2 Σεπτεμβρίου γιορτάζουν…

Μάμαντος Μάρτυρος, Ιωάννου του Νηστευτού

by Times Newsroom

************************************************************************************************************

  • Άγιος Μάμας 
Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας το 260 μ.Χ., από γονείς χριστιανούς, το Θεόδοτο και τη Ρουφίνα, όταν αυτοί ήταν μέσα στη φυλακή, όπου πέθαναν προσευχόμενοι. Έτσι ο Μάμας, βρέφος ακόμα, έμεινε ορφανός. Όμως, μια πλούσια χριστιανή γυναίκα, η Αμμία, τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε με στοργή μητρική και σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου. Επειδή δε ονόμαζε τη θετή του μητέρα συνεχώς μάμα, (δηλ. μαμά), ονομάστηκε Μάμας.
Όταν έγινε 15 χρονών, πιάστηκε από ειδωλολάτρες, διότι χωρίς φόβο, δημόσια, ομολογούσε το Χριστό. Τότε τον χτύπησαν αλύπητα. Κρέμασαν στο λαιμό του μολυβένιο βαρίδιο και τον έριξαν στη θάλασσα. Όμως με τη δύναμη του Θεού σώθηκε. Έπειτα τον ξανασυνέλαβαν και τον έριξαν σε αναμμένο καμίνι και μετά τροφή στα θηρία. Αλλά επειδή και απ’ αυτά σώθηκε θαυματουργικά, διαπέρασαν την κοιλιά του με τρίαινα. Και έτσι μαρτυρικά και ένδοξα αναχώρησε απ’ αυτή τη ζωή. Μας θυμίζει δε τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίου, ιη’ 4). Όποιος, δηλαδή, ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδάκι αυτό, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ηκολούθησας, ασχέτω πόθω, τοις ενθέοις αληθώς τούτων ίχνεσι και του Σωτήρος κηρύξας το όνομα, εθαυμαστώθης σοφέ δι’ αθλήσεως. Μάμα ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῆς Παφλαγόνου τὸ κλέος, καὶ Γαγγραίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, ἀνεδείχθης, Μαμὰ ἔνδοξε. Τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου, Μόρφου τὴ πάλει, Μάρτυς κατεστήριξας- διὸ ἐν τὴ μνήμη σου, σοφέ, εὐῶδες μύρον βρύει ἐξ αὐτῆς. Δόξα Θεῶ τῷ ἐνεργούντι, διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Παφλαγονίας ὁ κλάδος καὶ μαρτύρων ἀγλάϊσμα, πόλεως Μόρφου τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα, Λεόντων χάσματα ἔφραξας, Μάμα σοφέ, καὶ μαρτυρίου τὸν στέφανον κομισάμενος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι καὶ θαυμαστῶς ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ράβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους· θήρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων, ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κεκτήμεθα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας ὑπάρχων γόνος σεπτός, ἀσεβείας ἐδείχθης ἐκμειωτής, ὦ Μάμα πανεύφημε, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος· ἐν γὰρ σταδίῳ πλάνην, εἰδώλων διήλεγξας, καὶ εὐθαρσῶς Τριάδα, ὑμνεῖσθαι ἐκήρυξας· ὅθεν καὶ θηρίοις, ἐκδοθεὶς ἀθλοφόρε, τὸν θῆρα ἐνέκρωσας, καὶ ἀρχέκακον δράκοντα· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐν πάσῃ τῇ γῇ περιβόητον Μάρτυρα, καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις χορεύοντα, ὑμνήσωμεν Μάμαντα, τὸν πρὶν τὰς ἐλάφους ἐν ταῖς ἐρήμοις καινῶς ἀμέλγοντα, καὶ νῦν περιούσιον λαὸν Κυρίου, ῥάβδῳ δυνάμεως, ὡς ποιμένα καλῶς περιέποντα, καὶ ὁδηγοῦντα εἰς τόπον χλόης, ἔνθα ὑπάρχει ἀληθῶς τοῦ Παραδείσου ἡ τρυφή. Ὅθεν πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμὸν σε κεκτήμεθα.
  • Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης 
Ο Άγιος Ιωάννης, από παιδί διακρίθηκε για τη σπάνια εγκράτεια του και για τον από φυσικού έρωτα προς τη νηστεία. Πράγμα που του έδωσε και την προσωνυμία του Νηστευτή.
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και όταν έγινε έφηβος έκανε το επάγγελμα του χαράκτη. Η καρδιά του όμως, ήταν δοσμένη στα θεία και κάθε μέρα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις του. Τα πλεονεκτήματα του αυτά, εκτίμησε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ’ και τον χειροτόνησε διάκονο.
Από τη θέση αυτή ανέπτυξε ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, βοηθώντας πλήθος φτωχών και άλλων απόρων. Αργότερα έγινε πρσβύτερος, και μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ευτυχίου, με κοινή υπόδειξη αρχόντων και λαού, εκλέχτηκε διάδοχος του ο Ιωάννης ο Νηστευτής σαν Ιωάννης Δ’ (12/04/582 μ.Χ. επί βασιλέως Μαυρικίου).
Το πόσο έλαμψε και σαν Πατριάρχης ο Ιωάννης, έχουμε πολύ εύγλωττες μαρτυρίες: Ο επίσκοπος Σενιλλίας Ισίδωρος τον παριστάνει σαν Άγιο και Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος τον αποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στον Ιωάννη επίσης, Σύνοδος των Πατριαρχών που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 587 μ.Χ., του απένειμε τον τίτλο «Οἰκουμενικός». Σχετικά με τις εκκλησιαστικές ποινές ο Ιωάννης θέσπισε σοφό κανονικό, που βρίσκεται στο Πηδάλιο.
Κοιμήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 595 μ.Χ. και το λείψανο του τάφηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἰωάννη Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χρισθείς θείω Πνεύματι, της Εκκλησίας ποιμήν, Θεώ Ίεράτευσας, άγγελικώς επί γης, Ιωάννη Πατήρ ημών, συ γαρ δια νηστείας, σεαυτόν έκκαθάρας, κάθαρσιν των πταισμάτων, τώ σω λόγω παρέχεις, τοίς πόθω Ίεράρχα θερμώς προστρέχουσι.
  • Δίκαιοι Ελεάζαρ και Φινεές 
Οι Δίκαιοι Ελεάζαρ και Φινεές ήταν ιερείς των Εβραίων. Ο μεν Ελεάζαρ ήταν τρίτος γιος του Ααρών, ο δε Φινεές ήταν γιος μεν του Ελεάζαρ, εγγονός δε του Ααρών. Και ο μεν Ελεάζαρ ήταν επιτηρητής της Σκηνής (του Μαρτυρίου) (Αριθμ. δ’, 16). Ο δε Φινεές, για το ζήλο που έδειξε θανατώνοντας τον Ζαμβρί και τη Χασβί τη Μαδιανίτιδα, διότι αναίσχυντα εκπορνεύονταν προσβάλλοντας τον Μωϋσή και τη συναγωγή των υιών Ισραήλ, έλαβε τη διαθήκη αιωνίου Ιεροσύνης (Αριθμ. κε’, 11-13).
Η μνήμη του Δικαίου Φινεές εορτάζεται και στις 12 Μαρτίου.
  • Άγιοι Αειθαλάς και Αμών 
Οι Άγιοι Αειθαλάς και Αμών (ή Αμμών ή Αμμούν) κατάγονταν από την Αδριανούπολη της Θράκης και εργάζονταν με θερμότατο ζήλο για την εξάπλωση της πίστης του Ιησού Χριστού. Παροιμιώδης δε ήταν και η φιλανθρωπία τους, με την οποία ευεργετούσαν και χριστιανούς και ειδωλολάτρες. Το τελευταίο όμως αυτό, συντελούσε πολύ στη μεταβολή των ειδωλολατρών προς την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο έπαρχος Βάβδος, όταν πληροφορήθηκε τη δράση αυτή του Αειθαλά και του Αμών, διέταξε τη σύλληψη τους. Και, επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τους θανάτωσαν με χτυπήματα σκληρότατα, με μαστίγια από νεύρα βοδιών.
  • Όσιος Κοσμάς ο ερημίτης και ομολογητής 
Στην Κρήτη, έζησε κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ., μία μεγάλη ασκητικὴ μορφή, ὁ Όσιος Κοσμάς ο Ερημίτης και Ομολογητής ο οποίος ιδιαίτερα τιμάται στην Ι. Μονή Κουδουμά σέ σπηλαιώδη Ναό (Αββακόσπηλιο) στις 2 Σεπτεμβρίου.
Ο Άγιος Κοσμάς γεννήθηκε, κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ. στην Κρήτη, άγνωστο σε ποια περιοχή. Στα νεανικά του χρόνια έλαβε μία ικανοποιητική παιδεία ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί, και να αντιταχθεί στην αίρεση των μονοθελητών.
Στην αρχή πρέπει να μόνασε σέ κάποιο κοινόβιο. Η αντίδρασή του στον μονοθελητισμό έλαβε χώρα πιθανόν κατά την περίοδο αυτή, και οι πιέσεις των μονοθελητών επισκόπων και οι αντιδράσεις τους τον οδήγησαν στο σημείο να εγκαταλείψει την Μονή του και να καταφύγει στην έρημο.
Τα σπήλαια της νοτίου Κρήτης για τον Άγιο Κοσμά αναδείχθηκαν σέ στίβο μεγάλων ασκητικών παλαισμάτων. Εκεί «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», αρχίζει μία πνευματική ανάβαση, κόντρα στις δαιμονικές δυνάμεις. Με υπεράνθρωπη νηστεία και άσκηση κατάφερε να διαφύγει τις παγίδες του πονηρού και να στολιστεί με αρετές. Ο Όσιος Κοσμάς έζησε αθόρυβα, όχι γιατί δεν έπραξε κάτι αξιομνημόνευτο, αλλά γιατί η ζωή των Αγίων είναι εσωτερική, είναι μία καθημερινή προσωπική και άγνωστη σε όλους συνομιλία με τον ίδιο τον Θεό.
Οι μάχες του στην έρημο με τα στοιχεία της φύσης, τον εαυτό του και τους δαίμονες τον κατέστησαν πραγματικά άσαρκο. Ανυπόδητος και γυμνός, καλυμμένος με τις τρίχες του σώματός του, σαν δέντρο φορτωμένο με καρπούς, έπεσε και εκοιμήθη στις 9 Σεπτεμβρίου του 658 μ.Χ. Το σώμα του παρέμεινε μέσα στο σπήλαιό του για ένα χρονικό διάστημα, ώσπου έγινε αντιληπτό από πιστούς οι οποίοι άρχισαν να το τιμούν. Οι άνθρωποι όμως δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την απομονωμένη αυτή περιοχή και έτσι μετέφεραν το σκήνωμα από το σπήλαιο και το τοποθέτησαν σε έναν μεγάλο ναό, πιθανόν στην Γόρτυνα. Όμως μία μεγάλη ανομβρία έπληξε τότε την περιοχή. Για αρκετό καιρό δεν έβρεξε και όλα τα καρποφόρα δέντρα και τα σιτηρά καταστράφηκαν από τον δυνατό ήλιο.
Οι άνθρωποι σαστισμένοι κατέφυγαν στον Θεό και παρακαλούσαν για βροχή. Τότε ο Άγιος εμφανίστηκε σε κάποιον και ζήτησε πολύ αυστηρά να βγάλουν από το σκήνωμα του όλα τα πολύτιμα κοσμήματα, και να το επιστρέψουν στο σπήλαιό του. Οι άνθρωποι φοβισμένοι παρέλαβαν το λείψανο του Αγίου και το επέστρεψαν στο σπήλαιό του. Χώρισαν ένα μικρό κομμάτι στο βάθος του σπηλαίου και αφού το τοποθέτησαν εκεί το έκτισαν εξωτερικά. Από εκείνη την στιγμή άνοιξε ο ουρανός. Τόσο πολύ έβρεξε που το νερό έμεινε για μέρες λιμνασμένο πάνω στην καμένη γη.
Πέρασαν τετρακόσια χρόνια και οι περισσότεροι τον ξέχασαν, μοναχά οι ασκητές της περιοχής πήγαιναν στο σπήλαιό του για να προσκυνήσουν, ώσπου το έτος 1058 μ.Χ. βενετοί έμποροι παραβίασαν την κρύπτη του Αγίου και έκλεψαν το λείψανο, που παρέμενε όπως την ημέρα που ο Άγιος είχε κοιμηθεί, άφθαρτο και ευωδιάζον. Το μετέφεραν στην Βενετία και το κατέθεσαν στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Εκεί παραμένει ακόμα και σήμερα, τοποθετημένο στο παρεκκλήσι του Αγίου Βενεδίκτου, περιμένοντας ήσυχα την επιστροφή του. Είθε ο Θεός να ευδοκήσει να επιστρέψει σύντομα στον τόπο που ανήκει. Γένοιτο.
  • Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου 

Ο Όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στην πόλη Βασίλιεφ της περιοχής του Κιέβου, το 1029 μ.Χ., από εύπορους γονείς. Κατά την ώρα της βαπτίσεώς του, ο ιερέας που τον βάπτιζε, είδε ότι το βρέφος αυτό θα αφιέρωνε αργότερα την ζωή του στον Θεό, γι’ αυτό και του έδωσε το όνομα Θεοδόσιος.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι γονείς του αναγκάσθηκαν, με διαταγή του ηγεμόνα, να μετοικήσουν μακριά σε άλλη πόλη, στο Κουρσκ, στην οποία γεννήθηκε ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Αυτό ήταν οικονομία Θεού, για να λάμψει εκεί ο μικρός Θεοδόσιος με την ενάρετη ζωή του. Σε αυτή την πόλη μεγάλωνε σωματικά αλλά αυξανόταν και πνευματικά στη σοφία και στην αγάπη του Θεού. Μελετούσε με επιμέλεια τον Θείο Λόγο και πολύ γρήγορα έγινε κάτοχος όλης της Αγίας Γραφής. Όλοι έμειναν έκπληκτοι από τη σοφία του, την αντίληψη και την ταχύτητα εκμαθήσεως. Καθημερινά επισκεπτόταν το ναό του Θεού και παρακολουθούσε με όλη του την προσοχή τις ιερές Ακολουθίες. Σε ηλικία δεκατριών ετών, ο θάνατος του στέρησε τον πατέρα. Από τότε ο μακάριος Θεοδόσιος έγινε περισσότερο ασκητικός. Πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού στα χωράφια και έκανε το καθετί με βαθιά ταπείνωση. Στην καρδιά του αρχίζει να καλλιεργείται η αίσθηση της πτώχιας και της ταπεινώσεως. Έτσι, σε νεαρή ηλικία απεκδύεται τα αρχοντικά του ρούχα, ενδύεται με τα ενδύματα των χωρικών, τους οποίους βοηθά σε κάθε είδους εργασίας. Η συμπεριφορά του εξοργίζει την μητέρα του, η οποία τον επιπλήττει και τον κτυπά.

Κάποτε ο Θεοδόσιος πήγε σε ένα σιδερά και παρήγγειλε μια σιδερένια ζώνη. Όταν ετοιμάσθηκε, την πήρε και την φόρεσε κατάσαρκα, χωρίς να την βγάζει καθόλου από επάνω του. Ήταν στενή, έσφιγγε πολύ το σώμα του και προξενούσε πόνους, που τους υπέμενε όμως καρτερικά σαν να μην συνέβαινε τίποτε.

Σε ένα εορταστικό γεύμα, που θα δινόταν στο μέγαρο του άρχοντα και θα παρευρίσκονταν όλοι οι προύχοντες της πόλεως, έπρεπε να πάει και ο Θεοδόσιος, για να υπηρετήσει. Αναγκάσθηκε λοιπόν από τη μητέρα του να ενδυθεί την καλή του στολή. Καθώς την φορούσε, δεν μπόρεσε να προφυλαχθεί και το διακριτικό μάτι της μητέρας πρόσεξε πάνω στη φανέλα στίγματα από αίμα. Πλησίασε να εξετάσει και μόλις διαπίστωσε πως οφειλόταν στο σφίξιμο της σιδερένιας ζώνης, άναψε από το κακό της. Όρμησε πάνω του με μανία, άρχισε να τον κτυπάει, του ξέσκισε την φανέλα και του αφαίρεσε τη ζώνη οργισμένη. Αλλά ο ευλογημένος εκείνος νέος, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, ενδύθηκε τα ρούχα του και ξεκίνησε ειρηνικά, για να υπηρετήσει στο γεύμα.

Μία ημέρα άκουσε στο Ευαγγέλιο τον Κύριο να λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…». «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Επίσης άκουσε κι άλλα: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία, καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχᾶς ὑμῶν». Με τα λόγια αυτά πυρπολήθηκε η καρδιά του φωτισμένου από τον Κύριο Θεοδοσίου. Και φλεγόμενος από θείο έρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πώς θα μπορούσε, κρυφά από την μητέρα του, να ενδυθεί το άγιο μοναχικό σχήμα.

Έτσι, ο Όσιος φεύγει από το σπίτι, για να έλθει να ασκητέψει στο Κίεβο. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν τον δέχεται κανένας. Βρίσκει όμως πνευματικό καταφύγιο κοντά στον Όσιο Αντώνιο. Ο Όσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ολόψυχα στον Θεό και στον θεοφόρο Γέροντά του Αντώνιο. Επιδόθηκε σε μεγάλες ασκήσεις και βάσταζε με χαρά το ζυγό της μοναχικής ζωής. Τις νύχτες τις αφιέρωνε στη δοξολογία του Κυρίου, αρνούμενος την ξεκούραση του ύπνου. Τις ημέρες, σκληραγωγούσε τον εαυτό του με την εγκράτεια, τη νηστεία και τη χειρωνακτική εργασία. Πάντοτε θυμόταν το ψαλμικό: «Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἅφες πάσας τᾶς ἁμαρτίας μου».

Μάταια η μητέρα του τον αναζητούσε. Όταν επιτέλους τον βρήκε μετά από αρκετά χρόνια, τον παρακάλεσε να επιστρέψει σπίτι και να μείνει εκεί μέχρι το θάνατό της. Ο Όσιος την παρακάλεσε να γίνει μοναχή και να μείνει κάπου εκεί κοντά. Η μητέρα του τελικά πείσθηκε και έγινε μοναχή στη μονή του Αγίου Νικολάου. Αφού έζησε με μετάνοια τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της, κοιμήθηκε με ειρήνη.

Οι ασκητικοί αγώνες του Οσίου Θεοδοσίου μέσα στο σπήλαιο, πολύ γρήγορα τον ανέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά των πονηρών πνευμάτων. Όταν μάλιστα η μητέρα του ξεπέρασε τον πόνο της και έγινε μοναχή, τότε επιδόθηκε σε μεγαλύτερες ασκήσεις, φλεγόμενος από θείο έρωτα. Μέσα στο σπήλαιο μπορούσε τότε να δει κανείς τρεις λαμπάδες αναμμένες, που με την προσευχή και τη νηστεία διέλυαν το σκότος των δαιμόνων: τον Όσιο Αντώνιο, τον μακάριο Θεοδόσιο και τον μεγάλο Νίκωνα.

Όταν αργότερα, το 1062 μ.Χ., ο ηγεμόνας οργίσθηκε κατά των σπηλαιοτών μοναχών, επειδή είχαν δεχθεί στη μονή, τον βογιάρο Βαρλαάμ και τον Ευνούχο Εφραίμ, ο μακάριος Νίκων αναγκάσθηκε να φύγει με μερικούς αδελφούς. Πήγε στο Τμουταρακάν, στην ανατολική όχθη της Αζοφικής θάλασσας, όπου ίδρυσε μοναστήρι και έμεινε μέχρι το 1068 μ.Χ. Τότε ο Όσιος Θεοδόσιος, με θέλημα Θεού και επιθυμία του Οσίου Αντωνίου, χειροτονήθηκε ιερέας. Ως ιερέας τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία με πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες επάνω του τη φυσική πραότητα, την αταραξία των λογισμών και την απλότητα της καρδιάς. Ήταν γεμάτος πνευματική σοφία και έτρεφε αγάπη προς όλους αδιάκριτα τους αδελφούς, που μαζεύτηκαν γύρω από τον Όσιο Αντώνιο.

Μετά από αρκετό καιρό ο Όσιος Αντώνιος ανέθεσε την ηγουμενία στον μακάριο Βαρλαάμ και αναχώρησε σε ένα ήσυχο λόφο. Εκεί άνοιξε ένα άλλο σπήλαιο και συνέχισε την ασκητική του ζωή.

Ο ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, αφού πήραν την ευχή και ευλογία του Οσίου, συνέχισαν να ζουν οσιακά και ενάρετα στο πρώτο σπήλαιο. Επειδή όμως η αδελφότητα σιγά-σιγά αυξήθηκε και ο χώρος του σπηλαίου δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές συνάξεις της, ο ευλαβέστατος Θεοδόσιος και ο μακάριος Βαρλαάμ, με την ευλογία του Οσίου Αντωνίου, έκτισαν επάνω από το σπήλαιο ένα ευρύχωρο ξύλινο εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να συναθροίζονται σε αυτό οι αδελφοί και να κάνουν τις Ακολουθίες.

Η στενότητα του χώρου μέσα στο σπήλαιο και οι κόποι της ασκήσεως προξενούσαν στους πατέρες μεγάλες θλίψεις και ταλαιπωρίες, που μόνο ο Θεός τις γνωρίζει και που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να τις εκφράσει. Συντηρούσαν τον εαυτό τους με νερό και λίγο ψωμί από σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο έτρωγαν μόνο το Σαββατοκύριακο και όχι πάντα, γιατί ορισμένες φορές δεν υπήρχε, οπότε κατέφευγαν στα βρασμένα χόρτα. Ανάμεσα στις άλλες εργασίες, έπλεκαν καθημερινά καλάθια, τα πουλούσαν και με τα χρήματα που έπαιρναν, αγόραζαν σιτάρι. Τη νύχτα άλεθε ο καθένας το μερίδιό του και έπειτα συγκέντρωναν το αλεύρι, για να φτιάξουν ψωμί. Πριν ξημερώσει, συναθροίζονταν στην εκκλησία για τον Όρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στα εργόχειρά τους, που προορίζονταν για πούλημα. Αν είχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν και στον κήπο. Έπειτα τελούσαν στο ναό τις Ώρες και τη Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τις εργασίες τους, που διαρκούσαν ως την ώρα του Εσπερινού και του Αποδείπνου. Έτσι μοχθούσαν κάθε ημέρα, αφοσιωμένοι στην αγάπη του Θεού.

Ο Όσιος Θεοδόσιος, που ήταν τώρα και ιερέας, κατέπλησσε όλους τους άλλους αδελφούς με τη νηστεία, την ανδρεία, την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή του. Ήταν πρόθυμος να τους εξυπηρετεί όλους. Μετέφερε νερό ή ξύλα από το δάσος. Ορισμένες φορές, ενώ οι αδελφοί αναπαύονταν, μάζευε το σιτάρι που έπρεπε να αλέσουν εκείνοι και το άλεθε ο ίδιος, εργαζόμενος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα.

Αλλά συνέβη κάποτε να προσκληθεί ο μακάριος Βαρλαάμ, ο ηγούμενος της αδελφότητας, από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, για να αναλάβει την ηγουμενία της μονής του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, που ο ίδιος είχε ιδρύσει.

Όταν, λοιπόν, ο μακάριος Βαρλαάμ έφυγε για το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, οι αδελφοί πήγαν και ζήτησαν ομόφωνα από τον Όσιο Αντώνιο να τοποθετήσει ηγούμενο τον Όσιο Θεοδόσιο. Ο Όσιος Αντώνιος συμφώνησε. Με την ευλογία του ο Όσιος Θεοδόσιος έγινε ηγούμενος των είκοσι αδελφών. Ο αξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, αν και έγινε ηγούμενος, δεν απέβαλε το ταπεινό φρόνημα, αλλά θυμόταν πάντα τα λόγια του Κυρίου: «Ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμὶν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τον εαυτό του και γινόταν έσχατος και υπηρέτης όλων. Στο καθετί παρείχε τον ευατό του, τύπο καλών έργων. Στην εργασία και στο ναό ήταν ο πρώτος που πήγαινε και τελευταίος που έφευγε. Οι δεήσεις του δικαίου Θεοδοσίου έφεραν πολλές ευλογίες και η ζωή της αδελφότητας άνθιζε και προόδευε. Σαν το σπόρο που έπεσε σε εύφορη γη και έφερε καρπό εκατονταπλάσιο, έτσι μεγάλωσε σε μικρό χρονικό διάστημα η αδελφότητα και έφθασε τους εκατό αδελφούς. Και όλοι προόδευαν με την ενάρετη ζωή τους και την προσευχή.

Πιστός ο Άγιος Θεοδόσιος στις παραδόσεις του Οσίου Αντωνίου ζει μια σκληρή ασκητική ζωή και συνεχή μετάνοια, προσευχή αλλά και χαρά. Η όψη του ήταν πάντοτε φωτισμένη, ιλαρή και αντανακλούσε την χαρά του Πάσχα. Από τις αρετές του ξεχώριζαν δύο: η ταπείνωση και η αγάπη. Η ευσπλαχνία του Οσίου στρεφόταν όχι μόνο προς τους πάσχοντες αδελφούς, τους ασθενείς και τους φτωχούς, αλλά και προς εκείνους που τον αδικούσαν ή έβλαπταν το μοναστήρι. Ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της διακρίσεως και της θαυματουργίας.

Ο ευσεβής Στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, που προερχόταν από την Ελλάδα, βρισκόταν τότε κοντά στην αδελφότητα. Είχε έλθει από την Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τον νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062 μ.Χ.). Πληροφόρησε, λοιπόν, τον Όσιο Θεοδόσιο για τη θεάρεστη ζωή των Στουδιτών μοναχών, ζωή που αξιώθηκε και ο ίδιος να ζήσει. Οι πληροφορίες αυτές άρεσαν πολύ στον Όσιο. Χωρίς καθυστέρηση, αποστέλλει κάποιον αδελφό στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να βρει τον μοναχό Εφραίμ, τον ευνούχο, που τότε επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους και να του αναθέσει το σπουδαίο αυτό έργο: να επισκεφθεί δηλαδή τη μονή του Στουδίου, να γνωρίσει ο ίδιος με τον ακριβέστερο τρόπο την τάξη και το Τυπικό της και να καταγράψει όλα με κάθε λεπτομέρεια.

Πράγματι, ο μακάριος Εφραίμ, σύμφωνα με την εντολή του Οσίου, παρακολούθησε την τάξη της μονής, κατέγραψε με ακρίβεια το Τυπικό και επέστρεψε. Μόλις πήρε στα χέρια του ο Όσιος Θεοδόσιος το κείμενο, έδωσε εντολή να διαβασθεί σε όλη την αδελφότητα. Από τότε η Πετσέρσκαγια Λαύρα άρχισε να εφαρμόζει το Στουδίτικο Τυπικό. Από εκεί το παρέλαβαν και τα άλλα μοναστήρια, όπως ακριβώς το εφάρμοσε ο Όσιος. Έτσι, όλες οι Ρωσικές μονές, που προηγουμένως δεν γνώριζαν το καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα έστρεφαν τα βλέμματα στη Λαύρα του Οσίου Θεοδοσίου και τη θεωρούσαν για το καθετί ως πρότυπό τους.

Ο Όσιος νουθέτησε πάντοτε τους μοναχούς λέγοντας: «Σας ικετεύω, αδελφοί. Ας προοδεύσουμε στη νηστεία και στην προσευχή, ας φροντίσουμε για τη σωτηρία των ψυχών μας, ας επιστρέψουμε από τις κακίες μας και τους δρόμους του πονηρού. Ας πλησιάζουμε τον Θεό με στεναγμούς, με δάκρυα, με τη μετάνοια, τις αγρυπνίες και την υπακοή, ώστε να αποσπάσουμε το έλεός Του. Και ας μισήσουμε τον παρόντα κόσμο, έχοντας πάντοτε στη σκέψη μας τα λόγια του Κυρίου. Έτσι κι εμείς, αδελφοί, που απαρνηθήκαμε τον κόσμο, ας απαρνηθούμε και τα πράγματα του κόσμου. Ας μισήσουμε το ψέμα, που μας ελκύει σε πράγματα ελεεινά, και ας μην στραφούμε στις πρώτες αμαρτίες μας. Πώς θα αποφύγουμε την αιώνια κόλαση, αν τελειώσουμε την ζωή μας με οκνηρία και χωρίς μετάνοια; Η μετάνοια είναι το κλειδί της βασιλείας των Ουρανών και χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να την κερδίσει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιώνια πατρίδα. Ας τον ακολουθήσουμε με φόβο Θεού και ας στερεώσουμε επάνω του γερά τα βήματά μας. Στην οδό της μετάνοιας δεν πλησιάζει ο πονηρός, και παρόλο που τώρα είναι τεθλιμμένη, αργότερα θα μας γεμίσει χαρά. Προτού πλησιάσουν οι έσχατες ημέρες, ας πάρουμε το δρόμο αυτό, για να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά».

Ο Όσιος, σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε ετών, προαισθάνθηκε το τέλος του. Κάλεσε τους συνασκητές του και τους έδωσε τις τελευταίες του πατρικές συμβουλές για την σωτηρία της ψυχής τους. Τους υπέδειξε να εκτελούν με προσοχή τα διακονήματά τους, να επιμελούνται ιδιαίτερα το ναό και να εισέρχονται σε αυτόν με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού, να έχουν αγάπη μεταξύ τους και υπακοή στους μεγαλύτερους, να επιδίδονται στην άσκηση και τη νηστεία.

Ο Όσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1074 μ.Χ. Πολλοί Χριστιανοί, χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει, σαν να τους έσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν έξω από την πύλη της μονής και περίμεναν κλαίγοντας την ώρα της εκφοράς. Οι αδελφοί, σύμφωνα με την παραγγελία του Οσίου, είχαν ασφαλισμένη την πόρτα. Όσο υπήρχε ο κόσμος αυτός, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν για τον ενταφιασμό. Ευτυχώς όμως, κατά θεία βούληση, ο ουρανός σκεπάσθηκε ξαφνικά με σύννεφα και μια δυνατή βροχή σκόρπισε τα πλήθη που περίμεναν. Έτσι οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν την εκφορά. Έφεραν το τίμιο σκήνωμα του Οσίου Θεοδοσίου στο σπήλαιο που ασκήτευε και το ενταφίασαν εκεί με τιμές.

  • Δίκαιοι Ελεάζαρ και Φινεές

Οι Δίκαιοι Ελεάζαρ και Φινεές ήταν ιερείς των Εβραίων. Ο μεν Ελεάζαρ ήταν τρίτος γιος του Ααρών, ο δε Φινεές ήταν γιος μεν του Ελεάζαρ, εγγονός δε του Ααρών. Και ο μεν Ελεάζαρ ήταν επιτηρητής της Σκηνής (του Μαρτυρίου) (Αριθμ. δ’, 16). Ο δε Φινεές, για το ζήλο που έδειξε θανατώνοντας τον Ζαμβρί και τη Χασβί τη Μαδιανίτιδα, διότι αναίσχυντα εκπορνεύονταν προσβάλλοντας τον Μωϋσή και τη συναγωγή των υιών Ισραήλ, έλαβε τη διαθήκη αιωνίου Ιεροσύνης (Αριθμ. κε’, 11-13). Η μνήμη του Δικαίου Φινεές εορτάζεται και στις 12 Μαρτίου.

  • Άγιοι Αειθαλάς και Αμών

Οι Άγιοι Αειθαλάς και Αμών (ή Αμμών ή Αμμούν) κατάγονταν από την Αδριανούπολη της Θράκης και εργάζονταν με θερμότατο ζήλο για την εξάπλωση της πίστης του Ιησού Χριστού. Παροιμιώδης δε ήταν και η φιλανθρωπία τους, με την οποία ευεργετούσαν και χριστιανούς και ειδωλολάτρες. Το τελευταίο όμως αυτό, συντελούσε πολύ στη μεταβολή των ειδωλολατρών προς την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο έπαρχος Βάβδος, όταν πληροφορήθηκε τη δράση αυτή του Αειθαλά και του Αμών, διέταξε τη σύλληψη τους. Και, επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τους θανάτωσαν με χτυπήματα σκληρότατα, με μαστίγια από νεύρα βοδιών.

  • Όσιος Κοσμάς ο ερημίτης και ομολογητής

Στην Κρήτη, έζησε κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ., μία μεγάλη ασκητικὴ μορφή, ὁ Όσιος Κοσμάς ο Ερημίτης και Ομολογητής ο οποίος ιδιαίτερα τιμάται στην Ι. Μονή Κουδουμά σέ σπηλαιώδη Ναό (Αββακόσπηλιο) στις 2 Σεπτεμβρίου.

Ο Άγιος Κοσμάς γεννήθηκε, κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ. στην Κρήτη, άγνωστο σε ποια περιοχή. Στα νεανικά του χρόνια έλαβε μία ικανοποιητική παιδεία ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί, και να αντιταχθεί στην αίρεση των μονοθελητών.

Στην αρχή πρέπει να μόνασε σέ κάποιο κοινόβιο. Η αντίδρασή του στον μονοθελητισμό έλαβε χώρα πιθανόν κατά την περίοδο αυτή, και οι πιέσεις των μονοθελητών επισκόπων και οι αντιδράσεις τους τον οδήγησαν στο σημείο να εγκαταλείψει την Μονή του και να καταφύγει στην έρημο.

Τα σπήλαια της νοτίου Κρήτης για τον Άγιο Κοσμά αναδείχθηκαν σέ στίβο μεγάλων ασκητικών παλαισμάτων. Εκεί «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», αρχίζει μία πνευματική ανάβαση, κόντρα στις δαιμονικές δυνάμεις. Με υπεράνθρωπη νηστεία και άσκηση κατάφερε να διαφύγει τις παγίδες του πονηρού και να στολιστεί με αρετές. Ο Όσιος Κοσμάς έζησε αθόρυβα, όχι γιατί δεν έπραξε κάτι αξιομνημόνευτο, αλλά γιατί η ζωή των Αγίων είναι εσωτερική, είναι μία καθημερινή προσωπική και άγνωστη σε όλους συνομιλία με τον ίδιο τον Θεό.

Οι μάχες του στην έρημο με τα στοιχεία της φύσης, τον εαυτό του και τους δαίμονες τον κατέστησαν πραγματικά άσαρκο. Ανυπόδητος και γυμνός, καλυμμένος με τις τρίχες του σώματός του, σαν δέντρο φορτωμένο με καρπούς, έπεσε και εκοιμήθη στις 9 Σεπτεμβρίου του 658 μ.Χ. Το σώμα του παρέμεινε μέσα στο σπήλαιό του για ένα χρονικό διάστημα, ώσπου έγινε αντιληπτό από πιστούς οι οποίοι άρχισαν να το τιμούν. Οι άνθρωποι όμως δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την απομονωμένη αυτή περιοχή και έτσι μετέφεραν το σκήνωμα από το σπήλαιο και το τοποθέτησαν σε έναν μεγάλο ναό, πιθανόν στην Γόρτυνα. Όμως μία μεγάλη ανομβρία έπληξε τότε την περιοχή. Για αρκετό καιρό δεν έβρεξε και όλα τα καρποφόρα δέντρα και τα σιτηρά καταστράφηκαν από τον δυνατό ήλιο.

Οι άνθρωποι σαστισμένοι κατέφυγαν στον Θεό και παρακαλούσαν για βροχή. Τότε ο Άγιος εμφανίστηκε σε κάποιον και ζήτησε πολύ αυστηρά να βγάλουν από το σκήνωμα του όλα τα πολύτιμα κοσμήματα, και να το επιστρέψουν στο σπήλαιό του. Οι άνθρωποι φοβισμένοι παρέλαβαν το λείψανο του Αγίου και το επέστρεψαν στο σπήλαιό του. Χώρισαν ένα μικρό κομμάτι στο βάθος του σπηλαίου και αφού το τοποθέτησαν εκεί το έκτισαν εξωτερικά. Από εκείνη την στιγμή άνοιξε ο ουρανός. Τόσο πολύ έβρεξε που το νερό έμεινε για μέρες λιμνασμένο πάνω στην καμένη γη.

Πέρασαν τετρακόσια χρόνια και οι περισσότεροι τον ξέχασαν, μοναχά οι ασκητές της περιοχής πήγαιναν στο σπήλαιό του για να προσκυνήσουν, ώσπου το έτος 1058 μ.Χ. βενετοί έμποροι παραβίασαν την κρύπτη του Αγίου και έκλεψαν το λείψανο, που παρέμενε όπως την ημέρα που ο Άγιος είχε κοιμηθεί, άφθαρτο και ευωδιάζον. Το μετέφεραν στην Βενετία και το κατέθεσαν στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Εκεί παραμένει ακόμα και σήμερα, τοποθετημένο στο παρεκκλήσι του Αγίου Βενεδίκτου, περιμένοντας ήσυχα την επιστροφή του. Είθε ο Θεός να ευδοκήσει να επιστρέψει σύντομα στον τόπο που ανήκει. Γένοιτο.

  • Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου

Για τον Όσιο Θεοδόσιος βλέπε στις 3 Μαΐου και στις 14 Αυγούστου.

ΠΗΓΗ: http://www.saint.gr

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή