- ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ 6Γ
Οι πρώτες σελίδες του νεοελληνικού εργατικού κινήματος γράφονται στη συντεχνιακή Μοσχόπολη του 1720», από τον Νεκτάριο Τέρπου. (Γ. Βαλέτας, Ο αρματωμένος λόγος. Οι αντιστασιακές διδαχές του Νεκτάριου Τέρπου βγαλμένες στα 1730. Εισαγωγή – Εκλογές, Αθήνα 1971, σ. 20). Πόσοι –αλήθεια– συνδικαλιστές και «εργατοπατέρες» σήμερα γνωρίζουν κάτι γι΄αυτήν την πρωτοπόρα φυσιογνωμία του νεότερου ελληνισμού, και πρόδρομου (μαζί με τους άλλους μεγάλους και σπουδαίους Μοσχοπολίτες), του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού;
Αφορμή για τα Βιβλιοφιλικά Σημειώματα 6 είναι η αναστατική φωτομηχανική επανέκδοση του έργου «του Μοσχοπολίτη Βλαχόφωνου Διδασκάλου του Γένους, Ιερομονάχου Νεκταρίου Τέρπου ”ΠΙΣΤΙΣ”», από την Περιφέρεια Ηπείρου, για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, και δη της 7ης ή της 8ης έκδοσης του 1789, με «τραύμα» στις τελευταίες σελίδες, από τις οποίες απουσιάζουν οι «Στίχοι κατ’ Αλφάβητον εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», σελ. 439 και επόμενες.
Βέβαια, από διάφορες από τις παλαιές εκδόσεις, τελευταία έχουν τυπώσει κάποιοι εκδότες τούτο το έργο, ενώ για το πρόσωπο και το έργο του σπουδαίου Βοσκοπολίτη/Μοσχοπολίτη έχουν διοργανωθεί επιστημονικά συνέδρια, με σκοπό να φωτίσουν όσο γίνεται πιο πολύ τον συγγραφέα, τη δράση του και το έργο του.
Η Βοσκόπολις ή Μοσχόπολις (ακμάζουσα βλαχοπολιτεία στην Άνω Μακεδονία, πιο βόρεια από την Κορυτσά, τώρα την ονομάζουν Βόρεια Ήπειρο ή Νότια Αλβανία), σε γκραβούρα του 1742.
•Ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος (χωρίς ακριβείς χρονολογίες γέννησης, τον 17ο αι, και θανάτου, τον 18ο αι.) υπήρξε πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συγκαταλεγόμενος ανάμεσα στους σπουδαίους λογίους και δασκάλους της Μοσχόπολης, της βλαχοπολιτείας η οποία διέθετε πληθυσμό άνω των 80.000 κατοίκων, με πανεπιστήμιο (γνωστό ως Ακαδήμεια), με τυπογραφείο (το δεύτερο στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), με συντεχνίες τεχνιτών και επαγγελματιών, και με ευημερούσα οικονομία και κοινωνία, μια πολιτεία που καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από ληστρικές ορδές μουσουλμάνων Αλβανών κατά το 1769 και το 1788. Έκτοτε έπεσε στην κατάσταση ενός κτηνοτροφικού χωριού, μικρού πληθυσμού, με τα ερείπια και τους σωρούς των οικιών, των ναών και των μονών, να θυμίζουν την πρότερη αίγλη και ανάπτυξη. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Μοσχόπολη ήταν «κατοικούμενη από 250 οικογένειες μικροεμπόρων». Ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού της πολιτείας είχε διαφύγει σε πόλεις της Αυστροουγγαρίας, κυρίως στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη, στην Μπίτολια/το Μοναστήρι (της νυν πΓΔΜ), στη Θεσσαλονίκη, και νοτιότερα σε όλους σχεδόν τους ελληνοβλάχικους οικισμούς των ελληνικών χωρών, καθώς και σε άλλες πιο νότιες περιοχές, με μια σχεδόν πανελλαδική διασπορά, στις οποίες νέες αυτές πατρίδες έγιναν η κινητηρια δύναμη των τοπικών οικονομιών και κοινωνιών.
•Επειδή το επώνυμό του δίνεται ως Τέρπος/Τέρπου και ως Τάρπου, από διάφορους λογίους σε μετέπειτα από αυτόν χρόνους, σπεύδω να διευκρινίσω ότι βλαχιστί: τấρπου [tấrpou] ή και τράπου [trapu]: βαθιά χαράδρα ανάμεσα σε λόφους ή ανάμεσα σε βουνά, βαθιά κοιλότητα σε ένα βουνό· κοίλος χώρος σε κορμό ενός δέντρου, που σχηματίζεται στο σάπιο εγκάρδιό του. Οπότε, είναι ξεκάθαρο το τι σημαίνει το επώνυμο του σπουδαίου ιερομόναχου και λογίου, και έτσι δεν θα πρέπει να θεωρείται λαθεμένη η γραφή «Τάρπου».
Βιβλιάριον καλούμενον πίστις: Αναγκαίον εις κάθε απλούν άνθρωπον βεβαιωμένου από Προφήτας, Ευαγγέλιον, Αποστόλους, και άλλους σοφούς Διδασκάλους. Εισί δε και άλλοι λόγοι εκλεκτοί εις ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, ως φαίνεται εν τω Πίνακι, μεταγλωττισθέντες εις απλήν φράσιν.Συνταχθέντες παρά του εν Ιερομονάχοις Νεκταρίου Τέρπου εκ της Θεοφρουρήτου Χώρας Βοσκοπόλεως. Συνεργεία δε του εντιμωτάτου Κυρίου Χατζή Μιχάλη Γκούστα εκ της αυτής Πόλεως. Νυν πρώτον τύποις εκδοθέντα, και επιμελώς διορθωθέντα παρ’ Αλεξάνδρου Καγκελλαρίου. Ενετίησι: Παρά Νικολάω Σάρω, 1732. αψλβ‘. Con Licenza de Superiori, e Privilegio.
•Για τη ζωή και το έργο του Νεκταρίου Τέρπου, παρ’ όλες τις σχετικές έρευνες και μελέτες, ελάχιστα είναι γνωστά, και οι μεν άμεσες μαρτυρίες γι’ αυτόν προέρχονται από τα δύο έργα του, οι δε έμμεσες μαρτυρίες έρχονται από δευτερογενείς πηγές και έμμεσες ενδείξεις.
Κατάγεται «εκ της θεοφρουρήτου χώρας Βοσκοπόλεως».
Το 1709, ζει στη σκήτη της Αγίας Άννης (στο Άγιον Όρος), με βάση έγγραφη σημείωση που αποκάλυψε ο Ευλόγιος Κουρίλας: «Νεκτάριος ιερομόναχος Βοσκοπολίτης».
Το 1724 κήρυξε στο χωριό Τραγότι, κοντά στο Ελβασάν. Ακροατήριό του ήταν μόνο γυναίκες, διότι οι άνδρες είχαν στην πλειονότητά τους εξισλαμιστεί. Κηρύσσει εναντίον των Τούρκων, γεγονός που είχε ως συνέπεια τον ξυλοδαρμό του:
«Ύστερον δε το έμαθαν δύο αδέλφια Αγαρηνοί, οι οποίοι ήσαν σουμπασάδες, το πως εκήρυξα ομολογώντας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και την Θεοτόκον Μητέρα και Παρθένον, τον δε Μωάμεθ ψεύστην και πλάνον, και έναν πρώτον μαθητήν του αντιχρίστου. Ήλθαν και με ηύραν εις το σπήτι του παπά, και είχεν ο καθ’ ένας από ένα κοντόξυλον από γλατζινά, και κτυπώντες επάνω μου ανελεήμονα, δεν εκοίταζαν ένας τον άλλον πώς και πού βαρούν, αλλά του κακού με έδερναν όπου έφθανε ο καθ’ ένας … τόσον συχνά με έκρουξαν, ώστε και τα ξύλα εξεφλουδίσθηκαν με το να τύχουν χλωρά. Εις όλα τα μέρη με εβάρεσαν, αλλού το κορμί μου εκοκκίνισε, και εις περισσοτέρους τόπους εμαύρισε, και ό,τι έκαμαν η βεντούζαις και τα κέρατα, και χάριτι Χριστού ιατρεύθηκα, όμως το ζερβόν μου μπράτζο έμεινε βλαμμένο, και ποτέ δεν ημπορώ να αναπαυθώ εις αυτό το μέρος.»
Το διάστημα 1724-1730 διετέλεσε ηγούμενος στη Μονή της Αρδελίτσας.
Το 1730 κήρυξε στη χώρα των Κραπόβων – επαρχίαν Βελογράδων και Σπαθείας. Εκεί κατασκεύασε ξυλογραφία για την έκδοση του «Πίστις», στην οποία απεικονίζεται ένα δένδρο, με τον κορμό του να συμβολίζει το Βάπτισμα, τα δώδεκα κλαδιά τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και την ξερή κορυφή του να μοιάζει με τον ανεξομολόγητο χριστιανό.
Σε επόμενα έτη ταξίδεψε στη Βενετία και προετοίμασε την έκδοση του έργου του, που τυπώθηκε πρώτη φορά το 1732 στο τυπογραφείο του Σάρου.
Αγιογραφίες στη Μονή της Αρδενίτσας, στη Μουζακιά της Αλβανίας.
Το 1732, λοιπόν, εκδίδει το «Βιβλιάριον καλούμενον Πίστις…», το οποίο σε μετέπειτα εκδόσεις αναφέρεται ως «Βιβλίον καλούμενον Πίστις».
Το 1733, έγινε η β’ έκδοση του «Πίστις», με πρόσθεση ενός επιπλέον κεφαλαίου, γεγονός που αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι ο Νεκτάριος Τέρπος ζούσε στα έτη 1731-1732 στην πόλη της Βενετίας.
Η α’ έκδοση του 1732, στη Βενετία.
Ίσως και κατά την περίοδο 1733-1739, ο Νεκτάριος Τέρπος μπορεί να έζησε στη Βενετία, όπου και εκδόθηκε το δεύτερο έργο του «Ζητήματα Θεολογικά».
Το 1739, λοιπόν, έγινε η πρώτη έκδοση του δεύτερου έργου του Νεκταρίου Τέρπου, πάλι στη Βενετία, και σε αυτό αναφέρεται ως συντάκτης και ως χορηγός ο ίδιος: «Ζητήματα Διάφορα Θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν, Συναθροισμένα από τα συγγράματα του Μεγάλου Αθανασίου, Και από Άλλους Πατέρας. Και εξηγημένα εις απλήν φράσιν με περίφρασιν. Ενετίησιν παρά Αντωνίω τω Βόρτολι, 1739». Η διευκρίνιση σαφής: «Τώρα πρώτον βαλμένα εις τον τύπον, με δαπάνην του Ιερομονάχου κυρίου Νεκταρίου Τέρπου…» (Στην Ι.Μ.Μ. Βατοπεδίου του Αγίου Όρους εντοπίσθηκε χειρόγραφο, αρ. 231, της πρώτης έκδοσης του 1739).
Η δ’ έκδοση του 1779, στη Βενετία.
Σε περίοδο 86 ετών (1732-1818), τούτο το μοναδικό έργο του Νεκταρίου Τέρπου, επανεκδόθηκε δώδεκα φορές, κατά τα έτη: 1732 (1η), 1733 (2η), 1734 (3η), 1750 (4η), 1755 (5η), 1756 (6η), 1779α (7η), 1779β (8η), 1785 (9η), 1799 (10η), 1813 (11η), 1818 (12η). – Ποιος δεν θα ζήλευε τέτοια επιτυχία;…
Οι συνεχείς και πολλαπλές εκδόσεις του έργου «Πίστις», προφανώς με βάση τις παραγγελίες, πιστοποιούν την πλατιά απήχηση που είχε η διδασκαλία του στους Έλληνες, και αναμφίβολα και την αναγνώριση της προσωπικότητας του συγγραφέα.
Ο Νεκτάριος Τέρπος, ζώντας ίσως στη Βενετία, φαίνεται να χρηματοδότησε ο ίδιος μετάφραση –στη «λαϊκή γλώσσα» της εποχής του– ενός νόθου έργου του Μεγάλου Αθανασίου (Έτεραί τινες ερωτήσεις κ’, στην Πατρολογία MPG 28, 773-796). Το βιβλίο «Ζητήματα Διάφορα Θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν…», με 106 σελίδες, εκδόθηκε το 1739 και σε χρονική περίοδο 42 ετών (1739-1781) εκδόθηκε έξι φορές: 1739 (1η), 1740 (2η), 1755 (3η), 1778 (4η), 1779 (5η), 1781 (6η). Κάποιοι μελετητές αναφέρουν το 1732 ως έτος της α’ έκδοσης, «Ενετίησι 1732. Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων. Con Licenza de Superiori».
Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα αποδόθηκε αυτό το έργο στον Νεκτάριο Τέρπο, καθότι είναι πόνημα του Κωνσταντίνου Ρεσινού του Κορινθίου (16ος αι.), ενός λογίου και γραφέα στην Βατικανή Βιβλιοθήκη.
Η «Πίστις» του 1779 (7η ή 8η), Βενετία. (Επανέκδοση: Περιφέρεια Ηπείρου 2021).
•Ως έτος γέννησης του Νεκταρίου Τέρπου οι διάφοροι μελετητές αναφέρουν το 1675, το 1690, ή και το 1700, ενώ υπάρχει και η άποψη που λέει: «Αν το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1824-1730 διετέλεσε ήδη ηγούμενος ο Νεκτάριος Τέρπος, τότε η γέννησή του πρέπει να τοποθευηθεί αρκρτά πριν από το 1700, και το 1675 του Γ. Βαλέτα πρέπει να πλησιάζει την πραγματικόττα.» (Αμοιρίδου Ευαγγελία, Νεκτάριος Τέρπου και το έργο του “Βιβλιάριον καλούμενον Πίστις”, Θεσσαλονίκη 1994).
•Ως έτος θανάτου του Νεκταρίου Τέρπου οι διάφοροι μελετητές αναφέρουν ότι «θα πρέπει να έφυγε από τη ζωή περί τα τέλη του 1740 με αρχές του 1741». Ο Γ. Βαλέτας γράφει πως «’Υστερ’ απ’ την β’ έκδοση του έργου στα 1733 τα ίχνη του χάνονται. Τότε θα πρέπει να ήταν σε προχωρημένη ηλικία.» (Αρματωμένος Λόγος, σ. 22). Ο Θ. Γεωργιάδης θεωρεί ότι ο Νεκτάριος Τέρπος πέθανε το 1738, ο Ματθαίος Παρανίκας ότι πέθανε το 1755, ο Δημ. Κωνσταντέλος ότι πέθανε το 1732, ο Απ. Γκλαβίνας ότι πέθανε μεταξύ των ετών 1733-1734, η Ευ. Αμοιρίδου ότι πέθανε το 1739, ο Κων/νος Κούρκουλος ότι πέθανε το 1740. – Διαλέγετε και παίρνετε όποια χρονολογία γέννησης και θανάτου θέλετε, για τον Ν. Τέρπο!…
•«Τὸ Βιβλιάριον τοῦ Τέρπου συγκροτεῖται ἀπὸ κείμενα διάφορα, ἄλλα γραμμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ἄλλα σταχυολογημένα ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου μᾶς πληροφορεῖ ὅτι “…Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι λόγοι ἐκλεκτοὶ εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀναγινωσκόντων, ὡς φαίνεται ἐν τῷ Πίνακι, μεταγλωττισθέντες εἰς ἁπλῆν φράσιν. Συνταχθέντες παρὰ τοῦ ἐν Ἱερομονάχοις ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΤΕΡΠΟΥ ἐκ τῆς Θεοφρουρήτου Χώρας Βοσκοπόλεως…”. Εἶναι δὲ ὁλοφάνερο ὅτι τὸ ὅλο ἔργο ἀποτελεῖ συμπίλημα κειμένων προσωπικῶν καὶ κειμένων ποὺ ἀνήκουν σὲ διαφόρους συγγραφεῖς, εἴτε αὐτοὶ ἔχουν ταυτιστεῖ εἴτε ὄχι. Οἱ προσωπικὲς σελίδες τοῦ Τέρπου εἶναι ὅλες ὑπέροχες, ἔχουν δὲ χαρακτήρα κοινωνικοθρησκευτικὸ καὶ ἀποβλέπουν πρώτιστα στὸ νὰ ἀποτρέψουν τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμό, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλο τὸ βιβλίο. Ὅσο γιὰ τὰ δύο πονημάτια, παρατηροῦμε ὅτι στὴν πρώτη ἔκδοση (1732) ὑπάρχει μόνο τὸ πρῶτο, τὸ Ἐγκώμιον ἀληθινὸν εἰς τὸν λαοπλάνον Μωάμεθ· στὴ δεύτερη (1733) προστίθεται καὶ τὸ δεύτερο, μὲ τὸν τίτλο στὸν Πίνακα, Συνβούλιον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1750 καὶ ὕστερα ἐγγράφεται παντοῦ μὲ τὸ γνωστό του τίτλο, Μέθοδος ἤγουν τέχνη πανουργικὴ τοῦ διαβόλου· μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τίτλο προσκολλᾶται δύο χρόνια νωρίτερα, τὸ 1748, στὸ Σύγγραμμα τοῦ Γορδίου, στὸ χειρόγραφο ὑπ᾽ ἀρ. 646 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου. Παρατηροῦμε ἀκόμα ὅτι ἡ προσθήκη του στὴν ἔκδοση τοῦ Τέρπου, στὰ 1733, συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἄλλες προσθῆκες: τῆς Βούλλας τοῦ Μακαριωτάτου Πάπα τοῦ 1526, τοῦ Τροπαρίου κατανυκτικοῦ, τῶν Στίχων στὴν Παναγία καὶ τοῦ Θεοτοκίου, κειμένων δηλαδὴ ποὺ δὲν ἀνήκουν στὸν Νεκτάριο. Παρατηροῦμε, τέλος, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα καλύπτουν τὶς τελευταῖες σελίδες τοῦ βιβλίου, μετὰ ἀπὸ τὸν Λόγον περὶ τῶν πανουκλιαρέων, ποὺ ἀνήκει στὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.» (Ἀστέριος Ἀργυρίου [Καθηγητής Πανεπιστημίου Στρασβούργου] στον νέο Λόγιο Ερμή, τ. 5-6).
Η έκδοση του «Πίστις», το 1818 (12η έκδοση), στη Βενετία.
•«Εις την εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων Μοσχοπόλεως, επί του τοίχου της πύλης αυτής, έβλεπέ τις την σεβασμίαν φυσιογνωμίαν του ως άνω ιερομονάχου, φέροντος επί της κεφαλής του επανωκαλύμμαυχον και ράβδον επισκόπου εις την χείρα του, πέριξ δε το όνομά του.» (Θεόφραστος Γεωργιάδης) Στην εικονογράφηση αυτή διαπιστώνονται αναλογίες και στοιχεία που παραπέμπουν στην, μεταγενέστερη βέβαια, γνωστή παράσταση του Κοσμά Αιτωλού.
Η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας του 1731 από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία.
•«Ετούτο το Βιβλιάριον, το ονομαζόμενον Πίστις, δεν το εσύνθεσα δια τους σοφούς και γραμματισμένους ανθρώπους, αλλά δια τους αγραμμάτους και χωρικούς, επειδή εις τούτα τα μέρη της Τουρκίας ευρισκόμενοι Χριστιανοί, πολλοί επλανέθηκαν και πλανούνται από ολίγην ανάγκην και δόσιμον του χαρατζίου και αρνούνται (φευ) τον Χριστόν και παραδίδονται εις τας χείρας του διαβόλου……..Τούτω χάριν και εγώ θείω ζήλο κινούμενος, ηθέλησα να τους βοηθήσω εις τούτον τον ψυχικό κίνδυνον, ότι να στέκονται στερεοί εις την Πίστιν δια την αγάπην του Χριστού, αναγιγνώσκοντες και ακούοντας τα Μαρτύρια όπου έπαθαν οι Άγιοι Μάρτυρες δια τον Χριστόν, να παρακινούνται και αυτοί παραμικρόν και να τους μιμούνται, να μην αρνούνται την Πίστιν τους και τον Κύριον της Δόξης. Αλλά να υποφέρουν εύκολα μετά πάσης χαράς κάθε πειρασμόν και τιμωρίαν δια το Όνομα του Χριστού…… και αν εγελάσθης και έγινες Τούρκος, γύρισε, ο Αφέντης μας Χριστός σε θέλει και σε συγχωρά.» (Νεκτάριος Τέρπος, στο “Πίστις”).
Λεπτομέρεια της εικόνας με τίτλο «Η Παρθένος και Θεοτόκος Αρδεύουσα», όπου αριστερά το βλάχικο κείμενο: «Βίργιρε Μούμαλ τουμνεζί ώρε τρε νόϊ πεκετόσσλοι».
Η ΠΡΩΤΗ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΙΣΗ ΤΗΣ «ΑΡΜΑΝΙΚΗΣ-ΒΛΑΧΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»
Το αρχαιότερο δείγμα γραπτού λόγου στην αρμάνικη βλάχικη είναι η επιγραφή του Νεκτάριου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731. Αυτή ανακαλύφθηκε το 1950 στη Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου Αρδενίτσας (Ardenitsa), μικρό χωριό της Μουζακιάς, δίπλα στην πολίχνη Fieri (βλαχιστί:) της νυν Αλβανίας. Την πρωτοπαρουσίασε ο Αλβανός ιστορικός Dhimitër Shuteriqi, το 1952. Στην εικόνα: η Παναγία κρατάει στην αγκαλιά τον Ιησού. Η εικόνα είναι διαστάσεων 15,9 x 10,5 και συνολικά 23 x 16,2. Στα περιθώρια έχει διακόσμηση με δέντρα και επιγραφές. Πάνω από την Παναγία γράφει ελληνικά: Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΑΡΔΕΥΟΥΣΑ. Κάτω πάλι στα ελληνικά: ΑΝΑΣΣΑ ΜΗΤΡΟΠΑΡΘΕΝΕ ΒΟΗΘΗΣΟΝ ΤΟΙΣ ΔΟΥΛΟΙΣ ΣΟΥ. Κάτω απο αυτήν την επιγραφή, στα σριστερά στα λατινικά γράφει: Regina Mater et Virgo auxiliare Servis tuis. Πάνω δεξιά, στο ύψος της κύριας εικόνας με ελληνικά πεζά γράφει σε αλβανική μετάφραση: Βήργκηνε Μάμε ἐπεραντίσ οὐρά πρέ νέε φάς τόρα τοι. Αντίστοιχα στα αριστερά γράφει με ελληνικά πεζά στα βλάχικα: Βίργιρε Μοὐμαλ τουμνεζί ὦρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι. [= Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς.] Στη μέση και κάτω δίνεται η χρονολογία ᾳψλα’ (1731) και απο κάτω η υπογραφή: ο ιερομόναχος Νεκτάριος. Η εικόνας υπάρχει και στο έργου του Νεκτάριου Τέρπου: «Βιβλιάριον Καλούμενον Πίστις…» (1732).
ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΑΝΙΚΗ-ΒΛΑΧΙΚΗ, ΤΟΥ 1789
Σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων, επιγραφή διά χειρός ζωγράφου Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου, από τη Σαμαρίνα, χρονολογίας 1789, με στίχους γραμμένους στις γλώσες: Ελληνικόν (αρχαιοελληνική), Απλούν (γραικική) και Βλάχικον (αρμάνικη-βλάχικη με το ελληνικό αλφάβητο):
ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ.
– ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.
ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ.
ΑΠΛΟΥΝ
– ΣΚΙΑΖΟΥ Κ΄ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
ΤΡΕΜΕ Κ΄ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ.
ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.
ΒΛΑΧΙΚΟΝ
– ΙΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ.
ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ.
ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚΗ
ΔΥΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΙΣΤΙΣ»
•Το πρώτο: «Πάλιν θέλω να αναφέρνω διά τον Χριστόν, και θαυμάζομαι εις τους τετυφλωμένους Εβραίους, και μωροτάτους Αγαρηνούς, και εις εκείνους τους παρανόμους και αρνητάς της του Χριστού πίστεως, οπού τόσοι βασιλείς χριστιανών από πολλών γενών, οπού επίστευσαν τον Σωτήρα Χριστόν, διά Θεόν και Κύριον της δόξης, λέγω Ρωμαίοι, και Ρωμάνοι, Βλάχοι, και Βουλγάροι, Αλβανίται, και Αρμένοι, Φρατζέζοι και Φιαμέγγοι, Μοσχόβοι, και Μαλτέζοι, Διωσκορίται και Δουδέσκοι, Σφέτζοι και Σπανιόλοι, Εγκλέζοι και Ινδιανοί, Μελανοί, και Μελανέζοι, Χαμπεσέοι και Ιακωβίται, Κόπται και Σεργιανοί, Τζήγκανοι και Τζακονίται.
Όλαις αυταίς και άλλαις πόσαις περισσότερες φυλαίς εις τον Χριστόν πιστεύουν, μέρος απ’ αυταίς ταις φυλαίς εστάθησαν και στέκονται με την δύναμιν του Χριστού. […]» (1732, σ. 230). – Ας αναζητήσει ο αναγνώστης την αντιστοιχία αυτών των «φυλών» με σημερινές «φυλές», έθνη ή λαούς.
•Το δεύτερο: «Το πρώτο: «Μεταγλωττισμένος από την ελληνική φράσιν εις την κοινήν γλώσσαν των Γραικών παρά του Ιεροδιδασκάλου Δημητρίου Χαλκέως, του εκ Βοσχοπόλεως, τα μέγιστα επωφελής, και άξιος μάλιστα διά να εξυπνήση από τον βαθύν, και ληθαργικόν ύπνον της οκνηρίας, όλους εκείνους, οπού ζώσιν εις αφοβίαν του θανάτου, και αμνημοσύνην της φοβεράς ημέρας της μελλούσης κρίσεως.» (1732, σ. 251). – Μια ακόμα επιβεβαίωση ότι πριν από 300 έτη δεν ίσχυε –όπως δεν ισχύει και σήμερα– η διακηρυσσόμενη «ταυτότητα»: Έλλην = Γραικός = Ρωμιός. Γι’ αυτό οι κοινότητες των ελληνικών παροικιών στην αλλοδαπή, στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας ήταν «Γραικών τε και Βλάχων» ή «Γραικών και Μακεδονοβλάχων» και άλλα παρόμοια. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω όσους σήμερα «ποιούν την νήσσαν» και γράφουν για «Ελληνες και Βλάχοι» στις ελληνικές παροικίες ή γράφουν για «Έλληνες και Βλάχοι» που ζουν στην Ελλάδα. Δηλαδή, θα διαγράψουμε το παρελθόν, τα περασμένα γεγονότα και το τι λένε οι πηγές;… περί Γραικών και Βλάχων;…
Εικονογράφηση από την έκδοση του 1732.
•Μου αρέσουν κάποιοι «πατεντάτοι προοδευτικοί» που γράφουν για τον Νεκτάριο Τέρπο: «Οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα συνεχίζονται μέχρι τον ύστερο 18ο αιώνα στη δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο και την Αλβανία και ο Κοσμάς Αιτωλός θα αναδειχθεί στον πρωτεργάτη της πάλης ενάντιά τους. Πρόδρομος και πνευματικός μέντοράς του, σχετικά άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, υπήρξε ο Βορειοηπειρώτης ιερομόναχος από τη Μοσχόπολη, Νεκτάριος Τέρπος (γεννήθηκε μεταξύ 1675 και 1690 και απεβίωσε μεταξύ 1740 και 1741), τόσο με τη δράση του όσο και με τα βιβλία του. Ανάμεσά τους το Βιβλιάριον, καλούμενον Πίστις, το οποίο γνώρισε 12 εκδόσεις, μεταξύ 1732 και 1818.» – Τι και αν ο Τέρπος αναφέρει την πατρίδα του ως «Βοσκόπολις», τι και αν αυτή υπήρξε μεγαλοποιλιτεία Βλάχων! Το μόκο τους σ’αυτά είναι κανόνας…
Εικονογράφηση από την έκδοση του 1732.
Να κλείσω το Βιβλιοφιλικό Σημείωμα με στίχους του Νεκτάριου Τέρπου προς την Θεοτόκο, από το βιβλίο: «Ζητήματα Διάφορα Θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν…»
ΥΜΝΟΣ
Κατά Αλφάβητον διά στίχων εις την Υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον.
Άνοιξον δέομαι Αγνή, υα ταπεινά μου χείλη,
Του ανυμνείν, και επαιανείν, τα σα και αναγγέλλειν.
Βάτον σε είδε Μωϋσής, και πλάκα γεγραμμένην,
Με το δακτύλι του Θεού, είσαι ζωγραφισμένη.
Γένος ανθρώπων σε υμνεί, και τάξεις των Αγγέλων,
Χαίρε ειρήνη και χαρά, δόξα των Αρχαγγέλων.
Δώρον προσφέρω λογικόν, Κόρη Χαριτωμένη,
Κυρία και Βασίλισσα, υπερδεδοξασμένη.
Ευχαριστώσοι Δέσποινα, που σ’ έχω βοηθείαν,
Στην Θάλασσαν υπέρμαχον, στην Γην παρηγορίαν.
Ζωή υπάρχεις και χαρά, και των Πατέρων κλέος,
Και θαυμαστόν Παλάτιον, του μόνου Βασιλέως.
Η τον Χριστόν κυήσασα, τον Ποιητήν του Κόσμου,
Βασίλισσα του Ουρανού, της Γης, και του νοός μου.
Θαυμάστωσον την χάριν σου, που σ’ έχομεν Μητέρα,
Και φύλαξόν μας Δέσποινα, νύκτα και την ημέρα.
Ίασαί με τον δούλον σου, Κόρη χαριτωμένη,
Και φώτισόν μου την ψυχήν, μόνη συλλογημένη.
Κυρία μου και Δέσποινα, παρηγορήτισσά μου,
Οπόταν σε παρακαλώ, φθάνεις Βασίλισσά μου.
Λαμπάδα είσαι φωτεινή, φύλαξον, λαμπρυνόν με,
Ελέησον με Πάναγνε, και ελευθέρωσόν με.
Μαρία Κυριώνυμε, ύμνος των Ασωμάτων,
Χαίρε Πηγή, χαίρε Αυλή, των λογικών προβάτων.
Ναός Θεού Πανάγιε, και καλλονή Αγγέλων.
Χαίροις σοι έφη Γαβριήλ, χαρά των Αρχαγγέλων.
Ξένον θαύμα παράδοξον, πώς ήλθεν ο Θεός μου,
Και εσαρκώθη υπό σου, ο Ποιητής του Κόσμου.
Ο Γαβριήλ ο θαυμαστός, εις Ναζαρέτ την πόλιν,
Το Χαίρε προσεφώνει σοι, καθώς το ξέρουν όλοι.
Παράδεισε πανθαύμαστε, κατάκαρπος Ελαία,
Χαίρε οπού εγέννησες, Χριστόν τον Βασιλέα.
Ράβδος οπού εβλάστησες, τον πάντων πλαστουργόν μας,
Τον Ουρανού τε και της Γης, Κύριον και Θεόν μας.
Στέφανος δωδεκάστερος, είσαι Χαριτωμένη,
Φέρων χαράς μηνύματα, πάση τη οικουμένη.
Τιμιωτέρα Χερουβείμ. Και πάντων ανωτέρα,
Παντός του Κόσμου Δέσποινα, και του Θεού Μητέρα.
Υψηλοτέρα Ουρανών, υπερκαθαρωτέρα,
Των Ουρανίων Στρατιών, είσαι Τιμιωτέρα.
Φέγγους Ηλίου ορατού, λαμπροφωτεινοτέρα,
Χαίρε, ότι εφάνηκες, καθέδρα υπερτέρα.
Χαίρε σεμνή Περιστερά, υπερευλογημένη,
Χαίρε Αδάμ ανοίξασα, πύλην την κεκελισμένην.
Ψαλτήρα είσαι του Δαβίδ, και της κιννύρας θαύμα,
Όργανον δωδεκάχορδον, και Σολομώντος άσμα.
Ω Παναγία Δέσποινα, δέξαι μου του αθλίου,
Τον ύμνον τον σμικρότατον, δούλου σου του αχρείου.
Το «Τέλος» στην έκδοση του 1732, του «Πίστις».