Τα κλέφτικα τραγούδια της ψυχής μας

Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,/καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,/καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι. (Των Κολολοτρωναίων)

  • ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ

Ο απόηχος από το μπαλκόνι της Επανάστασης του ΄21 είναι ακόμα έντονος και φέρνει μνήμες που προκαλούν ρίγη συγκίνησης , ενώ ψελλίζουν τα χείλη τα τραγούδια που υμνούσαν τον πόνο και τη λεβεντιά στα 400 χρόνια της σκλαβιάς.

Ο Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει πως «καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ΄κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση». Κι εκεί πάτησαν τα παλικάρια μας ηρωικώς μαχόμενα και συνέθεσαν τραγούδια που ταιριάζουν σε ήρωες: πατριωτικά, τραγούδια νίκης, πένθιμα κ.α., που μας συγκινούν μέχρι σήμερα και μάλλον ποτέ δεν θα πάψουν να μας φέρνουν δάκρυα στα μάτια.

Τα δημοτικά αυτά τραγούδια γεννήθηκαν και θέριεψαν στα λημέρια των κλεφτών και συμπορεύτηκαν με την χρεία του λαού να εκφράσει την οδύνη ή τον θαυμασμό του για τις μεγάλες νίκες αλλά και τις θλιβερές ήττες.

Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες

Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα

Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.

Ο παγκοσμίου αναστήματος Γερμανός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός και μέγας φιλέλληνας Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε αφού συναντήθηκε με τον Καποδίστρια το 1815 απευθυνόμενος στους λόγιους της εποχής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, σχολίασε για δημοφιλέστατα τραγούδι της Επανάστασης του ΄21:

«…Οι εικόνες αυτού του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του!».

Πολλά κλέφτικα τραγούδια χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, και ευτυχώς αρκετά διασώθηκαν χάρη στην έκδοση που δημοσίευσε το 1824-1825 σε δύο τόμους με τίτλο «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» , ανάμεσά τους και κλέφτικα, ο Γάλλος ακαδημαϊκός, φιλόσοφος και ιστορικός Κλωντ Φλωριέλ που αγάπησε πολύ την Ελλάδα και τα κατέγραψε συστηματικά ευαισθητοποιώντας τους ευρωπαίους στον αγώνα των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Κάθε περιοχή είχε τους δικούς της ήρωες, τις δικές της μεγάλες οικογένειες κλεφτών και αρματολών, τους δικούς της αγώνες, ,τα δικά της παλικάρια που έπεσαν στα πεδία των μαχών..

Μέσα από τα δημοτικά τραγούδια της Θράκης έμεινε στην ιστορία η επανάσταση του ηγεμόνα της Βλαχιάς Μιχαήλ του Γενναίου (1557-1601).

Το τραγούδι «Μιχάλμπεης» της Δυτικής Θράκης σε πλάγιο α΄που τραγουδιέται μέχρι σήμερα και περιγράφει τα κατορθώματα του καπετάνιου.

Μιχάλμπεης βουλεύτηκε τούς Τούρκους να χαλάσει
με τετρακόσια κάτεργα κι εξήντα δυό γαλιόνια.
Μπροστά πααίν’ τα κάτεργα και πίσω τα γαλιόνια,
στην μέσ’ πααίν’ Μιχάλμπεης, μεγάλος καπετάνιος!
Στο ΄να του χέρ’ κρατά σταυρό και στ’ άλλο το σπαθί του,
τον τρέμει ούλη η Τουρκιά και της Βλαχιάς τα μέρη…

Η λαϊκή μούσα κατέγραψε μία ακόμα εξέγερση. Πρόκειται για την Επανάσταση του Γιάννη Δασκαλογιάννη (1770) από τα Σφακιά της Κρήτης, η οποία γέννησε ένα άσμα που οι παρέες στη δυτική Κρήτη τραγουδούν μέχρι και σήμερα και αφορά την παγκρήτια συγκέντρωση των επαναστατών της Κρήτης, στην Θυμιανή Παναγία των Σφακιών:

Παιδιά κι ιντά ‘ν’ η μαζωνιά
στον σφακιανό τον κάμπο,
στην Παναγιά την Θυμιανή
πού ‘ναι τσι Κομητάδες;
-Σύναξη κάνου οι γι-αρχηγοί
χιλιάδες οπλοφόροι,
κι ορκίζονται στην Παναγιά
στον πόλεμο να μπούσι,
φωτιά να βάλου στην τουρκιά….

Σημαντική οικογένεια που ύμνησε το κλέφτικο τραγούδι είναι αυτή των Κολοκοτρωναίων.

«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα…» είχε πει ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης στην ομιλία του στην Πνύκα δικαιώνοντας την δράση για ελευθερία του γένους, που άρχισε πολύ παλιά.

Το παρακάτω άσμα αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που συγκρούσθηκε το 1779 με τον Καπουδάν πασά.

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τα ’λαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
όπου δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.

Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».

Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
«Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
ελάτε να σκορπήσουμε, μπουλούκια να γενούμε.

Σύρε Γεώργο μ’ στον τόπο σου, Νικήτα στο Λιοντάρι.
Εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν’ αφήκω στη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο να πάω.

Το κλέφτικο τραγούδι «Του Ζαχαριά» αναφέρεται στον θάνατο (1780) ενός από τα παλληκάρια του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη.

Τι έχουν της Μάνης τα βουνά που στέκουν βουρκωμένα;
Δίχως χιόνια χιονίζονται, δίχως βροχή βροχιώντ
απ’ των κλεφτών τα κλαύματα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Εσκότωσαν το Ζαχαριά, τον πρώτο καπετάνιο
που’ ταν κολώνα στο Μωριά και φλάμπουρο στους κάμπους.
Όσα χωριά τ’ ακούσανε όλα μαυροντυθήκαν
κι ένα πουλάκι κάθησε ψηλά στο μετερίζι
κι έπαψε να κελαηδεί, μοιρολογάει και λέει:
«Τ’ ακούσατε Μπαρμπιτσιώτισσες και σεις καλοί λεβέντες;
να μην αλλάχτε τη Λαμπρή, τ’ άστρα να μη φορέστε,
σαν του κοράκου το φτερό βάλτε τη φορεσιά σας
και να καθήστε φρόνιμα, μον σφίχτε την καρδιά σας».

Το 1789 ο δερβέναγας του Αλή-πασά Γιουσούφ Αράπης με 3.000 στρατό πολέμησε εναντίον των αρματολών της Θεσσαλίας και της Ρούμελης αλλά βρήκε σθεναρή αντίδραση από την οικογένεια των Κοντογιανναίων με αρχηγό τον Γιαννάκη Κοντογιάννη, αρματολό Πατρατζικίου (Υπάτης), ο οποίος είχε μπει στον αγώνα από το 1750. Ο Γιαννάκης έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος και μετά τον θάνατό του, οι υιοί του Κωνσταντίνος και Μήτσος δεν έπαψαν να μάχονται . Ο Κωνσταντής άφησε την τελευταία του πνοή σε μία μάχη κοντά στην γέφυρα της Τατάρνας στην Ευρυτανία (αρχές 19ου αι.), και αιχμαλωτίσθηκε ο υιός του Νικολάκης. Αργότερα, ο Νικολάκης πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 – μαζί με τον θείο του Μήτσο Κοντογιάννη. Οι πράξεις ανδρείας της οικογένειας των Κοντογιανναίων έγραψαν στο δημοτικό λαϊκό τραγούδι:

«Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».
«Πικρά μαντάτα σου ΄φερα από τους καπετάνους,
τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν!»…
«Πού ΄σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ’ το μου σφιχτά-σφιχτά, για να μοιριολογήσω!
Και ποιον να κλάψω από τούς δυό, ποιόν να μοιριολογήσω;»…

Το δημοτικό τραγούδι ύμνησε και την επανάσταση του Ολύμπου στα 1807, με επί κεφαλής τους Λαζαίους, τους τέσσερις αρματολούς υιούς του Λάζου, τους Λαζαίους (ή τα Λαζόπουλα – όπως είναι γνωστοί ο Τόλιας, ο Χρήστος, ο Νίκος και ο Κώστας). Δυστυχώς, η επανάσταση κατεστάλη από τον Αλη Πασά, ο οποίος πήρε όμηρο και τον Κώστα στα Ιωάννινα.

Το 1812, ανέλαβε το πασαλίκι της Θεσσαλίας ο υιός του Αλή, Βελή-πασάς. Κυνήγησε και σκότωσε τους Λαζαίους, στην Ραψάνη και πήρε στο χαρέμι του την πανέμορφη γυναίκα του Κώστα. Το τραγούδι με τον τίτλο « Των Λαζαίων οι γυναίκες» εξιστορεί την ιστορία :

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στον Τούρναβο τις πάπαε, πεσκέσι του βεζύρη!
Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω-οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι!
Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη!
Βγαίνουν κυράδες, την τηρούν από τα παραθύρια:
«Ποιες είν’ αυτές οπο’ ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;».
«Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»!
Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει:
«Γυναίκες, πού είν’ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;»
«Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια».
«Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».

Το τραγούδι «Η πεθαμένη καλογριά» στα Αθαμανικά όρη της Ηπείρου έμεινε για να θυμίζει την επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα , που ύψωσε την σημαία στα Χάσια όρη, στις 5 Μαΐου 1808, και αντέτεινε το ανάστημά του στον Μαχμούτ-πασά που με 15000 στρατό θανάτωσε τον αδελφό του Θεοδωράκη και τους 650 συντρόφους του. Ο ίδιος βρήκε τραγικό θάνατο από τον Αλή πασά στα 1809. Θα ζει όμως για πάντα μέσα από το χορό καγκελάρι.

Την ονομασία του Καγκελάρι την οφείλει ή στη λέξη κάγκελο, επειδή οι χορευτές είναι τοποθετημένοι και συνδεδεμένοι όπως τα κάγκελα ή στα καγκέλια ή καγκελίσματα, τα διπλώματα, δηλαδή, του κύκλου που κάνουν οι χορευτές στο χορό.

Οι ρίζες του χορού βρίσκονται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας .

Είναι άμεσα συνδεδεμένοι τα ηρωικά χρόνια των αγώνων των κατοίκων αλλά και με τη μακρόχρονη σκλαβιά της Ηπείρου. Ένας γέρος Ηπειρώτης καταγόμενος από τους Παπαδάτες Πρεβέζης που χόρεψε το χορό αυτό στο χωριό του πριν από το 1912 αναφέρει:

«Για μας τότε το Καγκελάρι ήταν ξέσπασμα. Με τα σφιχτοδεμένα χέρια μας, ήτανε σαν να δίναμε ο ένας στον άλλο θάρρος. Και το πάτημά μας στον σκοπό του χορού ήταν δυνατό και οργισμένο. Έμοιαζε σαν να πατούσαμε την τυραννία…‘»

Πολλά κλέφτικα τραγούδια γράφτηκαν και για την οικογένεια των Μποτσαραίων. του Κίτσου Μπότσαρη .

Ο Κίτσος Μπότσαρης ήταν δευτερότοκος γιος του Γιώργη Μπότσαρη και πατέρας του θρυλικού Μάρκου Μπότσαρη, είχε μεγαλώσει στην αυλή του Αλή Πασά, ως προστατευόμενός του, αλλά αργότερα έφυγε στην Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε στον Ρωσικό στρατό. Το 1813, ο Αλή Πασάς τον κάλεσε να ξαναγυρίσει στην Ήπειρο ως καπετάνιος των Σουλιωτών. Κατά την επιστροφή του, έμεινε στην Άρτα στο σπίτι ενός φίλου του, του Ρίζου. Ο Αλή πασάς ανέθεσε το σχέδιο της δολοφονίας του στον έμπιστό του αρματολό του Βάλτου, Γώγο Μπακόλα, που εισέβαλε στο σπίτι του Ρίζου και δολοφόνησε τον Κίτσο Μπότσαρη.

Στα 1824 ο Φωριέλ δημοσίευσε στο Παρίσι παραλλαγή του τραγουδιού για τον Κίτσο Μπότσαρη από τον Τύρναβο, με εκτενή μάλιστα εισαγωγή:

Θάνατος του Κίτσου Μπότσαρη 1813

Τρία πουλάκια κάθουνταν ‘σ της Άρτας το γιοφύρι,
Το ’να τηράει τα Ιάννινα, τ’ άλλο κατά το Σούλι,
Το τρίτον, το καλήτερον, μυργιολογάει και λέγει·
Ο Μπότσαρης εκίνησε ‘σ τα Ιάννινα να πάγη,
Για να βουλλώση μπουγιορτί, ‘σ το Βουργαρέλ να πάγη,
Για να μαζώξη τ’ άσπρα του όπου είχε δανεισμένα·
Κ’ από την Άρταν διάβηκε κονάκι να του κάνουν·
Κ’ ευθύς κονάκι τώκαμαν ‘σ του παπουτσή του Ρίζου,
(Κ’ εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν).
Τρία τουφέκια τώρριξαν, τα τρί’αρράδ’ αρράδα.
Το’να τον πέρει ‘ σ το πλευρόν, τ’ άλλο μέσα τα στήθη,
Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον παίρνει μες το στόμα.
Το στόμα αίμα γιόμωσε, και κοιλαδεί και λέγει
« (Καθήστε, παλληκάρια μου, και συ, βρε ψυχουιέ μου,
«Τι τούτο δεν είναι για σας) πάρτε μου το κεφάλι,
«Να μη το πάρη η τουρκιά, το πάγη ‘σ του βεζίρη·
«Το ιδούν οχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι, και λυπούνται».

Ο Πάσωβ δημοσίευσε την παραλλαγή αυτή του Τυρνάβου, αλλά και άλλη, από την Ήπειρο, που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί κάνει απευθείας αναφορά στους δολοφόνους του Κίτσου Μπότσαρη:

Θάνατος Κίτσου Μπότσαρη 1813

Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
Που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο το παλληκάρι·
Που στον ντουνιά δεν ήτανε και δεν μεταγενιέται.
Ο Γυφτογώγος το σκυλί αντάμα με τον Νούρη
Βαλμέν’ απ’ τον Αλή πασά κι από τον σελιχτάρη
Στον τόπον που κοιμώτανε, τον έγαφαν με μπέσα.
Τρία τουφέκια του ρίξαν όλα με μπαλαρμάθες,
Λίγη φωνίτσαν έσυρε, πριχού να ξεψυχήση·
– Το πούσαι Νότη μ’ αδελφέ και συ Μάρκε παιδί μου,
Το αίμά μου να σύρετε ς τ’ Αλή πασά το ντσάκι,
Δεν τόχω πως με βάρεσαν μηδέ πως αποθαίνω,
Μουν τόχω πως δεν έζησα σ’ ένα μεγάλο τσέγκι,
Να δειάσω το τουφέκι μου, να παίξω το σπαθί μου.
Δόστε μαντάτα στους Κορφούς, στους μαύρους του συντρόφους.
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
Που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο το παλληκάρι•

Σε αθέτηση συμφωνίας τού Αλή Πασά σε βάρος των Σουλιωτών, τον Δεκέμβριο του 1803 αναφέρεται Της Δέσπως το άσμα . Κατά τη συμφωνία οι Σουλιώτες είχαν το δικαίωμα να φύγουν ένοπλοι για όποιο μέρος ήθελαν. Ένα μικρό απόσπασμα από 78 Σουλιώτες κατέφυγε στο χωριό Ρινιάσα, που βρισκόταν ανάμεσα στην Πρέβεζα και την Πάργα. Εκεί όμως βάρβαρα στίφη Τουρκαλβανών, που τους έστειλε ο Αλή πασάς, έκαναν ξαφνική επιδρομή και έσφαξαν τους κατοίκους και τους πρόσφυγες. Η Δέσπω, γυναίκα του Γεωργάκη Μπότση, μαζί με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της, κλείστηκε στον πύργο του Δημουλά και αντιστάθηκε ηρωικά στους επιδρομείς.

-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.

Ακόμη και δεμένο έτρεμαν οι Τούρκοι τον Αθανάσιο Διάκο, που υπήρξε από τις θρυλικές μορφές του 1821.

Ο ηρωικός του αγώνας στην Αλαμάνα απέναντι σε πολλαπλάσιους Τουρκαλβανούς και ο μαρτυρικός του θάνατος στη Λαμία, συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα.

Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος διά ανασκολοπισμού , με την έννοια ότι τον διαπέρασαν με έναν πάσσαλο και τον θανάτωσαν. Προτού ξεψυχήσει ο Διάκος λέγεται ότι αναφώνησε το παρακάτω αυτοσχέδιο τετράστιχο:

Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι

Ωστόσο η μούσα βοηθούμενη από το θλιβερό γεγονός απαθανάτισε τα κατορθώματα του ήρωα:

Του Διάκου (22 Απριλίου 1821)

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.

Πολλούς όρκους έδωσαν οι Έλληνες σε προσφιλείς αγίους τους κείνα τα χρόνια της σκλαβιάς:

Μα τον άγιο Ιωάννη, ο χορός πάει γαϊτάνι…

Στο όνομα του αγίου Ιωάννου, οι επαναστατημένοι Έλληνες ακούν τον Πρόδρομο της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.

Άλλες στιγμές πάλι επικαλούντο τον άγιο Αριστομένη που δεν είναι άλλος από τον ήρωα των αρχαίων Μεσσηνίων, ο οποίος, το 688 π.Χ., ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον των Σπαρτιατών κατακτητών του τόπου τους , δίνοντας τον όρκο:

Μα τον άγιο Αριστομένη, κάθονται μακρυά οι ξένοι.

Τους κλέφτες βρίσκουμε να ορκίζονται στον άγιο Αρσένη λέγοντας:

Μα τον άγιο Αρσένη, φεύγουνε ταχιά οι ξένοι.

Και ορκίζονταν στον άγιο Αρσένη γιατί στο όνομά του βρίσκεται η λέξη ανδρισμός και το πιο σημαντικό ο άγιος γιορτάζει στις 8 Μάιου , εποχή, που ανοίγει η φύση και η διάθεση για πανηγυρικό ξεσηκωμό κορυφώνεται…

«Μα την άγια Πολυξένη, είμαστε αδερφωμένοι…» είναι ένας ακόμη όρκος, που αποτελεί μια πανάρχαια κραυγή, που θα μπορούσε να ειπωθεί και «ως τον Άδη ενωμένοι» .

Όρκος και για την αγία Παρασκευή ευρίσκεται στα δημοτικά μας τραγούδια των κλεφτών της Επαναστάσεως.

Μα την άη Παρασκευή, είμαστε όλοι αδερφοί, όρκος που σκόπευε στην προπαρασκευή του αγώνος…

Τελευταίος όρκος, ήταν ο όρκος στον άγιο Αθανάσιο:

Μα τον άγιο Αθανάση, ο χορός μας ας χαλάσει…

Μέσω της αναφοράς του αγίου Αθανασίου στον όρκο και το τραγούδι, ο Έλληνας έβλεπε τις ανοιχτές πύλες της αθανασίας που τον καρτερούσαν…

Τον Σεπτέμβριο του 1826 ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης μετά του Γκούρα επολιορκούντο στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους οθωμανούς. Ο στρατηγός κάλεσε σε δείπνο τον Γκούρα και τους άλλους οπλαρχηγούς. Ο Γκούρας κι ο Παπακώστας τον παρακάλεσαν να τραγουδήσει, γιατί είχε καιρό να το κάμει. Και ο Μακρυγιάννης το έκαμε, συνοδευόμενος, ίσως από τον ταμπουρά του, την πανάρχαια πανδουρίδα του Πυθαγόρα. Είπε τότε το δικό του μοιρολόι:

Ο Ηλιος εβασίλεψε (Ελληνά μου, βασίλεψε) και το φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ηλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάμματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια,
γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγαινε στον Άδη τα καημένα».
Ο Γκούρας αναστέναξε και του λέει:
– Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη.
– Είχα κέφι, του είπε ο Μακρυγιάννης, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν. Και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού άνοιξε να ’μπω μέσα.
Να δω τις Αναπλιώτισες, τις Αναπλιωτοπούλες,
πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε, πώς μοσχοσαπουνάνε.
Με το ’να χέρι πλένουνε, με τ’ άλλο σαπουνάνε,
και με τα δυο τα χέρια τους στο κάστρο πολεμάνε.

Στο σημαντικό αρχείο που μας άφησε η Δόμνα Σαμίου παρουσιάζονται πολλά τραγούδια του 1821 εκτελεσμένα με τη χρήση μουσικών οργάνων της εποχής μέσα από μια εκπομπή που επιμελήθηκε η ίδια η ερευνήτρια του δημοτικού τραγουδιού Δόμνα Σαμίου. Σε αυτήν παρέχονται στοιχεία για τα κλέφτικα τραγούδια, για τη μουσική της περιόδου του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και τον ρόλο της, καθώς και για το είδος των μουσικών οργάνων με τα οποία ψυχαγωγούνταν οι οπλαρχηγοί σε στιγμές ανάπαυλας. Μάλιστα, στην εκπομπή παρουσιάζεται ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη που φυλάσσεται στο Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο.

Από συναυλία που έγινε στο Λονδίνο το 1996 έχουμε το παρακάτω τραγούδι , που συμπεριλαμβάνεται και στο cd Ιστορικά – Κλέφτικα τραγούδια όπου το τραγουδά η Κατερίνα Παπαδοπούλου.

Χαρά που το ‘χουν τα βουνά
Μωρέ, χαρά που τo ’χουν, χαρά που το ’χουν τα βουνά,
χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνεια.

Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια,
σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
για να βλογάει τ’ άρματα, να φχιέται τους λεβέντες.

Από το cd Ιστορικά – Κλέφτικα τραγούδια, με την Χορωδία του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου έχουμε το

Μια κόρη τ’ απεφάσισε
Μια κόρη τ’ απεφάσισε να πάει με τους κλέφτες
βάνει φωτιά, βρ’ αμάν ωχ αμάν αμάν,
βάνει φωτιά στον αργαλειό.

Βάνει φωτιά στον αργαλειό, στο φιλντισένιο χτένι,
και τ’ άρματά της φόρεσε και πάει με τους κλέφτες.
Δώδεκα χρόνους έκανε στους κλέφτες καπετάνιος
κανείς δεν τήνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα.
Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια ’πίσημην ημέρα
βγήκαν οι κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι.
Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα, το παν σαράντα χνάρια,
το ρίχνει και η κορασιά, το πάει σαράντα πέντε.
Κι από το σείσμα το πολύ κι από το λύγισμά της
εκόπη τ’ αργυρό κουμπί και ’φάνη κάτι εφάνη.
Κι άλλοι το λένε μάλαμα κι άλλοι το λένε ασήμι•
κείνο δεν είναι μάλαμα, κείνο δεν είν’ ασήμι,
μόν’ είν’ της κόρης το βυζί.

Και συνεχίζουμε με το τραγούδι «Του Κανάρη» από την εκπομπή του Β Προγράμματος Από παντού της Ελληνικής γης στις 20 Μαρτίου 1982 με τη Δόμνα Σαμίου και τον Ζαχαρία Καρούνη

Δέκα μπουμπάρδες τούρκικες μες στα νησιά γυρνούνε
για τον Κανάρη ψάχνουνε να τον εκδικηθούνε.
Τον Κανάρη για να βρούνε
Οι μπουμπάρδες τριγυρνούνε.

Μα ο Κανάρης πονηρός πάντα τους ξεγελάει
και στις μπουμπάρδες τούρκικες μπουρλότο τους κολλάει.

Μα δυο μικρά πλεούμενα Πιπίνου και Κανάρη
οι Τούρκοι που γλεντούσανε δεν πήρανε χαμπάρι.

Εάν δεν ήταν η δημοτική μας ποίηση, πολλές από τις ηρωικότερες σελίδες των Ελλήνων θα είχαν χαθεί. Και καλά που βρέθηκε ένας Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος προσπαθώντας το 1895 να εκδώσει την ιστορική μελέτη του «Ο θάνατος του Ανδρούτσου», «έγκαιρα αντελήφθη πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν διατηρούσε Αρχείον του Αγώνος του ΄21!

Πολλές πληροφορίες αντλούμε σχετικά από κείμενο του λαογράφου –ιστορικού Γιώργου Λεκάκη:

«… Απεδύθη τότε σε μια τιτάνια προσπάθεια να το διασώσει. Εθυσίασε όλη του την ζωή σε αυτόν τον σκοπό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραμελήσει το προσωπικό του πνευματικό έργο. Ήταν πάντως επιλογή του να θυσιάσει την προσωπική του δημιουργία για να μας κάνει γνωστή την Επανάσταση του ΄21, αλλά και τις μάχες του γλωσσικού ζητήματος, και κάθε ιστορικό έγγραφο από την εποχή της Αλώσεως, έως το 1868. Αναζήτησε χειρόγραφα και γράμματα των αγωνιστών, από συγγενείς τους, φίλους τους, κλπ. Τα περισσότερα εξ αυτών είχαν πωληθεί με το κιλό σε μπακάλικα, μανάβικα και κρεοπωλεία για… κόλλες περιτυλίγματος! Ο Βλαχογιάννης τα αγόραζε, με μεγάλη προσωπική του στέρηση, από αυτά τα καταστήματα… Τα ιστορικά κείμενα αυτά, εάν δεν ήταν ο Βλαχογιάννης θα ήταν καταδικασμένα να χαθούν! Από το 1888 ως το 1913 είχε καταφέρει να συγκεντρώσει έγγραφα και χειρόγραφα, που ξεπερνούσαν τις 300.000 σελίδες, τις οποίες είχε τακτοποιήσει σε φακέλους, με βάση το θέμα και τη χρονολογία! Συνέλεγε με κόπο και χρήμα όλα τα γραπτά κείμενα της εθνεγερσίας, πληρώνοντας από την τσέπη του, σωρούς χαρτιών, που το επίσημο κράτος εκποιούσε ως άχρηστα! Διέσωσε επίσης το «Αρχείον Αγώνος», το οποίο εφυλάσσετο στο Αρχειοφυλακείο, που είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας, το οποίο όμως όταν καταργήθηκε η φύλαξίς του περιήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο (1885) και ένα μέρος του μεταφέρθηκε στη Βουλή.»

Πηγές

  • Διάλεξη του συγγραφέα και λαογράφου Γιώργου Λεκάκη.
  • Αρχείο Δόμνας Σαμίου
  • Στοιχεία από την διδακτορική διατριβή κ. Σπυρίδωνα Ζέρβα με θέμα: «Το κλέφτικο τραγούδι (18ος – 19ος αι.): Ιστορία και μουσική τέχνη στη βασική εκπαίδευση και την παιδεία».

Βιβλία

  • Νικολάου Γ. Πολίτη, Εκλογή από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήναι, 1914.
  • Claude Fauriel, Τα δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος, Παρίσι, 1824.
  • Arnoldvs Passow, Ρωμαίϊκα τραγούδια, Λειψία, 1860.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com