Σπύρος Πλασκοβίτης: “Το πηλήκιο” | Διήγημα

Μπαρκάρισε το ίδιο βράδυ. Είχε μπλέξει, μας είπαν, με χοντροχέρηδες θαλασσινούς γύρω απ’ τους ξύλινους μπάγκους, εκεί στις ταβέρνες του παλιού λιμανιού, κατά την πίσω μεριά του κάστρου. Τον πήραν μαζί και μπαρκάρισε. Όμως, εγώ το ξέρω, δεν έφταιγαν οι θαλασσινοί. Εγώ τον έδιωξα τον πατέρα, εγώ…

by Times Newsroom

ΣΠΥΡΟΣ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ

Το πηλήκιο

ΗΤΑΝ το καλύτερό μου παιγνίδι. Όταν κατάφερνα με διάφορες πονηρίες να το πιάσω στα χέρια μου, άλλοτε το χάιδευα κι άλλοτε το φορούσα, κρατώντας ακίνητο το μικρό κεφάλι μου πάνου στο σβέρκο, ώς που έφτανα έτσι, με προσεχτικά βήματα για να μη χαθεί η ισορροπία του, μπροστά στον καθρέφτη της κονσόλας. Εκεί μπορούσα κατόπι να στέκομαι ώρες και να το καμαρώνω.

Μου ’ρχόταν λιγάκι φαρδύ, κωμικά φαρδύ μάλιστα, μ’ αυτό είχε το πλεονέχτημα να σου δίνει πρώτα-πρώτα να καταλαβαίνεις πως δεν ήταν ένα δικό σου πηλήκιο, ένα πηλήκιο φτιαγμένο επίτηδες για τα μέτρα παιδιάστικου κεφαλιού, παρά ήταν εξαρχής ταιριασμένο για δύσκολες και σοβαρές δουλειές, σαν αυτές που μονάχα ο πατέρας θα κατάφερνε να τις βγάζει πέρα όταν το ’χε στο κεφάλι του και διάταζε – δουλειές της θάλασσας… Κι έπειτα, ένα σφιχτό καπέλο δεν υπάρχουν, στ’ αλήθεια, πολλοί τρόποι να το φορέσεις – αυτό το κατάλαβα αργότερα· ό,τι είν’ ολότελα δικό σου, είναι πράμα μονοκόμματο και πληχτικό – υπάρχουν το πολύ ένας ή δυο τρόποι… Όμως εκείνο το ναυτικό πηλήκιο του πατέρα μου που ήταν ξένο, μα και λιγάκι σα δικό μου, που βαστούσε το σχήμα του κρανίου του, κάποια μυρουδιά απ’ το δέρμα του, κάτι απ’ τον αέρα της κοψιάς του, απ’ το νεανικό και δύσκολο χαραχτήρα του, εκείνο ήταν πραγματικό έξοχο πηλήκιο – το καλύτερο πηλήκιο του κόσμου! Υπήρχαν χίλιοι τρόποι γι’ αυτό…

Χάιδευα το σκούρο μπλε ύφασμά του, που είχε τη γυαλάδα και την πουπουλένια μαλακωσιά της κοιλιάς αγριοπερίστερου. Περιεργαζόμουν το φουσκωτό εθνόσημο κεντημένο με χρυσαφιά συρματοκλωστή, την όμορφη άγκυρα, το στέμμα, και το μικρό σταυρό. Έφερνα πολύ κοντά στο πρόσωπο το μαύρο του στιλπνό κεραμίδι ψάχνοντας εκεί μέσα, σα σε σκοτεινό καθρέφτη, τα μάτια μου – τόσο αλλαγμένα, παράξενα, μυστηριώδικα. Κι έπειτα μ’ άρεσε να φυσώ την άχνα μου απάνου του και να τρίβω με το μανίκι μου τη λουστραρισμένη του επιφάνεια… Μπρούντζινοι ήλιοι, χυμώντας στα κύματα, σαν αρχαγγελικά σπαθιά, έβρισκαν εμπόδιο σε τούτη την κοφτερή φέτα της νύχτας που προστάτευε τα βλέφαρα του πατέρα μου, όταν θα στεκόταν εκείνος ψηλά στην πολεμική γέφυρα του καραβιού του κι αντίκριζε τους ξημερωμένους κάβους ν’ ανεβαίνουν, ένας-ένας, απ’ τη θάλασσα, τινάζοντας της ράχης τους την αρμύρα, την πρασινίλα των βράχων και τον αφρό! Ο αγέρας δε θα κατάφερνε ν’ ανακατεύει τα ξανθουλά μαλλιά του, έτσι σφιγμένα στον πέτσινο τούτο κύκλο του πηλήκιου με το άσπρο μεταξωτό ύφασμα από μέσα, μόνο εκείνα θα διατηρούσαν πάντα από κάτω τ’ όμορφο σχήμα τους – μια χαμηλή χωρίστρα μυρουδάτη στ’ αριστερό μέρος, λίγο ψηλότερα απ’ το μενίγγι (το μενίγγι του, που ήταν κόκκινο τριανταφυλλί, όλο χλωμές φλεβίτσες…)

Μου άρεσε, στ’ αλήθεια, περσότερο να τον φαντάζομαι τον πατέρα, ενώ τον είχα καθημερνά μπροστά μου. Ερχόταν το μεσημέρι, έφευγε το πρωί, αφού πλενόταν με θόρυβο στο μπάνιο κι αισθανόσουν να τινάζει γύρω του τα νερά τρίβοντας τα χέρια και το σβέρκο του· τίναζε τα νερά σαν ένα ευγενικό ζώο που αναγαλλιάζει το λουστραρισμένο δέρμα του, σαν ένα πουλάρι ράτσας – έτσι ξυπνούσε το πρωί ο πατέρας.

Όμως τ’ απόγιομα γινόταν αντίθετα δειλός και το βήμα του βάραινε περίεργα. Λες και δεν ήξερε ακριβώς πού να πατήσει, πώς να διαβεί, ανάμεσα στ’ ακίνητα έπιπλα τ’ ακουμπισμένα τριγύρω στους τοίχους, καθώς τούτα άπλωναν τέτοιαν ώρα τον ίσκιο τους, γιομίζοντας την κάμαρα, πάνου στα χαλιά και στα νησιώτικα στρωσίδια. Το γυμνασμένο κορμί του φαινόταν τότε να χωράει δύσκολα στο πολιτικό του κουστούμι, οι πλάτες του γίνονταν δυσκίνητες. Κι έπειτα συχνά τον έβλεπα ν’ αποτραβιέται στην ακρινή κάμαρα, όπου ξεχνιόταν ώρες, ξετυλίγοντας τους πράσινους, ναυτικούς του χάρτες, γράφοντας μεγάλες αναφορές σε χαρακωμένες κόλλες χαρτιού ή και χωρίς τίποτα να κάνει, εξόν, που με τα χέρια παρατημένα, τέντωνε τα πόδια του κι οι γυαλισμένες μύτες των παπουτσιών του έπαιζαν στον ήλιο της τζαμόπορτας.

Δεν ήθελα να τον βλέπω, φοβόμουν να τον πλησιάσω τέτοιες ώρες. Προτιμούσα να τον φαντάζομαι στο καράβι του με τη στολή, έτσι καθώς έδειχνε δυνατός σ’ εκείνη τη γυαλιστερή φωτογραφία της σάλας, έτσι καθώς τον αισθανόμουν κι εγώ όταν χάιδευα κρυφά το πηλήκιο. Ο πατέρας!… Μα γιατί λοιπόν μ’ εμπόδιζαν; Ήταν ολάκερη ιστορία να σου δώσουν τ’ όμορφο πηλήκιο, το μπλε πηλήκιο με το στιλπνό κεραμίδι και την πουπουλένια, σαν την κοιλιά τ’ αγριοπερίστερου, μαλακωσιά. Χρειαζόταν να παρακαλέσω – χίλια παρακάλια – τη μικρότερη… τη θεία Ρωξάνη, για την άλλη – την Αγλαΐα – δε γινόταν συζήτηση. Καμιά φορά πάλι ανακάλυπτα ξεχασμένα τα κλειδιά της κασέλας, κι άλλοτε τύχαινε ν’ αρρωστήσω· τότε μου το έδιναν για λίγο το πηλήκιο: “Πρόσεξε να μην το χαλάσεις, ο πατέρας σου δεν έχει δεύτερο.” Ο πατέρας μου… Όχι δεν τον είδα ποτέ με τα μάτια μου να φοράει πηλήκιο, μ’ άρεσε γι’ αυτό μόνο να τον φαντάζομαι.

***

Βαστούσε όλη η οικογένεια από σόι ναυτικό, μα ήταν σχεδόν ξεκληρισμένη. Διακόσια μέτρα δώθε απ’ το λιμάνι, στο βαρύν ίσκιο του κάστρου, πάνου στην κορφή μιας πέτρινης σκάλας που έδειχνε με κόπο πελεκημένη, σκαλοπάτι το σκαλοπάτι, στα κακοτράχαλα βράχια, εκεί ο Αρίστος Βαρμάνος, ο προπαππούς του πατέρα μου, είχε ανεβάσει – τα πρώτα χρόνια ύστερ’ απ’ την επανάσταση – έναν κοφτό τοίχο ώς πενήντα μέτρα ύψος. Άνοιξε παραθύρια σαν αητοφωλιές κι ένα μεγάλο μπαλκόνι με πλουμιστά κάγκελα, να βγαίνει και να κάθεται τ’ απόβραδο, να ευφραίνεται το ναργιλέ του, την αρχοντιά, τα πλούσια μουστάκια του, το πηχτό κεχριμπάρι του κομπολογιού του που μετρούσε σίγουρα τις ώρες. Από κάτου ξανοίγονταν και τότε το στενό κανάλι με τα πλεούμενα, μπογιατισμένα στα κόκκινα και πράσινα νερά του δειλιασμένου ήλιου. Χαμήλωναν τα πανιά αργομπαίνοντας, παρατούσαν ζερβόδεξα τα κουπιά κι αψήλωναν τα χέρια, ως τον θωρούσαν στο μπαλκόνι του, να τον χαιρετήσουν – ψαράδες, μικροκαραβοκύρηδες θαλασσομάχοι – “Έγια-λέσα, καπιτάνιο! Καλήν εσπέρα σου!”

Είχε εφτά παιδιά, τα πέντε αγόρια. Αντίκρυ η καρπερή γλώσσα της γης μύριζε κίτρο – αψιά, αγορίστικη μοσκοβολιά – κι απ’ τους καφενέδες του μώλου θα βαρούσαν σιγανά τέτοιαν ώρα οι βραδινές πίπιζες. Τέτοιαν ώρα… Ήξερε να τα διηγέται σαν παραμύθι, να τα φαντάζεται όμορφος εκείνα τα ιστορημένα χρόνια η θεία Αγλαΐα, προσπαθούσε να βγάλει απ’ αυτά ένα νόημα.

Ήταν μια γυναίκα κλασική στο είδος της, ένα υστερόγραφο θα ’λεγα στην άκρη μιας παλιάς, κουρελιασμένης περγαμηνής. Γιατί, πραγματικά, πόσοι και ποιοι να είχαν απομείνει απ’ το Βαρμανέικο; Η θεία Αγλαΐα δεν δυσκολευόταν να τους μετρήσει, μα εκεί, στην τρίτη ή τέταρτη κιόλας γενιά, σταματούσε. Δεν έβρισκα άλλον απ’ τον αδερφό της τον “πλωτάρχη” κι εμένα.

Ο “πλωτάρχης” ήταν βέβαια, μέσα στο σπίτι, ο Λουκάς, ο πατέρας μου. Μα για τους άλλους, όταν το ’φερνε η κουβέντα, δεν ήταν παρά μονάχα ο “πλωτάρχης”. Ποτέ δεν τον έλεγε στους άλλους με τ’ όνομά του “Λουκάς” η θεία Αγλαΐα, ακόμα κι όταν έπαψε πια στ’ αλήθεια να ’ναι πλωτάρχης, ακόμα και τότε έβρισκε πως είχε δίκιο να τον λέει έτσι… Κανένας δε μπορούσε να του στερήσει το βαθμό του (πέντε αγόρια του καπετάν Αρίστου, άλλοι στο στόλο, άλλοι στην πολιτική· ένας υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση “Τσουμπέ”, τα οχτακόσια εβδομήντα!) Η θεία Αγλαΐα ήξερε να συζητεί “πολιτικά”. Σιγά-σιγά το υποψιάστηκα… Ποτέ λοιπόν δε θα τον έβλεπα τον πατέρα με πηλήκιο;

Δεν είχα το θάρρος να ρωτήσω, μητέρα δεν πρόλαβα. Η θεία Αγλαΐα ήταν σ’ αυτό το σπίτι η νοικοκυρά. Μεγαλύτερη καμιά δεκαριά χρόνια απ’ τον πατέρα μου, χώρισε μέσα σε τρεις μήνες τον άντρα της – έναν ιδιότροπο ρωμηό της Αλεξάντρειας, τον κύριο Βλαδίμηρο Καρφή, που αγαπούσε με πάθος τα μογγόλικα σκυλιά και τα παράξενα τσιμπούκια και διατηρούσε μιαν απέραντη συλλογή από δαύτα. Η θεία Αγλαΐα γύρισε τότε γρήγορα στην Ελλάδα, δεν ξαναπαντρεύτηκε, δεν κατέβαινε εύκολα απ’ το πατρικό της – εκεί στα εκατοπενήντα σκαλοπάτια του βράχου με τις φραγκοσυκιές· μόνο έβγαινε καμιά φορά στητή στο μπαλκόνι, χωρίς να την ξαφνιάζουν τα πετροχελίδονα που έσκιζαν πάνωθέ της τον αγέρα σκληρίζοντας. Μα, σαν τύχαινε βράδυ, ν’ ακουστούν τίποτα σάλπιγγες απ’ το κοντινό ναυτικό προγυμναστήριο, τότε αμέσως μ’ άρπαζε και με τραβούσε μέσα, σφαλίζοντας τη τζαμωτή μπαλκονόπορτα. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές εκείνο τον τελευταίο χρόνο που θυμάμαι με το πηλήκιο…

Ανάβαμε τη μπρούντζινη λάμπα στο τραπέζι και την άλλη από πορσελάνη που ανέβαινε στο ταβάνι με κάτι χρυσαλειμμένες αλυσιδίτσες, περασμένες σε μικρή τροχαλία. Έβλεπα τότε τα μάτια της καθώς στεκόταν κοντά στο φωτερό γυαλί, κι είχα την παράξενη εντύπωση πως απείχαν υπερβολικά το ’να από τ’ άλλο σχετικά με τον άξονα της μύτης – έτσι που θα μπορούσες να πιστέψεις πως βρισκόταν τάχα στο πλάι του προσώπου παρά κατάφατσα, όπως τα μάτια τ ων πουλιών ή εκείνα τα μεγαλόφθαλμα, τα μακρουλά μάτια που συναντάς σε κάτι μινωικές ταναγραίες. Η θεία Αγλαΐα άνοιγε κείνη την ώρα τις εφημερίδες της αρχίζοντας απ’ το άρθρο.

Αντίκρυ, πιο μεγαλόσωμη, πιο νέα κι απ’ τον πατέρα μου, γελαστή μέσα στα φουρφουριστά μετάξια της ρόμπας της, η θεία Ρωξάνη, ανύπαντρη ακόμα κείνο τον καιρό, έμοιαζε ωστόσο ολότελα υποταγμένη στον πειστικό δυναμισμό της άλλης, που εκδηλωνόταν με τις λίγες χειρονομίες του λιγνού χεριού της κάτου απ’ το φως της λάμπας, με το σίγουρο τρόπο που μιλούσε σχολιάζοντας τα νέα ή ις ιδέες της εφημερίδας.

Μελαγχολικά βράδια… Πεσμένος μπρούμυτα πάνου στις μάλλινες μαξιλάρες του ντιβανιού εγώ ξεφύλλιζα κανένα άλμπουμ με χρωματιστές φωτογραφίες κι έπειτα ξεχνιόμουν στηρίζοντας το πηγούνι μου στη γροθιά. Ξεχνιόμουν, αλήθεια, και με το να χαζεύω, πότε-πότε, τα περιποιημένα δάχτυλα της θείας Ρωξάνης – όλη την κοκεταρία της την είχε στα δάχτυλά της – και να βρίσκω έτσι κάποιαν αλλόκοτη συγγένεια ανάμεσα στο μαλακό πηλήκιο και σε κείνα τα δάχτυλα. Μου προκαλούσαν και τα δυο μια νοσταλγία, την ανάγκη κάτι να ζητήσω από δαύτα, κάτι εξαίρετο να φανταστώ…

Ναι, ήταν αυτά τα χειμωνιάτικα βράδια κάποιας χρονιάς ανάμεσα στην τρίτη δεκαετία του χίλια εννιακόσια, τότε ίσα-ίσα που άκουσα τις περσότερες φορές να επαναλαμβάνονται γύρω μου οι μυστήριες λέξεις: “Απόταξη… απόταχτοι”, “κίνημα”, “επαναφορά”… Έστηνα αυτί. Η θεία Αγλαΐα φανατιζόταν, προπάντων όταν ανέβαιναν στο σπίτι να μας επισκεφτούν κάποια φίλοι του πατέρα της ίδιας ηλικίας και της κοψιάς του. Είχαν όλοι ονόματα γνωστά του τόπου και μπαίνοντας στο σαλόνι ή στη μεγάλη τραπεζαρία θεωρούσαν υποχρέωσή τους ν’ ανακατέψουν πρώτα με το χέρι τους τα μαλλιά μου. Έπειτα έπιαναν γρήγορα την πολιτική συζήτηση.

Η θεία Αγλαΐα μερικούς τους προσφωνούσε επίσημα με τους βαθμούς των: “Κύριε πλοίαρχε…” Η θεία Ρωξάνη, παρακολουθούσε σιωπηλή, παίζοντας μ’ ένα ύφος αποτυχημένης ηθοποιού τα βλέφαρά της, και πότε-πότε αναστέναζε ή κατάφερνε ν’ ανοίγει καμιά μικροκουβέντα σε χαμηλότερο τόνο με τον πιο νέο απ’ τους επισκέπτες, σέρνοντας διακριτικά κοντά του την πολυθρόνα της.

Άδικα έψαχνα με το μυαλό μου ν’ ανακαλύψω σε τι διαφέρανε, αλήθεια, απ’ τους άλλους ανθρώπους τούτοι οι “απόταχτοι”, για ποιο λόγο τους ονομάτιζαν έτσι… Ωστόσο φαίνεται πως στους δρόμους και στα καφενεία του μικρού τόπου – που ήταν όλος κι όλος ένα λιμάνι, οι βράχοι με τις φραγκοσυκιές και τ’ αρχοντικά, κι ακόμα καμιά χιλιάδα χαμόσπιτα ψαράδων – εκεί οι “απόταχτοι” ξεχώριζαν. Είχαν, πρώτα-πρώτα, το παράστημα, διατηρούσαν ακόμα τ’ άσπρα τους σκληρά κολάρα της στολής του ναυτικού με τη μαύρη γραβάτα, και φορούσαν για παλτό τους μεταποιημένους μαντύες τους σε χρώμα μπλε σκούρο.

Μαζεύονταν χώρια απ’ τους άλλους στα καφενεία, κι όταν σουλατσάριζαν στο μώλο, περπατούσαν τρεις-τρεις με τα χέρια; δεμένα πίσω και τα μάτια στυλωμένα μακριά στον ορίζοντα.

Τα καλύτερα σπίτια, όλα τα παλιά σόγια – σαν το Βαρμανέικο – φαίνεται πως είχαν εκείνη τη χρονιά τους “αποτάχτους” των, ύστερ’ από το τελευταίο κίνημα του ναυτικού, κι όλοι τους αποκαρδιωμένοι, με ξηλωμένα γαλόνια, είχαν καταφύγει προσωρινά εδώ, ελπίζοντας να ξαναβρούν στον τόπο τους ένα μέρος απ’ τη χαμένη υπόληψή τους. Έκρυβαν λοιπόν κι αυτοί στην κασέλα τους ένα όμορφο πηλήκιο, σαν του πατέρα;

***

Κατά βάθος, τώρα που τους θυμάμαι, νομίζω πως ήταν όλοι ικανοποιημένοι απ’ τον εαυτό τους. “Το ’χανε δείξει” που λέει ο λόγος. Είχαν μοιραστεί μεταξύ τους τη δόξα μιας έντιμης αποτυχίας. Έλπιζαν, άλλωστε, σε μια σύντομη πολιτική αλλαγή και στη θριαμβευτική επαναφορά τους, με την ίδια πίστη που διατηρούν οι μάρτυρες για τη θεία Δίκη. Μπορούσαν έτσι, στυφοί και φανατισμένοι, να περιμένουν την ώρα τους.

Όχι κι ο πατέρας. Ο πατέρας πια φαινόταν… Όλη αυτή η υπόθεση τον βάραινε, μέρα τη μέρα, σαν ένα άσκημο απόστημα. Τα βράδια προπάντων έδειχνε αποκαμωμένος. Το ’βλεπες όταν γύριζε σπίτι. Άνοιγε την ξώπορτα με τα κλειδιά του κι ύστερα στεκόταν για λίγο στην είσοδο βαστώντας τα κλειδιά στο χέρι, σα να υπολόγιζε αν έπρεπε να προχωρήσει, πού να πατήσει, πώς να τα καταφέρει τάχα να διαβεί ανάμεσα απ’ τους θεόρατους ίσκιους των καρυδένιων επίπλων. Ήταν η ώρα της θείας Αγλαΐας…

Ω, ας είχα τότε περσότερη γνώση στη δεκάχρονη καρδιά μου! Ας είχα; λοιπόν διαίσθηση! Ας ήξερα να τον κοιτάξω, έστω και μια φορά, τον πατέρα, χωρίς να τον φαντάζομαι κάτου απ’ το πηλήκιο! Ίσως θα προλάβαινα… Μα γω τον αγαπούσα βουβά και τούτη η βουβή αγάπη μου έμοιαζε μια διαμαρτυρία. Τώρα το ξέρω, το αναλογίζομαι. Εμένα κοίταζε πρώτα στα μάτια μόλις έμπαινε απ’ την πόρτα, εμένα σας λέω! Είμαι σίγουρος πως εξαιτίας μου έχανε τα βήματά του και μπέρδευε. Όταν μάλιστα έβλεπε τους άλλους “απόταχτους” μαζεμένους γύρω απ’ τη θεία Αγλαΐα στη σάλα, πατούσε κυριολεχτικά στα καρφιά. Μαζεύονταν αμίλητος σε μια πολυθρόνα και παρακολουθούσε με φόβο τη συζήτηση, προσέχοντας με τρόπο να δει τι εντύπωση μου έκανε η μια ή η άλλη κουβέντα τους.

Αν μπορούσαμε τότε να συνεννοηθούμε… Μα ήμουν κι εγώ Βαρμάνος και μέσα στην αγάπη μου ένιωθα ένα παιδιάτικο πείσμα. Ας το φορούσε λοιπόν… ας το φορούσε ο πατέρας μου το πηλήκιο! Ας μου εξηγούσαν τι είχε συμβεί, τι έφταιξε; Γιατί κρυβόντουσαν από μένα; Γιατί τόσες δυσκολίες να μου το δώσουν, όταν τους το ζητούσα κρυφά από κείνον;

– Μην τους μαζεύεις δω χάμου… μπροστά του , άκουσα μια μέρα να λέει στη θεία Αγλαΐα. Εγώ… τα ξέρεις, δεν ήμουν μαζί τους.

– Σε παρακαλώ, Λουκά, έκανε κείνη νευριασμένη. Στο ξαναείπα, αυτό να μην το επαναλάβεις! Δε σε συμφέρει. Τι σημαίνει δεν ήσουν μαζί τους; Εκείνοι δεν αμφιβάλλουν καθόλου, ποτέ δεν τους πέρασε τέτοια ιδέα. Με κάποιους επιτέλους έπρεπε να ’σαι.

– Μ’ αφού στα εξήγησα… Βρέθηκα μονάχα μπερδεμένος. Τι θέλεις δηλαδή; (πικρογέλασε). Εγώ είμαι επαναστάτης από παρεξήγηση! είπε. Ένας επαναστάτης από παρεξήγηση θα το ξέρει πάντα πως δεν είναι μαζί τους, ακόμα κι αν οι άλλοι δεν αμφιβάλλουν.

…Τους πρώτους μήνες έγραφε αναφορές σε μεγάλες χαρακωμένες κόλλες , ίσως για να εξηγήσει πως δεν ήταν μαζί τους, ίσως κι αυτό. Έλειπε συχνά, από την αρχή της βδομάδας, στην Αθήνα και γύριζε μονάχα για σαββατοκύριακο με το πλοίο της γραμμής. Πριν καταλάβω ολότελα τι συνέβαινε, διατηρούσα την αλλόκοτη ιδέα πως κάποιο απ’ αυτά τα σαββατοκύριακα θα τον αντίκριζα έτσι να φτάνει άξαφνα με τη στολή του. Κι έπειτα αμέσως απογοητευόμουν. Εκείνος μόλις που ήθελε τότε να χαϊδέψει βιαστικά το κεφάλι μου. Είχε επισκεφτεί πρόσωπα με δύναμη, πολιτικούς παράγοντες – ίσως για να εξηγήσει, βαστούσε μαζί και τις αναφορές του… Στο τέλος τα παράτησε.

Χανόταν πια όλη μέρα απ’ το σπίτι κι ούτε στα καφενεία του μώλου δεν τον έβρισκες. Μόνο μ’ ένα ψευτοντούφεκο τριγύριζε τώρα στις λαγκαδιές της απέναντι αχτής για κυνήγι. Αλλά κυνήγι δεν υπήρχε. Ο πατέρας… Γύρω στα ξανθουλά μαλλιά του, κοντά στη βάση του κρανίου, κι εκεί απάνου στο μενίγγι του – που ήταν κόκκινο τριανταφυλλί, όλο χλωμές φλεβίτσες – τ’ όμορφο πηλήκιο είχε αφήσει ακόμα το σημάδι απ’ το σφίξιμό του.

Περνούσα έτσι κι εγώ μια περίοδο παιδικής μελαγχολίας από κείνες που ξαφνικά γιομίζουν μ’ ανεξήγητο σκοτάδι την άπλαστη ζω ή. Σκοτεινή σιωπή κατοικούσε την ψυχή μου. Αποτραβιόμουν στις γωνιές του σπιτιού απορροφημένος με τα πιο απίθανα παιγνίδια, με τα πιο κουτά πράματα, και γινόμουν με το παραμικρό σκληρός και άγριος. Δάκρυ δεν θυμάμαι να ’βρεξε τα ματόκλαδά μου, εκείνη την εποχή. Μόνο παρατηρούσα – ω πώς, αλήθεια, παρατηρούσα! Κάρφωνα αχόρταγα τα μάτια μου σε όλα και σε όλους, με μιαν επιτιμητική αναίδεια, σαν κάτι να μου χρωστούσανε, κι ήταν αυτός μου ο τρόπος που τον ανάγκασε ένα μεσημέρι να με προσέξει περσότερο… “Τι έχεις;” μουρμούρισε ταραγμένος ο πατέρας· μου ’δωσε μια στο κούτελο με την απαλάμη του κι ανάστρεψε το κεφάλι μου. Και μιαν άλλη μέρα, στάθηκε πάλι μπροστά μου, καθώς έμπαινε απ’ την πόρτα κρατώντας αναρριχτό τον τριζάτο μουσαμά στο χέρι του, κι αφού κούνησε, μια-δυο φορές, το μεγάλο του δάχτυλο πάνω απ’ τη φάτσα μου σαν απειλή… “Α εσύ, είπε, μικρέ εισαγγελέα!”

Μικρέ εισαγγελέα… Τι κουβέντα ήταν και τούτη;

***

Έβρεχε. Μια μεγάλη χειμωνιάτικη βροχή. Κολλημένος στη τζαμένια μπαλκονόπορτα χάζευα, πέρα και κάτω, τη θάλασσα. Το κανάλι είχε ρέμα, η θάλασσα έτρεχε με γρηγοράδα, θολή και με τη ράχη καμπουριασμένη. Χτυπούσε άρρυθμα τις πέτρες του μώλου κι από τα βράχια του κάστρου, ένα γύρω, γκρεμίζονταν με θόρυβο τα νερά της βροχής.

Άξαφνα παρατήρησα τότε μισάνοιχτο το καπάκι της γνώριμης κασέλας… Ήμουν μονάχος. Έγειρα την πόρτα κι άρπαξα πάλι με καινούργιο πάθος το πηλήκιο στα χέρια μου. Το κράτησα για ένα διάστημα στην αγκαλιά μου θαυμάζοντάς το, ύστερα το προβάρισα, κι όταν άκουγα πότε-πότε τα πατήματα από τις θειές μου, το ’κρυβα βιαστικά πίσω από καμιά πολυθρόνα.

Έπαιζα έτσι και ταξίδευα με καράβια φανταστικά, πλάι στον πατέρα μου, ώρες. Περνούσαμε τάχα κι οι δυο τώρα επικίνδυνες θάλασσες, γιομάτες πειρατές, κι είχαμε μονάχα δυο μπρούντζινα κανονάκια στο καράβι μας· ένα εγώ, ένα εκείνος… Εκείνος, ΄ως που κόντευε πια να νυχτώσει. Μα πώς λοιπόν δεν τον ένιωσα; Πότε μπήκε, από ποια μυστηριώδικη πόρτα;

… Στεκόταν εκεί δα μπροστά μου στάζοντας νερό. Το κουστούμι του ήταν μουσκεμένο, τα παπούτσια του έβγαζαν νερό. Των όμορφων μαλλιών του οι άκρες κολλούσαν στ’ αυτιά και στα φρύδια του και δε φαινόταν σχεδόν καθόλου το μέτωπο. Το κολάρο είχε ξεφύγει απ’ τη θέση του, μπερδεύονταν άθλια με τη γραβάτα και το πέτο του σακακιού του. Μα πώς, ποτέ είχε τόσο βραχεί; Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν έβγαινε φωνή από το στόμα μου. Κι ωστόσο εκείνος γελούσε. Α ζωηρά, πράσινα μάτια του είχαν μιαν εύθυμη ζάλη…

Ήρθε κοντά μου, άρπαξε απ’ το κεφάλι μου το πηλήκιο και το φόρεσε πεταχτά στο δικό του: “Ε, πώς σου φαίνεται; τραύλισε. Εντάξει τώρα, μικρέ εισαγγελέα… εντάξει;…” Κι άρχισε κιόλας να χορεύει με τα χέρια στις τσέπες του σακακιού, κάνοντας διάφορες κωμικές γκριμάτσες. Χιχίριζε, ζωήρευε το χορό του, πετούσε ψηλά το πηλήκιο και το ’πιανε στον αέρα. Η κάμαρα γιόμισε από την αναπνοή του μπόχα κρασιού και τότε κατάλαβα πως ήταν ολότελα μεθυσμένος.

Στο μεταξύ, με τη φασαρία και τα λόγια του, οι θειές μου τινάχτηκαν πανικόβλητες κι όρμησαν οι δυο μαζί, έτσι που σκοντάψανε τα κορμιά τους, απ’ την πόρτα της τραπεζαρίας, μ’ απόμειναν ευθύς ακουμπισμένες στον παραστάτη, σα χτυπημένες από διπλό μαχαίρι.

– Για όνομα του Θεού, Λουκά! Τι συμβαίνει;

Αλλά κείνος ξακολουθούσε τα παιγνίδια του. Το πρόσωπό του είχε καταντήσει πια κατακόκκινο, οι πόροι της επιδερμίδας ανάβλυζαν κομπαλάκια ιδρώτα και το ξανθό μουστάκι του είχε σηκωθεί όρθιο, σαν αστείο ζωάκι.

– Αφήστε λοιπόν να διασκεδάσω το γιο μου! φώναξε. Χορεύω για το γιο μου.

Στο τέλος πέταξε χάμου το πηλήκιο και μη θέλοντας να σταματήσει το χορό του, το πάτησε μανιασμένα με τα πόδια του, ώς που το ξεχαρβάλωσε ολότελα…

***

Μπαρκάρισε το ίδιο βράδυ. Είχε μπλέξει, μας είπαν, με χοντροχέρηδες θαλασσινούς γύρω απ’ τους ξύλινους μπάγκους, εκεί στις ταβέρνες του παλιού λιμανιού, κατά την πίσω μεριά του κάστρου. Τον πήραν μαζί και μπαρκάρισε. Όμως, εγώ το ξέρω, δεν έφταιγαν οι θαλασσινοί. Εγώ τον έδιωξα τον πατέρα, εγώ…

Δεν έγραψε ποτέ του ένα γράμμα, ένας φίλος δε βρέθηκε, μια είδηση από κάποιο προξενείο ποτέ δεν ήρθε! Μακαρίζω στ’ αλήθεια το λιμάνι που τον έφθειρε, ακόμα και τη γερασμένη λιγνόστηθη πόρνη που θα τον κούνησε τελευταία στην αγκαλιά της. Μπορεί να ’ταν καμιά κοκκινότριχη ιγγλέζα ή νορμανδή με βαριά προφορά, καμιά ιταλίδα ή μπασταρδεμένη σπανιόλα με σάπια δόντια, πορτορικανή ή γερμανίδα που θα πάλευε να διατηρήσει, ακόμα και μέσα στη βρώμικη νύχτα του Χάρλεμ, την αξιοπρέπεια της ράτσας της… Μα τι λέω; Όποια και να ’ταν, θα ήταν οπωσδήποτε ένα μπράτσο αρκετό για κείνη τη νύχτα, έν’ ακούμπισμα για να στηριχτεί απάνου του ένας άνθρωπος χωρίς ιστορία, λυτρωμένο από την ανάγκη τού “να είναι κάτι”, να βαστάει μια ταυτότητα, να φορά ένα πηλήκιο στο κεφάλι…

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΛΑ΄, τόμος 61ος, τεύχος 708, 1 Ιανουαρίου 1957

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Σπύρος Πλασκοβίτης (1917-2000), δικαστικός, συγγραφέας και πολιτικός

Σπύρος Πλασκοβίτης: Το φράγμα (απόσπασμα)

Σπύρος Πλασκοβίτης: “Εξομολογητής” | Διήγημα

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή