- ΝΙΚΟΣ ΤΣΟΥΛΙΑΣ
Σε μια εποχή που ευδοκιμούν οι θεωρίες αποδόμησης και η ιστοριογραφία τείνει να αποικίσει την ίδια την ιστορία – και όχι να την ερμηνεύει και να την επανερμηνεύει με βάση το εκάστοτε συγκείμενο -, είναι απόλυτα απαραίτητη η ορθολογική και επιστημονική θεώρηση του παρελθόντος και ιδιαίτερα των γεγονότων που αποτελούν τομές στην πορεία των εθνών.
Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Η γραφή της ιστορίας είναι επιστημονική υπόθεση; Υπάρχουν στοιχεία που αμφισβητούν την θετική απάντηση. α) Ο ιστορικός επιστήμονας βρίσκεται σε συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο και φυσικά διατρέχεται από ανάλογους δογματισμούς και από πολλαπλές προκαταλήψεις – ακόμα και αδιόρατες. β) Η έρευνά του δεν εδράζεται σε απόλυτα ασφαλή επιστημονική μεθοδολογία – καταπώς την προσδιορίζουν οι θετικές κυρίως επιστήμες. γ) Η γραφή της ιστορίας είναι πολιτικοποιημένη, αφού πάντα εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό και κοσμοθεωρητικό αφήγημα.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι μεγάλες αντιπαραθέσεις – ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές, πολιτικές και κομματικές – γίνονται ως προς τη γραφή της ιστορίας και ιδιαίτερα στη γραφή της θεσμικής της, της επίσημής της έκφρασης στην εκπαίδευση.
Όμως, η γραφή της δεν μπορεί παρά να αποτελεί το ουσιαστικό συλλογικό παρελθόν λαών και εθνών. Γιατί, η ιστορία είναι καθοριστικός παράγοντας για την πορεία κάθε κοινωνίας, για τη διαμόρφωση του παρόντος της και του μέλλοντός της. Γι’ αυτό και υπάρχει πάντα ένα πεδίο επίσημης για τα κράτη γραφής της: η θεσμική αποτύπωσή της στην εκπαίδευση, στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο.
Εμείς οι Έλληνες έχουμε μια βαριά μα και όμορφη παρακαταθήκη για τη γραφή της ιστορίας. Έχουμε τον «πατέρα της, τον Ηρόδοτο, οποίος περιέγραψε πολέμους και πολιτισμούς, γεγονότα και παραδόσεις με εντυπωσιακή αντικειμενικότητα. Έχουμε τον Θουκυδίδη, που εξέλιξε τις ανάλογες επιστημονικές κατακτήσεις του Ηρόδοτου. Υπάρχει και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό.
Στο κορυφαίο λογοτεχνικό ελληνικό έργο, στην Ιλιάδα του Ομήρου – στο βαθμό που αφηγείται ιστορικά συμβάντα – δεν είναι μονομερής η εξιστόρησή του υπέρ των Ελλήνων. Να και κάποια ενδεικτικά προς τούτο παραδείγματα. Οι σκηνές της Ανδρομάχης με τον Έκτορα, του Πριάμου με τον Αχιλλέα αλλά και το πρώτιστο μήνυμά του «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» – το τελευταίο μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο αλλά δεν είναι, γιατί απλά θα μπορούσε να μην έχει γραφτεί – είναι στοιχεία που εξυμνούν τους Τρώες, που αναδεικνύουν την αντικειμενικότητα.
Η ανάγνωση της ιστορίας έχει ενδογενή προβλήματα. Παρακάμπτουμε το γεγονός ότι συχνά πυκνά διαμεσολαβούν πολλές στρώσεις του χρόνου και άφθονα γυρίσματα των καιρών από την πραγματοποίηση των ιστορικών συμβάντων και κρίνουμε το περιεχόμενό τους και τη γραφή τους με βάση τα δικά μας σύγχρονα πολιτιστικά πλαίσια. Έτσι, φτάνουμε, για παράδειγμα, να θεωρούμε τον Αριστοτέλη ρατσιστή αφαιρώντας την ιστορική πραγματικότητα της εποχής του και να τον κρίνουμε με βάση ένα σημερινό κριτήριο, μιας άλλης κοινωνίας, ενός άλλου πολιτισμού.
Αλλά πέραν αυτής της θεωρητικής προσέγγισης στη σχέση μας με την ιστορία, υπάρχουν ατέλειωτα σημεία συζήτησης. Πάντα είχα ένα βασανιστικό ερώτημα – μια απορία. Πώς μπορούν να διαπράττονται επώδυνα και καθοριστικά λάθη στην πορεία ενός λαού; Πώς μπορούν τόσο εύκολα να γίνονται εθνικές τραγωδίες; Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Η συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο πώς μπορούν να ερμηνευτούν; Τι νόημα είχαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στα βάθη της Τουρκίας και στον Σαγγάριο; Ακόμα και αν καταλάμβανε ο στρατός μας την Άγκυρα, τι θα σήμαινε αυτό – θα επιβίωνε ένα τέτοιο στάτους;
Με την κατάργηση της νόμιμης κυβέρνησης στην Κύπρο δεν θα επέμβαινε η Τουρκία με τη νομιμοποίηση της εγγυήτριας δύναμης; Στην άσκηση της εθνικής πολιτικής δεν θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη ο «διεθνής παράγοντας», οι συμμαχίες, οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλά και το διεθνές δίκαιο;
Λέγεται ότι ένα πράγμα διδάσκει η ιστορία, ότι δεν διδάσκει. Προφανώς δεν ευθύνεται καμιά ιστορία γι’ αυτό. Η ερμηνεία της και το έλλειμμα του ορθολογισμού είναι τα στοιχεία που ακυρώνουν τον ουσιαστικό ρόλο της ιστορίας. «Να μελετάμε την ιστορία», λοιπόν. Αλλά να ξέρουμε πώς να τη μελετάμε