Ογκίστ Ροντέν (1840 – 1917) Γάλλος γλύπτης, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη γλυπτική του 20ού αιώνα με τα έργα του

Αρνήθηκε να αγνοήσει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις περιέγραψε όσο καλύτερα μπόρεσε στην τέχνη του, με ρεαλισμό και δύναμη. Περιέγραψε επίσης και την ερωτική αδυναμία, με πάθος κι ομορφιά.

by Times Newsroom

Ο Φρανσουά Ογκίστ Ρενέ Ροντέν (François-Auguste-René Rodin, 12 Νοεμβρίου 1840 – 17 Νοεμβρίου 1917) ήταν Γάλλος γλύπτης, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη γλυπτική του 20ού αιώνα με τα έργα του. Αρνήθηκε να αγνοήσει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις περιέγραψε όσο καλύτερα μπόρεσε στην τέχνη του, με ρεαλισμό και δύναμη. Περιέγραψε επίσης και την ερωτική αδυναμία, με πάθος κι ομορφιά.

Γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι, δεύτερος γιος του Ζαν Μπατίστ Ροντέν (Jean-Baptiste Rodin) και της Μαρί Σεφέρ (Marie Cheffer). Από νεαρή ηλικία επέδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και δέκα ετών παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα. Στα 14 χρόνια του εισήχθη στη σχολή École Impériale de Dessin, γνωστή και ως Petite École (Μικρή Σχολή) σε αντιδιαστολή με την μεγαλύτερου κύρους Σχολή Καλών Τεχνών (École des Beaux-Arts), όπου επιχείρησε να σπουδάσει αλλά απορρίφθηκε συνολικά τρεις φορές. Την περίοδο αυτή μελετά εντατικά και επισκέπτεται μουσεία παρατηρώντας με ενδιαφέρον γλυπτά της αρχαιότητας ανακαλύπτοντας παράλληλα και την προσωπική του κλίση στη γλυπτική.

Σε ηλικία 18 ετών αρχίζει να εργάζεται στο Παρίσι προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του. Η πόλη του Παρισιού του προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, καθώς την εποχή αυτή πολλά αγάλματα και διακοσμητικά γλυπτά κατασκευάζονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε δημόσιους χώρους. Παράλληλα, ο Ροντέν παράγει και προσωπικά έργα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο θάνατος της αδελφής του, Μαρί, τον τραυματίζει πολύ και τίθεται υπό θεραπευτική παρακολούθηση. Ο πατέρας του αναγνωρίζει το ταλέντο του και τον ενθαρρύνει να συνεχίσει.

Το 1864 συναντά την Ροζ Μπερέ (Rose Beuret), η οποία γίνεται σύντροφός του και ποζάρει σε πολλά έργα του. Την ίδια χρονιά απορρίπτεται δύο φoρές στο Σαλόν του Παρισιού το έργο του Άντρας με Σπασμένη Μύτη, που ο ίδιος ο Ροντέν θεωρεί ως το πρώτο του σημαντικό γλυπτό, αλλά αργότερα, το 1875, γίνεται δεκτό με τον διαφορετικό τίτλο Πορτρέτο Ρωμαίου και αποτελεί παράλληλα το πρώτο έργο του Ροντέν που εκτίθεται στο Σαλόν.

Το 1875 ταξιδεύει στην Ιταλία και επηρεάζεται βαθιά από το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται ένα άγαλμα μεγάλων διαστάσεων, προκειμένου να το εκθέσει στο Σαλόν του Παρισιού. Για το έργο αυτό, που αργότερα θα ονομαστεί Εποχή του Χαλκού, χρησιμοποιεί ένα ανδρικό μοντέλο και ακολουθεί τα πρότυπα των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών. Το 1877 εκτίθεται στο Σαλόν αλλά, αν και αναγνωρίζεται η υψηλή αισθητική του, οι κριτικοί αδυνατούν να πιστέψουν πως το έργο αποτελεί δημιουργία του και τον κατηγορούν πως χρησιμοποίησε ένα “καλούπι” ώστε να επιτύχει μια τόσο ρεαλιστική απόδοση.

Το 1880 του ανατίθεται να διακοσμήσει την πύλη του Μουσείου Καλών Τεχνών. Για το συγκεκριμένο έργο, που αργότερα ονομάστηκε Οι Πύλες της Κολάσεως, ο Ροντέν βασίστηκε στη Θεία Κωμωδία του Δάντη και προσπάθησε να αποδώσει το ταξίδι του Δάντη στον Κάτω Κόσμο. Στα τέλη του 1880 η κατασκευή του μουσείου εγκαταλείφθηκε, ωστόσο ο Ροντέν συνέχισε να επεξεργάζεται περιοδικά το έργο του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Αναπαραστάσεις και στοιχεία από τις Πύλες της Κολάσεως αποτέλεσαν τη βάση για μερικά από τα δημοφιλέστερα έργα του Ροντέν, όπως ο Σκεπτόμενος ή το Φιλί.

Κατά τη διάρκεια της εργασίας του για τις Πύλες, ο Ροντέν αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως σημαντικός δημιουργός αναλαμβάνοντας περισσότερες παραγγελίες. Την ίδια περίοδο, αναπληρώνοντας τον φίλο του και δάσκαλο γλυπτικής Αλφρέντ Μπουσέ (Boucher), γνωρίζεται με την δεκαοκτάχρονη σπουδάστρια Καμίλ Κλοντέλ, η οποία σύντομα θα αποτελέσει μαθήτρια, μοντέλο, συνεργάτιδα και ερωτική σύντροφο του Ροντέν, ο οποίος ωστόσο ουδέποτε εγκατέλειψε την Ροζέ Μπερέ. Η Κλοντέλ θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν μέχρι το 1898, οπότε διακόπτεται και η σχέση τους.

Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 ο Ροντέν ανέλαβε μερικές σημαντικές παραγγελίες. Μεταξύ αυτών και δύο έργα προς τιμή του ζωγράφου Κλωντ Λοραίν και του λογοτέχνη Βικτόρ Ουγκό. Το 1891 ανέλαβε και την δημιουργία ενός μνημείου για τον Μπαλζάκ. Για το έργο αυτό ο Ροντέν εργάστηκε συνολικά επτά χρόνια. Παρουσιάστηκε δημόσια το 1898 αλλά η υποδοχή που επιφύλαξε το κοινό ήταν αρνητική, γεγονός που οδήγησε τον Ροντέν στην αφαίρεση της προτομής, την οποία τοποθέτησε στο εργαστήριο του απαγορεύοντας την περαιτέρω δημόσια έκθεσή της.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ροντέν είναι αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες και στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού ένα τμήμα αφιερώνεται αποκλειστικά σε έργα του. Παράλληλα ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται και είτε επεξεργάζεται παλαιότερες δημιουργίες του είτε ολοκληρώνει άλλα μακρόχρονα σχέδια. Εικάζεται πως την περίοδο αυτή ο Ροντέν διαθέτει μερικές δεκάδες βοηθών προκειμένου να αντεπεξέλθει στην πληθώρα των παραγγελιών που αναλαμβάνει.

Το 1908 ο Ροντέν μετακομίζει στο ξενοδοχείο Biron, κατοικία και άλλων γνωστών καλλιτεχνών, όπως του ζωγράφου Ανρί Ματίς. Το 1912, το γαλλικό κράτος σχεδιάζει την κατεδάφιση του ξενοδοχείου αλλά ο Ροντέν πείθει τις αρχές να διατηρηθεί το κτήριο με αντάλλαγμα την παραχώρηση εκ μέρους του όλων των έργων του στη γαλλική κυβέρνηση. Αργότερα, το κτήριο μετατράπηκε στο Μουσείο Ροντέν.

Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του παντρεύτηκε τη σύντροφό του, Ροζ Μπερέ. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1917, σε ηλικία 77 ετών και τάφηκε στο Μεντόν (Meudon).

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή