Δεν πρέπει να υπήρχαν πολλές νέες και πολλοί νέοι στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’20, και μάλιστα στη Δραπετσώνα, που στα δεκάξι τους κρατούσαν ημερολόγιο. Με τον Βάλια Σεμερτζίδη όμως αυτό συνέβαινε. Και τούτο από μόνο του καθιστά την περίπτωσή του ως ανθρώπου και χαρακτήρα ιδιαίτερη.
Έχουμε στη διάθεσή μας τουλάχιστον δύο μαρτυρίες ότι κρατούσε ημερολόγιο ήδη από το 1927. Συγκεκριμένα, στις 9 Ιουλίου 1937 έγραφε: «Τώρα τακτοποίησα κατά ημερομηνίες ημερολόγιο απ’ το 1927–1933, αύριο τελειώνω και θα αρχίσω να διαβάζω». Στις 22 Ιουνίου 1942 σημείωνε: «Χτες, όλη την ημέρα, είχα τον Μαρουδή στο σπίτι μου. […] Η χτεσινή ημέρα ήταν για να διαβάσουμε χειρόγραφά μου. Διάβασα πολλά πράγματα, δυο τρία διηγήματα παλιά, ύστερα τη μονόπραχτη τραγωδία και αμέσως τα ημερολόγια κατά σειρά από το 1927, φυσικά μερικά από τον κάθε χρόνο».
Επομένως δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ζωγράφος άρχισε να κρατάει ημερολόγιο από τα δεκάξι του χρόνια, πιθανότατα τότε ακόμη κάτοικος στη συνοικία των Λιπασμάτων της Δραπετσώνας. Ποια εικόνα του εαυτού του θα πρέπει να είχε για να λάβει μια τέτοια απόφαση; Επρόκειτο για πρόωρη ωριμότητα, που συνοδευόταν από μια τάση αυτοπροβολής; Ποια ημερολόγια άλλων θα μπορούσε να είχε διαβάσει, που τόσο τον εντυπωσίασαν ώστε να αποφασίσει να τους μιμηθεί; Άγνωστο
Νίκος Χατζηνικολάου, «Πρώτες αναζητήσεις», στο Βάλιας Σεμερτζίδης, Ημερολόγιο (1929–1939). (Αρχειοθήκη, 4), εισαγ.-επιστ. επιμ. Ν. Χατζηνικολάου, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2023, 23
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
22.12.36
Νύκτα
[…] Το ζωγραφικό θέμα, η ίδια η ζωγραφική και πλατύτερα η Τέχνη είναι πράγματα που μου γεμίζουν πολύ το μυαλό τώρα τελευταία. Και γίνεται αυτό αφορμή να μην κάμνω τίποτα καινούριο. Φτιάχνω έργα, μα είναι αυτά εμπνευσμένα από πριν. […]
Απ’ εδώ και στο εξής οι πίνακές μου θα γίνονται, και ήδη γίνονται, μονάχα με περιεχόμενο που θα έχει την αποστολή να καλυτερέψει τον άνθρωπο.
Θέλω τα έργα μου να προξενούν σε κείνονε που θα τα δει ένα χαμόγελο που ταυτοχρόνως θα του υγραίνει και τα μάτια από πίκρα.
Θα δείξω στους ανθρώπους χωρίς ρητορισμούς και εξεζητήσεις πως {ο άνθρωπος} είναι μικρός, πως είναι υποκριτής, πρόστυχος, δολοφόνος, μα που αυτό δεν είναι λόγος για να μην γίνει καλύτερος. Είναι τέρας ο άνθρωπος. Θα του δείξω πως πρέπει να αγαπά, όχι μονάχα τους ομοίους του μα όλους τους πλησίον και όλους πάνω στη γη, καλύτερα απ’ ό,τι αγαπά τον εαυτό του. […]
Θα ’θελα ακόμα η ερχόμενη έκθεσις που θα κάνω, τα έργα να μην τα πουλώ παρά να φωνάζω όλον το λαό να την δει, να χαρούν τα έργα αυτά και άνθρωποι που δεν μπορούν να τα αγοράσουν. Εκεί θα τείνω. Όλες οι προσπάθειές μου θα είναι τέτοιες.
Τώρα μελετώ τον Τολστόι. Το βιβλίο του για την τέχνη. Βρίσκω εκεί μέσα όλα ό,τι και εγώ συλλογιζόμουν. Είναι ένα βιβλίο που ξεσκεπάζει όλωνε την ψευτιά, όλωνε την πλαστογραφία της μέχρι σήμερα τέχνης. Θα μεταφράσω μερικά απ’ αυτά. […]
Πέμπτη 25.5.39
Βράδυ
Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη ήμουνα στην Πάρνηθα μαζί με τη Στέλλα, τον Διβάρη και τη Δδα Άννα, μια γνωστή μας που μένει εδώ στην αυλή.
Μείναμε στη Χαράδρα Πανός, κοιμηθήκαμε σε μια σπηλιά κοντά στο ποταμάκι δύο νύχτες και τρεις μέρες, γεμάτες ομορφιά, χαρά και γαλήνη. […]
Σκέφτηκα πολύ, και φαίνεται πως θα το πραγματοποιήσω, να μένω 15–20 μέρες στη χαράδρα αυτή. Μόνο έτσι θα μπορέσω να δώσω κάτι από την ομορφιά της. Κοιτούσα εκείνα τα μέρη που είχα κάνει πέρυσι και θαρρώ πως ούτε κατ’ ελάχιστο δεν τα έδωσα. Το χρώμα, η ματιέρα, είναι γενικά το μεγαλεπήβολο, το ανυπέρβλητο. Αυτή η γιγάντια ομορφιά είναι τόσο τρομαχτική και μαζί τόσο σοβαρή, είναι όλο ευγένεια και χάρη, που σαν γίνει έργο θα ’ναι εξάπαντος κάτι πολύ καινούριο.
Στις πέντε το πρωί είναι τέτοιο το φως εκεί μέσα που δεν ξέρεις τι θα ’πρεπε να βάλεις στο μουσαμά σου για να βγει ο τόνος αυτός. Μόνο η αδιάκοπη παρατήρηση και η σκληρή δουλειά μπορεί να δώσει ελπίδες για κάτι καλό. […]
22.11.34
Βράδυ, μετά το φαΐ
Όλο το απόγευμα έβρεχε μια βροχή άλυπη, που ποιος ξέρει πόσα φτωχόσπιτα τούτην τη στιγμή έχουν πλημμυρίσει.
Να, και σ’ αυτό το τεράστιο σπίτι, που είναι και νοσοκομείο, δεν πήγαμε πίσω, απ’ το παράθυρο μπαίνει νερό, στις σκάλες απ’ τον ουρανό κατευθείαν, νεροποντή σωστή, όλο το νοσοκομείο γεμάτο νερό, στο υπόγειο του φαγητού το ίδιο. Και οι άρρωστοι που τέλος πάντων είναι υπό παρατήρηση κατεβαίνουν με παντόφλες μόνο, με γυμνά τα πόδια. Αν είναι κανείς υγιής, ασφαλώς θα πάθει πλευρίτιδα.
Το φαΐ ελεεινό. Φαΐ για αρρώστους, που ούτε οι σκύλοι δεν το τρώγανε. […]
Όλο το απόγευμα έκαμνα σχεδιάκια, μα τι να κάνει κανείς μ’ αυτά τα σκιτσάκια. Είχε τόσο αριστουργηματικές φάσεις. Σε μια στιγμή το Φάληρο εξεφανίστηκε και ένας τοίχος γκρίζος ερχόταν με μια τεράστια ταχύτητα φέρνοντας τις βροχές, απ’ την άλλη πλευρά πάλι ολοκόκκινα σύννεφα, γεμάτα βροχή κι αυτά, και σε λίγο αυτά τα δύο τυχαία συναντήθηκαν από πάνω και ξέσπασε μια βροχή, μια βροχή απίστευτη, αστραπές, βροντές. Κράτησε μια ώρα αυτό, ύστερα για μια στιγμή διαλύθηκε. Τότες άρχισαν να τρέχουν στον ουρανό σε τρεις παρατάξεις σύννεφα σ’ όλες τις διευθύνσεις. Τα κατά κάτω κόκκινα, τα αμέσως ύστερα γκρίζα, μεγαλοπρεπέστερα τα τρίτα, ολόασπρα και φωτισμένα απ’ ακτίνες.
Αριστουργηματικά καμπόσο, που αν είχα χρώματα θα έκανα καλή πρακτική.
5.11.38
Το βιβλίο φέροντας τον τίτλο «Η τεχνική εξέλιξις στην τέχνη» το δουλεύω τώρα και κάμποσο καιρό, μελετώντας συγγράμματα γραμμένα πάνω σε αυτό το θέμα και μελετώντας προσωπικά με πράματα.
Εκείνο που μου απομένει είναι ο τρόπος που θα ’πρεπε να ταξινομηθούν όλα αυτά στο βιβλίο, η σειρά δηλαδή των θεμάτων. Αίφνης, έχω τη φυσική στη ζωγραφική· αυτό θα ’ναι πρώτα πρώτα βαλμένο. Αμέσως, ανάλυση του λαδιού, τη σημασία του βερνικιού. Έρχεται κατόπι ως σοβαρότερο απ’ όλα το γκρουντ, προετοιμασία του μουσαμά, τα χρώματα και ο ζωγραφικός τόνος. […]
Τρίτη 21.3.39
Βράδυ
[…] Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει φωλιάσει μέσα μου, και ζητά μια έκφραση διάφορη απ’ αυτήν που δίνω στα έργα μου. Θέλω μια δύναμη συμβολική και μαζί μια απλότητα και χρώμα πλούσιο. Θέλω να αφήσω τον εαυτό μου να εκραγεί σαν μια οβίδα και σκορπώντας σε χίλια κομμάτια το καθετί μέσα μου να ξεπηδήσει απεκεί ένα καινούριο πράμα, ένα έργο. Και η στιγμή είναι εδώ, να τη, τη βλέπω, όλο σ’ αυτήν πάω, βήμα βήμα.
Η ζωή είναι σκληρή. Η θέλησις μεγάλη. Η πάλη τιτανική. Όλα τριγύρω βουτούνε σε μια άβυσσο, είναι έτοιμα όλα να καταρρεύσουν στο άγνωστο για να ξεπηδήσει από εκεί μέσα ένας καινούριος κόσμος, όμοια όπως από μέσα μου ένα καινούριο έργο!
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στρατευμένος εξπρεσιονισμός
Η αλήθεια είναι πως ο ζωγράφος μέσα στην ίδια δεκαετία κινήθηκε προς περισσότερες κατευθύνσεις. Τούτο δεν σημαίνει πως ακολουθούσε διαδοχικά τον ένα -ισμό μετά τον άλλο. Απ’ το 1934, απ’ τα 23 του, έκανε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «στρατευμένη τέχνη». Ίσως το πιο σημαντικό έργο που ζωγράφισε σ’ αυτό το πνεύμα να είναι ο πίνακας στον οποίο έδωσε τον ειρωνικό τίτλο Πρόοδος πολιτισμού (εικ. 1). Έχουν χαθεί τα ίχνη του, αλλά σώζονται μία καλής ποιότητας φωτογραφία της πρώτης παραλλαγής και αρκετές μελέτες.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1934 σημείωνε στο ημερολόγιο: «Ζωγράφισα την αντιπολεμική μου σύνθεση με τον τίτλο Πρόοδος πολιτισμού. Είναι μια σκηνή στο δρόμο, που κόσμος πνίγεται απ’ αέρια που έχουν ρίξει τα αεροπλάνα. Πήγε πολύ καλά. Εκείνο που δεν μου αρέσει για την ώρα είναι το απάνω μέρος που έχει κάτι σπίτια με ήλιο. Δεν ξέρω πως θα πάει στο χρώμα, θα το δουλέψω στο ανάποδο του μουσαμά με λίγο χρώμα». Ας θυμηθούμε με πόση υπερηφάνεια ανέφερε στον Αντώνη Μπενάκη πως είχε ζωγραφίσει έναν αντιπολεμικό πίνακα (2 Νοεμβρίου 1934).
Πρόκειται για ένα έργο που τον απασχόλησε για μεγάλο διάστημα. Έχει σωθεί ένα σχέδιο με μολύβι που πιθανότατα αποτελεί την πρώτη ιδέα (εικ. 2). Εκεί η έμφαση δίνεται στο πρώτο και στο δεύτερο πλάνο. Άνθρωποι προσπαθούν να σωθούν πηδώντας απ’ τα μπαλκόνια, ενώ στο βάθος διακρίνονται μεγάλα κτίρια. Ακολούθησε ένα προοπτικό σχέδιο της πρώτης παραλλαγής (εικ. 3), προκειμένου να δει πώς θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα την αγωνία εκείνων που για να γλιτώσουν τρέχουν προς τα μπρος, προς το μάτι του θεατή. Κάτι που στη δεύτερη παραλλαγή υποχωρεί σε ένταση, αν κρίνουμε από τη μελέτη που σήμερα φυλάσσεται στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη στο Πασαλιμάνι. Στις 5 Ιανουαρίου 1935 αναφέρει το έργο ως «το σοβαρότερο απ’ όλα» όσα έκανε εκείνη την περίοδο. Στις 19 Φεβρουαρίου 1935 αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια: «Θέλω να πάω στον Παρθένη τη σύνθεση Πρόοδος πολιτισμού μήπως θα έχει να μου πει τίποτα σοβαρό».
Από δύο ημερολογιακές καταγραφές που ακολουθούν (8 Μαρτίου και 24 Απριλίου 1935) φαίνεται πως το έργο προχωρούσε. Στα τέλη του Δεκεμβρίου του ’36, όταν έκανε κάποιες σκέψεις για τα θέματα της ζωγραφικής του, διαπίστωνε αυτοκριτικά πως ποτέ δεν έδειξε το «πραγματικά δραματικό μέρος της σημερινής ανθρώπινης ζωής. […] Από τώρα τα πράγματα αλλάζουν, αν και έχω κάνει ως τα σήμερα δυο τρεις πίνακες με τέτοιο προορισμό, αίφνης όπως τον Πολιτισμό, αντιπολεμικός πίνακας» (22 Δεκεμβρίου 1936).
Ο αργός ρυθμός ολοκλήρωσης έχει σχέση με το πώς δουλεύει. Στις 2 Απριλίου 1937, στο «Πρόγραμμα δουλειάς», ανάμεσα στους στόχους του, αναφέρει: «Να προχωρήσω τον αντιπολεμικό μου πίνακα. Πρέπει να γίνει αριστούργημα!». Τρεις μήνες αργότερα διαπίστωνε: «Ο Πόλεμος είναι η αλήθεια πως πλησιάζει να πάρει την τελική μορφή του, σήμερα που δούλεψα βρήκα το σχήμα της φωτιάς στο φόντο που θα μπει (εικ. 4). Ακόμα, δούλεψα και την πρώτη φιγούρα. Μου ποζάρισε ο Δημήτρης, ένας συγκάτοικος (εικ. 5). Έχει γερό σώμα, μόνο που ’ναι κοντός. Αύριο θα κάνω χρώμα μονάχα την πρώτη φιγούρα και ύστερα αμέσως θα βάλω μπρος όλο το έργο στο μέγεθός του. Με κράτησε το καρτόνι, μα θα είναι αύριο έτοιμο κι αυτό» (18 Ιουλίου 1937).
Ο ζωγράφος είχε αποφασίσει να στείλει τον πίνακα, ολοκληρωμένο πια, στο Salon d’Automne, μαζί με τον Βράχο στο Αιγάλεω, τελικά όμως δεν τον έστειλε (9 Ιανουαρίου 1938). Τα μεταφορικά έξοδα ήταν δυσβάσταχτα (10, 16 και 27 Σεπτεμβρίου 1937), και ίσως δεν ένιωθε πως μπορούσε να ζητήσει κι άλλα χρήματα απ’ τον Μπενάκη και τον Αραβαντινό για να τα καλύψουν εκείνοι. Ίσως όμως και να δίστασε να στείλει ένα τέτοιο θέμα, που ενδεχομένως θα δίχαζε την κριτική επιτροπή για πολιτικούς λόγους.
Το έργο λανθάνει. Απέμειναν μερικές σπουδές στο εργαστήριο, που μας δείχνουν πόσο πολύ τον απασχόλησε η φιγούρα του άνδρα μπροστά (που αρχικά ήταν δεξιά και αργότερα μετακινήθηκε στην άλλη άκρη), ο οποίος πνίγεται από τα αέρια.
Η μελέτη στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη (εικ. 4), η οποία δεν έχει σχέση με τον πόλεμο στην Αβησσυνία, όπως εσφαλμένα υπέθετα, δείχνει, καθώς και η αρχική φωτογραφία της πρώτης εκδοχής του έργου, τι ήταν αυτό που επεδίωκε: στο βάθος τα κτίρια της πόλης να καίγονται και να καταρρέουν, ο πανικός, οι νεκροί, οι πληγωμένοι, στο πρώτο πλάνο η ασφυξία που προκαλούν τα αέρια.
Στις διαδοχικές σπουδές της βασικής φιγούρας φαίνεται πόσο ο ζωγράφος προσπαθούσε να αποδώσει την παραμόρφωση του προσώπου με δυνατές φωτοσκιάσεις και χρωματικές λωρίδες που το μετατρέπουν σ’ ένα είδος μάσκας (εικ. 6 και 7). Οι κινήσεις των χεριών, εν μέρει εκστατικές, πότε αποτελούν επίκληση προς τους φορείς του θανάτου στον αέρα, πότε εκφράζουν απόγνωση. Στην πρώτη ζωγραφισμένη εκδοχή, που γνωρίζουμε χάρη στη φωτογραφία, βλέπουμε την έμφαση που είχε δοθεί απ’ τη μια στις συνέπειες των βομβαρδισμών, με τα ψηλά κτίρια στο βάθος να πέφτουν, κι απ’ την άλλη στους ανθρώπους, που προσπαθούν να σωθούν.
Ένας άγνωστος Σεμερτζίδης της δεκαετίας του ’30 μας παρουσιάζεται με τα έργα αυτά. Μια πολιτικά φιλόδοξη εικαστική παρέμβαση, που είχε ως τελικό αποτέλεσμα τρεις διαφορετικές παραλλαγές: μια σπουδή μικρών διαστάσεων (3 Ιουνίου 1935) που κατείχε ο Αραβαντινός (18 Ιουλίου 1937), μια παραλλαγή μεγάλων διαστάσεων στα χέρια του Χονδρομάρα (επίσης 18 Ιουλίου 1937) και μια τρίτη του 1937 («ξαναέκανα με διαφορετική αντίληψη το Αντιπολεμικό μου έργο», 9 Ιανουαρίου 1938). Δεν σώζεται καμιά.
Ο αγώνας για επιβίωση
Η ζωή του Βαλεντίνου Σεμερτζίδη, όταν ζούσε στην Παλαιά Κοκκινιά, χαρακτηρίζεται απ’ αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «οικονομική ανέχεια σε βαθμό αδιανόητο». Το χοροδιδασκαλείο του πατέρα πήγαινε κατά περιόδους καλά, δυο τρεις φορές όμως, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, αναγκάστηκε να το κλείσει και να ανοίξει άλλο αργότερα. Τα πρώτα χρόνια ο Βάλιας δούλευε εκεί κανονικά ως επαγγελματίας χορευτής. Παράλληλα, οι υποχρεώσεις του γιου απέναντι στην πενταμελή οικογένεια (από τότε που η Αμφίσα παντρεύτηκε και έφυγε από το σπίτι) δεν άλλαζαν: το νοίκι, το φαγητό, τα ρούχα, τα δίδακτρα των δύο μικρότερων αδελφών του, της Νάντιας (1924–2005) και της Λιούμπας (1925–1997), καθώς και τα δικά του, όπως και τα υλικά ζωγραφικής. Το ημερολόγιο είναι ο καθρέφτης αυτού του αγώνα για επιβίωση που δίνει όλη η οικογένεια αλλά και ο ίδιος προσωπικά ως προστάτης της. Όλες οι δουλειές που αναλαμβάνει, είτε καλλιτεχνικού χαρακτήρα, όπως οι εικονογραφήσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, είτε καθαρά εμπορικού, όπως οι μεγεθύνσεις και τα ρετούς φωτογραφιών, σ’ αυτό αποσκοπούν: να συντηρήσουν την οικογένεια.
Αν κάτι κυριαρχεί στην καθημερινότητα του ζωγράφου σ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, αυτό είναι η αγωνία να τα καταφέρει. […]
Σπρωγμένος από την ανάγκη, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πουλήσει έργα του, μερικές φορές τα αντάλλασσε με άλλα είδη ή τα χάριζε για να διευρύνει τον κύκλο των πελατών του. Έτσι, φιλοτέχνησε το πορτρέτο του ράφτη Αναγνώστου στην Παλαιά Κοκκινιά (21 Ιουνίου 1937), στον οποίο χρωστούσε «πολλά» (3 Ιουνίου 1935), ζήτησε από έναν γιατρό γυναικολόγο να του κάνει το πορτρέτο του, ελπίζοντας ότι εκείνος θα τον συστήσει σε φίλους του (5 Σεπτεμβρίου 1934), ενώ πρότεινε στον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν την πώληση ενός πίνακά του στη μισή τιμή με αντάλλαγμα βιβλία τέχνης (7 Ιουλίου 1939). Το εμπορικό του πνεύμα δεν είχε όρια: «έχω υπόψη μου να κάνω δυο τρία έργα και να τα δώσω σ’ ένα δυο καταστήματα επίπλων» (31 Ιανουαρίου 1938). Προσπάθησε να πάρει παραγγελίες από τα μεγάλα εργοστάσια στην περιοχή της Δραπετσώνας, όπως την Εταιρεία Λιπασμάτων και την Πάουερ, ή να πουλήσει έργα του στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς.