και η ομορφιά της ζωής για την οποία αξίζει κανείς να παλέψει και να αγωνιστεί για να την κατακτήσει…

Το 1942 μέσα στην γερμανική κατοχή ,σε ηλικία 17 χρονών , στην Τρίπολη, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “ΣΙΑΟ” χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Ντίνος Μάης και Φοίβος Γενάρης. Τα ψευδώνυμα αναγράφηκαν, διότι οι Ιταλοί απαγόρευσαν εκτύπωση οιουδήποτε είδους εντύπου χωρίς άδεια. Σε αυτά τα ποιήματα προσπάθησε να ισορροπήσει την εφηβεία του ανάμεσα στις συμπληγάδες του καιρού και του τόπου του. Για του λόγου το αληθές…

Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα

1940

Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτω
για την Ελλάδα τώρα πολεμώ
καινούριους με το αίμα κόσμους τρέφω
τον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ.

Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
και λεύτερη κει μέσα την φρουρώ
πεθαίνω, μα όπου θάνατος και νίκη
με πόνο αδέλφια τη χαρά κερνώ.

Πρόκειται για έναν ύμνο στον ελληνικό αγώνα του 1940, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης εκφράζει την αγάπη και την αφοσίωσή του στην Ελλάδα, ακόμα και εν μέσω πολέμου και θανάτου. 

Η ποιητική γραφή του Θεοδωράκη ρουφάει το περιβάλλον, το φωτίζει, το εξαγιάζει, το υποτάσσει, το μαγεύει, το γονιμοποιεί.

Ο Μίκης μελοποίησε αρκετά από τα ποιήματά του, ενσωματώνοντάς τα σε μουσικά έργα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραγούδι “Μαργαρίτα Μαργαρώ” από τον κύκλο τραγουδιών “Αρχιπέλαγος” (1962), όπου οι στίχοι γράφτηκαν από τον ίδιο.

Ο ίδιος μας ξεναγεί στη σοφία του με το καλπάζον τάλαντο:

«Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αρ. 4, περίμενα το μαρτύριο και το θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ’ αυτήν τη στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μαζί μου μέσα στο κελί. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσε τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;

Τότε σκεφτόμουνα πως έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή!»

Στο ΄68-69 όταν εξορίστηκε στη Ζάτουνα γράφει τις «Αρκαδίες» , τραγούδια που είναι σήμερα εν μέρει άγνωστα στο ευρύ κοινό, γιατί κυκλοφόρησαν στα χρόνια της χούντας, με τη μουσική του Μ. Θεοδωράκη να είναι παράνομη από την πρώτη στιγμή της επταετίας και με τον ίδιο να ζει εξόριστος, με πολλούς περιορισμούς και διαρκείς ελέγχους.

Οι πρώτες ηχογραφήσεις των τραγουδιών έγιναν στο εξωτερικό, όπου κατάφερε να τα διοχετεύει. Και μετά την πτώση της χούντας, όμως, στην Ελλάδα δεν ηχογραφήθηκαν οι «Αρκαδίες» συνολικά ως κύκλοι τραγουδιών, παρά μόνο κάποιες επιλογές από τα τραγούδια τους.

Ο Μίκης Θεοδωράκης στην κινηματογραφική αυτοβιογραφία του, που επιμελήθηκαν ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη, εξομολογείται, πώς έφθασαν εκτός συνόρων αυτά του τα τραγούδια:

«Όταν είχα γράψει την 1η Αρκαδία, ήταν νομίζω, πέντε τραγούδια και τα οποία θέλαμε οπωσδήποτε να τα στείλουμε κάτω (σ.σ. στην Αθήνα). Ηταν η πρώτη μας δουλειά, ας το πούμε. Επειδή ο γιος μου είχε κτυπήσει, τον είχε κτυπήσει εδώ πέρα η αστυνομία και είχε κάτι προβλήματα πραγματικά αρρώστιας, ζητούμε άδεια να πάει κάτω, να πάει κάτω ο γιος μας στην Αθήνα. Μετά από πολύ καιρό ήρθε η άδεια να κατέβει κάτω μόνος του βέβαια, και η γυναίκα μου του έραψε τα τραγούδια αυτά, του τα έραψε γραμμένα σε κορδέλα μαγνητοφώνου στις βάτες του πανωφοριού του. Την νύχτα όμως ξύπνησε και μου λέει, “θα τον ψάξουνε και πρέπει να κάνουμε κάτι άλλο”. Και σηκώνεται τη νύχτα η γυναίκα μου, βγάζει από τις βάτες τα τραγούδια αυτά, ξηλώνει τα κουμπιά του πανωφοριού του, τα πέντε τραγούδια τα κάνει πέντε κουμπιά, τα ράβει γύρω-γύρω με μάλλινο και τα ‘ραψε πάνω στο πανωφόρι του. Την άλλη μέρα το παιδί ήρθε το πήρε η φρουρά, το πήγε πάνω στο τμήμα. Πραγματικά του ‘βγαλαν το πανωφόρι, του ξήλωσαν τις βάτες, του ξήλωσαν όλα, αλλά δεν είχαν δει τα κουμπιά. Η γυναίκα μου ήταν πρωτοπόρος σ’ αυτή την φαντασία.»

Το 1974 βγήκε στην κυκλοφορία ο δίσκος του «Στην Ανατολή», που περιείχε τα παρακάτω τραγούδια σε δικούς του στίχους: «Άστατο πουλί», «Δέκα παλικάρια», «Μες στην ταβέρνα», «Φωτιές- φωτιές», «Βουνά σας χαιρετώ» και «Στην Ανατολή».

Γι’ αυτό το δίσκο ο Μίκης αναφέρει:

«…Κι έτσι έγραψα το τραγούδι “Στην Ανατολή” εμπνευσμένο από τις γειτονιές όπου έζησα και ανήκα κι εγώ. Τις λέγαμε τότε, τον καιρό της Κατοχής, Ανατολικές Συνοικίες. Εκεί ανήκα κι εγώ και εκεί δώσαμε τις μάχες ενάντια στον καινούργιο καταχτητή, τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, στα Δεκεμβριανά και εκεί πάλι θ’ αρχίσουμε σιγά- σιγά την οργάνωση του Λαού και είμαι βέβαιος πως τίποτα δεν πήγε χαμένο…»

Για το ύφος της ποιητικής τέχνης του Μίκη Θεοδωράκη χρειάζεται και η μαρτυρία των συγχρόνων. Όπως σε ένα μεγάλο έργο τέχνης χρειαζόμαστε επανωτές αναγνώσεις για να το κατανοήσουμε. Επιλέγουμε το δρόμο για να διεισδύσουμε σε μία γλωσσική σύνθεση, το ηχόχρωμα, τον ρυθμό ή την αρχιτεκτονική του για να φθάσουμε στην ουσία της τέχνης του.

Στον πρόλογο το βιβλίου «Πού Να βρω την ψυχή μου», ο Ανδρέας Μαράτος, που τον υπογράφει, καταθέτει για την ποίηση του ουρανομίκη:

«…Ραψωδός της μνήμης, του χρέους, της ελευθερόφρονης σκέψης και του έρωτα για τη ζωή έδεσε από την αρχή το έργο του με την ηχώ και τον ποιητικό λόγο των υψιπετών στιγμών της ανθρώπινης περιπέτειας. Και λέω πως συνομιλεί ισότιμα γιατί υπηρετώντας μουσικά τον ποιητικό λόγο, τον αναδημιουργεί. Το φαινόμενο είναι πρωτόγνωρο και μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο χαρακτήρας του έργου θα αποκτηθεί μέσα στο καμίνι της εποχής και σε μια συγκλονιστική σχέση ανάδρασης, που θα εγγραφεί ανεξίτηλα στο συλλογικό ασυνείδητο, θα δημιουργήσει το μεγάλο κοινό του…»

Και η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου γράφει για την ποίηση του Μίκη, που αφηγείται την ιστορία της ανθρωπότητας:

«…είναι ίσως ο τελευταίος αναγεννησιακός Έλληνας πού συλλαμβάνει καθολικά την ποιητική λειτουργία μέσα από την διαρκή εγρήγορση της σκέψης και της ευαισθησίας του, μέσα από την ανυπότακτη επαναστατικότητά του, από την άσβεστη διαμαρτυρία και διεκδίκηση, μέσα από την εναντίωση προς την τρέχουσα αντίληψη και οπωσδήποτε μέσα από την διαρκή αναζήτηση δημιουργίας.

Δημιουργίας είτε με το αλφάβητο της μουσικής είτε της γλώσσας, ή και των πράξεων. Το υλικό της σκέψης και δράσης του είναι πάντα τα ίδια τα φαινόμενα της ζωής, το μέσον κάθε φορά και κατά περίπτωση ποικίλει σ’ αυτήν την αρχιτεκτονική του μέλλοντος στην οποία από νωρίς έχει τάξει τον εαυτό του.

Πως λοιπόν θα μπορούσε νά εξαιρεθεί απ’ την δημιουργική δραστηριότητά του η αυτονόητη καταφυγή στον κοινό κώδικα της γλώσσας και μάλιστα στην πιο μουσική της διάρθρωση, την ποιητική γραφή; Πώς θα μπορούσε να εξαιρεθεί η ποίηση από έναν μουσικό πού ξέρει νά σταθμίζει το ειδικό βάρος των λέξεων, να τιμά τη μετασχηματιστική ισχύ τους, να αποδεσμεύει την κρυφή τους δύναμη και νά δίνει, χάρις στην υψηλή ποιητική νοημοσύνη του, μελοποιώντας ένα πολύτιμο ανθολόγιο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Πραγματώνοντας την ρήση του Pierre Reverdy «η τέχνη από και για τη ζωή, η ζωή για και από την τέχνη» και υπακούοντας στη μόνη πειθαρχία πού ξέρει και πού είναι η έμφυτη παρόρμηση ο Μίκης Θεοδωράκης παίζει με τη μουσική ενέργεια των λέξεων και γράφει σε στίχους.»

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή