«Προφανώς καμία σχέση δεν έχει η παραπομπή του με το ότι υπέγραψε ή συνυπέγραψε μια κοινοβουλευτική ερώτηση μαζί με άλλους δέκα συναδέλφους της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό το καταλαβαίνουμε και είναι αυτονόητο, διότι αν ήταν αυτός ο λόγος της παραπομπής, δεν θα ήταν ο μόνος. Εξάλλου γι’ αυτό έχουμε μιλήσει εκτενώς και έχουμε πει ότι προφανώς οι βουλευτές έχουν δικαίωμα να καταθέτουν ερωτήσεις και να ασκούν κοινοβουλευτικό έλεγχο» επισήμανε ο κ. Βορίδης.
Αναφερόμενος στο τι έχει προηγηθεί στην περίπτωση του κ. Σαλμά, είπε τα εξής. «Είχε αναδείξει και στην κοινοβουλευτική μας ομάδα και εν συνεχεία με κοινοβουλευτική ερώτηση ένα ζήτημα το οποίο θεώρησε ότι κάπως δεν έχουν γίνει σωστά τα πράγματα και αυτό αφορούσε μια υπόθεση μιας δημόσιας προκήρυξης για τη λειτουργία κυλικείων που αφορούσε στο υπουργείο Πολιτισμού. Έκανε κοινοβουλευτική ερώτηση για αυτό και φυσικά κανείς δεν τον ήλεγξε γι’ αυτό. Έλαβε κοινοβουλευτική απάντηση από τον αρμόδιο υπουργό και μάλιστα τότε είχε πει ότι είχε καλυφθεί από την συγκεκριμένη απάντηση και εν πάση περιπτώσει έχει ασκήσει και τον κοινοβουλευτικό του έλεγχο και έχει λάβει και τις απαντήσεις που έχει λάβει. Θεώρησε καλό να επαναφέρει και μάλιστα με δυσμενέστατους πια χαρακτηρισμούς και κρίσεις το ζήτημα αυτό στο δημόσιο διάλογο. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι για την υπόθεση αυτή έχουν υπάρξει από τους ενδιαφερομένους, προσφυγές, οι οποίες κρίθηκαν στα διοικητικά δικαστήρια και κρίνουν ότι είναι απολύτως νόμιμη η διαδικασία. Άρα, όταν επανέρχεται ένας βουλευτής, όταν η κυβέρνηση του έχει απαντήσει, δεν ξέρω αν τον ικανοποίησε η απάντηση ή όχι, αλλά απάντηση υπήρξε και μάλιστα σε προφορική διαδικασία, δηλαδή σε επίκαιρη ερώτηση. Επομένως έχει υπάρξει απάντηση. Και εν συνεχεία επίσης απάντηση επ’ αυτού του θέματος έδωσε η Δικαιοσύνη. Όταν μετά ταύτα, όταν κάτι κρίνεται, απαντιέται σε πολιτικό επίπεδο στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ελέγχου και εν συνεχεία κρίνεται και σε επίπεδο δικαστικό και κρίνεται ότι δεν υπάρχει κάτι επιλήψιμο, το να επαναφέρει ένας βουλευτής κρίσεις με δυσμενέστατους και βαρύτατους χαρακτηρισμούς για την υπουργό, για την κυβέρνηση και για τη λειτουργία της, προφανώς υφίσταται αυτό ελεγκτέο».
Ερωτηθείς εάν αποδίδει προσωπικά κίνητρα στη στάση του κ. Σαλμά, ο κ. Βορίδης είπε χαρακτηριστικά «δεν πρόκειται να σας απαντήσω, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί εγώ δεν μπορώ να ξέρω τα κίνητρα του καθενός. Γιατί τα κίνητρα, όπως ξέρετε, είναι στοιχείο υποκειμενικό, προσωπικό. Ο καθένας ο ίδιος ξέρει ποια είναι τα κίνητρά του».
Ερωτηθείς κατά πόσο μπορεί να διαγραφεί και από το κόμμα, σημείωσε «ποια θα είναι η κρίση της Επιτροπής Δεοντολογίας, δεν το ξέρω. (…) Γενικώς, η λεγόμενη αντιδεοντολογική συμπεριφορά μπορεί να εμπίπτει και στους δύο κανονισμούς και στον κανονισμό του κόμματος και το καταστατικό του κόμματος που επιβάλλει στα μέλη του κόμματος έναν ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς, αλλά και στον Κανονισμό της Βουλής. (…) Προφανώς ο Κανονισμός της Βουλής είναι πολύ πιο απαιτητικός, γιατί περιλαμβάνει και όλους εκείνους τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δεοντολογίας».
Σχετικά και με την ερώτηση των 11 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και τις πληροφορίες που λένε πως γυρνώντας ο πρωθυπουργός από τη Νέα Υόρκη, πρόκειται να καλέσει τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος στο Μαξίμου, κληθείς να κάνει κάποιο σχόλιο ο κ. Βορίδης είπε τα εξής.
«Η κυβέρνηση έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην κοινοβουλευτική της ομάδα και είναι μια κοινοβουλευτική ομάδα και με την παρούσα σύνθεσή της, αλλά και με την προηγούμενη, που εδώ και πεντέμισι περίπου χρόνια στηρίζει απαρέγκλιτα την κυβέρνηση και της έχει δώσει στήριξη και στις πιο δύσκολες στιγμές και στις πιο απαιτητικές και στις πιο φιλόδοξες. Άρα τι θέλω να πω; Εμείς δεν βλέπουμε καμία αναστάτωση, ούτε και μας θορυβεί και δημιουργεί οποιοδήποτε θέμα στην κυβέρνηση το γεγονός ότι κάποιοι συνάδελφοι ήθελαν να αναδείξουν ένα θέμα με μια ερώτησή τους. Ίσα ίσα είπαμε ότι δόθηκε η δυνατότητα να διευκρινιστούν με αυτή την ερώτηση μια σειρά από πράγματα που αφορούν στην προστασία των δανειοληπτών, στα κόκκινα δάνεια, στη μείωσή τους, στο προστατευτικό πλαίσιο. Πράγματα δηλαδή, που και οι συνάδελφοι που κατέθεσαν την έχουν ψηφίσει και τα έχουν υποστηρίξει. Επομένως δεν υπάρχει η παραμικρή αναστάτωση. Τώρα, η περίπτωση του κυρίου Σαλμά, πράγματι, να το πω διαφορετικά, δεν είναι ευχάριστο σε κανέναν, να οδηγεί ανθρώπους στο πειθαρχικό ή να υπάρχουν τέτοιου είδους προστριβές και αναγκαίες μεταχειρίσεις; Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ορισμένες στιγμές που και αυτό το μέτρο, δηλαδή πειθαρχικά μέτρα, όταν κάποιος υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια και κυρίως υπερβαίνει το καταστατικό και υπερβαίνει και τα οριζόμενα στον κανονισμό λειτουργίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, δεν γίνεται διαφορετικά. Πρέπει όλοι να έχουμε την τήρηση ορισμένων βασικών αρχών».
«Αν αυτό που προσπαθείτε να πείτε, αν υπάρχει κάποιο γενικότερο πολιτικό ζήτημα με την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, θέλω να σας δηλώσω ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα» συμπλήρωσε.
Σε ό,τι αφορά στην αυριανή συνάντηση του κυρίου Μητσοτάκη με τον κύριο Ερντογάν, σύμφωνα με τον κ. Βορίδη, μάλλον δεν αναμένεται «κάτι θεαματικό».
«Η εικόνα που έχω εγώ είναι, γιατί μιλάμε για την επικείμενη συνάντηση, θα δώσουν έμφαση σε ζητήματα της λεγόμενης θετικής ατζέντας, της soft ατζέντας. Άρα τουρισμός, πολιτιστικά, μεταναστευτικό, θα βάλουν αυτά τα θέματα παρά κάτι άλλο» ανέφερε.
Κληθείς να σχολιάσει πληροφορία που αναφέρει πως μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας υπάρχει μια συναντίληψη ότι το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών θα μπορούσε να λυθεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας θητείας των δύο ηγετών, Ελλάδας και Τουρκίας, ο κ. Βορίδης τόνισε: «Είναι σημαντικό καταρχάς να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη στις δύο πλευρές μετά από μία αρκετά δύσκολη περίοδο. Τώρα, πράγματι, έχουμε μπει σε μία καλύτερη περίοδο. Αλλά θέλω να το πω ευθέως. Η Τουρκία είναι ένας απρόβλεπτος παίκτης, η οποία μεταβάλλει πολύ εύκολα τη στάση της και επομένως να ξέρετε ότι πάντα εμείς στο πίσω μέρος του μυαλού μας το έχουμε αυτό. Δηλαδή ναι, λέμε στο διάλογο και ναι, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ναι, η θετική ατζέντα. Όλα αυτά είναι καλά πράγματα. (…) Από κει και πέρα, κάποια στιγμή, προφανώς όταν θα κριθεί ότι και οι δύο πλευρές είναι έτοιμες, μπορούν να ανοίξουν ένα πλαίσιο διαλόγου πάνω στα θέματα τα οποία ξέρετε ότι δεχόμαστε ότι είναι τα αντικείμενα συζήτησης που έχουμε».