Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (Peter Paul Rubens, 28 Ιουνίου 1577 – 30 Μαΐου 1640) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Φλαμανδούς ζωγράφους, το έργο του οποίου εντάσσεται στην τεχνοτροπία του μπαρόκ.
Ο Ρούμπενς γεννήθηκε στο Ζίγκεν της Βεστφαλίας, γιος του προτεστάντη δικηγόρου Γιαν Ρούμπενς και της Μαρία Πάιπελινκς (Maria Pypelincks ή Pypelinckx). Ονομάστηκε Πέτερ Πάουλ επειδή γεννήθηκε την ημέρα του εορτασμού τους. Ο πατέρας του, που ήταν Διαμαρτυρόμενος στο θρήσκευμα, και η μητέρα του διέφυγαν από την Αμβέρσα στην Κολωνία το 1568, ύστερα από τη γενικευμένη αναταραχή και τη δίωξη των Διαμαρτυρομένων κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Φερνάντο Άλβαρεθ του Τολέδο, Δούκα της Άλμπα, στις Κάτω Χώρες.
Ο Γιαν Ρούμπενς έγινε ο νομικός σύμβουλος (και εραστής) της Άννας της Σαξωνίας, δεύτερης συζύγου του Γουλιέλμου Α΄ της Οράγγης (Γουλιέλμου του Σιωπηλού) και εγκαταστάθηκε στην Αυλή της στο Ζίγκεν το 1570, ενώ ήταν ο πατέρας της θυγατέρας της, Κριστίνε, η οποία γεννήθηκε το 1571.
Ο Γιαν Ρούμπενς φυλακίστηκε για τη σχέση αυτή και, όταν βγήκε, έγινε ο πατέρας του Πέτερ Πάουλ το 1577. Η οικογένεια επέστρεψε το επόμενο έτος στην Κολωνία. Το 1589, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Πέτερ Πάουλ μετοίκησε με τη μητέρα του στον Αμβέρσα, όπου ανατράφηκε ως Καθολικός.
Η θρησκεία είχε πρωτεύοντα ρόλο σε πολλά από τα έργα του και ο Ρούμπενς, αργότερα, έγινε μια από τις ηγετικές μορφές της Καθολικής Αντιμεταρρύθμισης στο ύφος της ζωγραφικής. Αργότερα, ο Ρούμπενς είπε “Το πάθος μου προέρχεται εκ των ουρανών, όχι από τους επίγειους διαλογισμούς”.
Μαθητεία
Στην Αμβέρσα ο Ρούμπενς έλαβε ανθρωπιστική αναγεννησιακή μόρφωση, μελετώντας ελληνική και λατινική κλασική γραμματεία. Σε ηλικία 14 ετών ξεκίνησε την καλλιτεχνική του μαθητεία, με τον Τομπίας Φερχέχτ (Tobias Verhaeght), για να ακολουθήσει, στη συνέχεια, μαθητεία σε δύο από τους κορυφαίους ζωγράφους της Αμβέρσας, τους μανιεριστές Άνταμ φαν Νόορτ και Όττο φαν Φέιν. Μεγάλο μέρος της μαθητείας του σχετιζόταν με την αντιγραφή έργων παλαιότερων καλλιτεχνών, όπως ξυλογραφιών του Χανς Χόλμπαϊν του νεότερου και των χαρακτικών του Μαρκαντόνιο Ραϊμόντι (που είχε δημιουργήσει χαρακτικά από έργα του Ραφαήλ), Ο Ρούμπενς ολοκλήρωσε τη μαθητεία του το 1598 και εισήλθε στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης ως ανεξάρτητος Δάσκαλος.
Στην Ιταλία (1600–1608)
Το 1600 ο Ρούμπενς ταξίδεψε στην Ιταλία. Πρώτος του σταθμός ήταν η Βενετία, όπου είδε πίνακες των Τιτσιάνο, Πάολο Βερονέζε και Τιντορέττο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μάντοβα, στην Αυλή του Δούκα Βιντσέντσο Α΄ Γκοντζάγκα. Η χρήση του χρώματος και της σύνθεσης του Βερονέζε και του Τιντορέττο είχαν άμεση επιρροή στη ζωγραφική του Ρούμπενς, ενώ το ύστερο ύφος του κατά την εποχή της ωριμότητάς του είχαν βαθιά επιρροή από τον Τιτσιάνο. Έχοντας την οικονομική υποστήριξη του Δούκα, ο Ρούμπενς ταξίδεψε στη Ρώμη περνώντας από τη Φλωρεντία το 1601. Εκεί μελέτησε την κλασική ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη και αντέγραψε έργα Ιταλών Δασκάλων. Το γλυπτό “Ο Λαοκόων και οι γιοι του” άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στον καλλιτέχνη, όπως και η τέχνη των Μιχαήλ Αγγέλου, του Ραφαήλ και του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Επηρεάστηκε, επίσης, από τη ζωγραφική του Καραβάτζο. Αργότερα ο Ρούμπενς ζωγράφισε αντίγραφο του Ενταφιασμού του Ιησού του Καραβάτζο και συνέστησε στον πάτρονά του να αγοράσει τον Θάνατο της Παρθένου του ίδιου καλλιτέχνη (σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου). Μετά την επιστροφή του στην Αμβέρσα ήταν ο βασικός συντελεστής στην αγορά του πίνακα Η Παρθένος με το ροζάριο του Καραβάτζο (σήμερα βρίσκεται στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης) για λογαριασμό του ιερού ναού του Αγίου Παύλου της Αμβέρσας. Κατά την πρώτη του αυτή διαμονή στη Ρώμη, ο Ρούμπενς ολοκλήρωσε την πρώτη του παραγγελία, τον πίνακα για Αγία Τράπεζα Η (Αγία) Ελένη με τον πραγματικό Σταυρό για λογαριασμό του ιερού ναού “Santa Croce in Gerusalemme”.
Το 1603 ο Ρούμπενς ταξίδεψε στην Ισπανία ως μέλος διπλωματικής αποστολής, η οποία κόμισε δώρα από την οικογένεια Γκοντζάγκα στην Αυλή του Φιλίππου Γ΄ της Ισπανίας. Κατά την εκεί παραμονή του μελέτησε τα έργα των Ραφαήλ και Τιτσιάνο, τα οποία αποτελούσαν μέρος της συλλογής του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας. Ζωγράφισε, επίσης, το πορτρέτο του έφιππου Φρανθίσκο Γκόμες ντε Σαντοβάλ υ Ρόχας, Δούκα της Λέρμα (σήμερα στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης. Αυτό το ταξίδι ήταν το πρώτο από μια σειρά ταξιδιών κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, που συνδύαζαν τη διπλωματία με τη ζωγραφική.
Το 1604 επέστρεψε στην Ιταλία, όπου παρέμεινε ως το 1608, πρώτα στη Μάντοβα και στη συνέχεια στη Γένοβα και στη Ρώμη. Στη Γένοβα ο Ρούμπενς ζωγράφισε πολυάριθμα πορτρέτα, όπως αυτό της μαρκησίας Μπριγκίντα Σπίνολα – Ντόρια (σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης της Ουάσιγκτον) και το πορτρέτο της Μαρία ντι Αντόνιο Σέρρα Παλλαβιτσίνι, σε ύφος που αργότερα επηρέασε το ύφος των Άντονι βαν Ντάικ, Τζόσουα Ρέινολντς και Τόμας Γκαίνσμπορο. Ξεκίνησε, επίσης, ένα βιβλίο στο οποίο εικονογραφούσε τα ανάκτορα της πόλης, το οποίο εκδόθηκε το 1622 υπό τον τίτλο Palazzi di Genova. Κατά το διάστημα 1606 – 1608 βρισκόταν κυρίως στη Ρώμη. Κατά την περίοδο αυτή ο Ρούμπενς έλαβε, με τη βοήθεια του Καρδιναλίου Γιάκοπο Σέρρα (αδελφού της Μαρία Παλλαβιτσίνι) τη σημαντικότερη ως τότε παραγγελία του για εικόνα της Αγίας Τράπεζας της πιο μοντέρνας εκκλησίας της πόλης, “Santa Maria in Vallicella” (γνωστής και ως “Chiesa Nuova”. Θέμα της επρόκειτο να είναι ο Γρηγόριος ο Μέγας και σημαντικοί τοπικοί Άγιοι, που λατρεύουν μια εικόνα με την Παναγία Βρεφοκρατούσα. Η πρώτη αυτή εκδοχή (σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Γκρενόμπλ), ένας απλός πίνακας, αντικαταστάθηκε σχεδόν αμέσως από δεύτερη εκδοχή, αυτή τη φορά αποτελούμενη από τρεις πλάκες, που επιτρέπουν στην Αγία εικόνα της “Santa Maria in Vallicella” να αποκαλύπτεται κατά τις σημαντικές εορτές με τη βοήθεια χάλκινου κινητού καλύμματος, το οποίο είχε ζωγραφιστεί επίσης από τον Ρούμπενς.
Οι εμπειρίες του στην Ιταλία συνέχισαν να επηρεάζουν το έργο του Ρούμπενς. Συνέχισε να γράφει πολλές από τις επιστολές του και εν γένει την αλληλογραφία του στα ιταλικά, υπογράφοντας ως “Pietro Paolo Rubens” και αναφερόταν με λαχτάρα στην ιταλική χερσόνησο, ελπίζοντας να επιστρέψει σε αυτήν, αλλά η ελπίδα του αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Στην Αμβέρσα (1609–1621)
Μαθαίνοντας για την ασθένεια της μητέρας του το 1608 ο Ρούμπενς αναχώρησε από την Ιταλία για την Αμβέρσα.Εν τούτοις, η μητέρα του απεβίωσε πριν ο Ρούμπενς φθάσει στην Αμβέρσα, ενώ ο αδελφός του, Φίλιπ, είχε γίνει γραμματέας της πόλης. Η επάνοδός του συνέπεσε με την εκ νέου ευημερία της Αμβέρσας, ύστερα από την υπογραφή της Συνθήκη της Αμβέρσας τον Απρίλιο του 1609, με την οποία ξεκίνησε η αποκαλούμενη “δωδεκαετής εκεχειρία” μεταξύ των Ισπανικών Κάτω Χωρών και της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Τον Σεπτέμβριο του 1609 ο Ρούμπενς ονομάστηκε Αυλικός ζωγράφος από τον Αλβέρτο Β΄, Αρχιδούκα της Αυστρίας και την Ινφάντα Ιζαμπέλλα Κλάρα Ευγενία της Ισπανίας, ηγεμόνες των Κάτω Χωρών. Ο καλλιτέχνης έλαβε ειδική άδεια να δημιουργήσει το εργαστήριό του στην Αμβέρσα και όχι στην έδρα της Αυλής, που ήταν στις Βρυξέλλες καθώς και να εργάζεται και για άλλους πελάτες. Παρέμεινε με τη Δούκισσα Ιζαμπέλλα μέχρι τον θάνατό της το 1633 και εργάστηκε όχι μόνον ως καλλιτέχνης αλλά και ως πρεσβευτής και διπλωμάτης της. Ο Ρούμπενς εδραίωσε τους δεσμούς του με την Αμβέρσα όταν, στις 3 Οκτωβρίου 1609, νυμφεύτηκε την Ισαμπέλλα Μπραντ, θυγατέρα της ηγετικής μορφής της πόλης και ανθρωπιστή Γιαν Μπραντ (Jan Brandt).
Το 1610 ο Ρούμπενς μετοίκησε σε νέο σπίτι και εργαστήριο, που είχε σχεδιάσει ο ίδιος. Η κατοικία του αυτή έχει μετατραπεί σήμερα στο Μουσείο Rubenshuis. Πρόκειται για ιταλικού ύφους βίλα στο κέντρο της Αμβέρσας, στην οποία στέγασε και το εργαστήριό του, όπου ο ίδιος και οι μαθητές του δημιούργησαν το μεγαλύτερο μέρος των πινάκων του. Στέγασε, επίσης, την προσωπική του συλλογή έργων τέχνης και τη βιβλιοθήκη του, που ήταν από τις πλέον εκτεταμένες στην πόλη. Το εργαστήριο που δημιούργησε εκεί διέθετε πολυάριθμους μαθητές και βοηθούς. Πιο γνωστός από τους μαθητές του έγινε ο Άντονι βαν Ντάικ, ο οποίος σύντομα έγινε η ηγετική μορφή στη φλαμανδική προσωπογραφία και συνεργαζόταν συχνά με τον Δάσκαλό του. Ο Ρούμπενς συχνά συνεργαζόταν, επίσης, με εξειδικευμένους καλλιτέχνες της πόλης, όπως ο ζωγράφος ζώων Φρανς Σνάιντερς, ο οποίος ζωγράφισε τον αετό στον Προμηθέα Δεσμώτη του Ρούμπενς, και ο πολύ καλός φίλος του, ζωγράφος ανθέων Γιαν Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος καθώς και ο γιος του, Γιαν Μπρίγκελ ο νεότερος. Στον Catalogue raisonné υπό τον τίτλο Rubens : Works in Collaboration : Jan Brueghel I & II της Christine van Mulders αναφέρονται περί τους 40 πίνακες στους οποίους ο Ρούμπενς συνεργάστηκε με τους δύο καλλιτέχνες. Πολλοί από αυτούς είναι απεικονίσεις της Παρθένου, η οποία περιβάλλεται από γιρλάντες, θρησκευτικού περιεχομένου πίνακες, τοπία και αλληγορίες. Στην τελευταία αυτή κατηγορία εντάσσεται και η περίφημη σειρά πινάκων Αλληγορία των αισθήσεων.
Στα βόρεια της Αμβέρσας, στο χωριό Ντουλ (Doel) ο Ρούμπενς διέθετε και δεύτερη κατοικία, το “Hooghuis”, η οποία ανήκε στον πατέρα της πρώτης του συζύγου, Γιαν Μπραντ. Το σπίτι αυτό, σε τυπικό φλαμανδικό στυλ, αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία του Γιαν φαν Μπροκχόφεν ντε Μπερχάικ (Jan van Broeckhoven de Bergeyck), δευτέρου συζύγου της Χέλενα Φούρμεντ, δεύτερης συζύγου του καλλιτέχνη. Σήμερα έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.
Εικόνες για Αγία Τράπεζα, όπως η Ύψωση του Σταυρού (1610) και Η Αποκαθήλωση’ (1611 – 1614), για τον καθεδρικό ναό της Αμβέρσας, διαδραμάτισαν ισχυρό ρόλο στην καθιέρωση του Ρούμπενς ως της ηγετικής φυσιογνωμίας στη ζωγραφική στη Φλάνδρα λίγο χρόνο μετά την επιστροφή του. Στην Ύψωση του Σταυρού ο καλλιτέχνης συνδυάζει συνθετικά στοιχεία από τη Σταύρωση του Τιντορέττο, τη δυναμικότητα των μορφών του Μιχαήλ Αγγέλου αλλά και το δικό του, προσωπικό ύφος. Ο πίνακας αυτός θεωρείται ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της θρησκευτικής τέχνης του μπαρόκ.
Χρησιμοποίησε τις δημιουργίες χαρακτικών παλαιότερων καλλιτεχνών και εικόνες από τίτλους βιβλίων, ιδιαίτερα του φίλου του Μπαλτάζαρ Μορέτους, ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου Plantin-Moretus για να εδραιώσει τη φήμη του σε ολόκληρη την Ευρώπη σε αυτό το σημείο της σταδιοδρομίας του. Με εξαίρεση δύο εκπληκτικών χαρακτικών, ο ίδιος δημιουργούσε μόνο σχέδια για τα χαρακτικά αυτά, αφήνοντας την υπόλοιπη διαδικασία σε ειδικούς, όπως οι Λούκας Φόστερμαν, Πάουλους Πόντιους και Βίλλεμ Πανέιλς. Επιπλέον, προσέλαβε μερικούς χαράκτες, τους οποίους είχε εκπαιδεύσει ο Κρίστοφφελ Γέγκερ (Christoffel Jegher) και προσεκτικά τους εκπαίδευσε εκ νέου ώστε να υιοθετήσουν το πλέον ρωμαλέο ύφος που επιθυμούσε. Σχεδίασε, επίσης, την τελευταία σημαντική ξυλογραφία, πριν την αναβίωση της τεχνικής αυτής τον 19ο αιώνα. Ο Ρούμπενς καθιέρωσε την κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων για τα χαρακτικά του, περισσότερο για την Ολλανδία, όπου τα έργα του αντιγράφονταν κατά κόρον μέσω χαρακτικών. Επιπλέον, κατοχύρωσε πνευματικά δικαιώματα του έργου του σε Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία.
Ο “κύκλος της Μαρίας των Μεδίκων” και οι διπλωματικές αποστολές (1621–1630
Το 1621 η βασιλομήτωρ της Γαλλίας Μαρία των Μεδίκων ανέθεσε στον Ρούμπενς να ζωγραφίσει δύο μεγάλους αλληγορικούς κύκλους, με τους οποίους να εξυμνείται ο δικός της βίος καθώς και του εκλιπόντος συζύγου της Ερρίκου Δ΄ για το Ανάκτορο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι. Ο αποκαλούμενος “κύκλος της Μαρίας των Μεδίκων” (σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου) εγκαταστάθηκε εκεί το 1625 και, αν και άρχισε να εργάζεται και στον δεύτερο κύκλο, δεν τον ολοκλήρωσε ποτέ. Η Μαρία εξορίστηκε από τη Γαλλία το 1630 από τον γιο της, Λουδοβίκο ΙΓ΄ και απεβίωσε το 1642 στο ίδιο σπίτι στην Κολωνία όπου ο Ρούμπενς είχε ζήσει κατά την παιδική του ηλικία.
Μετά τη λήξη της “Δωδεκαετούς Ανακωχής” το 1621, οι ηγεμόνες των Ισπανικών Κάτω Χωρών εμπιστεύθηκαν στον Ρούμπενς μερικές διπλωματικές αποστολές. Ενώ ο καλλιτέχνης βρισκόταν στο Παρίσι για να συζητήσει σχετικά με τον “Κύκλο της Μαρίας των Μεδίκων”, ενεπλάκη στη συγκέντρωση απόρρητων πληροφοριών, σημαντικό καθήκον των διπλωματών της εποχής. Στηρίχθηκε στον φίλο του Νικολά Κλωντ Φαμπρί ντε Πεϊρέσκ (Nicolas-Claude Fabri de Peiresc), σημαντικό λόγιο της εποχής, για να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία. Το 1626 η οικογενειακή ευτυχία του καλλιτέχνη διαλύθηκε, καθώς απεβίωσε η σύζυγός του. Μεταξύ 1627 και 1630 ο Ρούμπενς επέδειξε αξιοσημείωτη διπλωματική δραστηριότητα και μετακινείτο μεταξύ των Αυλών Ισπανίας και Αγγλίας σε μια προσπάθεια να επιφέρει ειρήνευση μεταξύ των Ισπανικών Κάτω Χωρών και της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Έκανε, επίσης, μερικά ταξίδια στη βόρεια Ολλανδία, δραστηριοποιούμενος τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως διπλωμάτης.
Στις Αυλές αντιμετώπισε την αντίληψη ότι οι Αυλικοί δεν πρέπει να εμπλέκονται με οποιαδήποτε μορφή τέχνης και εμπορίου, αλλά έγινε δεκτός από πολλούς ως “τζέντλεμαν”. Ο Ρούμπενς έλαβε τίτλο ευγενείας από τον Φίλιππο Δ΄ το 1624, ενώ έλαβε και τον τίτλο του Ιππότη από τον Κάρολο Α΄ της Αγγλίας το 1630, ο οποίος του ανέθεσε να ζωγραφίσει στην οροφή του ανακτόρου του Ουάιτχολ την Αλληγορία του Πολέμου και της Ειρήνης (1629). Λίγους μήνες αργότερα, ο τίτλος του Ιππότη αναγνωρίστηκε και από τον Φίλιππο Δ΄. Το 1629, επίσης, ο Ρούμπενς έγινε τιμητικά Master of Arts στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Κατά την περίοδο 1628 – 1629 ο Ρούμπενς διέμεινε επί οκτώ μήνες στη Μαδρίτη. Εκτός από τις διπλωματικές του δραστηριότητες, ζωγράφισε και μερικούς σημαντικούς πίνακες για τον Φίλιππο Δ΄ και άλλους πατρόνες. Ξεκίνησε, επίσης, να μελετά ξανά τα έργα του Τιτσιάνο, αντιγράφοντας πολυάριθμα έργα του, ανάμεσα στα οποία και η Πτώση του Ανθρώπου (1628–29). Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του συνδέθηκε με φιλία με τον ζωγράφο της Αυλής Ντιέγκο Βελάσκεθ και σχεδίασαν από κοινού ένα ταξίδι στην Ιταλία το επόμενο έτος. Ο Ρούμπενς, εν τούτοις, επέστρεψε στην Αμβέρσα και ο Βελάσκεθ πραγματοποίησε το ταξίδι χωρίς αυτόν.
Η παραμονή του στην Αμβέρσα δεν διήρκεσε πολύ: Σύντομα ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως τον Απρίλιο του 1630. Τότε ζωγράφισε το έργο Αλληγορία του Πολέμου και της Ειρήνης, το οποίο σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου. Το έργο αυτό αποτυπώνει το έντονο ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την ειρήνη και ο Ρούμπενς δεν δέχθηκε να πάρει αμοιβή γι’ αυτό.
Ενώ η φήμη του σε διεθνές επίπεδο συνέχιζε να μεγαλώνει ανάμεσα στους συλλέκτες και στους ευγενείς καθ’ όλη αυτή τη δεκαετία, ο ίδιος και το εργαστήριό του συνέχιζαν να δημιουργούν μνημειώδη έργα για τοπικούς πατρόνες στην Αμβέρσα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου (1625 – 26) για τον καθεδρικό ναό της Αμβέρσας είναι εξέχον παράδειγμα αυτής της δραστηριότητας.
Η τελευταία δεκαετία (1630 – 1640)
Ο Ρούμπενς πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του στην Αμβέρσα και γύρω από αυτήν. Μεγάλα έργα για ξένους πατρόνες συνέχιζαν να τον απασχολούν, όπως αυτό για το ανάκτορο του Ουάιτχολ, αλλά ταυτόχρονα εξερευνούσε και προσωπικές διαφορετικές καλλιτεχνικές κατευθύνσεις.
Το 1630, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο της πρώτης του συζύγου Ιζαμπέλλα, ο 53χρονος τότε Ρούμπενς νυμφεύτηκε την ανιψιά της θανούσης, την δεκαεξάχρονη Χελέν Φούρμεντ. Η Χελέν ήταν η πηγή έμπνευσης του καλλιτέχνη για τις αισθησιακές μορφές πολλών από τους πίνακές του της δεκαετίας του 1630, όπως Η γιορτή της Αφροδίτης (σήμερα στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης), Οι Τρεις Χάριτες και Η κρίση του Πάριδος (και οι δύο πίνακες σήμερα στο Μουσείο Πράδο). Στον τελευταίο αυτό πίνακα, που δημιούργησε για λογαριασμό της ισπανικής Αυλής, οι θεατές του πίνακα αναγνώριζαν ως Αφροδίτη τη νεαρή δεύτερη σύζυγο του καλλιτέχνη.
Το 1635 ο Ρούμπενς αγόρασε ένα κτήμα έξω από την Αμβέρσα, στο οποίο υπήρχε το Κάστρο του Ελεβάιτ (Elewijt), γνωστό και ως “Kasteel Het Steen” ή “Rubenskasteel” και περνούσε εκεί το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του. Τοπία όπως Το κάστρο του Στέιν με κυνηγούς (σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου και Αγρότες επιστρέφουν από τα χωράφια (σήμερα στο Παλάτσο Πίττι της Φλωρεντίας δείχνουν την πιο προσωπική φύση πολλών από τα ύστερα έργα του. Συνέχισε, επίσης, την απεικόνιση των ολλανδικών / φλαμανδικών παραδόσεων του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου εμπνεόμενος από αυτά στα όψιμα έργα του, όπως ο πίνακας Φλαμανδική φιλανθρωπική αγορά (Kermis), περ. 1630, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
Θάνατος
Ο Ρούμπενς απεβίωσε από καρδιακή προσβολή, αποτέλεσμα της χρόνιας ποδάγρας του, στις 30 Μαΐου 1640. Ενταφιάστηκε στον ναό του Αγίου Ιακώβου της Αμβέρσας. Η επιτύμβια πλάκα του ανέγραφε:
D.O.M./PETRVS PAVLVS RVBENIVS eques/IOANNIS, huius urbis senatoris/flfius steini Toparcha:/qui inter cæteras quibus ad miraculum/excelluit doctrinæ historiæ priscæ/omniumq. bonarum artiu. et elegantiaru. dotes/ non sui tantum sæculi,/ sed et omnes ævi/ Appeles dicit meruit:/atque ad Regum Principumq. Virorum amicitias/gradum sibi fecit:/a. PHILIPPO IV. Hispaniarum Indiarumq. Rege / inter Sanctioris Concilli scribas Adscitus,/ et ad CAROLVM Magmnæ Brittaniæ Regem/Anno M.DC.XXIX. delegatus,/pacis inter eosdem principes mox initæ/fundamenta filiciter posuit./ Obiit anno sal. M.DC.XL.XXX. May ætatis LXIV. Hoc momumenteum a Clarissimo GEVARTIO/olim PETRO PAVLO RVBENIO consecratum/ a Posteris huc usque neglectum,/ Rubeniana stirpe Masculina jam inde extincta/ hoc anno M.DCC.LV. Poni Curavit./ R.D. JOANNES BAPT. JACOBVS DE PARYS. Hujus insignis Eccelsiæ Canonicus/ ex matre et avia Rubenia nepos./ R.I.P.//
Απόγονοι
Ο Ρούμπενς απέκτησε οκτώ παιδιά, τρία με την Ιζαμπέλλα και πέντε με την Χελέν. Το μικρότερο γεννήθηκε οκτώ μήνες μετά τον θάνατό του. Πολλοί από τους απογόνους του νυμφεύτηκαν ή παντρεύτηκαν με γόνους ευγενών οικογενειών της Αμβέρσας.
Τέκνα με την Ιζαμπέλλα Μπραντ:
- Άλμπερτ Ρούμπενς (1614-1657), νυμφεύτηκε την Κλάρα ντελ Μόντε (Clara del Monte)
- Νικολάας Ρούμπενς, Λόρδος Rameyen, (1618-1655), νυμφεύτηκε την Κονστάνσια Χέλμαν (Constancia Helman)
- Άλμπερτ Μαρί Νικολάας Πέτερ Ρούμπενς (1642-1672), νυμφεύτηκε τη Μαρία Καταρίνα Φέκεμανς (Maria Catharina Vecquemans)
- Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς ΙΙ (1642-1672)
- Φίλιπ Νικολάας (1643-1693)
- Ελέν Φρανσουάζ Μπατίστ (Hélène Françoise Baptiste, 1641-1710), παντρεύτηκε τον Γιον Λούντεν (John Lunden).
- Μαρία Κονστάντια Ρούμπενς (Maria Constantia Rubens, 1649- ;),παντρεύτηκε τον Λάμπερτ Φρέντερικ του Μπρόνκχορστ (Lambert Frederik of Bronckhorst, Lord of Berlaer).