Ο Αλεξάντρ Κονσταντίνοβιτς Γκλαζουνόφ (λανθασμένος τονισμός Γκλαζούνοφ, Alexander Konstantinovich Glazunov, ρωσικά: Алекса́ндр Константи́нович Глазуно́в, Αγία Πετρούπολη 10 Αυγούστου [i] 1865 – Νεϊγί-συρ-Σεν 21 Μαρτίου 1936) ήταν Ρώσος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και μουσικοπαιδαγωγός της ύστερης ρωσικής ρομαντικής περιόδου.
Υπηρέτησε ως διευθυντής του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης (1905-1928) και συνέβαλε στην αναδιοργάνωσή του, -ως Ωδείου Λένινγκραντ πλέον, μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Συνέχισε να διευθύνει το Ωδείο μέχρι το 1930, αν και είχε εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση το 1928, χωρίς να επιστρέψει. Ο γνωστότερος μαθητής του κατά τη διάρκεια της θητείας των πρώτων σοβιετικών χρόνων του, ήταν ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Ο Γκλαζουνόφ, αν και συντηρητικός στις απόψεις του, ήταν πολύ σημαντικός στο ότι, κατόρθωσε να «συμφιλιώσει» με επιτυχία την εθνική ρωσική μουσική με τις κοσμοπολιτικές τάσεις της εποχής του. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν ο άμεσος διάδοχος του εθνικισμού που απέπνεε το έργο του Μπαλάκιρεφ, έτεινε περισσότερο προς την επική μεγαλοπρέπεια του Μποροντίν δεχόμενος, ωστόσο, και άλλες επιρροές. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η ορχηστρική δεξιοτεχνία του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, ο λυρισμός του Τσαϊκόφσκι και η αντιστικτική δεξιοτεχνία του Τανέγιεφ.
Παρόλο που, νεότεροι ρώσοι συνθέτες όπως, οι Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς θεωρούσαν γενικότερα τη μουσική του, «ντεμοντέ», παραδέχονταν ότι υπήρξε συνθέτης με επιβλητική φήμη και σταθερή επιρροή σε μια μεταβατική εποχή που έβριθε αναταραχών. Δεν είναι τυχαίο ότι, θεωρείται ο μεγαλύτερος συνθέτης συμφωνικής μουσικής της γενιάς μετά τον Τσαϊκόφσκι, ενώ του έχει αποδοθεί το προσωνύμιο «ο Ρώσος Μπραμς».
Ο Γκλαζουνόφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1865 και ήταν γιος ενός πλούσιου εκδότη. Ξεκίνησε να σπουδάζει πιάνο σε ηλικία εννέα ετών, με τη μητέρα του και άρχισε να γράφει στα έντεκα. Ο Μίλι Μπαλάκιρεφ, πρώην ηγετική φυσιογνωμία της Ομάδας των Πέντε, αναγνώρισε το ταλέντο του Γκλαζουνόφ και τον έφερε σε επαφή με τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ. «Τυχαία, ο Μπαλάκιρεφ μού έφερε μια σύνθεση ενός μαθητή γυμνασίου δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών, του Αλεξάντρ Γκλαζουνόφ», θυμάται ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ και συνεχίζει: «Ήταν μια ορχηστρική παρτιτούρα γραμμένη με παιδικό τρόπο, αλλά το ταλέντο του αγοριού ήταν αναμφισβήτητα ξεκάθαρο». Αργότερα, ο Μπαλάκιρεφ σύστησε αυτοπροσώπως τον νεαρό Γκλαζουνόφ στον Ρίμσκι-Κόρσακοφ, τον Δεκέμβριο του 1879. Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ έκανε πρεμιέρα αυτού του έργου το 1882, όταν ο Γκλαζουνόφ ήταν 16 ετών. Οι Μποροντίν και Στασόφ, μεταξύ άλλων, είπαν καλά λόγια τόσο για το έργο όσο και για τον δημιουργό του.
Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ είχε μαθητή τον Γκλαζουνόφ και «…η μουσική του εξέλιξη δεν συνεχιζόταν μέρα με τη μέρα αλλά, στην κυριολεξία, ώρα με την ώρα», έγραφε ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Η φύση της σχέσης τους άλλαξε, επίσης· μέχρι την άνοιξη του 1881, ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ θεωρούσε τον Γκλαζουνόφ περισσότερο ως νεότερο συνάδελφο παρά ως μαθητή. Ενώ η εξέλιξη αυτή μπορεί να πήγαζε από την ανάγκη του Ρίμσκι-Κόρσακοφ να βρει κάποιον «πνευματικό αντικαταστάτη» του Μοντέστ Μουσόργκσκι, ο οποίος είχε πεθάνει τον Μάρτιο, μπορεί επίσης να οφειλόταν στην εξαιρετική πρόοδο που είχε η πρώτη από τις οκτώ ολοκληρωμένες συμφωνίες του Γκλαζουνόφ (άφησε μία ακόμη ανολοκλήρωτη κατά τον θάνατό του).
Η σχέση με τον Μπελιάγιεφ
Ανάμεσα στους θαυμαστές των έργων τού Γκλαζουνόφ ήταν ο πλούσιος έμπορος ξυλείας και ερασιτέχνης μουσικός, Μιτροφάν Μπελιάγιεφ (Mitrofan Belyayev). Ο Μπελιάγιεφ γνώρισε τη μουσική του Γκλαζουνόφ μέσω του Ανατόλι Λιάντοφ (Anatoly Lyadov) και έδειξε έντονο ενδιαφέρον για το μουσικό μέλλον του εφήβου, παίρνοντάς τον μαζί του σε ένα ταξίδι στη Δυτική Ευρώπη, το 1884. Ο Γκλαζουνόφ συναντήθηκε με τον Λιστ στη Βαϊμάρη, όπου παρουσιάστηκε η Συμφωνία του Νο. 1. Ο Μπελιάγιεφ νοίκιασε μια αίθουσα και προσέλαβε ορχήστρα για να παίξει το έργο καθώς και μια ορχηστρική σουίτα που, ο Γκλαζουνόφ, είχε μόλις συνθέσει.
Στηριζόμενος στην ευόδωση της προσπάθειας, ο Μπελιάγιεφ αποφάσισε για την επόμενη σεζόν, να δώσει μια δημόσια συναυλία με έργα του Γκλαζουνόφ και άλλων συνθετών. Το πρότζεκτ αυτό εξελίχθηκε στις περίφημες Ρωσικές Συμφωνικές Συναυλίες, οι οποίες εγκαινιάστηκαν κατά τη διάρκεια της σεζόν 1886-1887. Το 1885, ο Μπελιάγιεφ ξεκίνησε τον δικό του εκδοτικό οίκο στη Λειψία της Γερμανίας, αρχικά δημοσιεύοντας μουσική των Γκλαζουνόφ, Λιάντοφ, Ρίμσκι-Κόρσακοφ και Μποροντίν με δικά του έξοδα. Νέοι συνθέτες άρχισαν να τον προσεγγίζουν και, για να βοηθήσουν στην επιλογή, ο Μπελιάγιεφ ζήτησε από τους Ρίμσκι-Κόρσακοφ και Λιάντοφ να συνεργαστούν με τον Γκλαζουνόφ έχοντας συμβουλευτικό ρόλο. Η ομάδα των συνθετών που σχηματίστηκε, τελικά, έγινε γνωστή ως «Κύκλος του Μπελιάγιεφ».
Φήμη
Ο Γκλαζουνόφ κατέκτησε, σύντομα, διεθνή αναγνώριση. Είχε μια δημιουργική «κρίση» μεταξύ 1890-1891, βγαίνοντας από αυτή την περίοδο πολύ πιο ώριμος. Στη δεκαετία του 1890 έγραψε τρεις συμφωνίες, δύο κουαρτέτα και ένα μπαλέτο. Όταν εξελέγη διευθυντής του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης, το 1905, βρισκόταν στο ζενίθ των δημιουργικών του δυνάμεων. Τα καλύτερα έργα του από αυτή την περίοδο θεωρούνται η Όγδοη Συμφωνία και το Κοντσέρτο για Βιολί. Αυτή ήταν και η εποχή της μεγαλύτερης διεθνούς αναγνώρισής του. Διηύθυνε την τελευταία από τις Ρωσικές Συμφωνικές Συναυλίες, στο Παρίσι, στις 17 Μαΐου 1907 και έλαβε τον τίτλο του επίτιμου Διδάκορα Μουσικής από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ. Υπήρχαν, επίσης, κύκλοι όλων των Συναυλιών Γκλαζουνόφ στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα για να εορταστεί η 25η επέτειός του, ως συνθέτη.
Διεύθυνση ορχήστρας και ωδείου
Ο Γκλαζουνόφ έκανε το ντεμπούτο του, ως αρχιμουσικός, το 1888. Τον επόμενο χρόνο διηύθυνε τη Δεύτερη Συμφωνία του στο Παρίσι, στην παγκόσμια έκθεση. Διετέλεσε διευθυντής των Ρωσικών Συμφωνικών Συναυλιών το 1896. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους διηύθυνε τη μεταθανάτια πρεμιέρα του έργου Η Καταιγίδα, του Τσαϊκόφσκι. Όμως, το 1897, διηύθυνε την πρεμιέρα της Συμφωνίας Νο. 1 του Ραχμάνινοφ, που απέτυχε παταγωδώς και οδήγησε τον δημιουργό της σε πολυετή κατάθλιψη. Η σύζυγος του συνθέτη, αργότερα, ισχυρίστηκε ότι ο Γκλαζουνόφ ήταν μεθυσμένος πάνω στο πόντιουμ. Παρόλο που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αυτός ο ισχυρισμός, κάτι τέτοιο μπορεί να ήταν πιθανό από έναν άνθρωπο, ο οποίος -σύμφωνα με τον Σοστακόβιτς- είχε ένα μπουκάλι αλκοόλ κρυμμένο πίσω από το γραφείο του και το έπινε κρυφά με καλαμάκι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων.
Πιωμένος ή όχι, ο Γκλαζουνόφ δεν είχε επαρκή χρόνο να προβάρει τη συγκεκριμένη συμφωνία και, ενώ αγαπούσε την τέχνη της διεύθυνσης ορχήστρας, ποτέ δεν την κατέκτησε ολοκληρωτικά. Από καιρό σε καιρό διηύθυνε δικές του συνθέσεις, ειδικά το μπαλέτο Ραϊμόντα, παρόλο που ίσως είχε επίγνωση ότι δεν είχε ταλέντο γι’ αυτό. Μερικές φορές αστειευόταν: «Μπορείτε να επικρίνετε τις συνθέσεις μου, αλλά δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι είμαι καλός αρχιμουσικός και αξιόλογος διευθυντής ωδείου. Το 1899, ο Γκλαζουνόφ έγινε καθηγητής στο περίφημο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης. Μετά τη Ρωσική επανάσταση του 1905 και την απόλυση και επαναπρόσληψη του Ρίμσκι-Κόρσακοφ εκείνου του έτους, ο Γκλαζουνόφ διορίστηκε διευθυντής του. Παρέμεινε μέχρι την Επανάσταση του 1917, που κορυφώθηκε στις 7 Νοεμβρίου. Το έργο του Κοντσέρτο για Πιάνο Νο. 2 το οποίο διηύθυνε, έκανε πρεμιέρα στην πρώτη συναυλία που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Πετρούπολη μετά την ημερομηνία αυτή. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνέβαλε στην αναδιοργάνωση του Ωδείου -αυτός μάλλον ήταν ο κύριος λόγος που περίμενε τόσο πολύ μέχρι να αυτοεξοριστεί. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, εργάστηκε ακούραστα για να βελτιώσει το πρόγραμμα σπουδών, να βάλει υψηλά στάνταρντς για τους φοιτητές και το προσωπικό, καθώς και να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του ινστιτούτου. Μεταξύ των επιτευγμάτων του ήταν ένα στούντιο όπερας και μια φιλαρμονική ορχήστρα φοιτητών. Έδειξε πατρικό ενδιαφέρον για τους άπορους σπουδαστές, όπως τους Σοστακόβιτς και Μιλστάιν. Επίσης, εξέταζε προσωπικά εκατοντάδες μαθητευόμενους στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους, γράφοντας σύντομα σχόλια για τον καθένα.
Εξορία
Λέγεται ότι νηφαλιότητα του Γκλαζουνόφ μπορούσε να αμφισβητηθεί, όχι όμως το κύρος του. Λόγω της φήμης του, το Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης έτυχε ειδικής μεταχείρισης μεταξύ των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Γκλαζουνόφ δημιούργησε μια υγιή σχέση συνεργασίας με το μπολσεβικικό καθεστώς, ειδικά με τον Ανατόλι Λουναχάρσκι, τον Υπουργό Παιδείας. Παρ’ όλα αυτά, ο συντηρητισμός του Γκλαζουνόφ δέχθηκε επίθεση στο Ωδείο καθώς, όλο και περισσότερο, οι καθηγητές απαιτούσαν πιο προοδευτικές μεθόδους και οι μαθητές ήθελαν περισσότερα δικαιώματα. Ο Γκλαζουνόφ είδε αυτά τα αιτήματα τόσο ως καταστροφικά όσο και άδικα. Κουρασμένος από το Ωδείο, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να πάει στο εξωτερικό, το 1928, για τους εορτασμούς των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Σούμπερτ στη Βιέννη, και δεν επέστρεψε. Ο Μαξιμίλιαν Στάινμπεργκ (Maximilian Steinberg) διηύθυνε το Ωδείο όσο απουσίαζε, μέχρι που ο Γκλαζουνόφ παραιτήθηκε τελικά, το 1930.
Ο Γκλαζουνόφ περιόδευσε την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1928, και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, το 1929. Υποστήριζε πάντα ότι, ο λόγος της συνεχιζόμενης απουσίας του από τη Ρωσία ήταν η «κακή του υγεία», κάτι που τού επέτρεψε να παραμείνει σεβαστός συνθέτης στη Σοβιετική Ένωση, σε αντίθεση με τους Στραβίνσκι και Ραχμάνινοφ, που είχαν φύγει για άλλους λόγους. Το 1929, σε ηλικία 64 ετών, ο Γκλαζουνόφ νυμφεύτηκε την 54χρονη Όλγα Γκαβρίλοβα (Olga Nikolayevna Gavrilova). Το προηγούμενο έτος, η κόρη της Όλγας, Έλενα Γκαβρίλοβα, ήταν η σολίστ στην παρισινή πρεμιέρα του Κοντσέρτου για Πιάνο Νο 2.
Ο Γκλαζουνόφ πέθανε στο Νεϊγί-συρ-Σεν, κοντά στο Παρίσι, το 1936 σε ηλικία 70 ετών. Το 1972 τα λείψανα του επαναποτέθηκαν στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένινγκραντ).
Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία
Ο Γκλαζουνόφ αναγνωρίστηκε ως ιδιοφυΐα στον τομέα του και, με τη βοήθεια του μέντορα και φίλου του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, ολοκλήρωσε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του Μποροντίν όπως την Τρίτη Συμφωνία και την όπερα Πρίγκιπας Ιγκόρ (συμπεριλαμβανομένων των δημοφιλών Πολοβτσιανών Χορών). Μάλιστα, λέγεται ότι επεξεργάστηκε την εισαγωγή της όπερας από μνήμης, έχοντας ακούσει τη μουσική στο πιάνο μόνο μία (1) φορά.
Τα πιο δημοφιλή έργα του Γκλαζουνόφ παραμένουν τα μπαλέτα Οι Εποχές και Ραϊμόντα, μερικές από τις συμφωνίες του, ιδιαίτερα οι 3η, 4η και 6η, η πολονέζ από τις Συλφίδες και τα δύο Ορχηστρικά Βαλς. Το Κοντσέρτο για Βιολί, αγαπημένο έργο του περίφημου βιολονίστα Γιάσα Χάιφετς, εξακολουθεί να παίζεται και να ηχογραφείται. Το τελευταίο του έργο, Κοντσέρτο για Σαξόφωνο (1934), έδειξε την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις «δυτικές» μορφές μουσικής εκείνη την εποχή. Ωστόσο, τα πειραματικά σειραϊκά και μινιμαλιστικά ρεύματα, φαίνεται ότι τον άφησαν αδιάφορο και ουδέποτε παρέκλινε από τον μουσικό δρόμο που είχε χαράξει και τελειοποιήσει στη στροφή του 20ού αιώνα.
Η μουσική εξέλιξη του Γκλαζουνόφ ήταν, υπό κάποια έννοια, παράδοξη. Αναγνωρίστηκε ως είδωλο από τους συνθέτες εθνικής ρωσικής μουσικής, οι οποίοι ήsαν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτοι και, εκτός από τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ, είχαν βαθιά δυσπιστία στην ακαδημαϊκή τεχνική. Οι δύο πρώτες συμφωνίες του, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια «ανθολογία» τεχνικών «εθνικού» ύφους, όπως ασκήθηκε από τους Μπαλάκιρεφ και Μποροντίν. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για το συμφωνικό του ποίημα Στένκα Ράζιν, με τη χρήση του λαϊκού τραγουδιού «Βαρκάρηδες του Βόλγα» και των «ανατολιτικών» πρακτικών, παρόμοιων με εκείνες που χρησιμοποίησαν οι συνθέτες της «Ομάδας των Πέντε». Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’20 συνειδητοποίησε ότι, οι πολεμικές μεταξύ ακαδημαϊσμού και εθνικισμού δεν ήσαν πλέον έγκυρες. Παρόλο που βασίζει τις συνθέσεις του στη ρωσική λαϊκή μουσική, η τεχνική του δεξιότητα τού επιτρέπει να γράψει σε σοφιστικέ, καλλιεργημένο ιδίωμα. Με την Τρίτη Συμφωνία του, προσπάθησε συνειδητά να διεθνοποιήσει τη μουσική του, με τρόπο παρόμοιο με του Τσαϊκόφσκι, στον οποίο είναι αφιερωμένο το έργο.
Η Τρίτη Συμφωνία ήταν ένα μεταβατικό έργο του Γκλαζουνόφ που, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, τού προκάλεσε μεγάλο πρόβλημα. Με την Τέταρτη Συμφωνία, μπήκε στο ώριμο στυλ του. Αφιερωμένη στον Αντόν Ρουμπινστάιν γράφηκε ως σκόπιμα κοσμοπολίτικο έργο ενός ρώσου που «κοιτάζει» προς τη δύση, παραμένει, ωστόσο, αδιαμφισβήτητα ρωσικό. Ο Γκλαζουνόφ συνεχίζει να συνδυάζει την εθνική παράδοση και τη δυτική τεχνική στην Πέμπτη Συμφωνία. Την εποχή που γράφει την Έβδομη Συμφωνία του, τα καθήκοντά του στο Ωδείο επιβραδύνουν το ρυθμό που συνθέτει. Μετά την Όγδοη Συμφωνία, ο βαρύς αλκοολισμός του, μπορεί να είχε αρχίσει να επηρεάζει τη δημιουργικότητά του. Σχεδίασε ένα (1) μέρος από την Ένατη Συμφωνία, αλλά άφησε το έργο ημιτελές.
Εργάστηκε μαζί με τον χορογράφο Μιχαήλ Φοκίν για τη δημιουργία του μπαλέτου Οι Συλφίδες, μια συλλογή έργων πιάνου του Σοπέν, ενορχηστρωμένη από τον Γκλαζουνόφ. Τού δόθηκε, επίσης, η ευκαιρία από τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ να γράψει μουσική για το έργο Το Πουλί της Φωτιάς μετά την αποτυχία του Λιάντοφ να το κάνει, αλλά αρνήθηκε. Τελικά, ο Ντανγκίλεφ αναζήτησε τον -τότε άγνωστο- Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο οποίος έγραψε τη μουσική για το περίφημο έργο.
Γκλαζουνόφ και Στραβίνσκι
Στο Χρονικό του, ο Ιγκόρ Στραβίνσκι παραδέχτηκε ότι, ως νεαρός, θαύμαζε πολύ την τελειότητα της μουσικής μορφής τού Γκλαζουνόφ, την καθαρότητα της αντίστιξης, την ευκολία και βεβαιότητα της γραφής του. Στα 15 του, ο Στραβίνσκι μετέγραψε για σόλο πιάνο ένα από τα κουαρτέτα εγχόρδων του Γκλαζουνόφ. Επίσης, εσκεμμένα, χρησιμοποίησε τις συμφωνίες του Γκλαζουνόφ ως πρότυπο για τη δική του Συμφωνία σε Μιb, Op. 1.
Ωστόσο, αυτή η διάθεση άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Στα Απομνημονεύματά του, ο Στραβίνσκι έγραψε για τον Γκλαζουνόφ ότι, ήταν ένας από τους πιο δυσάρεστους ανθρώπους που είχε συναντήσει ποτέ. Από την πλευρά του, ο Γκλαζουνόφ δεν υποστήριζε τη σύγχρονη κατεύθυνση που είχε η μουσική του Στραβίνσκι. Βέβαια, δεν ήταν ο μόνος που είχε αυτή την άποψη, καθώς ο κοινός τους δάσκαλος, Ρίμσκι-Κόρσακοφ εμφανιζόταν εξίσου συντηρητικός μέχρι το τέλος της ζωής του, προσκολλημένος στον ακαδημαϊσμό που είχε ενσταλάξει ο ίδιος στο Ωδείο της Αγίας Πετρύπολης. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ, ο Γκλαζουνόφ δεν ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος για το πιθανό αδιέξοδο στο οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί η ρωσική μουσική, ακολουθώντας αυστηρά αυτόν τον ακαδημαϊσμό κόσμο, ούτε μοιράστηκε τον επιτηδευμένο σεβασμό τού δασκάλου του για τις μοντέρνες ιδέες και τεχνικές.
Πιθανότατα, ο Γκλαζουνόφ αντιμετώπιζε τον Στραβίνσκι με επιφύλαξη, σίγουρα όμως, όχι με απροκάλυπτη αγένεια. Η γνώμη του για τη μουσική του Στραβίνσκι, παρουσία άλλων, ήταν άλλο θέμα. Κατά την εκτέλεση του έργου Πυροτεχνήματα, φέρεται να έκανε το σχόλιο: «Καθόλου ταλέντο, απλά διαφωνίες» (ενν. διάφωνα μουσικά διαστήματα). Πάντως, ο Γκλαζουνόφ θεωρούσε τον Στραβίνσκι εξαιρετικό ενορχηστρωτή –αλλά μόνον αυτό. Το 1912 είπε στον Βλαντιμίρ Τσαϊκόφσκι: «Η Πετρούσκα δεν είναι μουσική, αλλά είναι άριστα και επιδέξια ενορχηστρωμένη».
Ο Γκλαζουνόφ και ο μοντερνισμός
Ο Στραβίνσκι δεν ήταν ο μοναδικός συνθέτης με τις νεωτεριστικές τάσεις του οποίου διαφωνούσε ο Γκλαζουνόφ. Ο Σοστακόβιτς ανέφερε τις επιθέσεις του κατά των «υπό αναζήτηση κακοφωνιστών», έναν όρο που χρησιμοποιούσε για τη νεότερη γενιά δυτικών συνθετών, γενικότερα, ξεκινώντας από τον Ντεμπισί. Όταν η όπερα του Φραντς Σρέκερ (Franz Schreker), Ο Απόμακρος Ήχος παρουσιάστηκε στο Λένινγκραντ, ο Γκλαζουνόφ την αποκάλεσε «Φρικτή μουσική!». Από την άλλη, αναρωτιόταν περιστασιακά αν είχε παίξει κάποιο ρόλο στην αναπαραγωγή αυτού του «μουσικού χάους». Κάποτε, κοιτάζοντας την παρτιτούρα του έργου Το Απομεσήμερο ενός Φαύνου του Ντεμπισί, σχολίασε: «Είναι ενορχηστρωμένο με μεγάλο γούστο…. Και [ο συνθέτης] ξέρει τι κάνει …. Θα μπορούσαμε, άραγε, ο Ρίμσκι κι εγώ να έχουμε επηρεάσει την ενορχήστρωση όλων αυτών των σύγχρονων εκφυλισμένων;(sic)» Πάντως, ο Γκλαζουνόφ πιστώνεται με το γεγονός ότι, ακόμη και αν ένα κομμάτι το θεωρούσε «κακόφωνο», δεν έπαυε να το ακούει, σε μια διαρκή του προσπάθεια να το κατανοήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αντιμετώπιση της μουσικής του Βάγκνερ. Με την πρώτη ακρόαση της όπερας Βαλκυρία δεν κατάλαβε τίποτα, το ίδιο μετά τη δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη ακρόαση. Στη δέκατη ακρόαση, τελικά, κατάλαβε την όπερα και τού άρεσε πάρα πολύ.
Γκλαζουνόφ και Σοστακόβιτς
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς εισήλθε στο Ωδείο Πετρούπολης σε ηλικία 13 ετών, καθιστάμενος ο νεότερος μαθητής του ιδρύματος. Σπούδασε πιάνο με τον Λεονίντ Νικολάγιεφ και σύνθεση με τον γαμπρό του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, Μάξιμιλιαν Στάινμπεργκ. Αποδείχθηκε ένας πειθαρχημένος, σκληρά εργαζόμενος σπουδαστής. Ο Γκλαζουνόφ μπορεί να είχε αναγνωρίσει στον Σοστακόβιτς μιαν «αντήχηση» του εαυτού του, όταν ήταν νέος. Παρακολουθούσε προσεκτικά την πρόοδό του στην τάξη του Στάινμπεργκ και, κατά την απονομή του διπλώματός του, τού πρότεινε να συνεχίσει ανώτερες σπυδές που, κανονικά, θα τον οδηγούσαν στο επίπεδο του καθηγητή. Όμως, λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειάς του, ο Σοστακόβιτς δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία. Ο Γκλαζουνόφ κανόνισε, επίσης, την πρεμιέρα της Πρώτης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Μαρτίου 1926 με τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ υπό τον Νικολάι Μαλκό.
Σημειώσεις
i. ^ Ή 21 Δεκεμβρίου 1865, σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο
Βιβλιογραφία
- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
- Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
- Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1996, τόμος 18, σ. 68
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Enciclopedia Treccani, on line
- Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Figes, Orlando, Natasha’s Dance: A Cultural History of Russia (New York: Metropolitan Books, 2002). ISBN 0-8050-5783-8 (hc.).
- Huth, Andrew, Notes for Warner 61434, Glazunov: Symphony No. 5; The Seasons; Royal Scottish National Orchestraconducted by José Serebrier.
- Huth, Andrew, Notes for Warner 63236, Glazunov: Symphonies Nos. 4 and 7; Royal Scottish National Orchestra conducted by José Serebrier.
- Huth, Andrew, Notes for Warner 61939, Glazunov: Symphony No. 8; Raymonda; Royal Scottish National Orchestra conducted by José Serebrier.
- MacDonald, Ian, The New Shostakovich (Boston: Northeastern University Press, 1990). ISBN 1-55553-089-3.
- Norris, Geoffrey and Marina Frolova-Walker, Glazunov, Aleksandr Konstantinovich in New Grove
- Rimsky-Korsakov, Nikolai, Letoppis Moyey Muzykalnoy Zhizni (Saint Petersburg, 1909), published in English as My Musical Life(New York: Knopf, 1925, 3rd ed. 1942). ISBN n/a.
- Schwarz, Boris, Γκλαζουνόφ, Aleksandr Konstantinovich in New Grove
- Taylor, Philip, Notes for Chandos 9751, Glazunov: Symphony No. 1, “Slavyanskaya”; Violin Concerto; Julie Krasko, violin; Russian State Symphony Orchestra conducted by Valery Polyansky
- Volkov, Solomon, tr. Bouis, Antonina W., Saint Petersburg: A Cultural History (New York: Harper & Row, 1979). ISBN 0-06-014476-9 (Ι)
- Walsh, Stephen, Stravinsky, A Creative Spring: Russia and France, 1882–1934 (New York: Alfred A. Knopf, 1999).ISBN 0-679-41484-3.
- White, Eric Walter, Stravinsky: The Man and His Works (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1966). Library of Congress Card Catalog Number 66-27667.