Ποιητικές φωνές του Μεσοπολέμου. Η περίπτωση του Ναπολέoντος Λαπαθιώτη

Ο Λαπαθιώτης περνά στην αιωνιότητα ως ένα μετέωρο. Ένας διάττων αστήρ της λογοτεχνίας μας και ένας εκ των τελευταίων σημαντικών ποιητικών φωνών αυτού του τόπου για τον 20ό αιώνα.

by Times Newsroom
  • Γράφει ο ΠΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ*

Καταρχάς αναγνώστρια και αναγνώστη, μία απαραίτητη διευκρίνιση. Όσα κείμενα εντάσσονται στην παρούσα κατηγορία των φωνών του μεσπολέμου, δεν είναι κείμενα ιστορικά. Δεν είναι επίσης κείμενα ούτε καν λογοτεχνικά, αλλά συντάσσονται υπό το σκεπτικό μιάς ερμηνευτικής βιογραφίας σε εντελώς αδρές γραμμές ως κείμενα που σκοπό έχουν να σου κινήσουν τον ενδιαφέρον για να ψάξεις ορισμένα πρόσωπα και πράγματα που φέρνοντάς τα στην δική σου ζωή, θεωρώ πως θα σε κάνουν καλύτερο.

Με την έννοια «Ερμηνευτική βιογραφία», εννοώ την σκιά που αφήνει επάνω στην ψυχή του υποφαινόμενου, το έργο ενός συγκεκριμένου λογοτέχνη που σημάδεψε την άποψή μου αναφορικά με το τι είναι ποίηση κυρίως. Τούτη την ώρα που συντάσσω το παρόν, την ίδια ίσως στιγμή τα ξημερώματα της 7ης προς την 8η Ιανουαρίου του 1944, του τελευταίου χειμώνα της Γερμανικής κατοχής, ο αποψινός μου προσκεκλημένος, αυτοκτονεί.

Ακούγεται πως η αυτοκτονία Λαπαθιώτη ήταν ατύχημα, ήταν απλώς η τελευταία ύστατη προσπάθεια του ποιητή να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Στο μυαλό αυτού του ανθρώπου αλλά και στην θέση του, όπως και στην θέση κάθε αυτόχειρα, δεν μπορεί να έρθει με βεβαιότητα κανείς. Τα σημειώματά του πριν απο το απονεννοημένο αυτό διάβημα, δείχνουν πως αυτό δεν αληθεύει. Δείχνουν καταφανώς πως ο Λαπαθιώτης, προετοίμαζε για μήνες ή και χρόνια αυτό που συνέβη απόψε πριν απο κοντά ογδόντα χρόνια και πως το μόνο για το οποίο δεν ήταν βέβαιος ήταν η ημέρα ή καλύτερα στην περίπτωσή του η νύχτα και η ώρα.

Είχε προλάβει να ειδοποιήσει φίλους και όσους εκτιμούσε ως το τέλος της ζωής του για το συγκεκριμένο συμβάν, είχε γράψει επίσης ακόμη ακομη και τις παραγγελίες του αναφορικά με την κηδεία του, την οποία ζήτησε να συμβεί τρείς ημέρες μετά απο την επίσημη διαπίστωση του θανάτου του, προκειμένου να αποφευχθεί η περίπτωση της νεκροφάνειας.

Ο Λαπαθιώτης περνά στην αιωνιότητα ως ένα μετέωρο. Ένας διάττων αστήρ της λογοτεχνίας μας και, κατά την άποψή μου, ένας εκ των τελευταίων σημαντικών ποιητικών φωνών αυτού του τόπου για τον 20ό αιώνα. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πέρα απο τον ίδιον, τις τραγικές εκείνες συνθήκες που τον ώθησσαν να δώσει τέλος στην ζωή του, όμως ψυχανεμίζεται ο καθένας μας και ιδιαίτερα όλοι όσοι απο εμάς σκαλίζουν πέντε γραμμές σε μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο, γράφοντας ποίηση, πως αν αυτός ο κόσμος δεν θέλησε ποτέ τον Λαπαθιώτη, τότε εκείνος δεν τον θέλησε δέκα φορές παραπάνω.

Ο ποιητής αυτός όπως και όλοι οι πραγματικοί ποιητές που κανείς δεν θα μάθει απο τις εφημερίδες και που τα κείμενά τους ίσως ποτέ κανείς δεν μπεί στον κόπο να διαβάσει, έζησε ολάκερη την σχετικά ολιγόχρονη ζωή του ανάμεσα στο ιδεατόν και στο απολύτως πραγματικόν. Μία πραγματικότητα που τον συνέθλιβε καθημερινά γι’ αυτό και εκείνος αναζητούσε επί ματαίω πρόσκαιρες απολαύσεις πέρα απο το “φυσιολογικό” θαρρείς και κρατάμε όλοι εμείς μία μεζούρα με το τι είναι φυσιολογικό και τι οχι και συγκρίνουμε τους άλλους σε σχέση με μας.

Ο Λαπαθιώτης διαμέσου αυτής της ατραπού, λαθεμένης ή σωστής, προσπάθησε να ξεφύγει απο την καθημερινότητα που τον συνέθλιβε ώρα με την ώρα, μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο. Οτι δεν μπόρεσε να βρεί στον κόσμο της ύλης και να το συνταιριάξει με την εσωτερική του ιδέα για τα πράγματα, το ανακάλυψε ή και το δημιούργησε εφόσον το διέταζε η ανάγκη μόνος του.

Ήταν ένας Δον Κιχώτης, όπως τον χαρακτήρισαν εχθροί και φίλοι, ο οποίος έζησε με τα δικά του μέτρα και σταθμά παράλληλα με τον καιρό του και ποτέ δεν υποτάχθηκε σε ό,τι έβλεπε να συμβαίνει γύρω. Ποτέ δεν ακολούθησε τα χρηστά ήθη της εποχής του και θα έλεγε κανείς πως έζησε ως παρατηρητής αυτού του κόσμου, ο οποίος προσπάθησε για όσο ήταν δυνατόν, να αλλάξει τα πράγματα. Να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία του σε όσα επίπεδα μπορούσε να παρέμβει, σε κοινωνικό, σε πολιτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο νοοτροπίας μιάς ολάκερης ψευτοπουριτανικής κοινωνίας.

Η καλή του ανατροφή, χαρακτηριστικό το οποίο προσέλαβε λόγω της κοινωνικής του θέσης, αλλά προφανώς και από χαρακτήρα, του έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει το εστέτ κομμάτι του χαρακτήρα του σε σημείο τέτοιο όπου εγώ προσωπικά να τον θεωρώ τον Όσκαρ Ουάιλντ της Ελλάδας. Η αντισυμβατικότητά του δεν ήταν μία ψεύτικη κοινωνική συμπεριφορά ενάντια στο καθιερωμένο και το τετριμμένο της εποχής του. Ήταν μία στάση ζωής που από τη στιγμή που πρωτάνοιξε τα μάτια του, παιδί ακόμη ως και την στιγμή που μονάχος, έρημος και παρατημένος από όλους και κυρίως από τον πρότερο εαυτό του, έκλεισε ένα χειμωνιάτικο βράδυ των αρχών του ’44, ετσιθελικά απέναντι στον μοναδικό σίγουρο επισκέπτη για όλους μας, τον θάνατο.

Η αυτοχειρία και μάλιστα η από καιρό σχεδιασμένη αυτοχειρία τύπου Λαπαθιώτη, κρύβει έναν άκρατο εγωισμό μέσα της ο οποίος όμως αντρειεύει μέσα απο τις κοινωνικές και ατομικές συνθήκες όπου το άτομο ζεί και πορεύεται. Είναι μία απόφαση αυτοδιαχείρισης της ζωής και ένας αποχαιρετισμός στον φυσικό κύκλο πολύ δύσκολο να ερμηνευθεί. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Λαπαθιώτη δε, η αυτοχειρία καθίσταται διάβημα διαμαρτυρίας για το γεγονός πως ό,τι ονειρεύεται κάποιος δεν το βρίσκει ποτέ στον κόσμο της ύλης και έτσι αποφασίζει να δώσει οριστικό τέλος στο αδιέξοδο και να τερματίσει έναν ακόμα κύκλο της ύπαρξης.

Το έργο του Λαπαθιώτη, ενός φοβερά μορφωμένου κατ’ ουσίαν ανθρώπου, ο οποίος έζησε με τους δικούς του όρους και δεν υποτάχθηκε ποτέ σε κοινωνικές νόρμες, τις οποίες χλεύαζε σε κάθε ευακιρία με την πυρωμένη πένα του, την γεμάτη ρυθμό και μουσικότητα, γεμάτη απο το πάθος για αντικατάσταση όσων θεωρούσε πως έπρεπε να αλλάξουν, προκειμένου να ταιριάζουν κατά τον καλύτερο τρόπο προς την εσωτερική του ιδέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον στις μέρες μας ως ένα απλό διάβημα διαμαρτυρίας ενός και μόνο ανθρώπου.

Αν και ο ίδιος πέρασε ως μετέωρο απο τα νεοελληνικά γράμματα και χάθηκε μέσα στη σκιά του θανάτου και ενίοτε και δυστυχώς για εμάς και της λήθης, η φωνή του δεν είναι η φωνή ενός παιδιού που ποτέ δεν έγινε άντρας. Είναι η φωνή όλων όσοι πέρασαν και θα έρθουν που αδικήθηκαν, που παρεξηγήθηκαν, που έζησαν και τέλειωσαν τον φυσικό τους κύκλο, μέσα στις έκνομες (ποιός καθορίζει το νόμιμο άραγε) απολαύσεις, σε μιά προσπάθεια αναζήτησης του ιδεατού. Εκεί βασίζεται κατά την άποψη μου και ο αισθητισμός του Λαπαθιώτη, ο υπέρμετρος αισθητισμός τον οποίον υπέβαλε η φύση του, ο χωρίς πρόγραμμα συγκεκριμένο, που άφησε να κυλήσει η ζωή του.

Ο Λαπαθιώτης δεν αποφασίζει να καθορίσει την ζωή του με βάση νόρμες, αλλά αφήνει τα πράγματα στην τύχη, το ομολογεί πως το να έχει ένα πρόγραμμα, να ακολουθεί οδηγίες που του επιβάλλουν και τα τοιαύτα, τον αφήνει παγερά αδιάφορο. Έζησε ως το τζιτζίκι της γνωστής μας ιστορίας και έσβησε μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα της κατοχής, (όταν είχε διαγνώσει απο καιρό πως ο κύκλος έκλεινε) μία κατάσταση που προσέδιδε στην νύχτα και έναν σημειολογικό χαρακτήρα, με έναν πυροβολισμό στην καρδιά. Ο Λαπαθιώτης άνθρωπος ελεύθερος, αυτοφυής και αυτόφωτος, όπως και βαθύτατα ευγενής, δεν θα μπορούσε να αυτοκτονήσει άλλη στιγμή, πέρα απο τη στιγμή μιάς ανελεύθερης κατοχής. Και ο θάνατος του για όσους τον ήξεραν, ήταν κάτι το αναμενόμενο πως έμελλε να συμβεί με κάποιον τέτοιον τρόπο υπό κάποιες τέτοιες συνθήκες.Ο Λαπαθιώτης δεν είναι απλώς ένας ρομαντικός αυτόχειρ που γνώρισε την φήμη και τα χειροκροτήματα του κόσμπου που ήσαν ψεύτικα και που ο χρόνος αποκάλυψε εμπρός του αυτό το ψέμα. Ήταν ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος που προετοίμασε την “μεγάλη εξαφάνιση”, το κατέβασμα απο το σανίδι της ζωής, ως την τελευταία του λεπτομέρεια, ίσως πάρα πολλά χρόνια από την στιγμή που αυτό συνέβη στον κόσμο της ύλης.

Αυτός ο άνθρωπος, ο ιππότης και συνάμα ο στρατιώτης της ομορφιάς που αναζήτησε το ακμαίον και το ωραίον πάντοτε άσχετα αν το βρήκε ή όχι ποτέ, έπαιρνε διαταγές όπως και όλοι οι πραγματικοί ποιητές μόνον απο την ομορφιά αυτού του κόσμου και αυτό προσπάθησε να δείξει σαν ένα παιδί που μας δείχνει κάτι με τεντωμένο το δάκτυλό του προς όλους εμάς τους υπόλοιπους σύγχρονούς του και τους μετέπειτα.

Και εντέλει και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, το μόνο πράγμα για το οποίον είχε τελικά πρόγραμμα στην ζωή του ήταν ο τρόπος διαφυγής από αυτή την ίδια την ζωή, η αυτοκτονία του .

*Ο κ. Πάνος Χατζηγεωργιάδης είναι Μουσικοσυνθέτης, του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή