Ουίλιαμ Γκόλντινγκ: Ελεύθερη πτώση (απόσπασμα)

Η αφήγηση κινείται άτακτα στη φτωχογειτονιά όπου ο ήρωας γεννήθηκε, το Λονδίνο όπου ωρίμασε η τέχνη του, το γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, όπου τον οδήγησε ο πόλεμος και το τρελοκομείο όπου θα βρει την πρώτη του αγάπη

by Times Newsroom

Ο Σάμι Μάουντζόϊ, γνωστός και επιτυχημένος ζωγράφος, επιχειρεί έναν απολογισμό της ζωής του και προσπαθεί να εντοπίσει τις αιτίες που του στέρησαν τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής. Έπιχειρεί έτσι μια κατάδυση στο παρελθόν και η περιδιάβασή του στα περασμένα γίνεται συνειρμικά χωρίς χρονολογική σειρά. Η αφήγηση κινείται άτακτα στη φτωχογειτονιά όπου αυτός γεννήθηκε, το Λονδίνο όπου ωρίμασε η τέχνη του, το γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, όπου τον οδήγησε ο πόλεμος και το τρελοκομείο όπου θα βρει την πρώτη του αγάπη.  Στην “Ελεύθερη πτώση”, που είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του, ο Ουίλιαμ Γόλντινγκ δημιουργεί ένα ποιητικό έργο και μια αλληγορία συγκινητική και αλησμόνητη.

ΕΧΩ περιηγηθεί τους πάγκους της υπαίθριας αγοράς, όπου βιβλία, τσαλακωμένα και ξεθωριασμένα, έχουν εκραγεί μέσα σε μια κατάλευκη αποθέωση. Έχω δει ανθρώπους στεφανωμένους με το διπλό στέμμα, να κρατούν στα χέρια τους το αρχιερατικό σκήπτρο και τη στραταρχική ράβδο, τη δύναμη και τη δόξα. Έχω μάθει πώς το σημάδι γίνεται αστέρι κι έχω αισθανθεί το σπινθήρισμα της επουράνιας φωτιάς, θαυμαστό και ανεξήγητο. Τα περασμένα οδοιπορούν μαζί μου, συνταιριάζουν το βήμα τους με το δικό μου κι είναι σαν γκρίζα πρόσωπα που σκύβουν πάνω από τους ώμους μου κοιτάζοντάς με ερευνητικά. Μένω στο Λόφο του Παραδείσου, δέκα λεπτά μακριά απ’ το σταθμό και τριάντα δευτερόλεπτα από τα μαγαζιά και το καπηλειό. Κι ωστόσο εξακολουθώ πάντα να είμαι ένας αληθινός ερασιτέχνης που κατακρεουργημένος από τον παραλογισμό και την ασυναρτησία ψάχνει όλο μανία και αυτοκαταδίκη.

Πότε αλήθεια έχασα τη λευτεριά μου; Για μια και μόνο στιγμή υπήρξα όντως ελεύθερος, με τη δυνατότητα να διαλέξω. Οι μηχανισμοί του αίτιου και του αιτιατού είναι μια στατιστική πιθανότητα. Είναι όμως σίγουρο πως καμιά φορά ενεργούμε πέρα κι έξω απ’ αυτούς. Η ελεύθερη βούληση δεν είναι κάτι που μπορείς να το κουβεντιάσεις θεωρητικά, αλλά κάτι που μόνο έμπρακτα μπορείς να το γνωρίσεις, έτσι όπως γνωρίζεις μια απόχρωση ή τη γεύση της πατάτας και θυμάμαι πως κάποτε μου έτυχε αυτή η ευκαιρία. Ήμουν τότε πολύ μικρός και καθόμουν σε μια από τις πέτρες που έζωναν τη λιμνούλα με το σιντριβάνι στη μέση του πάρκου. Ο ήλιος έκαιγε λαμπρός και δυνατός κι ολόγυρα απλώνονταν πράσινο γρασίδι και παρτέρια με κόκκινα και γαλάζια λουλούδια. Το αίσθημα της ενοχής απουσίαζε παντελώς και το μόνο που υπήρχε ήταν το πάφλασμα και το πιτσίλισμα του νερού. Δροσισμένος από το κολύμπι και ξεδίψαστος καθόμουν νωχελικά στην άκρη της ζεστής πέτρας και σκεφτόμουν τι άλλο μπορούσα να κάνω στη συνέχεια. Τα χαλικόστρωτα δρομάκια του πάρκου σύγκλιναν αχτινωτά προς τη μεριά μου και τότε εντελώς ξαφνικά ένιωσα ν’ αναβλύζει μέσα μου μια καινούργια γνώση. Ναι, μπορούσα να πάρω όποιο απ’ αυτά ήθελα και δεν υπήρχε τίποτα που με ανάγκαζε ν’ ακολουθήσω το ένα ή το άλλο. Ανακάλυψα πάλι τη γεύση της πατάτας κι αυτό μ’ έκανε να χορέψω από χαρά. Ήμουν λεύτερος. Είχα διαλέξει.

Πώς έχασα αλήθεια τη λευτεριά μου; Θα πρέπει να γυρίσω πίσω και να πιάσω τα πράγματα από την αρχή τους. Πρόκειται για μια παράξενη ιστορία, όχι τόσο στα εξωτερικά της συμβάντα, γιατί αυτά λίγο πολύ είναι κοινότοπα, όσο στον τρόπο που αυτά παρουσιάστηκαν σε μένα που είμαι και ο μοναδικός τους αφηγητής. Γιατί ο χρόνος δεν είναι μια σειρά από τούβλα που μπορεί κανείς να τα διευθετήσει σε μια ίσια και ατέρμονη γραμμή. Η κατευθείαν μετάβαση από την πρώτη ανάσα ως το ρόγχο του θανάτου είναι κάτι νεκρό. Ο χρόνος είναι δίμορφος. Η μια του όψη είναι η αβασάνιστη αντίληψη που έχουμε γι’ αυτόν όλοι μας και που μας είναι τόσο φυσική όπως το νερό στο ψάρι. Η άλλη είναι η μνήμη, μια αίσθηση πτυχών  κι αναδιπλώσεων που κάνουν την τάδε μέρα να φαίνεται πιο πρόσφατη από τη δείνα, επειδή είναι δεμένη με κάτι πολύ σημαντικό ή προβάλλουν ένα γεγονός μέσα από ένα άλλο ή τέλος ξεχωρίζουν και βάζουν κατά μέρος ορισμένα εντελώς εξαιρετικά συμβάντα διασπώντας πέρα για πέρα την ενδελέχεια της ευθείας. Έτσι, αν μνημόνεψα πρώτη-πρώτη τη μέρα στο πάρκο, το έκανα όχι γιατί ήμουν μικρός, σχεδόν μωρό, αλλά γιατί η ελευθερία γίνεται ολοένα και πιο πολύτιμη σε μένα καθώς μου δίνονται όλο και λιγότερες ευκαιρίες να νιώσω τη γεύση της πατάτας.

Όλα τα συστήματα τα έχω πια κρεμάσει στον τοίχο λες κι είναι μια σειρά από άχρηστα καπέλα. Δεν μου ταιριάζουν. Έρχονται απέξω, έχουν σχήματα που άλλοι τους έχουν δώσει. Άλλα απ’ αυτά είναι πολύ όμορφα, άλλα άκομψα. Έχω όμως ζήσει αρκετά τη ζωή μου για να μπορώ ν’ απαιτώ ένα σχήμα που να ταιριάζει σ’ όλα όσα ξέρω. Αλλά πού να το βρω; Και γιατί στρώθηκα να γράψω όλα τούτα; Μήπως κι έτσι βρω το σχήμα που ψάχνω; Είναι δυνατόν να πίστεψα ποτέ πως τούτη η τραγιάσκα του μαρξιστή που καμαρώνει στη μέση της σειράς θα μπορούσε να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή; Και τι κακό έχει αυτός ο χριστιανικός σκούφος που δεν τον φόρεσα παρά ελάχιστα; Το ορθολογιστικό πάλι καπέλο του Νικ προστάτευε μια χαρά απ’ το νερό, έμοιαζε αδιαπέραστο, θωρακισμένο, πληκτικό και καθώς πρέπει. Σήμερα φαίνεται πολύ μικρό και μάλλον ανόητο, ένα μπόουλερ όπως όλα τ’ άλλα του τύπου του, πολύ επίσημο,  πολύ τέλειο κι εντελώς ανυποψίαστο. Υπάρχει ακόμα ένα σχολικό πηλήκιο. Δεν είχα παρά να το κρεμάσω κι αυτό εδώ κι ούτε ξέρω ποια άλλα θα έπρεπε να έχω βάλει κοντά του όταν σκέφτομαι κείνο που συνέβη – κι εννοώ την απόφαση που πήρα λεύτερα και μου κόστισε τη λευτεριά μου.

Ποιος ο λόγος όμως να νοιάζομαι για καπέλα; Σαν καλλιτέχνης δικαιούμαι να φορώ όποιο καπέλο μου κάνει κέφι. Με ξέρετε βέβαια. Είμαι ο Σάμιουελ Μάουντζοϊ και τα έργα μου κρέμονται στην Πινακοθήκη Τέιτ. Θα μου συγχωρούσατε κάθε είδους καπέλο. Θα μπορούσα να είμαι ακόμα και ανθρωποφάγος. Κι όμως στην προσωπική μου ζωή θέλω να φορώ ένα καπέλο, θέλω να καταλάβω. Τα γκρίζα πρόσωπα σκύβουν πάνω από τον ώμο μου και με κοιτούν διαπεραστικά Τίποτα δεν μπορεί να τα εξαλείψει ή να τα ξορκίσει. Η τέχνη μου δεν είναι αρκετή για μένα. Στα κομμάτια η τέχνη μου. Ο παροξυσμός με ανασέρνει μέσα από ένα βαθύ πηγάδι έτσι ακριβώς όπως κάνει κι ο ερωτικός καταναγκασμός κι οι πίνακές μου αρέσουν σε πολλούς, περισσότερο απ’ όσο σε μένα, τους εκτιμούν πολύ περισσότερο απ’ όσο εγώ. Βαθιά μέσα μου δεν είμαι παρά ένα νωθρό σκυλί και πολύ σύντομα θα είμαι περισσότερο καλός παρά ικανός.

Τότε λοιπόν γιατί κάθομαι και γράφω όλα τούτα; Γιατί δεν βγαίνω να κυκλοφέρνω στο γρασίδι, γιατί εν κοιτώ να ξαναβάλω σε τάξη τις μνήμες μου μέχρι που να σχηματίσουν μια λογική συνάρτηση, γιατί δεν καταπιάνομαι να ξηλώσω και να ξαναράψω πιο σωστά το εύκαμπτο ρεύμα του χρόνου; Θα μπορούσα να συνταιριάσω τούτο το γεγονός με κείνο ή να κάνω χρονικά άλματα. Θα μπορούσα ακόμα να δημιουργήσω ένα σύστημα για το σημερινό γύρο του γρασιδιού κι ένα καινούργιο για την αυριανή μέρα. Όμως το ν’ αφήνεις τη σκέψη σου να γυροφέρνει ακατάπαυστα στο γρασίδι δεν είναι πια αρκετό γιατί το γρασίδι μοιάζει με το τετράγωνο καναβάτσο του πίνακα που όσο καλά κι αν είναι ζωγραφισμένο εξακολουθεί να ’ναι πάντα κάτι το περιορισμένο. Το μυαλό δεν μπορεί να χωρέσει πάνω από τόσο. Για να καταλάβεις όμως χρειάζεται ένα κανονικό σάρωμα που να συμπαρασύρει το σύνολο του αποθησαυρισμένου στη μνήμη χρόνου οπότε και μπορείς πια να σταθείς. Μου φαίνεται λοιπόν πως αν καταγράψω την ιστορία μου θα μπορέσω να γυρίσω πίσω και να εκλέξω. Το να ζεις δεν είναι τίποτα γιατί είναι τα πάντα – είναι κάτι πάρα πολύ φευγαλέο και υπέρμετρα πλούσιο για το αβοήθητο μυαλό. Αντίθετα, το να ζωγραφίζεις είναι απλό, μια πράξη αυστηρά επιλεγμένη.

Υπάρχει ένας ακόμα λόγος. Παρόλο που είμαστε βουβοί και τυφλοί πρέπει και να μιλούμε και να βλέπουμε. Να βλέπουμε όμως τι; Όχι βέβαια το αξύριστο πρόσωπο του Σαμ Μάουντζόϊ με τα παχιά χείλη που μισανοίγουν για ν’ αφήσουν το χέρι του ν’ αποσύρει τη γόπα του τσιγάρου που κρέμεται απ’ αυτά,  ούτε τους υγρούς μυς που κυκλώνουν τα δόντια του, ούτε το λαρύγγι του ή τα πλεμόνια και την καρδιά του. Όλ’  αυτά είναι πράγματα που μπορείς να τα δεις και να τ’ αγγίξεις έτσι και τον νεκροτομήσεις μ’ ένα μαχαίρι. Αυτό που ’χει σημασία να δεις είναι η ακατονόμαστη, ακαταμέτρητη και αθέατη σκοτεινιά που εδρεύει στο κέντρο του εαυτού του, που είναι πάντα σ’ εγρήγορση και πάντα αλλιώτικη από κείνο που εσύ νομίζεις πως είναι, σκεπτόμενη και νιώθοντας όλ’ αυτά που εσύ δε θα μπορέσεις ποτέ να μάθεις, προσδοκώντας αδιάκοπα κι όλο απόγνωση να καταλάβει και να γίνει κατανοητή. Η μοναξιά μας δεν είναι η μοναξιά του κελιού ή του αποσυνάγωγου, αλλά η μοναξιά αυτού του μαύρου πράγματος που βλέπει τα πάντα μέσα από καθρέφτη όπως γίνεται στους ατομικούς αντιδραστήρες, που νιώθει το καθετί μέσα από ένα σύστημα ελέγχου από μακριά και δεν ακούει παρά λέξεις που του τηλεφωνούνται σε μια άγνωστη γλώσσα. Η επικοινωνία είναι το πάθος μας κι η απόγνωσή μας.

Ναι, αλλά με ποιον;

Με σένα;

Καθώς η σκοτεινιά μου αναδύεται και πασπατεύει αδέξια με τ’ αρπάγια της τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής, η δική σου κάνει το ίδιο κι αναδυόμενη γραπώνει στ’ αρπάγια της ένα βιβλίο. Ανάμεσα σε σένα και σε μένα εμφιλοχωρούν είκοσι διαφορετικές μέθοδοι αλλαγής, διύλισης και ερμηνείας και θα επρόκειτο γι’ απίστευτη σύμπτωση αν η τόσο ζωντανή καμπύλη του μετώπου της επιζούσε σε μια τέτοια μετάβαση από μένα σε σένα. Πώς είναι στ’ αλήθεια δυνατό να μοιραστείς την ποιότητα του φόβου που ένιωσα μες στο κατασκότεινο κελί μου όταν μπορώ να το θυμηθώ κι όχι να το αναπλάσω. Όχι. Όχι σε μένα. Ή μάλλον μόνο με σένα, αλλά κι αυτό μέχρι ένα βαθμό. Γιατί δεν ήσουν εκεί.

Μα ποιος είσαι τέλος πάντων; Κάποιος απ’ τους μέσα, έχεις στα χέρια σου κανένα τυπογραφικό δοκίμιο; Είμαι για σένα μια δουλειά που πρέπει να γίνει; Σε εξοργίζω έτσι καθώς μεταφράζω την ασυναρτησία; Ίσως βρεις το βιβλίο τούτο σε κάποιο ράφι πενήντα χρόνια από σήμερα, που θα είναι βέβαια ένα άλλο τώρα. Το φως των αστεριών φτάνει σε μας μετά από εκατομμύρια χρόνια όταν τα ίδια τα’ άστρα έχουν πια σβήσει. Έτσι τουλάχιστον λένε κι ίσως να ’χουν δίκιο. Τι είδους όμως σύμπαν είναι το δικό μας για να μπορεί η ατομική μας σκοτεινιά να κρατά την ισορροπία της μέσα σ’ αυτό;

Υπάρχει τουλάχιστον αυτή η ελπίδα, πως μπορώ δηλαδή να επικοινωνήσω έστω και μερικά κι αυτό είναι οπωσδήποτε σχετικά καλύτερο απ’ την τέλεια βουβαμάρα και τυφλότητα. Συνάμα ίσως με βοηθήσει να βρω ένα καπέλο ακριβώς στα μέτρα μου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τρέφω τη φιλοδοξία να φτιάξω και να ολοκληρώσω κάτι με συνέπεια. Το λάθος μας είναι που μπερδεύουμε τα όριά μας με τα όρια των δυνατοτήτων και πασχίζουμε να στριμώξουμε το σύμπαν μέσα σ’ ένα ορθολογιστικό καπέλο ή κάτι παρόμοιο. Πιθανόν όμως να μπορέσω να βρω τις ενδείξεις για κάποιο σχέδιο που θα εμπεριέχει και μένα έστω κι αν το έσχατο σημείο του θα είναι βυθισμένο στην άγνοια. Όσο για την κατανόηση, το να καταλαβαίνεις όσα λένε οι άλλοι σημαίνει να τα συγχωρείς όλα. Πράγματι ποιος μπορεί να συγχωρέσει καλύτερα μια αδικία αν όχι ο αδικημένος; Αλλά πάλι πώς μπορεί να γίνει αυτό αν οι δίαυλοι αυτής  της ιδιαίτερης ανταλλαγής είναι κλειστοί;

Δεν έχω καμιά ευθύνη για ορισμένες απ’ αυτές τις εικόνες. Μπορώ να θυμηθώ πώς ήμουν όταν ήμουν παιδί. Αλλ’ ακόμα κι αν είχα διαπράξει τότε κάποιο έγκλημα, δε θα αισθανόμουν πια καμιά ευθύνη γι’ αυτό. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο ορόσημο πέρα απ’ το οποίο ό,τι κάναμε δεν είναι καμωμένο από μας τους ίδιους, αλλά από κάποιον άλλο. Κι όμως ήμουν εκεί, παρών. Ίσως για να καταλάβω θα πρέπει να περιλάβω αναγκαστικά και εικόνες εκείνων των πρώιμων χρόνων. Ίσως πάλι ξαναδιαβάζοντας απ’ την αρχή την ιστορία μου να μπορέσω ν’ αντιληφθώ τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο δροσερό σαν το νερό της πηγής παιδί και τον ίδιο με λιμνασμένα βαλτονέρια άντρα. Κατά κάποιο τρόπο το πρώτο έγινε ο δεύτερος.

Μετάφραση: Βαγγέλης Κατσάνης

Αποτέλεσμα εικόνας για (William Gerald Golding

Ουίλιαμ Τζέραλντ Γκόλντινγκ

(William Gerald Golding, 19 Σεπτεμβρίου 1911 – 19 Ιουνίου 1993)

Ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ γεννήθηκε στο Κόλομπ Μάινορ της Κορνουαλης το 1911 από οικογένεια εκπαιδευτικών.  Σπούδασε πρώτα Φυσικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Οξφίρδης και κατόπιν Αγγλική Φιλολογία. Στον πόλεμο υπηρέτησε ως αξιωματικός στο Βασιλικό Ναυτικό. Όλο το έργο του και γενικά η ψυχοσύνθεσή του επηρεάστηκε απότις συνέπειες και την ψυχική φθορά που προκαλεί ο πόλεμος. Έμεινε για αρκετό διάστημα στην Αμερική., όπου δίδαξε στο Χόλινς Κόλετζ στη Βιρτζίνια. Έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1954. Έζχει τιμηθεί με το βραβείο Booker McConnel που είναι το ανώτερο  βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο. Για το σύνολο του έργου τιμήθηκε το 1983 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com