25 Ιουλίου γιορτάζουν…

Κοίμησις Αγ. Aννης, Ολυμπιάδος διακόνου, Ευπραξίας οσίας

by Times Newsroom
  • Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου
  • Οσία Ολυμπιάδα η Διακόνισσα
  • Οσία Ευπραξία
  • Άγιοι Εκατόν εξήντα πέντε Πατέρες της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου
  • Άγιοι Σάκτος, Ματούρος, Άτταλος και Βλανδίνα
  • Άγιος Ηλίας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
  • Όσιος Γρηγόριος Καλλίδης
************************************************************************************************************
  • Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου 

Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία. Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.

Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε’ 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια. Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας, ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ᾽ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.
  • Οσία Ολυμπιάδα η Διακόνισσα 
Η Ολυμπιάδα έζησε στα χρόνια των Πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ο πατέρας της Ακούνδος είχε το αξίωμα του κόμητος. Κατ’ άλλους όμως ονομαζόταν Σέλευκος. Η Ολυμπιάδα είχε μεγάλη σωματική ωραιότητα, ευφυΐα, παιδεία, και πολλά πλούτη. Παντρεύτηκε τον έπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, αλλά αυτός μετά από λίγο χρόνο πέθανε και έτσι η Ολυμπιάδα έμεινε χήρα σε πολύ μικρή ηλικία. Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε να την πείσει να πάρει δεύτερο άνδρα, κάποιο αξιωματούχο Ελπίδιο. Αυτή όμως, τιμώντας τη μνήμη του άντρα της και φλεγόμενη από τον πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία με τα πλούτη της, απέρριψε το δεύτερο γάμο. Αφοσιώθηκε λοιπόν στο μέγα αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ιωάννη το Χρυσόστομο και γεμάτη ενθουσιασμό έδωσε στην αρχιεπισκοπή του χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κτήματα. Μέσα στην Εκκλησία είχε τον τίτλο της Διακόνισσας. Ίδρυσε μάλιστα και μοναστήρι, κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης. Αργότερα, όταν ο Χρυσόστομος εξορίστηκε, η Ολυμπιάδα έπεσε σε βαθύ πένθος. Για να την παρηγορήσει ο μέγας ιεράρχης, της έστειλε αρκετές επιστολές (σώζονται 17). Πέθανε εξορισμένη στη Νικομήδεια, μόλις 50 ετών, λίγο μετά από το θάνατο του ιερού Χρυσοστόμου.
  • Οσία Ευπραξία 
Η Οσία Ευπραξία ήταν κόρη του συγκλητικού Αντίγονου και της Ευπραξίας (η Αγία είχε το ίδιο όνομα με τη μητέρα της), που ήταν συγγενής του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Μετά τον θάνατο του Αντιγόνου, η μητέρα της την παρέδωσε στον βασιλιά Θεοδόσιο για να την αποκαταστήσει. Αυτός την αρραβώνιασε πολύ μικρή με κάποιον συγκλητικό. Αλλά κατά τη διάρκεια κάποιας περιήγησης της στην Αίγυπτο, με τη συνοδεία της μητέρας της, η Ευπραξία επισκέφθηκε κάποια γυναικεία Μονή στη Θήβα της Άνω Αιγύπτου (όπου ηγουμένη ήταν μια αγία γυναίκα, που λεγόταν Μαρίνα) και τόσο της άρεσε η ζωή των εκεί ασκουμένων, ώστε αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί μ’ αυτές. Η δε μητέρα της δεν έφερε αντίρρηση, επέστρεψε στην Ανατολή, πούλησε την κτηματική της περιουσία και επανήλθε στη Μονή. Εκεί αφού κατέθεσε όλα τα χρήματα από την πώληση της περιουσίας της, απεβίωσε ειρηνικά. Η δε κόρη της Ευπραξία, μοίρασε τα χρήματα αυτά στις εκκλησίες και στους φτωχούς και επιδόθηκε σε αυστηρότατη άσκηση για 45 ολόκληρα χρόνια. Έτσι ασκητικά και άγια αφού έζησε, παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Θεό, επιτελώντας πολλά θαύματα.
  • Άγιοι Εκατόν εξήντα πέντε Πατέρες της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου 
Στα χρόνια του Βασιλιά Ιουστινιανού Α’ το έτος 535 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης ήταν ο Άνθιμος ο Τραπεζούντιος, που υποστήριζε τις αιρετικές θεωρίες του Ευτυχούς (μονοφυσίτης). Έτσι απομακρύνθηκε από τον Πατριαρχικό θρόνο και αντ’ αυτού χειροτονήθηκε Πατριάρχης, από τον τότε Πάπα Ρώμης Αγαπητό, ο Πρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη Μηνάς (βλέπε 25 Αυγούστου). Με την αφορμή λοιπόν αυτή, επαναστάτησαν οι Σεβήρος και Πέτρος ο Απαμείας, που ήταν άνθρωποι αιρετικοί και συνιστούσαν τα βλάσφημα δόγματα του Ωριγένη. Οπότε επικράτησε μεγάλη ταραχή στην Εκκλησία. Έτσι ο βασιλιάς Ιουστινιανός συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη το 553 μ.Χ. Σύνοδο από 165 Αγίους Πατέρες, με την προεδρία του Πατριάρχη Μηνά και αναθεμάτισαν τους προαναφερθέντες αιρετικούς, καθώς και τους οπαδούς τους. Το νομοθετικό έργο (την έκδοση ιερών Κανόνων) της Ε’, καθώς και της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου συμπλήρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 691 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, θεῖος ὅμιλος, σεπτῶν Πατέρων, ἐν τῇ Πέμπτῃ Συνόδῳ καθείλετε, αἱρετικῶν τὰ ὀθνεῖα διδάγματα, καὶ Ὀρθοδόξοις τὸ κράτος δεδώκατε· ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, τὴν Πέμπτην Σύνοδον ἐν Πνεύματι θείῳ, θεοειδεῖς Πατέρας συγκροτήσαντας, ὕμνοις εὐφημήσωμεν, Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, τὴν Ἐκκλησίαν ῥύσασθε Χριστοῦ, ὑμῶν πρεσβείαις, Πατέρες θεόληπτοι.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, τῆς Πέμπτης Συνόδου, οἱ φωστῆρες καὶ συνεργοί· χαίρετε προστάται, Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν αἱρετιζόντων, ἧττα καὶ ὄλεθρος.
  • Άγιοι Σάκτος, Ματούρος, Άτταλος και Βλανδίνα 
Οι Άγιοι αυτοί μαρτύρησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Μάρκου Αντωνίνου. Ο Σάκτος (ή Σάγκτος) και ο Ματούρος ήταν από τη Βιέννα, οι δε Άτταλος και Βλανδίνα από την Πέργαμο. Συνελήφθησαν διότι ήταν χριστιανοί και τους βασάνισαν φρικτά με διάφορα βασανιστήρια, όπως με κοφτερά μαχαίρια, πυρακτωμένα σίδερα, άγρια θηρία, μαστιγώσεις και άλλα. Τελικά τους απαγχόνισαν στη φυλακή και τα σώματα τους τα έριξαν στη φωτιά και κατόπιν στον Ροδανό ποταμό, αφού τα τρύπησαν με ακόντια.
  • Άγιος Ηλίας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 

Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ηλίας διεδραμάτισε ενεργό ρόλο στα εκκλησιαστικά δρώμενα που προηγήθηκαν της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου. Στις 6 Ιανουαρίου του 553 μ.Χ. συνυπογράφει με τους Απολινάριο Αλεξανδρείας και Δομνίνο Αντιοχείας την επιστολή που απέστειλε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, ο οποίος κινήθηκε δραστήρια και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου, προς τον πάπα Βιγίλιο. Στην επιστολή αυτή εκφραζόταν η επιτακτική ανάγκη για διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητος και παρετίθετο ομολογία πίστεως στις τέσσερις Οικουμενικές Συνόδους που είχαν προηγηθεί και στις παπικές επιστολές.

Για άγνωστους λόγους ο Ηλίας απουσίαζε από τις εργασίες της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου που συνήλθε το ίδιο έτος (5 Μαΐου – 2 Ιουνίου 553 μ.Χ.)· γι αυτό το λόγο εκπροσωπήθηκε από τον τιτουλάριό του επίσκοπο Ηρακλείας της Μακεδονίας Βενίγνο, ο οποίος υπογράφει στα σωζόμενα σε λατινική μετάφραση πρακτικά της Συνόδου ως «Benignus misericordia Dei episcopus Heracleotanae civitatis, quae est primae Macedoniae, agens vicem Elia sanctissimi archiepiscopi Thessalonicensium civitatis, tam pro illo etiam pro me». Αξιοσημείωτο είναι πως στους επισκοπικούς καταλόγους ο τοποτηρητής του απουσιάζοντος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ηλία, κατέχει την 7η θέση, αμέσως μετά τους πατριάρχες.

Τέλος, το όνομα του αρχιεπισκόπου Ηλία, ως συμμετασχόντος στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, αναγράφεται στο έργο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α’, Περί των αγίων συνόδων: «καὶ σύνοδος ἐνταῦθα συνεκροτεῖτο τῶν ρξε’ ἁγίων πατέρων, ὄντος ἐν αὐτῇ Εὐτυχίου τοῦ τῆς πόλεως ἡμῶν προέδρου, ᾿Απολλιναρίου τοῦ ᾿Αλεξανδρείας,… ᾿Ηλία τε τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ ἑτέρων πλείστων». Εαν δεν πρόκειται για ιστορική παρερμηνεία, αποσκοπεί στον τονισμό του πρωτεύοντος ρόλου του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ηλία στις προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη σύγκληση της Συνόδου.

  • Όσιος Γρηγόριος Καλλίδης 

Ο Όσιος Γρηγόριος (ο Καλλίδης) γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1844 μ.Χ. από ευλαβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Ευφροσύνη, στο Κούμβαο της επαρχίας Ηρακλείας, της Ανατολικής Θράκης. Από μικρός έδειξε κλίση προς την ιερωσύνη και έτσι προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας και μετά Σερρών Μελετίου Θεοφιλίδη του Θεσσαλονικέως, από το οποίο έλαβε τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης στις 26 Φεβρουαρίου του 1862 μ.Χ. Μαθήτευσε με επιμέλεια στα λαμπρά εκπαιδευτήρια των Σερρών, με Διευθυντή τον Ι. Πανταζίδη, τον μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος (1862 – 1873 μ.Χ.) τον προεχείρισε σε Αρχιδιάκονό του, εκτιμώντας την προσωπικότητα και τα σπάνια προσόντα του. Έτσι έλαβε μέρος στη δοξολογία για την άφιξη της νύμφης τότε βασίλισσας Όλγας και αργότερα στη βάπτιση του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Κατά το έτος 1873 μ.Χ. βρίσκουμε τον Γρηγόριο Σχολάρχη στη Ραιδεστό, το 1874 μ.Χ. πρωτοσύγκελλο του Μητροπολίτου Ηρακλείας Παναρέτου και ιεροκήρυκα, μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού στις 24 Μαρτίου του έτους 1875 μ.Χ. Ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτου Ηρακλείας, με πολλή σύνεση, μαζί με τους προκρίτους, διαφύλαξε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή 45 χιλιάδων Κιρκασίων κατά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο, μέχρι να υποδεχθεί τους Ρώσσους.

Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχείας, απεστάλη από το Πατριαρχείο στην Ανδριανούπολη ως έξαρχος, μετά τις εκεί βιαιότητες κατά του Μητροπολίτου Διονυσίου του Ε’, του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου (1887 – 1891 μ.Χ.) για να τον αντιπροσωπεύσει μια και αυτός θα απουσίαζε νοσηλευόμενος στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από τρίμηνη παραμονή στην Ανδριανούπολη, εξελέγη στις 12 Μαίου του 1879 μ.Χ. Μητροπολίτης Τραπεζούντος από τον Πατριάρχη Ιωακείμ το Γ’ τον μεγαλοπρεπή κατά την πρώτη πατριαρχεία του.

Την επαρχία της Τραπεζούντος ο Γρηγόριος Καλλίδης εποίμανε για πέντε χρόνια και αναδείχθηκε άξιος διάδοχος των αειμνήστων προκατόχων του, που λάμπρυναν τον μητροπολιτικό αυτό θρόνο των Κομνηνών και της Τραπεζούντος. Από την ημέρα της ενθρονίσεως του επιμελήθηκε του έργου της περιφρουρήσεως του ποιμνίου του από τις επιθέσεις των περιοίκων μεταναστών Τούρκων.

Ομοίως μερίμνησε και περί της ελαττώσεως της βαριάς φορολογία των χριστιανών. Αποκατέστησε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ του ποιμνίου του και ανασυνέταξε τους κοινοτικούς κανονισμούς της ορθόδοξης κοινότητας των Ρωμηών. Με την βοήθεια των μεγάλων ευεργετών Θεοφυλάκτου και Φωκίωνος Κιούση, δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα από τα έσοδα των οποίων να καλύπτεται ο προϋπολογισμός των σχολείων. Γι’ αυτή μάλιστα την ενέργειά του τον συνεχάρη το Πατριαρχείο με προσωπική επιστολή στις 13 Ιουνίου 1880 μ.Χ.

Επί της αρχιερατείας του στην Τραπεζούντα το 1879 μ.Χ., η Μεγάλη Εκκλησία, αφού απέσπασε τις εξαρχίες των τριών Σταυροπηγιακών Μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, τις υπήγαγε στην άμεση διοίκηση της μητροπόλεως Τραπεζούντος, με την ελπίδα της καλύτερης συγκροτήσεως και προκοπής των Χριστιανών.

Εις τον Τραπεζούντος Γρηγόριον Καλλίδην ανετέθη από τη Μεγάλη Εκκλησία με συνοδικό γράμμα στις 22 Οκτωβρίου 1879 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ και το καθήκον της εποπτείας των τριών αυτών Σταυροπηγιακών Μονών, οπότε και ανέλαβε την υποχρέωση να τις επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από τον Απρίλιον όμως του 1886 μ.Χ., η εποπτεία των χριστιανών της περιοχής περιήλθε και πάλι στην Ιερά Μονή Σουμελά.

Τον Τραπεζούντος Γρηγόριο Καλλίδη, ο οποίος εξελέγη στο θρόνο της αγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, διαδέχθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1884 μ.Χ. ο από Φιλιππουπόλεως μετατεθείς Γρηγόριος ο Γ’ ο Λέσβιος.

Η ενθρόνιση του Μητροπολίτου Γρηγορίου στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 20 Μαρτίου του 1885 μ.Χ. μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού.

Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου Καλλίδη, βρισκόταν σε κορύφωση το κοινοτικό ζήτημα της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις που είχαν να κάνουν με την εκλογή των τοπικών αρχόντων της πόλης. Εκείνη την εποχή άρχισαν να αποδυναμώνονται οι εύποροι συντεχνίτες που διεκδικούσαν μια αδιαφιλονίκητη εκλογή στη δημογεροντία και την αντιπροσωπεία της κοινότητας. Τα ισχυρά μέλη των κοινοτικών οργάνων της περιοχής, ήταν έμποροι, κτηματίες, δικηγόροι και γιατροί. Οι ηγέτες του συντεχνιακού κόσμου ζητούσαν επίμονα να αλλάξουν τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού, που πια δεν τους ευνοούσε. Ξέσπασαν έτσι οι γνωστές διαμάχες της δεκαετίας του 1880 μ.Χ. που κατέληξαν στη μετάθεση του Μητροπολίτου Γρηγορίου Καλλίδου. Ωστόσο οι κοινοτικές διενέξεις που είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου, αλλά διήρκησαν και αρκετά μετά, έγιναν αιτία να μετατεθούν ακόμη δύο Μητροπολίτες, ο Καλλίνικος Φωτιάδης (1878 – 1883 μ.Χ.) και ο Αθανάσιος Μεγακλής (1893 – 1900 μ.Χ.).

Οι Στ. Ιωαννίδης, Δ. Βλάτσης και Κ. Σφήκας ήταν οι εκπρόσωποι των συντεχνιών, των ασθενεστέρων πλέον τάξεων της πόλης, που υποστήριξε ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, με αποτέλεσμα να συκοφαντηθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να κυκλοφορήσει το 1888 μ.Χ. από τις αντίπαλες μερίδες, ρυπαρογραφικός ανώνυμος λίβελος ανόσιας κατηγορίας κατά του Μητρ. Γρηγορίου, λίγο πριν την δίκη που θα γινόταν στην Κωνσταντινούπολη για να διαλευκάνει την υπόθεση.

Στις 29 Απριλίου του 1889 μ.Χ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αθώωσε πανηγυρικά τον ανεξίκακο Μητροπολίτη Γρηγόριο. Οι κατήγοροί του δεν προσήλθαν καθόλου στη δίκη. Οι εκπρόσωποι κατήγοροι του ήταν οι Θ. Γεωργιάδης, Γ. Γράβαρης, Τ. Παπαγεωργίου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, ο Αλφρέδος Άμποττ, γόνος παλιάς και πλούσιας οικογένειας, όπως και ο Σταύρος Χατζηλαζάρου, είχαν ταχθεί μαζί με τον Μητροπολίτη τους υπέρ της φτωχής μερίδας των συντεχνιών.

Μετά την αθώωσή του, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος δικαιωμένος παραμένει στην Κωνσταντινούπολη, μη θέλοντας να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και παραιτούμενος θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της Μεγάλης Εκκλησίας, οπότε και εκλέγεται Μητροπολίτης Ιωαννίνων στις 28 Σεπτεμβρίου του 1889 μ.Χ.

Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων κλήθηκε αριστίνδην συνοδικό μέλος και έρχεται πάλι στην Κωνσταντινούπολη το 1892 μ.Χ. Στη θέση του αφήνει τον πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, που στη συνέχεια εκλέγεται διαδοχικά, επίσκοπος Ναζιανζού και χωρεπίσκοπος Ταταούλων.

Στη Βασιλεύουσα Πόλη, ο Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής του πατριαρχικού τυπογραφείου, πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της Εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπήρξε η δράση του ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου των Πατριαρχείων. Στα Ιωάννινα επέστρεψε και πάλι τον Μάιο του 1894 μ.Χ.

Κατά τον πόλεμο του 1897 μ.Χ. μαζί με τους γενικούς προξένους προφύλαξε την πόλη των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, οπότε και τιμήθηκε παρά του Αντιβασιλεύοντος Διαδόχου Κωνσταντίνου με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού, λαμβάνοντας συγχρόνως από τον Αυτοκράτορα της Ρωσσίας τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και από τον ηγεμόνα του Μαυροβουνίου τον μεγαλόσταυρο Δανιήλου. Ας σημειωθεί εδώ και η αναγνώριση της αξίας του Ιεράρχου και από την Τουρκική πλευρά ενωρίτερα, όταν τιμήθηκε από τον Σουλτάνο το Νοέμβριο του 1885 μ.Χ., με το επίσημο παράσημο Οσμανιέ Β’ τάξεως. Διετέλεσε συνοδικός επί των Πατριαρχών Νεοφύτου του Η’, Κωνσταντίνου Ε’ και Ιωακείμ του Γ’ και έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου, οπότε και έλαβε τον σερβικό μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα.

Στις 22 Μαίου του έτους 1902 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’, προεβίβασε τον Γρηγόριο στη γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού, στη θέση του Ιερωνύμου για να εκλεγεί στα Ιωάννινα ο Νικαίας Σωφρόνιος. Οι άλλοι συνυποψήφιοι για την Μητρόπολη Ηρακλείας ήταν ο Αμασείας Άνθιμος και ο Βερροίας Κωνσταντίνος. Ο πρώην Ηρακλείας Ιερώνυμος κατεστάθη και πάλιν Μητροπολίτης Νικαίας.

Στη διοίκηση της επαρχίας του, εκτός των περιοχών Ραιδεστού και Χαριουπόλεως διώρισε επισκόπους, τον επίσκοπο Ναζιανζού Γερμανό στα τμήματα Ηρακλείας και Τυρολόης και τον επίσκοπο Χαριουπόλεως Φιλόθεο στα τμήματα Κεσσάνης, Μαλγάρων και Μακράς Γέφυρας.

Η Εκκλησία της Ηρακλείας που ιδρύθηκε από τον πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα, υπήρξε η πρωτεύουσα Μητρόπολη στη Θράκη και σ’ αυτήν υπαγόταν και η επισκοπή Βυζαντίου, η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη. Στην Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ., η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ανυψώθηκε σε Νέα Ρώμη. Ο Μητροπολίτης Ηρακλείας όμως διατηρούσε το δικαίωμα, να εγχειρίζει στον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη την πατριαρχική ράβδο.

Στα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του στην Μητρόπολη Ηρακλείας ανεκόμισε και παρέδωσε σε Ουγγρική αντιπροσωπεία, τα οστά του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου του Β’, του Ρακότση και άλλων Ούγγρων εξορίστων, κατά τις αρχές του ΙΗ αιώνος μ.Χ. μετά την ειρήνη του Κάρλοβιτς, που ήταν θαμμένα στον περίβολο του ναού της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας. Τότε τιμήθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση με τον μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ.

Στην πενταετία 1902 – 1907 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος με την βοήθεια Ελλήνων διπλωματών, κατάφερε να προφυλάξει την επαρχία του από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα μ.Χ. είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι απο την δράση των Βουλγάρων εξαρχικών.

Στη Ραιδεστό κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο του κτιρίου του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1873 μ.Χ., του κεντρικού παρθεναγωγείου «τα Θεοδωρίδεια», του κεντρικού Αρρεναγωγείου «Γεωργιάδειον», του Νηπιαγωγείου Κουρνάλειος «Γεωργιάδειον» και της μεγάλης αποθήκης στην αποβάθρα της πόλης.

Αγόρασε και επισκεύασε την οικία Γιάγκου και τη δώρησε ως Μητροπολιτικό μέγαρο στην κοινότητα Ραιδεστού, υπό τον όρο να δίνει ο εκάστοτε Μητροπολίτης στο σχολικό ταμείο 35 χρυσές λίρες κάθε χρόνο. Γι’ αυτό η ελληνική κοινότητα της Ραιδεστού είχε αναγράψει το όνομά του στον επίσημο κώδικά της και τον ανακήρυξε Μεγάλο Ευεργέτη της.

Επίσης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος κατέθεσε χρήματα στην Εθνική Τράπεζα, προς συντήρηση του δασκάλου της πατρίδας του Κουμβάου, η οποία ονόμασε τη δημοτική σχολή της «Καλλίδειον». Στη Ραιδεστό μετά από πολυώδυνο και μαρτυρικό βίο, είδε απελαυνομένους τους περισσότερους χριστιανούς της Θράκης.

Συνεργάστηκε με τους ομογενείς Αρμένιους, Τούρκους και Ιουδαίους για να μη δεινοπαθήσει η Ραιδεστός και αξιώθηκε να υποδεχθεί στις 7 Ιουλίου του 1920 μ.Χ. τον Ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό της μεραρχίας της Σμύρνης και τήν επόμενη μέρα τον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο. Διετέλεσε πρώτο μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ιουδαίων, η οποία υπέβαλε την ευγνωμοσύνη της στον βασιλιά Αλέξανδρο και στην Κυβέρνηση Βενιζέλου και έλαβε μέρος στον εορτασμό των Εθνικών Επινικείων.

Μετέβη για δεύτερη φορά στην Αθήνα μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου με τους πνευματικούς Αρχηγούς και Αντιπροσώπους των κοινοτήτων της Θράκης, για την υποδοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Περιήλθε τη Θεσσαλία και την Μακεδονία παροτρύνοντας και ενθαρρύνοντας την επάνοδο των εκεί προσφύγων Θρακών στις πατρίδες τους, σε συνεννόηση με τον υπουργό περιθάλψεως. Πήρε μέρος στη Σύνοδο Ιεραρχών Παλαιών και Νέων Χωρών το 1921 μ.Χ. στην οποία προήδρευσε έχοντας τα πρεσβεία, έναντι όλων των Συνέδρων.

Τέλος, παρά την προχωρημένη ηλικία του, συνέχισε εργαζόμενος ακούραστα στη θρακική έπαλξη για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του συναπολαμβάνοντας με αυτό τη δωρηθείσα ελευθερία της Θράκης.

Τις δόξες όμως αυτές και τις τιμές, ήλθε να αφανίσει η μαύρη συμφορά, ο χαλασμός του 1922 μ.Χ. που ξερίζωσε τον προαιώνιον ελληνισμόν της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης απο τις πατρογονικές εστίες. Έτσι ο Μητροπολίτης Γρηγόριος με την προσφυγική ράβδο σαν άλλος Μωϋσής, μεγαλόψυχος παρήγορος του εκτοπιζομένου ποιμνίου του, τους οδήγησε με ασφάλεια στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη σχολάζων χωρίς να θελήσει να αναλάβει νέα Μητρόπολη.

Στις 12 Απριλίου (Κυριακή των Βαίων) του 1925 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η κοινότητα της Θεσσαλονίκης τίμησαν τον Μητροπολίτην Γρηγόριο με αφορμή την συμπλήρωση πενήντα ετών θεοφιλούς και εθνωφελούς αρχιερατείας. Μετά από πανηγυρική Θεία Λειτουργία ακολούθησε αυτή η σεμνή τελετή στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου, Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, εκπροσώπων του Αγίου Όρους και του ελληνικού κράτους, στρατιωτικών και τοπικών αρχόντων.

Το περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς» αφιέρωσε τον θ’ τόμο του (1925 μ.Χ.) στον Μητροπολίτη Γρηγόριο Καλλίδη με αφορμή τη συμπλήρωση του Ιωβηλαίου της αρχιερατείας του.

Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ηρακλείας και Ραιδεστού, μετά από σύντομη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 23 Ιουλίου του 1925 μ.Χ. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε με περισσή μεγαλοπρέπεια από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, τον Καμπανίας Διόδωρο, τον Απολλωνιάδος Ιωακείμ και τον Κασσανδρείας Ειρηναίο στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Παρέστησαν επίσης οι Μητροπολίτες Σερρών Κωνσταντίνος και Σιδηροκάστρου Νεόφυτος, ο Αρμένιος επίσκοπος, εκπρόσωπος της Αρχιρραβινείας, πλήθος επισήμων και ο πιστός του Θεού λαός. Η σορός του με πομπή, κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας όπου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Στις 20 Οκτωβρίου 1979 μ.Χ. ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β’, έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του τα οποία βρέθηκαν να ευωδιάζουν και να επιτελούν από τότε πλήθος θαυμάτων. Μετά από ενέργειες του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος του Β’, στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαίου 2003 μ.Χ., η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας και ορίστηκε ημέρα μνήμης του η 25η Ιουλίου(ημέρα κοιμήσεώς του) και η 20η Οκτωβρίου (επέτειος της ανακομιδής του) ως δεύτερη εορτή του. Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, εκόμισε ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ο Α’ με πατριαρχική συνοδεία, ο οποίος προέστη και στην ακολουθία – δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαίου 2003 μ.Χ.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή