11 Οκτωβρίου γιορτάζουν…

Φιλίππου εκ των επτά διακόνων, Θεοφάνους επισκόπου, Ζηναϊδας και Φιλονίλλας των αυταδέλφων μαρτύρων, Ιωνά οσίου του εν Περγάμω Λάρνακας

by Times Newsroom
  • Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος ένας από τους επτά Διακόνους
  • Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο Ομολογητής επίσκοπος Νίκαιας
  • Άγιοι Νεκτάριος, Αρσάκιος και Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης
  • Άγιος Ιωνάς ο εν Περγάμω της Κύπρου
  • Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα οι αδελφές
  • Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Όσιος Γερμανός ο Αγιορείτης ο Μαρουλής
  • Αγία Ethelburga
  • Άγιος Kenneth
  • Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός
************************************************************************************************************
  • Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος ένας από τους επτά Διακόνους
Ο Άγιος Φίλιππος καταγόταν από την Καισαρεία της Παλαιστίνης και ήταν διάκονος μεταξύ των επτά διακόνων της πρώτης Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ (Πράξ. στ’). Επίσης, ήταν έγγαμος και είχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες με προφητικό χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8-9). Ο Φίλιππος, όμως, δε στάθηκε μόνο στην Ιερουσαλήμ. Πήγε στη Σαμάρεια και κήρυξε το Ευαγγέλιο, σαν γνήσιος και αυτός «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν» (Προς Τίτον, α’ 1). Δηλαδή απόστολος του Ιησού Χριστού για να διδάξει μεταξύ εκείνων που εξέλεξε ο Θεός, την πίστη και την επίγνωση της αλήθειας, που οδηγεί στην ευσέβεια. Εκεί στη Σαμάρεια, δια του κηρύγματός του βάπτισε χριστιανό και το Σίμωνα το μάγο. Έπειτα, ο Φίλιππος συνάντησε στο δρόμο του τον Ευνούχο της βασίλισσας Κανδάκης, και αφού τον κατήχησε, βάπτισε και αυτόν Χριστιανό. Κατόπιν, πήγε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας, όπου με τη διδασκαλία του έπεισε όλους σχεδόν τους κατοίκους της πόλης να πιστέψουν στο Χριστό. Ο Φίλιππος στην πόλη αυτή, αφού έκτισε και χριστιανικό ναό, παρέδωσε στο θεό την ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τὴ Ἐκκλησία, ὡς Διάκονος Τοῦ Λόγου Ἀπόστολε, θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Φίλιππε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’, Ἐπεφάνης σήμερον.
Μιμητὴς γενόμενος, τοῦ Διδασκάλου, δι’ αὐτὸν Ἀπόστολε, ταὶς τῶν Ἁγίων τῶν αὐτοῦ, χρείαις πιστῶς διηκόνησας, ὅθεν σὲ πάντες, πιστοὶ μακαρίζομεν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐλατὴρ τῶν δαιμόνων ἀναδειχθείς, καὶ φωστὴρ τῶν ἐν σκότει ἀποφανείς, ἔδειξας τὸν Ἥλιον, ἐκ Παρθένου ἐκλάμψαντα, καὶ ναοὺς εἰδώλων, συντρίψας ἀνήγειρας, ἐκκλησίας Μάκαρ, εἰς δόξαν Θεοῦ ἡμῶν· ὅθεν σε τιμῶμεν, καὶ τὴν θείαν σου μνήμην, πιστῶς ἑορτάζομεν, καὶ συμφώνως βοῶμέν σοι· Ὦ Ἀπόστολε Φίλιππε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
  • Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο Ομολογητής επίσκοπος Νίκαιας
Ο Όσιος Θεοφάνης ήταν αδελφός του Θεοδώρου του Γραπτού (βλέπε 27 Δεκεμβρίου) και διακρινόταν για τη μάθηση των αγίων γραφών και της Ιερής θεολογίας, αλλά και για την ακριβή γνώση των αρχαίων Ελληνικών συγγραφών. Ο Θεοφάνης το 838 μ.Χ., έθαψε με μεγάλη λύπη τον αδελφό του Θεόδωρο, όταν αυτός πέθανε στην εξορία. Κατόπιν ο Θεοφάνης εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Όταν πέθανε ο εικονομάχος βασιλιάς Θεόφιλος, ανέλαβε τη διαχείριση της βασιλικής αρχής. Ο δε Πατριάρχης Μεθόδιος, έκανε τον Θεφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Επιτέλεσε τα ποιμαντικά του καθήκοντα με μεγάλη ακρίβεια και πέθανε ήσυχος με τη συνείδηση του, ότι εκπλήρωσε άρτια τα καθήκοντά του προς τον Χριστό και την Εκκλησία και σαν απλός Ιερομόναχος και σαν επισκοπικός κυβερνήτης. Ο Θεοφάνης ο Γραπτός είναι από τους μεγαλύτερους Έλληνες θρησκευτικούς ποιητές και υμνογράφους του 8ου αιώνα μ.Χ., αφού συνέγραψε πολλούς κανόνες.
  • Άγιοι Νεκτάριος, Αρσάκιος και Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης 
Ο Νεκτάριος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας. Ιερός και όσιος στη ζωή, συγκλητικός στο αξίωμα. Κατά την 2η Οικουμενική Σύνοδο, μετά την παραίτηση του Γρηγορίου του Θεολόγου και την καθαίρεση του αιρετικού Πατριάρχη Μαξίμου, με κοινή ψήφο λαού και κλήρου και γνώμη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, αν και λαϊκός (και μάλιστα αβάπτιστος), εκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (381 – 397 μ.Χ. αφού βέβαια πρώτα βαπτίστηκε). Με μεγάλη θεοσέβεια αφού ποίμανε την εκκλησία, απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Αρσάκιος καταγόταν και αυτός από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν αδελφός του Πατριάρχη Νεκταρίου. Ο Αρσάκιος ήταν πρεσβύτερος της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και κλήθηκε στον πατριαρχικό θρόνο (404 – 405 μ.Χ.) σαν διάδοχος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και ενώ είχε περάσει το 80ό έτος της ηλικίας του. Ήσυχα και κατά Χριστόν αφού έζησε μετά από μικρή πατριαρχία, απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Σισίνιος ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 426 μ.Χ., διαδεχθείς τον Πατριάρχη Αττικό. Προ της εκλογής του, έκανε τα καθήκοντα του πρεσβυτέρου στην Έλαια. Ο Σισίνιος ήταν φημισμένος για τις αρετές του και για τις άοκνες προσπάθειες του για την περιποίηση των φτωχών. Η χειροτονία του και η εγκαθίδρυσή του έγινε από Σύνοδο, που συγκάλεσε ο Θεοδόσιος ο Β’ . Ο Σισίνιος ο Α’ και σαν πατριάρχης εξακολουθούσε την φιλανθρωπική του δράση και αναδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας των φτωχών τάξεων. Πατριάρχευσε ένα χρόνο και δέκα μήνες. Απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 87 χρονών.
  • Άγιος Ιωνάς ο εν Περγάμω της Κύπρου

Ο Άγιος Ιωνάς υπήρξε μέγας ερημίτης, ασκητής και θαυματουργός. Απ’ την παιδική του ηλικία θα πρέπει να γνώρισε τον Χριστό και τον αγάπησε. Μέσα στην αγνή και άδολη καρδιά του αποθησαύριζε με λαχτάρα κι αφοσίωση τα λόγια του Θεού, που άκουε στην εκκλησία. Μ’ αυτά μεγάλωνε. Και μ’ αυτά μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και στην καρδιά του βαθύς ο πόθος να ζήσει μια ζωή πού θα είχε σαν οδοδείκτη και σκοπό τα λόγια του Χριστού. Γι’ αυτό, όταν κάποτε έμαθε πως οι άνθρωποι του Πάπα της Ρώμης γύριζαν τις χώρες της Ευρώπης και καλούσαν τους πιστούς σε εκστρατεία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους, πρώτος κι αυτός μαζί με τριακόσιους άλλους Έλληνες ορθοδόξους, που εργαζόντουσαν στη Γερμανία, έσπευσε να στρατολογηθεί για να συμμετάσχει στον ιερό αγώνα. Η στρατιά αυτή, που την ξέρουμε, σαν δεύτερη Σταυροφορία 1147 – 1149 μ.Χ., διαλύθηκε προτού να φθάσει στον προορισμό της. Έτσι οι τριακόσιοι αυτοί Έλληνες, που είναι γνωστοί σαν Αλαμάνοι, συνέχισαν τον δρόμο τους με σκοπό να πραγματώσουν ένα ιερό πόθο που είχαν. Να προσκυνήσουν στην Ιερουσαλήμ, που την κρατούσαν ακόμη χριστιανοί Ευρωπαίοι. Και το έκαμαν.

Μετά την πραγμάτωση του πόθου τους αποφάσισαν να μη επιστρέψουν στις εργασίες τους, άλλα να παραμείνουν και να ζήσουν τη μοναχική κι ασκητική ζωή εκεί στην έρημο του Ιορδάνου. Επειδή όμως εκεί κατεδιώκοντο από τους Σαρακηνούς και τους Λατίνους, μια μέρα μαζεύτηκαν όλοι τους και με αρχηγό τον Αυξέντιο (βλέπε 28 Σεπτεμβρίου), που αργότερα ασκήτεψε στην Καρπασία ήλθαν όλοι στην Κύπρο γύρω στο 1150 μ.Χ. ή και αργότερα.

Το καράβι που τους έφερνε έφτασε στην Πάφο, όπου και τσακίστηκε επάνω στους βράχους του λιμανιού. Οι χριστιανοί στρατιώτες, αφού με πολλές ταλαιπωρίες βγήκαν στη στεριά, αποφάσισαν να διασκορπισθούν και να ζήσουν την ασκητική ζωή στην Κύπρο. Και το έπραξαν. Κι ο μεν φίλος του αγίου, ο Όσιος Κενδέας (βλέπε 6 Οκτωβρίου), στην αρχή τακτοποιήθηκε σε μια καλύβα που είχε στήσει σ’ ένα βράχο εκεί κοντά στην ακρογιαλιά της Πάφου. Ο όσιος Ιωνάς, αφού αποχαιρέτησε τον φίλο και συνασκητή του Κενδέα, προχώρησε, κι αφού πέρασε από διάφορα μέρη, ήλθε κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπήλαιο της περιοχής Μάντρες της Τραχιάδος. της επαρχίας Αμμοχώστου, «εις χωρίον λεγόμενον Πέργαμον».

Μέσα στο σπήλαιο αυτό έστησε ο άγιος το ασκητήριό του κι άρχισε τον αγώνα του. Αγώνα σκληρό ενάντια στη σάρκα του. Γνωρίζει ο ασκητής ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος». Γι’ αυτό κι η προσοχή του στρέφεται απ’ την πρώτη στιγμή στο να δαμάσει κι υποτάξει τον εχθρό αυτό. Και το κατορθώνει με τη δύναμη και τη χάρη του Ιησού Χριστού. Θεληματικά υποβάλλει τον εαυτό του σε διάφορες κακοπάθειες. Κακοπάθειες που συνεπάγεται ο διαρκής αγώνας κι η συνεχής προσπάθεια και πάλη να περιφρουρήσει την ηθική του αξία και ακεραιότητα. Με την τακτική προσευχή, την εγκράτεια και την αυστηρή άσκηση, τη νηστεία και την προσεκτική μελέτη του λόγου του Θεού κατόρθωσε να υποδουλώσει τη «σάρκα τω πνεύματι».

Αλλά «ο πειράζων» δεν τον αφήνει ήσυχο. Κάποτε μάλιστα που ο άγιος έστελλε τον υποταχτικό του να του φέρνει νερό, — δεν είχε εκεί κοντά — ο διάβολος να τι επενόησε για να στερήσει το νερό από τον άγιο: Για κάμποσες μέρες, όταν έβλεπε τον υποταχτικό με το σταμνί να φέρνει το νερό, έπαιρνε τη μορφή του αγίου και στεκόταν αρκετά μέτρα έξω από το σπήλαιο, έπαιρνε το σταμνί, έχυνε το νερό κι έδιωχνε τον υποταχτικό. Με τον τρόπο αυτό πέρασαν αρκετές μέρες. Το δράμα της δίψας βασάνιζε τον άγιο. Κάποια μέρα, ύστερα από καιρό, που έτυχε να ‘ρθει ο υποτακτικός να πάρει το σταμνί και τον είδε ο άγιος, του έκαμε τρομερά παράπονα. Ύστερα από την εξήγηση του υποταχτικού, κατάλαβε ο άγιος το τέχνασμα του πονηρού και του είπε: «Παιδί μου, στο εξής, αν με δεις και χίλιες φορές στον δρόμο σου, ουδέποτε να μου δώσεις αυτό που μου φέρνεις, παρά μονάχα, όταν μπεις στην κατοικία μου».

Ο Άγιος, μετά την ταλαιπωρία του αυτή προσευχήθηκε θερμά στον Θεό και με το ραβδί του, σαν άλλος Μωϋσής, κτύπησε τον βράχο εκεί στη σπηλιά του και το θαύμα έγινε. Μια πηγή από κρυστάλλινο νερό άνοιξε στη στιγμή, για να ικανοποιεί τις ανάγκες του αγίου και όσων τον επεσκέπτοντο, για να πάρουν τις ευλογίες του. Η βρύση αυτή υπήρχε μέχρι το 1912 μ.Χ. κι ήταν γνωστή σαν το «άγιασμα του οσίου». Δυστυχώς ο φανατισμός των μουσουλμάνων που κατοικούσαν το Πέργαμον ξέσπασε κάποια μέρα και πάνω στην πηγή και το σπήλαιο «σπηλιάϊν» του αγίου. Με μηχανές γκρέμισαν το σπήλαιο και κατέστρεψαν την πηγή. Για να καλύψουν το έγκλημα τους φύτεψαν πάνω απ’ την τοποθεσία εκείνη κάμποσα κλήματα. Το ίδιο έκαμαν και με τον ναό του οσίου. Οι χριστιανοί καταδιωγμένοι έφυγαν από το μέρος εκείνο και μαζί τους μετέφεραν και την εικόνα του αγίου, που φυλάσσεται στην Ξυλοτύμπου. Η εικόνα είναι παλαιά και κατεστραμμένη σχεδόν κατά το ήμισυ. Δεν έχει χρονολογία και φέρει επάνω τούτη την επιγραφή: «Όστις προσφέρει δώρον εις την εμήν ανάμνησιν, καμέ προς Θεόν ευρήσει προστάτην». Κι είναι προστάτης ο άγιος γιατί με την όλη ζωή του ευηρέστησε στον Κύριο. Με τη δύναμη της πίστεως του ο ευσεβής και πιστός αυτός στρατιώ της του Χριστού βγήκε νικητής ενάντια σε όλους τους πειρασμούς και τις παγίδες του εχθρού και έγινε και μένει στοιχείο ωφέλιμο και ευεργε τικό σε όλους. Πλείστα θαύματα έκαμε, όταν ζούσε.

Ένα απ’ αυτά είναι και τούτο: Κάποτε τον επεσκέφθη στο κατάλυμα του ένας πατέρας κρατώντας στα χέρια τα νεκρό παιδί του κι αφού γονάτισε μπροστά του, άρχισε να του λέει με σπαραγμό ψυχής: «Γέροντα μου, σπλαχνίσου με. Ένα το έχω και μου το πήρε ο χάρος. Ξέρω πως σαν παρακαλέσεις συ τον Θεό, ο Θεός θα σε ακούσει και θα μου ξαναδώσει πίσω ζωντανό το παιδί μου. Γέροντα μου, λυπήσου με». Στην παράκληση του πονεμένου πατέρα ο άγιος σηκώθηκε. Έτρεξε κοντά του κι αφού γονάτισε μπροστά στο νεκρό παιδί, άρχισε να προσεύχεται με κατάνυξη. Στο τέλος παίρνοντας το νεκρό παιδί από το χέρι του είπε: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Λυτρωτή και Θεού μας σου λέω: Σήκω παιδί μου.» Στη στιγμή το νεκρό παιδί, σαν να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, άνοιξε τα μάτια. Ο ασκητής το σήκωσε και το παράδωσε στον ευτυχισμένο τώρα πατέρα. Όλοι τότε δόξασαν τον Θεό, που είχε δώσει τέτοια εξουσία στον όσιό του.

Εκεί στη σπηλιά έζησε ο άγιος όλες τις μέρες της ζωής του. Από αυτή βγήκε μόνο μερικές φορές για να επισκεφθεί τον φίλο του όσιο Κενδέα, ο οποίος ύστερα από καιρό εγκατέλειψε την Πάφο κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε σε μια άλλη σπηλιά, που βρισκόταν κοντά στο Αυγόρου εκεί κοντά που βρίσκεται σήμερα κι ο ναός του. Από καιρό σε καιρό οι άγιοι έβγαιναν από τη σπηλιά τους και επεσκέπτοντο, ο ένας τον άλλο για αλληλοενίσχυση. Εκεί στη σπηλιά οι πιστοί τον βρήκαν μια μέρα νεκρό. Το σκήνωμα του ανέδιδε μια ευωδιά. Με δάκρυα πήραν το λείψανο και το έθαψαν εκεί που έζησε τη ζωή της ασκήσεως του.

Ξωκλήσι του Οσίου Ιωνά βρίσκεται δυτικά του χωριού Ξυλοτύμβου (ή Ξυλοτύμπου – είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της επαρχίας Λάρνακας και βρίσκεται στην περιοχή των Κοκκινοχωρίων περί τα 16 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Λάρνακας και πάνω στο δρόμο που οδηγεί στην Αμμόχωστο) περί τα 200 μέτρα δυτικότερα του Αγίου Βασιλείου. Κτίστηκε το 1983 μ.Χ., σε ανάμνηση του χριστιανικού ναού, που υπήρχε στο μεικτό κάποτε χωριό Πέργαμο. Περί τη δεκαετία του 1830 μ.Χ., οπότε άρχισε η εκδίωξη των Ελλήνων κατοίκων του Περγάμου, εγκαταλείφθηκε ο ναός και κατατράφηκε. Με πρωτοβουλία του Παπακυριάκου Παναγιώτου και της τότε εκκλησιαστικής επιτροπής, κτίστηκε ο νέος ναός ο οποίος είναι βυζαντινού ρυθμού. Ένα μεγάλο μέρος των εξόδων ανέγερσης ανέλαβε ο Πέτρος Χατζηττοφής και Ξυλοτυμπιώτες μετανάστες στην Αγγλία. Η Αγία Τράπεζα του μικρού ναού κτίστηκε με πέτρες που μετέφεραν από τη χαλασμένη εκκλησία του Οσίου Ιωνά στο Πέργαμο. Στις 7 Οκτωβρίου 1984 μ.Χ., έγιναν τα εγκαίνια του ναού από το Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομο και τα έξοδα των εγκαινίων ανέλαβε ο Μιχαλάκης Τάσου.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης και εν σώματι άγγελος και θαυματουργός ανεδείχθης, Θεοφόρε Ιωνά πατήρ ημών νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τους νοσούντας, και τας ψυχάς των πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.

11 Οκτωβρίου γιορτάζουν…

  • Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα οι αδελφές 
Οι Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα ήταν αδελφές μεταξύ τους και διακρίθηκαν για την έμπρακτη πίστη τους. Η καταγωγή τους ήταν από την Ταρσό της Κιλικίας. Μερικοί συναξαριστές αναφέρουν ότι ήταν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου, αλλά τα ονόματα τους δεν έχουν κάτι το Εβραϊκό και επομένως ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει βάση. Βέβαιο όμως είναι, ότι ήταν γυναίκες που διακρίθηκαν για τη θερμή τους πίστη, ήταν πολύ μορφωμένες και γνώριζαν την ιατρική τέχνη που εξασκούσαν με τρόπο εντελώς φιλανθρωπικό και φιλάδελφο. θεράπευαν δηλαδή δωρεάν, και έτρεχαν αυτές στους ασθενείς και όχι το αντίθετο. Η θεραπευτική τους ικανότητα ενεργούσε πάντα με επιτυχία, ενισχυόμενη από τη Θεία Χάρη. Η παροχή των ιατρικών υπηρεσιών τους, τις βοηθούσε θαυμάσια στο να εργάζονται και για την πίστη. Κοντά σε κάθε άρρωστο και στην οικογένεια αυτού, γίνονταν διδασκάλισσες του Ευαγγελίου. Παρηγορούσαν και μαλάκωναν με τα λόγια τους και τους τρόπους της χριστιανικής αγάπης και ελπίδας, καρδιές τραυματισμένες από τις συμφορές της ζωής. Ευτύχησαν μάλιστα να φωτίσουν, αρκετούς απίστους στη χριστιανική ζωή. Κάποτε έφτασαν στην πόλη Δημητριάδα, όπου και διέμειναν σε ένα σπήλαιο. Κατά την διαμονή τους στο σπήλαιο αυτό η Ζηναΐδα θεράπευε από κάθε ἀσθένεια όσους προσέτρεχαν σε αυτήν για βοήθεια. Η Φιλονίλλα έκανε μακροχρόνιες νηστείες και πραγματοποίησε πολλές θαυματουργές θεραπείες και άλλα θαύματα. Και οι δυό Αγίες κοιμήθηκαν εν ειρήνη στο σπήλαιο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Τήν πολυθαύμαστον Ταρσόν τιμήσωμεν τήν ἐξανθήσασαν ἄνθη τά τίμια, τήν Ζηναΐδα τήν σοφήν καί Φιλονίλλαν. ἅμα δέ ἔχουσαι τῆς πίστεως τήν κρηπῖδα ἀσάλευτον, πᾶσαν τήν μυρίδα τῶν δαιμόνων κατήσχυναν. Διό καί σύν Ἀγγέλοις χορεύουσαι, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.
  • Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Ο Άγιος Φιλόθεος υπήρξε περίφημος λόγιος κληρικός και υπέρμαχος της ησυχαστικής διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά. Καταγόταν από αξιόλογη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και χρημάτισε ηγούμενος της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος κατά την περίοδο των ησυχαστικών ερίδων. Υπέγραψε τον Αγιορείτικο Τόμο για την υπεράσπιση της ησυχαστικής άσκησης (1339 μ.Χ.) και έγραψε δύο σημαντικούς θεολογικούς λόγους εναντίον του Γρηγορίου Ακίνδυνου. Το 1347 μ.Χ. εξελέγη μητροπολίτης Ηράκλειας της Θράκης και έλαβε μέρος στην μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (1351 μ.Χ.), η οποία διακήρυξε την ορθόδοξη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά με τον περίφημο «Τόμο». Μετά την απομάκρυνση από τον θρόνο του πατριάρχη Καλλίστου Α’ εξελέγη πατριάρχης (1353 μ.Χ.), αλλά μετά την αποκατάσταση του Καλλίστου, απομακρύνθηκε από τον θρόνο (1354 μ.Χ.), στον όποιο επανήλθε το 1364 μ.Χ. Κατά την δεύτερη πατριαρχία του υποστήριξε την θεολογία των ησυχαστών και αποδοκίμασε την προσπάθεια των αδελφών Δημητρίου και Προχόρου Κυδώνη να εισαγάγουν στο Βυζάντιο την σχολαστική θεολογία του Θωμά Ακινάτη. Στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (1368 μ.Χ.) αφορίστηκε ο Πρόχορος Κυδώνης και ανανεώθηκε το κύρος του Τόμου της συνόδου του 1351 μ.Χ. Άσκησε με μεγάλη σύνεση τα πατριαρχικά του καθήκοντα και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οργάνωση των Εκκλησιών Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ά., στις οποίες διαδόθηκε η ησυχαστική θεολογία και πνευματικότητα. Στις σχέσεις του με τον παπικό θρόνο υποστήριξε την ανάγκη σύγκλησης Οικουμενικής συνόδου για την αντιμετώπιση των διαφορών. Έγραψε θεολογικές πραγματείες και λόγους για την υποστήριξη του Ησυχασμού, όπως επίσης βίους και ακολουθίες αγίων.
  • Όσιος Γερμανός ο Αγιορείτης ο Μαρουλής 

Ο Όσιος Γερμανός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1252 μ.Χ. από φιλάνθρωπους, ευκατάστατους, ευσεβείς και πολύτεκνους γονείς. Ήταν ο τρίτος από τα οκτώ τέκνα των γονέων του. Τον κατά κόσμον Γεώργιο από μικρό τον διέκρινε «ευταξία τις και σύννοια θαυμαστή και απλότης, εύκαιρος τε σιωπή στόματος μετ’ ηρεμίας ψυχής και ήθους υποβεβηκότος τε και μετρίου, και το παν, ως ειπείν, ειρήνης και σωφροσύνης και πραότητος άγαλμα». Από μικρός αγάπησε υπέρμετρα την ησυχία, την προσευχή, την άσκηση, τη νηστεία, την αγρυπνία, την κατάνυξη, τη φιλαδελφία και φιλοπτωχία. Ο ένθεος και ενάρετος βίος του διακρινόταν με την απαθή στάση του και τη με πραότητα, υπομονή του στη σκληρή και άπρεπη στάση των ζωηρών συμμαθητών του απέναντι του στο σχολείο. Στους ταλαιπωρημένους εργάτες των κτημάτων τους συμπεριφερόταν με ιδιαίτερη στοργή.

Όταν τους είδε κάποτε καταϊδρωμένους και αποκαμωμένους, τους είπε να διακόψουν την εργασία και να αναπαυθούν. Ο πατέρας του τον επετίμησε, αλλά κατα βάθος χάρηκε για τα φιλάνθρωπα αισθήματα του ενάρετου παιδιού του.
Οι γονείς του σκέπτονταν να τον νυμφεύσουν, αλλά αυτός δεν ήθελε κανένα σύνδεσμο με τον μάταιο κόσμο, γιατι ετοιμαζόταν για μόνιμη αναχώρηση. Τότε ήλθε από το Άγιον Όρος στη Θεσσαλονίκη ο ενάρετος Αγιορείτης Γέροντας Ιωάννης, που κατοικούσε σε Δοχειαρίτικο Κελλί: «Ενταύθα και τω μεγάλω και στερρώ περιτυχών της ασκήσεως και της ησυχίας στύλω, Ιωάννη φημί τω πάνυ, του Άθω και της καλής ερημίας άρτι τότε προς επίσκεψιν και διδασκαλίαν εκείσε κατιόντι των λογικών εαυτού θρεμμάτων». Περί το 1270 μ.Χ., νέος, μόλις είχαν φανεί τα γένεια του, ακολούθησε τον Γέροντα Ιωάννη στο Άγιον Όρος: «Άθως δ’ εκείθεν ο μέγας δεξάμενος, το πίον και τετυρωμένον, εποί τις αν κανταύθα δικαίως, όρος, το όρος του Θεού, εν ω κατοικείν ο «τα πάντα πληρών» ευδόκησε διά την αρετήν δηλονότι των ενοικούντων, έθρεψέ τε πνευματικώς, είπερ τινά που των πάντων, και εις άνδρα προαγαγών τέλειον, «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»’ μετά πολλού γε πάνυ του περιόντος, πυρσόν ανέδειξε περιφανή τε και διαέριον σοφίας τε και γνώσεως πάσης τοις εκ του κοσμικού τούτου πελάγους και των ενταύθα πνευμάτων τε και του κλύδωνος εις τον σωτήριον εκείνον κατιούσι λιμένα».

Μετά σύντομη διαδικασία εκάρη μοναχός από τον Γέροντά του Ιωάννη και από Γεώργιος ονομάσθηκε Γερμανός. Διακρίθηκε για την υπεράνθρωπη άσκησή του και την πρόθυμη υπακοή του. Ως εργόχειρο είχε την καλλιγραφία. Μετέβαιναν στην «του Βατοπεδίου μεγάλην συνεχώς Λαύραν» προς προσκύνιση και συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες αλλά και «θέας τε και ομιλίας των αδελφών χάριν». Οι Βατοπαιδινοί πατέρες τους είχαν σε μεγάλη εκτίμηση κι ευλάβεια. Ο νεαρός Γερμανός θαυμαζόταν και από τον γηραιό Γέροντά του, γιατί παρά το βάρος που σήκωνε, πήγαινε τον μακρύ και δύσκολο δρόμο από το κελλί τους στο Βατοπαίδι αγόγγυστα κι ευχάριστα, αλλά και όταν δοκιμάσθηκε ενώπιον πάντων των Βατοπαιδινών μοναχών, υπέμεινε γενναία, προς διδασκαλία και εντυπωσιασμό όλων για την αρετή του νεαρού μοναχού, που τόσο πρόθυμα ασκούνταν στην ταπείνωση και την υπακοή.
Μετά τη μαρτυρική τελείωση του προσφιλούς του Γέροντος Ιωάννου, στη Θεσσαλονίκη με τον υποτακτικό του Γρηγόριο από τους Λατινόφρονες, αφού προείδε το τέλος του και προφήτευσε την ασκητική πρόοδο του αγαπητού του υποτακτικού, ο όσιος Γερμανός αναχώρησε για τις Καρυές και κατόπιν για τα όρια της Μεγίστης Λαύρας. Υποτάχθηκε στον Γέροντα Ιώβ, που ασκήτευε στο σπήλαιο της Παναγίας, κοντά στη Μεγίστη Λαύρα. Αργότερα ο Ιώβ ανέλαβε την ηγουμενία της Μεγίστης Λαύρας. Λόγω της ανυπακοής των Λαυριωτών επέστρεψε στο σπήλαιο των αγωνισμάτων του με τον Γερμανό. Μετά την εξορία του Ιώβ ο όσιος υποτάχθηκε στους Γέροντες Μύρωνα, Μαλαχία, Αθανάσιο και Θεοδώρητο, ώστε όλη του η ζωή να είναι στη μακάρια υπακοή, ως «παίς και μαθητής». Κατόρθωσε με τη συνεχή μαθητεία του να κερδίσει «του μεν τον λόγον, του δε τον βίον, του δε την θεωρίαν, του δε την πράξιν, και πάντων ομού μιμησάμενος πάντα και προς την εαυτού συλλέξας ψυχήν μετά παντός του βελτίστου, μίαν τινά θεοειδή της αρετής εικόνα θαυμασίως ο γενναίος απηκριβώσατο».
Προς το τέλος της ζωής του δέχθηκε ως υποτακτικό του τον ανάπηρο Ιωαννίκιο, τον όποιο έσωσε από βέβαιο θάνατο με την προσευχή του, όπως τον ασθενή ανηψιό του Ιωάννη, που τον επισκέφθηκε στην έρημο και τον βαρειά ασθενή συγγενή του Ιάκωβο. Σε ηλικία 84 ετών μετά μικρή ασθένεια, προσευχόμενος ανεπαύθη εν Κυρίω. Μόνο τα 18 πρώτα έτη του έζησε στον κόσμο κι όλα τα άλλα τα πέρασε στην αθωνική έρημο, με υπακοή, άσκηση και προσευχή. Γι’ αυτό χαριτώθηκε από τον Θεό πλούσια.
Ο άγιος Σάββας ο Βατοπαιδινός (βλέπε 15 Ιουνίου), συνδεόμενος με τον όσιο Γερμανό, έλεγε στον μετέπειτα βιογράφο του άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, τα εξής χαρακτηριστικά εγκωμιαστικά λόγια, όπως μας τα καταγράφει: «Βούλομαι ακριβώς ειδέναι σε φίλος, ως ο κοινός ημών πατήρ και πάλαι μεν της κάτω και ημετέρας πατρίδος, νυν δε της μεγίστης Λαύρας, μάλλον δε των ουρανών ήδη και των απογεγραμμένων εκεί μέγας πολίτης, Γερμανός ο θείος, Αντώνιος εστίν νυν εν ημίν άλλος ο μέγας· ου την πολιτείαν φημί και την της αρετής άσκησιν μόνον, αλλα δή και την καθαρότητα της καρδίας και την ενοικούσαν αυτή του Πνεύματος χάριν τε και σοφίαν».
Συγγραφέας του ωραίου βίου του οσίου είναι ο φίλος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (βλέπε 11 Οκτωβρίου). Με ιδιαίτερη χάρη, γνώση και χαρακτηριστική αμεσότητα, δίχως υπερβολές και ακρότητες, παρουσιάζει ο άγιος βιογράφος τον άγιο βιογραφούμενό του ως υπόδειγμα και παράδειγμα προς όλους και ιδιαίτερα προς τους μοναχούς και κύρια τους Αγιορείτες: «Οι της ερημίας, τον πτερωτήν, κατά τον μέγαν αύθις ειπείν εκείνον, οι της επιμιξίας, τον νομοθέτην· οι της απλότητος, τον οδηγόν· οι της θεωρίας, την πηγήν του θείου λόγου και της διδασκαλίας· ο εν ευθυμία, τον χαλινόν· ο εν συμφοραίς, την παράκλησιν· την βακτηρίαν, η πολιά· την παιδαγωγίαν, η νεότης· η πενία, τον ποριστήν· η ευπορία, τον οικονόμον. Δοκούσι μοι και ποιμένες τον της ποιμαντικής διδάσκαλον επαινέσεσθαι, και παίδες και μαθηταί τον σοφόν καθηγητήν και πατέρα, και πτωχοί και ξένοι τον φιλόπτωχόν τε και φιλόξενον, και αδελφοί και πατέρες τον φιλάδελφον ομού και φιλότεκνον, οι τας ψυχάς νοσούντες τον απαθέστατον ιατρόν, οι ύγιαίνοντες τον φύλακα της υγείας, οι πάντες τον πάσι πάντα γενόμενον, ίνα κερδάνη τους πάντας ή πλείονας». Η μνήμη του τιμάται και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων.

  • Άγιος Kenneth 
Ο Άγιος Kenneth, σύμφωνα με έναν μύθο, γεννήθηκε το 525 μ.Χ. στο Glengiven στην βόρεια Ιρλανδία. Έγινε μοναχός στο Llancarfan στην Ουαλία και ίδρυσε το μοναστήρι του Agahanoe. Επίσης, ίσως να είναι ο ιδρυτής και του μοναστηριού του Kilkenny στην Ιρλανδία. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 599 μ.Χ. στο Aghaboe στην Ιρλανδία.
  • Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός 

Ο Όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 μ.Χ. από λίαν ενάρετους γονείς, οι όποιοι τελικά μόνασαν. Ο άριστος βιογράφος του Οσίου και γνώριμος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (βλέπε 11 Οκτωβρίου) τους εγκωμιάζει θαυμάσια. Ο όσιος ονομαζόταν κατά κόσμον Στέφανος. Έλαβε καλή βασική μόρφωση και από νωρίς αγάπησε θερμά την αρετή, τη σωφροσύνη, την εγκράτεια και την ταπείνωση, ώστε ηταν σε όλους πολύ αγαπητός.

Νέος αφήνει πατρίδα, γένος, υπόληψη και πατρική αγάπη και έρχεται στο Άγιον Όρος. «Εισέρχεται στον ιερό Άθωνα, τον όντως χρυσό και αγαπητό Άθωνα, τον πρόξενο των καλυτέρων αγαθών σε μένα απ’ οτιδήποτε άλλο» κατά τον άγιο βιογράφο του. Τίθεται στην υπακοή σεβάσμιου και έμπειρου Γέροντος στην περιοχη των Καρυών σε κελλί Βατοπαιδινό. Στην κουρά του λαμβάνει το όνομα Σάββας. Υπόμενε καρτερικά την αυστηρότητα του Γέροντος του και τη σκληρότητα της υπερβολικής του εγκράτειας. Η πείνα, η δίψα, η ολονύκτια αγρυπνία, η ορθοστασία, η δέηση τον συνόδευαν πάντοτε. Ο αυστηρός του Γέροντας του ηταν λίαν αγαπητός, αφού τον θεωρούσε βέβαιο οδηγό της σωτηρίας του. Ο ίδιος ηταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συνασκητές του και χαίρονταν τη συνομιλία του. Λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης αρνήθηκε να δεχθεί την ιερωσύνη. Βλέποντας πως δεν εισακούεται, την ημέρα της χειροτονίας του κρύφθηκε σε μέρος που αδυνατούσαν να τον ανακαλύψουν. Χαρακτηριστικά γεγονότα φανερώνουν το μέγεθος της ανυπόκριτης φιλαδελφίας του, όταν σε μακρά οδοιπορία λαβαίνει στον ώμο του τα πράγματα και τον ίδιο τον αδελφό του συνοδοιπόρο του. Λόγω επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντας του αναχωρεί με άλλους πατέρες για μονή της Θεοτόκου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος μη θέλοντας να έχει τις περιποιήσεις των γονέων και τις κολακείες των γνωστών, φίλων και συγγενών, αναχωρεί για τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο και καταλήγει στη Μικρά Ασία, στην Έφεσο. Επισκέπτεται την Πάτμο και άλλα νησιά και καταλήγει στην Κύπρο.

Μετά από θερμή και ένδακρυ προσευχή αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη οδό της διά Χριστόν σαλότητος, απορρίπτοντας όλα τα ρούχα του και περιφερόμενος στα βουνά άστεγος και γυμνός, αλλά και στις πόλεις άγνωστος, αμίλητος, άσιτος και απρόσιτος. Νεκρός για τον κόσμο ζούσε με συνεχή νηστεία η μάλλον ασιτία. Έφθανε να τρώει μια φορά την εβδομάδα μόνο άγρια χόρτα. Δεν είχε στρώμα, στέγη, ένδυση, φιλία και γνωριμία. Ζούσε πράγματι μια ζωή σπάνια, υπερφυή, απερίγραπτη, ασυνήθιστη κι απίθανη. Εκτεθειμένος στον καύσωνα, στο ψύχος, στην καταιγίδα, τη νεροποντή, τον άνεμο, τα θηρία, τα ερπετά, και τη στέρηση απορούσε κανείς πως δεν τον επισκεπτόταν ο θάνατος. Έτσι όμως έγινε θαυμαστός στους αγγέλους και μισητός στους δαίμονες. Ο σοφός περιφερόταν ως άσοφος και μωρός διά Χριστόν κατά τον θειο Παύλο. Αρκετοί τον θεωρούσαν παράφρονα και τον περιφρονούσαν και απομακρύνονταν από κοντά του. Μερικοί άρχιζαν να τον σέβονται και να τον τιμούν, υποψιαζόμενοι τον μυστικό αγώνα του και την επιλεγμένη σιωπή του. Με τα αγωνίσματα του πολεμούσε τη μαλθακότητα της ηδονής, την παραδοξότητα της αλαζονείας, τη θρασύτητα της υπεροψίας και την κακότητα της εμπάθειας. Ορισμένοι τον παρεξηγούσαν, τον υποπτεύονταν, τον έβριζαν κι έφθασαν να τον δείρουν ανελέητα. Εκείνος όμως είχε μια υπέροχη συγχωρητικότητα και θεωρούσε τις κατ’ αυτού ενέργειες των ανθρώπων καθαρά δαιμονοκίνητες. Ο δαίμονας όταν έβλεπε οι έντεχνες παγίδες του να καταστρέφονται από τον επιτήδειο ασκητή, του έσπερνε μύριους δεξιούς λογισμούς περί υψηλής αγιότητός του και απομακρύνσεως από την οδό που βαδίζει μέσα στον κόσμο με τόσες περιπέτειες. Μα δεν κατάφερε τίποτε να κερδίσει από τον ταπεινό εργάτη του ευαγγελίου. Κάποτε που εισήλθε σε ένα μοναστήρι παπικών που γευμάτιζαν εξήλθε αιμόφυρτος από το ξύλο που του έδωσαν θεωρώντας τον ως απατεώνα. Παντού και πάντοτε διατηρούσε τη σιωπή, τη νήψη, την προσευχή και την ταπείνωση. Έφθασε όμως ο καιρός που η περιφρόνηση, η κακομεταχείριση και η υβρεολογία μετατράπηκε σε θαυμασμό, δόξα και τιμή για τον όσιο. Ο ευλαβής κυπριακός λαός άρχισε να τον τιμά ως άγιο, ενώ ακόμη ζούσε, με ιδιαίτερη αγάπη. Η τιμή όμως ενοχλούσε υπερβολικά τον άνθρωπο του Θεού, όπως άλλους η ατιμία, και έτσι αποφάσισε την αναχώρηση από τη μεγαλόνησο, όπου έζησε πολυ καιρό με υπερθαύμαστους άγώνες.

Βαρύ πένθος κατέλαβε τους Κύπριους με την αποχώρηση του. Μετά από περιπέτειες έφθασε στους Αγίους Τόπους και έγινε ταπεινός προσκυνητής του Παναγίου Τάφου και των άλλων πανίερων προσκυνημάτων. Κατόπιν επισκέφθηκε το θεοβάδιστο όρος Σινά ως αρχάριος και ανίδεος με την ανυπέρβλητη και πρωτοφανή μετριοφροσύνη του. Επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και εγκλείεται στα ασκητήρια πέραν του Ιορδάνου προσευχόμενος θερμά και αδιάλειπτα. Οι δαίμονες ξεσήκωσαν δυνατό πόλεμο εναντίον του ακατάφερτα, αφού είχαν να κάνουν με άφοβο και γενναίο άθλητή του πνεύματος, που δεν κάμπτεται και δειλιάζει εύκολα. Παρά τη σωματική του καχεξία, την αδυναμία και τους δαιμονικούς δαρμούς, η καρδιά του μένει προσηλωμένη στον Κύριο της δόξης, που τον αξιώνει άρρητης θεοψίας και θείας φωτοχυσίας. Η αγάπη του ηταν μεγάλη για την αφάνεια, την ασημότητα, την αδοξία και τη μυστικότητα. Ο θεός όμως τον φανέρωνε προς ωφέλεια πολλών, που συνέτρεχαν από παντού, διδάσκονταν από τη σιωπή του και ευφραίνονταν από τη γαλήνη της θέας του προσώπου του. Αρκούνταν σε μερικά νεύματα και φιλούσε τα πόδια τους. Όλοι τον είχαν για μεγάλο άγιο.

Φοβούμενος τη δόξα των ανθρώπων αναχώρησε πάλι κρυφά στη βαθύτερη έρημο για μεγαλύτερη άσκηση, ώστε να αποκάμει και να τον υπηρετούν άγγελοι. Ο Χριστός του φανερώθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε άρρητο φως και αυτή ηταν η μεγαλύτερη χαρά του. Νέοι κίνδυνοι και νέοι φοβεροί πειρασμοί τον οδήγησαν πλησίον του θανάτου, αλλά υπήρξαν αγγελοφάνειες κι ανείπωτες θειες παραμυθίες. Εισήλθε στη μονή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όπου έγινε γνωστός και του απέδωσαν μεγάλες τιμές μοναχοί και λαϊκοί που συνέτρεξαν να τον δούν. Εκείνος όμως έμεινε ατάραχος στη φίλη ησυχία και προσευχή, αντιστεκόμενος σταθερά στις δαιμονικές πλεκτάνες. Οι δαίμονες τα έχασαν μαζί του με τη μόνιμη ανδρεία στάση του και την υπέρμετρη άσκησή του. Δεν ηξεραν τί άλλο φοβερό να του κάνουν. Συνεχώς τους καταντρόπιαζε. Τελικά τον άφησαν ησυχο, αφού είδαν ότι ο εναντίον του πόλεμός τους τον έκανε αγιώτερο. Έφθασε να μεταστεί σωματικά, ύστερα από σαρανταήμερη τελεία νηστεία, ορθοστασία κι αγρυπνία. θα νόμιζε κανείς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, ότι πρόκειται για ακίνητο άγαλμα. Είδε για τρίτη φορά τον Χριστό μέσα σε απειρόκαλο φως και γέμισε από ανεκλάλητη ευφροσύνη, γενόμενος υιός φωτός, συνομιλητής αγγέλων, φωτοφόρος και θεοφόρος, φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας, μακάριος για την καθαρότητα της καρδιάς του, λαμβάνοντας την παύλεια υιοθεσία και γευόμενος το άκτιστο θαβώρειο φως, ώς πιστός μαθητής του Κυρίου. Στη συνέχεια της ζωής του έμενε αναπόσπαστος στη θέα της καταπληκτικής εκείνης θεοφάνειας. Γι’ αυτό και δεν εκινείτο διόλου, αλλά έμενε στο ίδιο μέρος ακίνητος επί πολύ. Κατόπιν αποφάσισε να πάει υποτακτικός στο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη, προς έκπληξη των εκεί μοναζόντων, όπου ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. Η θεία χάρη που είχε μέσα του τον έκανε να επιτελεί θαύματα, να ημερεύει λιοντάρια και να τον υπακούουν. Με θεϊκή δι’ αγγέλου εντολή αναχώρησε από το μοναστήρι. Οι μοναχοί τον αποχωρίσθηκαν θλιμμένοι. Στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Πορεύθηκε προς τη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας. Στον δρόμο του συνάντησε μια γυναίκα με το νεκρό παιδι της στην αγκαλιά της. Βλέποντας τα δάκρυά της και τις παρακλήσεις της το ανέστησε. Για να αποφύγει τις τιμές αναχώρησε αμέσως αλλάζοντας δρόμο. Και άλλοτε πραγματοποίησε το ίδιο θαύμα.

Με πλοίο έφθασε στην Κρήτη, όπου επί διετία ασκήθηκε στα έρημα βουνά της με υπερθαύμαστο και υπεράνθρωπο τρόπο, ώστε να ασθενήσει. Κατόπιν μετέβη στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηράκλεια και την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε σιωπηλός κι έγκλειστος στη μονή του Αγίου Διομήδους. Η φήμη όμως δεν μπόρεσε πάλι να κρυφτεί. Τον αναζήτησε ο πατριάρχης Ησαΐας και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος. Του ζητήθηκε και υπέγραψε ορθή ομολογία πίστεως, που κατανύσει τους πάντες και τους κάνει να τον τιμούν και να τον μεγαλύνουν. Έτσι ως φυγόδοξος έφυγε ξανά για μακρυά.

Επέστρεψε στο Άγιον Όρος, το περιόδευσε σιωπηλός και ηλθε στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου είχε επιστρέψει και ο Γέροντάς του και είχε μακάρια αναπαυθεί. Ο πάντα ταπεινόφρων Σάββας προτίμησε την υπακοή. Ελυσε τη σιωπή του και έγινε ξανά εκκλησιαστικός, ψάλτης, αναγνώστης, τραπεζάρης και νοσοκόμος. Σε όλα τα διακονήματα ηταν πρόθυμος, ακριβής, προσεκτικός και αποδοτικός. Υπόδειγμα μοναχού, κυρίως στο ναό, αλλά και στο διακόνημα και στο κελλί του. Δίδασκε με το βιωμένο του παράδειγμα, το υφος και το ηθος του, τη στάση του, και την προσευχή του. Είχε πλούσια βιώματα από τη νήψη και τη θεωρία, που γίνονταν αντιληπτά από τη χαρά του και τα πολλά του δάκρυα. «Όλη η Βατοπαιδινή αδελφότητα τον παρακαλούσε να δεχθεί την ιερωσύνη, μα στάθηκε αδύνατον, θέλοντας ν’ ασχολείται μόνο με τον εαυτό του κι όχι με τους άλλους. Απόφευγε πάντα τις τιμές, αγαπούσε υπερβολικά την ταπείνωση κι υπόμενε τις δοκιμασίες, τρέφοντας περισσή αγάπη στον ηγούμενο και τους αδελφούς του, που τους δίδασκε όλους με την ησυχη κι απαθή ζωή του. Η ζωή του στο Βατοπαίδι ηταν γεμάτη από θεοφάνειες κι αγγελοφάνειες».

Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341 – 1347 μ.Χ.) οι Βατοπαιδινοί αδελφοί του και οι Αγιορείτες πατέρες τον πίεσαν αφόρητα να ηγηθεί ειρηνευτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο φοβερός εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε ξανά, παρότι προείδε και προείπε ότι η αποστολή τους δεν θα έχει αίσιο τέλος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και έπι μία εξαετία αφοσιώθηκε στην προσευχή, αφού οι λόγοι του περι ειρήνης και ομονοίας δεν εισακούονταν. Οι ένδακρεις προσευχές του για τον παρασυρμό των ανθρώπων από τα άγρια πάθη ηταν συνεχείς ενώ οι λόγοι του υπέρ συμφιλιώσεως των αντιμαχόμενων πολύ λίγοι. Με σκληρά λόγια, για πρώτη φορά, μίλησε κατά του Ανδρέα Παλαιολόγου, που ηγείτο του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και ηταν υπαίτιος πολλών αιματοχυσιών κι ανθρωποκτονιών. Συνέχεια των πολιτικών ταραχών υπήρξαν οι εκκλησιαστικές έριδες με αρχηγό τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό, φοβερό πολέμιο του ιερού ησυχασμού και ύποκειμενικό ερμηνευτή των θείων δογμάτων. Ο όσιος Σάββας κατόπιν ουρανίων αποκαλύψεων έγινε ορθός υπερασπιστής των δογμάτων και αυστηρός επιτημητής του δεύτερου Ιούδα και Αρείου, Γρηγορίου Ακινδύνου, ακολούθου του Βαρλαάμ. Ο ίδιος ο Σάββας ηταν σύμβουλος του αυτοκράτορας Ιωάννου ΣΤ του Καντακουζηνού, τον όποιο στήριζε με τις προσευχές του και υπήρξε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.

Ο αυτοκράτορας πρότεινε στην Εκκλησία την εκλογή του Σάββα ως πατριάρχη και όλοι συμφώνησαν απόλυτα. Εκείνος όμως επίμονα αρνήθηκε. Αναγκάσθηκε να έλθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τη συνοδεία του για να τον πείσει, αλλά στάθηκε τελείως αδύνατο, παρότι τον παρακαλούσε ικετευτικά έπι ημέρες και είχαν ετοιμασθεί όλα τα της χειροτονίας του. Η ταπείνωση του δεν τον άφηνε να ανέρχεται αλλά μόνο να κατέρχεται, να κρύβεται, να κάνει τον σαλό, τον αμαθή, να σιωπά. Έφθασε, κατά τον βιογράφο του, στην ακρότητα όλων των αρετών και έγινε υπερφυής συμμέτοχος στη αγγελική εκείνη αϋλία και καθαρότητα, χωρίς κάν να υστερήσει. Ως απαθής έφθασε στην αρίστη ταπεινοφροσύνη και στο μέγα της αγάπης μυστήριο. Πέρασε την τελευταία εξαετία της ζωής του σχεδόν έγκλειστος στη μονή της Χώρας. Προείδε το τέλος του και το ανάφερε στον μαθητή του, λέγοντάς του λόγους περί ταπεινοφροσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά περί το 1349 μ.Χ.

Πράγματι η βιογραφία του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου αποτελεί εξαιρετικό αγιολογικό κείμενο. Είναι ένα από τα καλύτερα αθωνικά συναξάρια, το όποιο γράφθηκε προς ενίσχυση των συγχρόνων και πνευματική ανάταση των μοναχών. Ο βίος υπάρχει σε αρκετά αγιορειτικά χειρόγραφα.

Αναφέρεται πως τον Οκτώβριο του 1840 μ.Χ., όταν γίνονταν επισκευές στο οστεοφυλάκειο τοϋ κοιμητηρίου της μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα οστά ενός μοναχού να ευωδιάζουν. Του απεδόθη το όνομα Ευδόκιμος. Ο ασκητής Ιάκωβος ανέφερε στη σύναξη της μονής ότι πρόκειται για τον όσιο Σάββα τον Βατοπαιδινό, προφανώς ύστερα από κάποια αποκάλυψη. Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης αναφέρει πως ο όσιος Σάββας παρουσιάσθηκε σε Βατοπαιδινό Γέροντα Κελλιώτη, τον όποιο θεράπευσε από ασθένεια, και του είπε: «Δεν λέγομαι Ευδόκιμος, άλλα Σάββας Μοναχός. Πλην να ειπής εις τους Πατέρας της Ιεράς Μονής να με αποκαλώσιν Εύδόκιμον».

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com