Η αρμόδια υπηρεσία του Πενταγώνου (DSCA) διευκρίνισε στο δελτίο Τύπου που έδωσε στη δημοσιότητα πως το πακέτο περιλαμβάνει ηλεκτροοπτικά συστήματα αναγνώρισης και παρακολούθησης (IRST) και συναφή εξοπλισμό, που κατασκευάζει η Lockheed Martin, για τα F-16 της Ταϊβάν.
«Η προτεινόμενη πώληση θα βελτιώσει τις δυνατότητες της Πολεμικής Αεροπορίας της νήσου να «αντιμετωπίζει σημερινές και μελλοντικές απειλές», να υπερασπίζεται τον εναέριο χώρο της, να παρέχει ασφάλεια στην περιοχή, ενώ «θα αυξήσει τη διαλειτουργικότητα» με τις ΗΠΑ, εξηγείται στην ανακοίνωση.
Στο κείμενο της DSCA, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων τονίζεται ακόμη πως η προτεινόμενη πώληση «δεν μεταβάλλει» τη βασική στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Στην Ταϊπέι, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξέφρασε ευγνωμοσύνη για την έγκριση της συμφωνίας πώλησης, διευκρινίζοντας πως η πώληση αναμένεται να προχωρήσει περίπου έναν μήνα αφού έχει ειδοποιηθεί το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Τα συστήματα αυτά θα αξιοποιηθούν για τη «διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας», πρόσθεσε το υπουργείο μέσω X (του πρώην Twitter).
Οι υπηρεσίες της προέδρου της Ταϊβάν, της Τσάι Ινγκ-γουέν, επισήμαναν σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησαν πως πρόκειται για το 11ο πακέτο όπλων η πώληση του οποίου εγκρίνεται αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν το 2021. Κατά την ανακοίνωση, η κυρία Τσάι ευχαρίστησε την Ουάσιγκτον για τη «δέσμευσή τους» στην «ασφάλεια της Ταϊβάν».
Η συμφωνία αναμένεται να προκαλέσει την οργή του Πεκίνου.
Η Κίνα θεωρεί τη νήσο επαρχία της, προορισμένη να επανενωθεί μια μέρα με την ηπειρωτική χώρα, χωρίς να αποκλείει τη χρήση βίας. Η σημερινή κυβέρνηση της Ταϊβάν απορρίπτει την κινεζική θέση.
Η Ουάσιγκτον είναι ο κυριότερος προμηθευτής όπλων της Ταϊπέι και η βασική προστάτιδα δύναμη της νήσου, παρότι επισήμως δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με αυτήν, αλλά με το Πεκίνο, όπως οι περισσότερες χώρες του κόσμου. Μολαταύτα, είναι νομικά υποχρεωμένη να ενισχύει τις αμυντικές δυνατότητες της Ταϊβάν δυνάμει νόμου του 1979.