Ο Θάνος Τζενεράλης (1910 – 5 Μαρτίου 1989) ήταν ηθοποιός. Είναι γνωστός για τους ρόλους του στον Ηλία του 16ου, στη Μανταλένα, καθώς και στην Κάλπικη Λίρα. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και ξεκίνησε την καριέρα του ως βαθύφωνος της όπερας. Υπήρξε βασικό στέλεχος του ΚΘΒΕ. Έμενε στη Βουλιαγμένη και είχε και μία κόρη. Κηδεύτηκε στο στο Α΄ Νεκροταφείο χωρίς την παρουσία ομότεχνών του.
Κωμικοί, γκαφατζήδες και συχνότατα κουτοπόνηροι, οι ήρωες των ελληνικών φαρσοκωμωδιών κάνουν τα πάντα για να πιάσουν την καλή, επιχειρώντας ανεκδιήγητα κόλπα, κομπίνες και απάτες κάθε είδους.
Ο Θάνος Τζενεράλης δεν ήταν στο σελιλόιντ ένας από δαύτους, παραμένοντας η σοβαρή και μετρημένη μορφή της τάξης και του νόμου, μιας και κάποιος έπρεπε να κάνει τον υπεύθυνο, τον λιγομίλητο και τον μετρημένο!
Ποιος μπορεί εξάλλου να τον ξεχάσει ως αστυνόμο στον «Ηλία του 16ου», όταν ερχόταν σε τραγική αντίθεση με τον αλητάκο Χατζηχρήστο, ή μονίμως πλάι στον Βασίλη Λογοθετίδη, σε ένα από τα αταίριαστα δίδυμα του ελληνικού κινηματογράφου;
Ο Τζενεράλης υπήρξε άνθρωπος μοναχικός και ταγμένος στην τέχνη του. Βασικό στέλεχος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του, ήταν πρωτίστως θεατρικός ηθοποιός και μετά όλα τα άλλα.
Αυτά τα «άλλα» περιλαμβάνουν βέβαια πολλά, καθώς ο επιβλητικός Τζενεράλης ξεκίνησε την καριέρα του ως βαθύφωνος του λυρικού θεάτρου και ήταν αστέρι της οπερέτας! Πολύ αργότερα είδε τη φωνή του να ξεχειλίζει τα αρχαία θέατρα και να δονεί τις θεατρικές αίθουσες, πριν μεταπηδήσει στο πανί και αφήσει κι εκεί τη χαρακτηριστική του σφραγίδα.
Όταν δεν ήταν αστυνόμος, πατέρας, ανακριτής και γιατρός, ήταν δικαστής, πρόεδρος γενικώς και πάντα ο μετρημένος και σταράτος φίλος των μεγάλων μας κωμικών, ακολουθώντας κι αυτός την τυποποίηση του εμπορικού μας κινηματογράφου.
Στο θέατρο βέβαια ήταν εντελώς άλλη ιστορία, καθώς εκεί δοκιμάστηκε με επιτυχία σε ρόλους διαφορετικούς και συχνά κόντρα, παραμένοντας ένα από τα βαριά του ΚΘΒΕ για δύο ολόκληρες δεκαετίες.
Όσοι δεν τον πρόλαβαν πάνω στο σανίδι, τον θυμούνται ασφαλώς σε ταινίες-σταθμούς της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, όπως τις «Έλα στο θείο» (1950), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Δεσποινίς ετών 39» (1954), «Μια ζωή την έχουμε» (1958), «Μανταλένα» (1960) και το κωμικό αριστούργημα «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), για να αναφέρουμε μερικές μόνο.
Και τον θυμούνται παρά το πείσμα του να μην κάνει δημόσιες εμφανίσεις και να παραμένει διαρκώς μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Σε πείσμα ακόμα και της οριστικής απόσυρσής του από τη δημόσια ζωή μετά το πέρας της καριέρας του, μιας και αυτή είναι τελικά η μοίρα των καλλιτεχνών, να αφήνουν το στίγμα τους θέλουν δεν θέλουν…
Πρώτα χρόνια
Ο Θάνος Τζενεράλης γεννιέται το 1910 στην Αθήνα. Για τα παιδικά του χρόνια ή την οικογενειακή του κατάσταση δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως έβγαλε τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Την πρώτη μάλιστα δεκαετία της καριέρας του, 1940-1950, ήταν μόνιμο μέλος της Λυρικής Σκηνής δικαιώνοντας αυτό το «Φωνή» που θα τον αποκαλούσαν αργότερα στα θεατρικά και κινηματογραφικά πηγαδάκια. Ως βαρύτονος του μελοδράματος, έπαιξε καρατερίστικους ρόλους οπερέτας και γνώρισε την πλατιά αναγνώριση από το κοινό του μουσικού θεάτρου.
Όταν πέρασε στην πρόζα, το ελληνικό σανίδι είχε βρει έναν από τους «κυρίους» της σκηνής, τον ρόλο του σοβαρού και αυστηρού δηλαδή στις παραστάσεις.
Το υποκριτικό του ταλέντο δεν θα τον κρατούσε για καιρό μακριά από το θέατρο, όταν θα ξεκινούσε τη μακρά και σπουδαία συνεργασία του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, του οποίου υπήρξε εξάλλου ιδρυτικό μέλος αλλά και βασικό στέλεχος για πάρα πολλά χρόνια, από το 1961-1981 δηλαδή! Αναγκάστηκε μάλιστα να αφήσει το σπίτι του στην Αθήνα και τη γυναίκα του για να κατέβει στη συμπρωτεύουσα και να ευδοκιμήσει ως πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης σκηνής της Θεσσαλονίκης και το έκανε χωρίς να παραπονεθεί ποτέ.
Εκεί είναι που θα γίνει ευρύτερα γνωστός για την υποκριτική του δεινότητα, παίρνοντας μέρος σε όλες τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ, από αρχαία τραγωδία και κλασικό ρεπερτόριο μέχρι σύγχρονο ελληνικό και ξένο θέατρο. Ως κατεξοχήν θεατρικός ηθοποιός, όλοι ομολογούν πως ήταν ταγμένος στο σανίδι. Τόσο ταγμένος που όταν έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα πάνω στη σκηνή, δεν σταμάτησε να παίζει, περνώντας τους επόμενους οχτώ θεατρικούς μήνες μέσα σε σιδερένιο κορσέ χωρίς να βαρυγκομήσει στιγμή. Η παράσταση έπρεπε να συνεχιστεί πάση θυσία και ο Τζενεράλης το πίστευε αυτό ακράδαντα.
Επιμελής και ιδιαιτέρως τακτικός, ερχόταν στο θέατρο πάντα πρώτος και έφευγε τελευταίος, φροντίζοντας μόνος του για το μακιγιάζ και τα κοστούμια. Είχε μάλιστα αδυναμία στη στολή, κυρίως του χωροφύλακα, διαθέτοντας το δικό του βεστιάριο με αστυνομικές και στρατιωτικές στολές.
Δεν ήταν μάλιστα καθόλου ασυνήθιστο να τελειώνει την παράσταση και να βγαίνει μετά στον δρόμο ντυμένος στρατηγός, αφήνοντας τα φανταράκια να τον χαιρετούν όπου τον συναντούσαν!
Κινηματογραφική καριέρα
Γνωστός στην πλατιά μάζα θα γίνει φυσικά από το σελιλόιντ, όταν θα βρεθεί κοντά στον μεγάλο Βασίλη Λογοθετίδη, με τον οποίο θα διαγράψουν μια δεκαετή συνεργασία ως επιστήθιοι κινηματογραφικοί φίλοι ή αφεντικό και υπάλληλος.
Το ντεμπούτο του θα έρθει το 1949 στην «Τελευταία Αποστολή» του Τσιφόρου, όταν θα ανακαλύψει και ο ελληνικός κινηματογράφος τον σοβαρό κύριο Τζενεράλη με την καθηλωτική φωνή και τους μετρημένους τρόπους. Μετά θα έρθει το αξέχαστο φιλμ «Έλα στο θείο» (1950), δίπλα στον Σταυρίδη και τον Φωτόπουλο, και ακολουθεί «Ο μεθύστακας» την ίδια χρονιά με τον Ορέστη Μακρή.
Οι 31 κινηματογραφικές παραγωγές που τον περιλαμβάνουν στους τίτλους τέλους (κάποιες ως Γκενεράλη) απλώνονται σε πολλά είδη, ξεχωρίζουν όμως οι ταινίες του Λογοθετίδη («Σάντα Τσικίτα», «Δεσποινίς ετών 39» και «Ένας ήρως με παντούφλες») αλλά και «Ο Ηλίας του 16ου».
Εξαιρετικές ήταν και οι ερμηνείες του στην «Αγνή του λιμανιού» (1952), το «Σωφεράκι» (1953), την «Κάλπικη Λίρα» (1955), αλλά και στα φιλμ «Η άγνωστος» (1956), «Μια ζωή την έχουμε» (1958) και «Μανταλένα» (1960).
Ο καρδιακός φίλος του Λογοθετίδη μετατρεπόταν εύκολα στον αυστηρό διοικητή του Χατζηχρήστου και σε πελαγωμένο πατέρα τελικά της Σμαρούλας Γιούλη στο «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» (1961), όταν έχει να διαλέξει μεταξύ των δύο ανεκδιήγητων υποψήφιων γαμπρών, Σταυρίδη και Φωτόπουλου!
Μετά το 1961, στο σινεμά δεν θα εμφανιστεί παρά για μια τελευταία φορά το 1975, στο φιλμ του Κανελλόπουλου «Το Χρονικό μιας Κυριακής». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε οριστικά από τη δημόσια ζωή. Και πίσω δεν κοίταξε ποτέ.
Όλοι μιλούσαν για το ταλέντο, τον επαγγελματισμό και την επιβλητική προσωπικότητά του, ως έναν άνθρωπο που ζούσε και ανέπνεε για το θέατρο και μυαλό δεν είχε για τίποτα άλλο. Μετά την αποστρατεία του, πέρασε τα στερνά του χρόνια στο σπίτι του στη Βουλιαγμένη με τη σύζυγο και τη μοναχοκόρη του, τις οποίες κράτησε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο Θάνος Τζενεράλης έφυγε από τη ζωή στις 5 Μαρτίου 1989 και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο με τον τρόπο που είχε επιλέξει και στη ζωή: σεμνά, διακριτικά και μακριά από τις κάμερες…
ΠΗΓΗ: https://www.newsbeast.gr