Πάνος Χατζηγεωργιάδης: Μια παράδοξη ιστορία

Ξαφνικά, άκουσε μια γυναικεία φωνή που τον έβγαλε από αυτό το συναισθηματικό μίγμα απορίας, έκστασης και συνάμα απίστευτης ηρεμίας. Μαζί με την αφόρητη ζέστη που η φλόγα της τον χτύπησε απότομα κατά πρόσωπο, άκουσε και μια φωνή. Μια νεαρή γυναικεία φωνή κοριτσιού, που θα ’ταν δεν θα ’ταν εκεί γύρω στα είκοσί της χρόνια, μέσα στην άνθιση των νιάτων που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε κείνα το χρόνια της ηλικίας.

ΠΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΜΙΑ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, θα ταν τότε που πρωτοκατάλαβε τον εαυτό του, ώς τα σήμερα που είναι πλέον ένας μεσήλικος άνδρας, δίχως καμιά ιδιαίτερη κλίση σε κάτι, δίχως καμιά επιτυχία σε κανένα είδους επίπεδο αυτής εδώ της ζωής, ένας μάλλον αποτυχημένος στην ολότητα του άνθρωπος, ο ήρωας μας ένιωθε πάντα πως δεν ανήκει σε αυτόν τον μάταιο κόσμο.

Από παιδί είχε ξεχωρίσει αρνητικά από το σύνολο, τον κορόιδευαν όλοι και του ασκούσαν αυτό που θα έλεγε κανείς νοητική και καμιά φορά και σωματική βία. Όμως θαρρείς πως ο κόσμος του άρεσε να παίζει το περισσότερο με την ψυχή του. Αυτό το γεγονός του δηλαδή πως τον αντιμετώπιζε ο κόσμος μα και ο ίδιος ο χαρακτήρας του που χρόνο με το χρόνο χτιζόταν γύρω από όλο αυτό το σκηνικό, τον έκαναν από πολύ μικρό αλλόκοτα μοναχικό και περίεργο.

Στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει την μοναξιά που τον έδερνε αλύπητα, από την πρώτη σχεδόν εκείνη στιγμή που αυτός ο ίδιος κατάλαβε την κατάσταση του καθώς και την εντύπωση που προκαλούσε στους γύρω, αναζητούσε την ψυχική του ηρεμία μακριά από τον κόσμο που τόσο τον τάραζε, στα πιο περίεργα μέρη που μπορούσε να σκεφτεί κανείς και να βρει ο ίδιος. Από τα μονοπάτια που χαράζονταν ανάμεσα από τους τάφους στα νεκροταφεία όπου συνήθιζε να περπατά, ως και τους πλέον απομονωμένους χώρους που θα έλεγε κανείς πως ταίριαζαν στην ψυχική του διάθεση. Μια διάθεση που όσο περνούσαν τα χρόνια από επάνω του, γινόταν ολοένα και πιο επιτακτική καθώς τον επισκέπτονταν όλο και συχνότερα.

Το αποσυρτικό του αυτό σύνδρομο, αποτέλεσμα των όσων περιγράφω παραπάνω, τον έκανε επίσης    απωθητικότερο κάθε φορά μα και πιο γελοίο και άξιο χλευασμού, στα μάτια των άλλων. Τώρα τελευταία δε, είχε ανακαλύψει μέσα στην προσπάθεια του να κρυφτεί από τον κόσμο που τον περιγελούσε και τον αντιμετώπιζε ως ένα περίεργο, σχεδόν εξωγήινο πλάσμα, έναν καινούργιο σημείο περιπάτου προς ένα παλιό αρχοντικό.

Για το αρχοντικό αυτό, το άγνωστο του ως τα τότε και σε εγκατάλειψη εδώ και πολλές δεκαετίες, δεν γνώριζε τίποτε. Τίποτε πέρα από το ότι ίσως του έμοιαζε στην μοναξιά του. Μια περίεργη παρόρμηση λοιπόν από την πρώτη στιγμή που τον έφερε ο δρόμος του εμπρός σε αυτό το παμπάλαιο μεγαλοαστικό σπίτι, που ελάχιστα έμεναν ακόμη όρθια για να θυμίζουν την πρώτη του αίγλη, θα έλεγε κάποιος πως τον προέτρεπε αδιόρατα, στο να το επισκέπτεται όλο και πιο συχνά, ως που στο τέλος, δεν υπήρχε μέρα του χρόνου που να μην περνούσε από εκεί, για να το κοιτάξει, να το θαυμάσει και να το αναπολήσει στις πρώτες του μεγάλες δόξες.

Είχε δε, τόσο δεθεί μαζί του και τόσο το είχε παρατηρήσει στην παραμικρότερη λεπτομέρεια του, που πέρα από αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του, θαρρείς και το ένιωθε από καιρό δικό του, θαρρείς πως είχε κάποτε στο μακρινό παρελθόν είχε ζήσει μέσα σε αυτό το σπίτι. Όσο το παρατηρούσε και κάθε φορά που περνούσε από εμπρός του, έλεγε με τον εαυτό του πως το έβλεπε εντελώς διαφορετικό, πως κάτι εντόπιζε που την επόμενη φορά δεν υπήρχε, όπως ένα σημάδι σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο φτιαγμένο όχι από ανθρώπινο χέρι, ή ένα δέντρο που πριν δεν υπήρχε.

Τούτο το παλιό κτίσμα εντέλει, κόντευε να τον αποτρελάνει, μιας και ο ίδιος ένιωθε από καιρό πως η τρέλα τον περιτριγύριζε εδώ και κάμποσα χρόνια. Εξάλλου πώς μπορεί κάποιος να ορίσει την τρέλα; ίσως τελικά αυτή να είναι η παντελής αδυναμία επικοινωνίας με το γύρω περιβάλλον, ενώ ακόμη το άτομο βρίσκεται στην ζωή σε ένα δικό του διαμορφωμένο παράλληλο σύμπαν που ο ασθενής μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε αυτό και την πραγματικότητα όποτε θέλει ή ίσως στο τελικό της στάδιο, εντελώς αθέλητα.

Η τόση του συναισθηματική εμπλοκή με αυτό το διαλυμένο από τον χρόνο κτίσμα, τον είχε κάνει να πιστεύει πως ακόμα και η ώρα της μέρας ή της νύχτας που το επισκέπτονταν, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο πως θα το έβλεπε. Ανάμεσα λοιπόν από όλες τις ώρες της ημέρας, είχε ξεχωρίσει τα απομεσήμερα για κατάλληλη ώρα, προκειμένου να περάσει από εκείνο το μέρος. Και όχι οιαδήποτε απομεσήμερα, αλλά τα απομεσήμερα στα μέσα του καλοκαιριού.

Του άρεσε εξαιρετικά εκείνη η ώρα σε εκείνο το σημείο, να κοιτάζει τον μοναχικό του φίλο από το μακρινό παρελθόν, ίσως και τον μοναδικό φίλο που του είχε απομείνει στην ζωή, μιας και θεωρούσε το παλιό αυτό αρχοντικό ως ένα είδους σύντροφο της μοναξιάς του όπως αυτό έστεκε ολομόναχο μέσα στην πολύβουη πολιτεία που καμιά σημασία δεν του έδινε πια, όπως καμιά σημασία δεν έδινε πια και στον ανθρώπινο ήρωα αυτής εδώ της ιστορίας που σας διηγούμαι.

Ένα λοιπόν από εκείνα τα αγαπημένα του απομεσήμερα, διάλεξε να περάσει λίγη ώρα εμπρός από το παλιό αρχοντικό. Λησμόνησα να σας πω, πως ακριβώς δίπλα στο παλιό αυτό αρχοντικό έστεκε ένα μικρό πάρκο, ένας μικρός πνεύμονας ζωής και ανάσας για την κατά τα άλλα τσιμεντοκρατούμενη γειτονιά που σήμερα είχε επικρατήσει γύρω. Είχε μια εντελώς φρικιαστική ζέστη εκείνο το απομεσήμερο του καλοκαιριού που σου προκαλούσε αδιαθεσία από μόνη της, μιας και σε συνδυασμό, με την γύρω αποπνικτική από τα καυσαέρια ατμόσφαιρα, σου προκαλούσαν πραγματική ασφυξία.

Σίγουρα, μόνον κάποιος σαν τον ήρωά μας εκείνο το συγκεκριμένο απομεσήμερο των 43 βαθμών Κελσίου υπό σκιάν, θα επέλεγε να βρίσκεται έξω καθισμένος σε ένα παγκάκι παρακείμενο, αντί να δροσίζεται έστω και μηχανικά μέσα στο διαμέρισμά του, όμως ως προείπαμε τούτο το σπίτι του είχε γίνει μια έμμονη ιδέα, μια απαραίτητα παρουσία στην εντελώς μοναχική ζωή του, την αποκομμένη από τους πάντες και σχεδόν από τα πάντα, εκτός από τα βιβλία και τις παλιές φωτογραφίες.   

Καθισμένος λοιπόν μέσα σε όλη αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα στο παγκάκι του μικρού πάρκου, που για καλή του τύχη βρισκόταν κάτω από τον ίσκιο ενός τεράστιου πεύκου, με μοναδικό εφόδιο ένα μικρό μπουκαλάκι παγωμένο νερό, ο ήρωάς μας βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τον μοναχικό, με τον δικό του τρόπο, σύντροφο.

Οι σκέψεις του, είχαν αρχίσει να μπερδεύονται τόσο πολύ μέσα στο μυαλό του που αποφάσισε να κλείσει τα μάτια του, προκειμένου να τις συγκεντρώσει και η γύρω ατμόσφαιρα θα έλεγε κανείς πως έκανε το παν, προκειμένου να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, το ήδη μπερδεμένο του μυαλό.

Σε λίγο, αναγκάστηκε να ανοίξει τα μάτια του απότομα αν και όλα γύρω έμοιαζαν με θολό όνειρο, μακριά από αυτόν τον κόσμο που ζούσε και τον συνέτριβε καθημερινά.    Ο λόγος που τον ανάγκασε να ανοίξει τα μάτια του και να ξυπνήσει από τον λήθαργο,    ήταν πως άκουσε το ποδοβολητό αλόγων, ενός ολοκαίνουργιου λαντό που σταμάτησε ακριβώς μπροστά του.

Από εκείνο το κομψοτέχνημα, θαρρείς μιας πολύ παλιάς εποχής, ξεπρόβαλε το κεφάλι της μια νεαρά δεσποινίδα, ντυμένη στα κατάλευκα, κρατώντας με τα λεπτά της χέρια το κεφάλι της, το οποίο σκέπαζε ένα μικρό, κομψό καπέλο. Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα της ώρας και ο ήρωάς μας, έπειτα από την πρώτη του αυτή έκπληξη, (μια έκπληξη καλαισθησίας, θα έλεγε κάποιος), γύρισε σχεδόν ασυναίσθητα το κεφάλι του προς το παλιό αρχοντικό, που όμως τώρα δεν ήταν καθόλου παλιό.

Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι ολόλευκοι και η εξώπορτά του ήταν βαριά, βαμμένη μαύρη και στολισμένη με λεπτεπίλεπτα χρυσαφιά σκαλίσματα, ενώ στο κέντρο της υπήρχε ένας εξίσου επιβλητικός θυρεός. Ξάφνου η βαριά καγκελόπορτα, άνοιξε διάπλατα και από μέσα της ξεπρόβαλε ένας νέος, ντυμένος με λινό κοστούμι περιπάτου, εντελώς ασπροντυμένος με μοναδική ξεχωριστή λεπτομέρεια να είναι, μια μαύρη γραμμή γύρω από το ψαθάκι που φορούσε στο κεφάλι.

Εκείνος κάνοντας νεύμα προς την ωραία εκείνη δεσποινίδα που δεν είχε ακόμη κατέβει από το λαντό, έτρεξε δίπλα της, άνοιξε την πόρτα την πανέμορφα σκαλισμένη και στολισμένη και κατέβασε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε κρατώντας την από το λεπτό της γαντοφορεμένο χέρι,    εκείνη την κοπέλα που έμοιαζε ή ίδια με οπτασία. Δίχως να πουν οι δύο νέοι καμιά κουβέντα και δίχως να ακούγονται καν τα βήματά τους περπάτησαν σαν να αεροπατούσαν,  μαζί τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν από το αμάξι προς το σπίτι, μπήκαν μέσα και έκλεισαν την καγκελόπορτα.

Ο ήρωάς μας, έμεινε για λίγο εκστατικός, να κοιτάζει για μια στιγμή το σπίτι, μία το λαντό και μία τους δύο αυτούς νέους που πέρασαν από εμπρός του για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

Ξαφνικά, άκουσε μια γυναικεία φωνή που τον έβγαλε από αυτό το συναισθηματικό μίγμα απορίας, έκστασης και συνάμα απίστευτης ηρεμίας. Μαζί με την αφόρητη ζέστη που η φλόγα της τον χτύπησε απότομα κατά πρόσωπο, άκουσε και μια φωνή. Μια νεαρή γυναικεία φωνή κοριτσιού, που θα ’ταν δεν θα ’ταν εκεί γύρω στα είκοσί της χρόνια, μέσα στην άνθιση των νιάτων που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε κείνα το χρόνια της ηλικίας. Όταν ξεχώρισε το πρόσωπό της, ήταν πανέμορφο.

Κύριε, μήπως χρειάζεστε κάτι; Μα καλά, πώς βρίσκεστε με τόση ζέση εδώ έξω; νιώθετε καλά; μήπως θα θέλατε ένα αναψυκτικό ή λίγο κρύο νερό; εδώ δίπλα μένω”. Εκείνος την κοίταξε με απορία, τόση απορία που η κοπέλα νόμισε πρόσκαιρα πως ο ήρωάς μας είχε πάθει τουλάχιστον ηλίαση. Σηκώθηκε και δίχως να πει λέξη, μέσα στην ζέστη του μεσημεριού την ανυπόφορη εκείνη, έφυγε από το σημείο προς το σπίτι του περπατώντας γρήγορα και έπειτα από λίγο, σχεδόν τρέχοντας. Το μόνο που ήθελε εκείνη την ώρα, παρά την κούρασή του και την ανυπόφορη ζέστη,    ήταν να φύγει αμέσως από εκεί

Το κορίτσι εκείνο που τον ρώτησε, αν χρειάζεται κάποια βοήθεια, δεν θα του το έβγαζε κανείς από το μυαλό για όσα χρόνια έζησε μετά, πως ήταν ΕΚΕΙΝΗ. Εκείνη που είχε δει επάνω στο λαντό, να ξεπροβάλλει το πανέμορφο κεφάλι της με το καπελίνο. Εκείνη που ασπροντυμένη και αεροπατώντας κλείστηκε πίσω από την βαριά καγκελόπορτα του παλιού αρχοντικού που σήμερα, σε αυτήν εδώ την διάσταση της συνείδησης, η ίδια αυτή πόρτα, δεν υπάρχει πια.

Εννοείται πως ο ήρωάς μας, δεν ξαναπέρασε ποτέ από το παλιό αρχοντικό και ιδιαίτερα τα απομεσήμερα των καλοκαιριών που ήρθαν. Τώρα είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο φόβο από το να ξαναζήσει τα ίδια που έζησε εκείνο το απομεσήμερο της ανυπόφορης ζέστης, επίσης απέφευγε φρικτά τις παλιές φωτογραφίες, μιας και μια καινούργια ανυπόφορη σκέψη τού είχε φυτευτεί στο μυαλό, μη τυχόν βρει κάποια παλιά φωτογραφία που να αποτυπώνει εκείνο το νεαρό ζευγάρι εμπρός στο παλιό αρχοντικό. Δεν θα το άντεχε σίγουρα αν κάποτε, συνέβαινε αυτό, μιας και κάτι του έλεγε αδυσώπητα πως μήπως τελικά, ήταν ΑΥΤΟΣ…

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com