Ο συγγραφέας Ολιβιέ Ντάβιντ
Πότε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν φυσιολογικά; Όταν οι ειδικές δυνάμεις της γερμανικής αστυνομίας του χτύπησαν την πόρτα για να έχουν καλύτερη βολή από το παράθυρο του, στοχεύοντας τον ληστή της γειτονικής τράπεζας. Όταν μια βόμβα μολότοφ έσκασε στην πόρτα της οικοδομής του. Όταν πάτησε μια σύριγγα στην αυλή. «Ο καθένας συνειδητοποιεί ότι αυτά δεν είναι φυσιολογικά».
Ο Ολιβιέ Ντάβιντ μεγάλωσε στην περιοχή Ότενσεν του Αμβούργου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι προσόψεις των σπιτιών ήταν σε άθλια κατάσταση και σε κάθε δεύτερο σπίτι ζούσε και ένας έμπορος ναρκωτικών, θυμάται. Σήμερα, πολλές προσόψεις έχουν βαφτεί σε τόνους παστέλ. Τα παλιά κτήρια, κάποτε εργοστάσια, στεγάζουν σικ αρτοποιεία και ένας καπουτσίνο κοστίζει 4,20 ευρώ στα καφέ της περιοχής.
Οικονομικά προβλήματα και βία
Το σπίτι της παιδικής ηλικίας του Ολιβιέ Ντάβιντ δεν έχει αλλάξει πολύ. Τότε ζούσε εκεί με τη μητέρα, τον πατέρα και τη μεγάλη του αδερφή – μία ζωή ανάμεσα σε οικονομικά προβλήματα και ενδοοικογενειακή βία.
Σταθερό κληροδότημα της οικογένειάς του ήταν η φτώχεια: Ο παππούς του έκλεβε τρόφιμα από χωράφια για να θρέψει την οικογένειά του. Ο πατέρας του βρήκε καταφύγιο στα ναρκωτικά, κάποιες φορές χτυπούσε ενδοφλέβιες ενέσεις κοκαΐνης. Ήταν ένας από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους που γνώρισε ο Ντάβιντ: ευέξαπτος, βίαιος, ενώ τα ναρκωτικά τον έστειλαν δύο φορές στη φυλακή. Όταν ο Ολιβιέ Ντάβιντ ήταν δέκα ετών, τα χρέη του πατέρα του ήταν περίπου 100.000 ευρώ.
Το καλοκαίρι του 2019 έκανε μία σημαντική συνειδητοποίηση – λίγο μετά τα 30, έχει μάλλον υπό έλεγχο τη ζωή του: έχει δουλειά, σταθερή σχέση και δεν ανησυχεί καθόλου για τα οικονομικά του. Όμως υπάρχει αυτή η μαινόμενη οργή – ένα γνώριμο συναίσθημα από το παρελθόν του. Ξεκινά θεραπεία. Από τότε όλα γίνονται ακόμη χειρότερα: κλαίει για ώρες, παθαίνει κρίσεις πανικού και τα αφτιά του βουίζουν. Η διάγνωση: μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη και ελλειμματική προσοχή.
Ο ίδιος είναι πεπεισμένος: Η οργή και τα ψυχολογικά του προβλήματα προέρχονται από την παιδική του ηλικία, τη οποία πέρασε μέσα στη φτώχεια.
Η φτώχεια βλάπτει την ψυχική υγεία
Η σχέση μεταξύ φτώχειας και ψυχικής ασθένειας έχει τεκμηριωθεί: Άτομα με χαμηλά εισοδήματα έχουν από μιάμιση έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη ή άγχος σε σχέση με τα άτομα που έχουν υψηλά εισοδήματα.
Ο ψυχίατρος Αντρέας Χάιντς από το νοσοκομείο Charité του Βερολίνου τονίζει ότι «το άγχος είναι εντονότερο όσο πιο φτωχός είναι κανείς». Η κοινωνιολόγος σε θέματα υγείας Γιέλενα Έπινγκ από την Ιατρική Σχολή του Ανόβερου θεωρεί ότι η φτώχεια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο ακόμα και στην ψυχική υγεία του αγέννητου παιδιού.
Οι ψυχικές ασθένειες με τη σειρά τους, μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να αποσυρθούν κοινωνικά, να χάσουν την δουλειά τους ή ακόμη και σε ένα σπιράλ οργής, επιθετικότητας, κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών, τονίζουν οι ειδικοί.
Το γράψιμο ως αυτοφροντίδα
Στην παιδική του ηλικία ο Ολιβιέ Ντάβιντ ένιωθε συχνά ανίσχυρος γιατί δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τον βίαιο πατέρα του και την καταπονημένη μητέρα του. Γιατί οι άνθρωποι στο σχολείο γελούσαν όταν έκανε μια ερώτηση. Γιατί δεν καταλάβαινε τους κοινωνικούς κώδικες των πλουσίων.
Παράτησε το σχολείο χωρίς απολυτήριο λυκείου. Αντ’ αυτού άρχισε από μικρός εργάζεται: στο ταμείο, στο εργοτάξιο, στην αποθήκη. Κάπνιζε χασίς κάθε μέρα, έπινε αλκοόλ επίσης σχεδόν κάθε μέρα. Με λίγα λόγια: Αντέγραφε τις συμπεριφορές που γνώρισε. «Κάποια στιγμή κατάλαβα: απλώς ήσουν άτυχος, τα προβλήματά σου δεν έχουν να κάνουν με εσένα τον ίδιο».
Η διέξοδος που βρήκε ήταν το γράψιμο. Εδώ βρίσκει το χρόνο να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Γράφοντας θέλει να απευθεύνει τις σωστές προτάσεις στα αυτιά των σωστών ανθρώπων, λέει. Το πρόβλημα: Αυτοί, στους οποίους αναφέρεται, πιθανότητα δεν θα διαβάσουν το βιβλίο του.
Άννα Καρτχάους
Επιμέλεια: Ευθύμης Αγγελούδης
Πηγή: www.dw.com