Άλωση της Τριπολιτσάς ή σφαγή της Τριπολιτσάς ονομάζεται στη νεότερη ελληνική ιστορία η κατάληψη της πόλης της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έξι μήνες μετά από την έναρξη της επανάστασης του 1821. Την κατάληψη ακολούθησε σφαγή του πληθυσμού, παρά την αντίθεση του Κολοκοτρώνη και των περισσότερων καπεταναίων. Από την σφαγή εξαιρέθηκαν οι Αλβανοί υπερασπιστές της πόλης, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ συνθηκολογήσει με τους Έλληνες. Για το ίδιο γεγονός χρησιμοποιείται ο συνοπτικός τίτλος Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.
Με την άλωση της Τριπολιτσάς εδραιώθηκε η δυναμικής της Ελληνικής Επανάστασης, δεδομένου ότι έφερε την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο, πλην ορισμένων φρουρίων. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά από την αποτυχημένη εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, ο οποίος επιχείρησε την ανακατάληψη της Πελοποννήσου τον Ιούλιο του επομένου έτους, τελικά πέτυχε να ανακαταλάβει την πόλη της Τρίπολης τον Ιούνιο του 1825 με τον Ιμπραήμ Πασά, αποτέλεσμα το οποίο ανέτρεψε η κατοπινή Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Η Τριπολιτσά πριν την Άλωση
Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Η σημερινή πρωτεύουσα της Αρκαδίας ιδρύθηκε ως Τρίπολις περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίου και ήδη από το 1786 ήταν έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως.
Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα Ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.
Γεγονότα πριν από την πολιορκία
Η Τριπολιτσά προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ., ύψους περίπου 4 μ. και πάχους 2 μ. στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω. Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες, και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση. Το τείχος, που είχε επτά πύλες, δεν ήταν σε κλασικό κυκλικό σχήμα. Υπήρχε επίσης ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα, ακρόπολις τρόπον τινά. Παρά την οχύρωσή της αυτή, η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, γιατί το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.
Σύμφωνα με τον Τόμας Γκόρντον, οι κάτοικοι της πόλης πριν από την επανάσταση, ανέρχονταν σε 15.000, εκ των οποίων 7.000 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι. Σύμφωνα με άλλη εκτίμηση, κατά το 1821 κατοικούσαν στην πόλη 13.000 Έλληνες, 7.000 Τούρκοι καθώς και 400 Εβραίοι, ενώ έτερη εκτίμηση αναφέρει πως οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν περίπου το 1/4 του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες έφυγαν και πολλοί Τούρκοι κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπως και σε άλλες οχυρές πόλεις, με συνέπεια να διπλασιαστεί ο πληθυσμός της και να φτάσει στους τριάντα χιλιάδες κατοίκους τουλάχιστον. Η πόλη δεν είχε επάρκεια τροφίμων, αλλά, παρά το ότι οι Έλληνες κατέστρεψαν τα υδραγωγεία, τα νερά των πηγαδιών της ήταν άφθονα και πόσιμα.
Διοικητής της Πελοποννήσου στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς, απασχολημένος όμως τον καιρό εκείνο εναντίον του Αλή πασά στην Ήπειρο. Όταν έμαθε για την πολιορκία, ο Χουρσίτ έστειλε στην Τριπολιτσά 3.500 στρατιώτες υπό τον Κεχαγιάμπεη. Άλλοι ηγέτες των Τούρκων ήταν ο Δεφτερντάρης, ο Σιέχ Νετσίπ εφέντης και ο Κιαμήλμπεης της Κορίνθου, όλοι Πελοποννήσιοι. Διοικητές της πόλης ήταν ο Κεχαγιάμπεης και ο καϊμακάμης Σελίχ Μεχμέτ, αλλά μεγάλη ήταν η επιρροή της γυναίκας του Χουρσίτ. Η δύναμη των ενόπλων ήταν 10.000 άντρες, Αλβανοί, Ασιάτες και Πελοποννήσιοι Οθωμανοί.
Πριν ακόμη εκραγεί η Επανάσταση είχαν έλθει στην Τριπολιτσά αρκετοί αρχιερείς και προεστοί, ύστερα από διαταγή των Τούρκων οι οποίοι είχαν πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη εξέγερση, με κάποια πρόφαση διοικητικών ρυθμίσεων. Έμειναν εκεί ως όμηροι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, υπό μαρτυρικές συνθήκες διαβίωσης.
Τη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τρίπολης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είχε κατανοήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χάρη στην επιμονή του οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς που στόχευαν στα μικρά μεσσηνιακά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε έναν μεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο της Πελοποννήσου. Είχαν άλλωστε προηγηθεί οι νίκες του στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου).
Εντός των τειχών βρίσκονταν συγκεντρωμένοι περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άμαχοι Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και αρκετές χιλιάδες ενόπλων. Όταν η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων αλλά και από τις συνεχόμενες ήττες των τουρκικών στρατευμάτων σε μάχες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και στη Γράνα και διαφαινόταν η κατάληψή της, ορισμένοι από αυτούς άρχισαν ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές για την ασφαλή έξοδό τους από την πολιορκημένη πόλη. Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι πλουσιότερες οικογένειες προσέγγιζαν οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο εξαγόραζαν την προστασία τους φεύγοντας από την Τριπολιτσά, αρκετοί με τα κινητά τους υπάρχοντα. Ο Ρεϊμπώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις “κατάπτυστες δοσοληψίες”. Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Την συμφωνία αυτή θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων. Όταν έπεφτε η πόλη οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Ο Μαξίμ Ρεϊμπώ πάντως αναφέρει ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα.
Η πολιορκία
Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από την Τριπολιτσά. Το αριστερό κατείχε ο Κολοκοτρώνης με 2.500 άντρες, το δεξιό ο Γιατράκος με 1.500, το κέντρο με 1.000 ο Αναγνωσταράς και πίσω από το δεξιό και το κέντρο βρισκόταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με 1.500 άντρες. Οι δρόμοι προς Άργος και Λεοντάρι φυλάγονταν από 150 και τριακόσιους άντρες αντίστοιχα. Αρχιστράτηγος ανακηρύχθηκε ο Πετρόμπεης υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη, αλλά πραγματικός αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης.
Μέχρι τον Αύγουστο λάμβαναν χώρα ακροβολισμοί μεταξύ των εμπολέμων, στους οποίους υπερτερούσαν οι Έλληνες όταν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν το πεζικό των Τούρκων. Αλλά κι όταν επετίθετο το ιππικό τους, αποσύρονταν στους πρόποδες των βουνών και πάλι προξενούσαν βλάβη στους Τούρκους προστατευμένοι από την μορφολογία του εδάφους.
Τον Αύγουστο μαθεύτηκε ότι ο Κιαμήλμπεης θα μετέφερε ενισχύσεις και πολεμοφόδια στην επίσης πολιορκούμενη Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε κι ανοίχθηκε τάφρος (γράνα) πάνω στον δρόμο που θ’ ακολουθούσαν οι Τούρκοι, αλλά ο Κιαμήλμπεης δεν βγήκε τελικά. Βγήκαν όμως στις 10 Αυγούστου πάνω από τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι και συγκέντρωσαν άφθονα τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Στην επιστροφή τους προσβλήθηκαν από τους ενεδρεύοντες στην τάφρο Έλληνες, υπέστησαν βαριές απώλειες και όλες οι τροφές και τα ζώα έπεσαν στα χέρια των πολιορκητών. Η μάχη αυτή, της Γράνας λεγόμενη, έφερε σε απόγνωση τους πεινασμένους ήδη Τούρκους.
Τέλη Αυγούστου έφτασε από την Μασσαλία με πλοίο του ο Σκώτος φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον, με Έλληνες και φιλέλληνες εθελοντές, τρία πυροβόλα και εξακόσια τουφέκια. Αλλά το πυροβολικό των Ελλήνων πολύ μικρή ζημιά μπόρεσε να προκαλέσει στον εχθρό, παρά τις προσπάθειες των ξένων εθελοντών, μεταξύ των οποίων και ο Ρεϊμπώ.
Τότε ο Υψηλάντης, και ενώ είχαν ήδη εκδηλωθεί επιδημίες στην πόλη, πρότεινε παράδοση της πόλης υπό ευνοϊκούς όρους, αλλά αυτή απερρίφθη υπεροπτικά από τους Τούρκους.
Στις 26 Αυγούστου διαδόθηκε η φήμη ότι ο τουρκικός στόλος έφερνε στην Πάτρα 10.000 στρατιώτες για απόβαση, ενώ στην πραγματικότητα είχε μόνο 1.000 Αλβανούς. Δεδομένου ότι υπήρχε φόβος ότι τα στρατεύματα αυτά θα ενίσχυαν την πολιορκούμενη Τριπολιτσά, ο Υψηλάντης εξεστράτευσε στον Κορινθιακό κόλπο με 500 άντρες του Κολοκοτρώνη, μεταξύ των οποίων ο ανιψιός του Αποστόλης και οι γιοι του Πάνος και Γενναίος. Ο Οθωμανικός στόλος αγκυροβόλησε στη Ζάκυνθο, εφοδιάστηκε από τις ουδέτερες Αρχές του νησιού και στις 7 Σεπτεμβρίου κατέπλευσε στην Πάτρα. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου έγινε απόβαση 700 Αλβανών του στόλου, οι οποίοι μπήκαν στο εγκαταλελειμμένο Αίγιο και το κατέκαψαν, ενώ διασκορπίστηκαν σε όλη την επαρχία λαφυραγωγούντες. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός στόλος έπλευσε προς το Γαλαξίδι, όπου αιχμαλώτισε 34 πλοία, κατέστρεψε τα υπόλοιπα, έσφαξε λίγους γέροντες που είχαν μείνει στην πόλη και την έκαψε. Τελικά όμως ο στόλος δεν ανακούφισε τους πολιορκημένους της Τριπολιτσάς. Σκοπός του ήταν να διευκολύνει την μετάβαση στρατευμάτων προς την Πελοπόννησο αλλά η εκστρατεία αυτή απέτυχε λόγω της ήττας των Τούρκων στην μάχη των Βασιλικών. Εν τω μεταξύ παραδόθηκαν στους Έλληνες τα φρούρια της Μονεμβασιάς και του Ναβαρίνου.
Δεδομένου ότι «η εκ περάτων της Πελοποννήσου υπερσωρευθείσα πληθύς ηπείλει διαρπαγήν γενικήν» κατά Φιλήμονα, αποφασίστηκε ότι οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα δύο τρίτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο θα πήγαινε στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Οι Κεχαγιάμπεης, Κιαμήλμπεης και άλλοι επίσημοι Τούρκοι επικηρύχθηκαν.
Οι Τούρκοι σε απόγνωση
Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον Καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη. Κατά τον Τρικούπη, η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα. Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού έμαθαν ότι ηττήθηκε στα Βασιλικά η βοήθεια που ερχόταν από ξηράς. Αλλά οι μεν, περί τον Κεχαγιάμπεη, Οθωμανοί της Ασίας πρότειναν έξοδο και διαφυγή προς το Ναύπλιο, οι Αλβανοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν κατά την έξοδο (ξέροντας μάλιστα ότι αν έφευγαν οι υπόλοιποι θα έρχονταν εύκολα σε συμφωνία με τους Έλληνες), οι δε εντόπιοι Τούρκοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια των οικογενειών τους και ήταν συνεπώς υπέρ ενός συμβιβασμού, βασιζόμενοι και στις σχέσεις τους με τους Έλληνες προκρίτους. Οι Ασιάτες και οι Αλβανοί δεν είχαν οικογένειες να φροντίσουν.
Εν τω μεταξύ οι Αλβανοί έκαναν μαύρη αγορά τροφίμων και νερού και πήραν τους καθυστερούμενους μισθούς τους, αφού απέκλεισαν τον Κεχαγιάμπεη στο σαράι του. Οι δε Έλληνες πολιορκητές είχαν φτάσει «επ’ ελπίδι λαφυραγωγίας» τις 15.000 και κάποιοι απ’ αυτούς πουλούσαν τη νύχτα εφόδια στους πολιορκημένους. Οι Έλληνες έδιναν στους πολιορκούμενους τρόφιμα και έπαιρναν όπλα και πολύτιμα αντικείμενα. Οι οπλαρχηγοί έβλεπαν αυτές τις συναλλαγές αλλά έκαναν τα στραβά μάτια γιατί οι περισσότεροι Έλληνες ήταν άοπλοι. Όπως λέει ο Φωτάκος, μερικοί πολεμούσαν “με τη βουκέντρα του βοδιού τους”.
Οι υπέρ του συμβιβασμού Τούρκοι υποκίνησαν τις γυναίκες, κάτι που συνηθιζόταν στους Οθωμανούς σε περιόδους κρίσεως, κι έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου συγκεντρώθηκαν αυτές κάτω από το σαράι και απαιτούσαν έντονα συμβιβασμό γιατί πέθαιναν από την πείνα και την δίψα. Σε σύσκεψη που έγινε αμέσως μετά, ο Κεχαγιάμπεης αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι αποφασίστηκε να γίνουν προς τους Έλληνες προτάσεις συμβιβασμού μέσω των αρχιερέων και προεστών που κρατούνταν ως όμηροι στην Τρίπολη.
Λόγω του θερμού και υγρού καιρού και των εκατοντάδων νεκρών που θάπτονταν πρόχειρα μέσα και γύρω από την πόλη, ξέσπασε επιδημία τύφου που αφάνισε μεγάλο μέρος των πολιορκημένων αρχικά. Με την άλωση η επιδημία εξαπλώθηκε και στους Έλληνες και κατά ορισμένες εκτιμήσεις το χειμώνα του 1821 πέθανε το 1/4 του πληθυσμού της Πελοποννήσου. Τα περιστατικά της επιδημίας περιγράφει μεταξύ άλλων ο Πολωνός ιατρός Κουτζόφσκι που συνόδευε τον Υψηλάντη.
Οι όμηροι
Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι ήταν στην αρχή απλώς σε περιορισμό μέσα στην πόλη. Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι αφόπλισαν και φυλάκισαν δεκαοκτώ σωματοφύλακες των ομήρων που είχαν μπει μαζί τους στην πόλη και στις 16 Απριλίου αποκεφάλισαν τον ανιψιό ενός προεστού και έναν από τους ανθρώπους τους ως συνεννοούμενους με τους πολιορκητές. Αμέσως μετά το πλήθος των Τούρκων όρμησε κατά των ομήρων αλλά αποκρούστηκε από την φρουρά. Στις 17 οι όμηροι φυλακίστηκαν «εις καθησύχασιν του όχλου» αλλά την επομένη δολοφονήθηκαν οι δεκαοκτώ σωματοφύλακες προκειμένου να ελευθερωθεί η αλυσίδα στην οποία ήταν δεμένοι ώστε στη συνέχεια να δεθούν σ’ αυτήν οι ιερωμένοι.
Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν τους αποφυλάκισαν οι Τούρκοι για να τους χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις, είχε πεθάνει ήδη ένας μητροπολίτης και ένας διάκονος. Έξι ακόμη πέθαναν αμέσως μετά την αποφυλάκιση σε μια μόνο μέρα και δύο ύστερα από λίγο. Οι Τούρκοι δικαιολογήθηκαν ότι τους είχαν φυλακίσει για να τους προστατεύσουν από τον όχλο και τους υπαγόρευσαν επιστολές προς τους πολιορκητές. Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πλησιάζει η κατάληψη της πόλης, έδειξαν μεταμέλεια για τη μεταχείριση των ομήρων και άρχισαν να περνούν έξω από τη φυλακή, να τους χαιρετούν και να τους επισκέπτονται. Ζήταγαν απ’ τους φυλακισμένους να μή δείξουν μνησικακία γιατί ό,τι συνέβη ήταν “ταξιράτι” (πεπρωμένο) και ζήταγαν να πουν καλά λόγια γι’ αυτούς.
Οι επίσημες διαπραγματεύσεις
Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν με επιστολές, αλλά αυτές ήταν απειλητικές περισσότερο παρά συμβιβαστικές. Οι Τούρκοι καλούσαν τους Έλληνες να καταθέσουν τα όπλα και να επικαλεστούν το έλεος του Σουλτάνου, διαφορετικά θα πωλούνταν όπως άλλοτε πουλήθηκαν οι Σέρβοι προς τρία γρόσια ο άνθρωπος. Ρωτούσαν τέλος τί ζητούσαν. Οι Έλληνες απάντησαν ότι διασφαλίζουν τη ζωή και την τιμή των Τούρκων και ότι τους επιτρέπουν να μεταβούν αλλού. Οι Τούρκοι ζήτησαν συνάντηση πληρεξουσίων, οι πολιορκητές συμφώνησαν και έγινε ανακωχή.
Αμέσως ξεχύθηκε πλήθος πεινασμένων γυναικών και παιδιών από την πόλη. Οι Αλβανοί που στέκονταν στις πύλες τους απογύμνωναν από ό,τι είχαν. Οι Έλληνες δέχτηκαν τους πρώτους που βγήκαν, αλλά τουφέκιζαν και απωθούσαν το δεύτερο κύμα εξερχομένων. Ταυτόχρονα όμως τους απωθούσαν και οι Τούρκοι πυροβολώντας από τα τείχη. Τελικά αφέθηκαν όσοι είχαν βγει από τα τείχη να μένουν στα μετόπισθεν του στρατοπέδου, στον δρόμο προς Καλάβρυτα και να διατρέφονται όπως μπορούσαν.
Στις 15 Σεπτεμβρίου στήθηκε σκηνή στην πεδιάδα έξω από την πόλη, κατά τον Άγιο Αθανάσιο, όπου προσήλθαν οι πληρεξούσιοι των τριών φατριών για διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Η ελληνική πλευρά επανέλαβε τις προηγούμενες απαιτήσεις της και οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη για συνεννοήσεις. Έγινε και δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία οι Τούρκοι ζήτησαν να τους δοθούν 1800 ζώα για να μεταφερθούν ένοπλοι στους Μύλους του Ναυπλίου και 40 ευρωπαϊκά πλοία για να τους περάσουν σε ασφαλή τόπο. Οι Έλληνες δέχτηκαν την μεταφορά των Τούρκων με τα πλοία, αλλά αόπλων. Δήλωσαν ότι τους άφηναν την (κινητή) περιουσία τους, αλλά ζητούσαν πενήντα εκατομμύρια γρόσια για την καταστροφή της Πελοποννήσου και ως πολεμική αποζημίωση. Σε τρίτη συνάντηση δεν επήλθε συμφωνία και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.
Οι ιδιωτικές συμφωνίες
Δεδομένου ότι οι Αλβανοί εν γένει θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, Σουλιώτες απεσταλμένοι -σύμμαχοι πλέον του Αλή- πρότειναν να συναφθεί χωριστή συμφωνία με τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Έτσι και η άμυνα της πόλης θα αποδυναμωνόταν και ο Αλής θα ενισχυόταν απ’ αυτούς στον αγώνα του κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, προς όφελος της Επανάστασης.
Οι Έλληνες δέχθηκαν ευχαρίστως το σχέδιο και οι Αλβανοί επίσης. Ο Ελμάσμπεης ήλθε σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη : οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και όλη τους την αποσκευή, τα χαρέμια των πασάδων και τους επισημότερους Τούρκους, τον Κεχαγιάμπεη δηλαδή, τον καϊμακάμη, τον καδή καθώς και με μερικούς άλλους που δεν ήταν Πελοποννήσιοι. Υπόσχονταν δε να πολεμήσουν κατά του σουλτάνου μόλις επέστρεφαν ασφαλείς στην Ήπειρο. Δόθηκαν όμηροι από πλευράς Κολοκοτρώνη και Κανέλλου Δεληγιάννη.
Όταν έμαθαν οι εντόπιοι Τούρκοι την συμφωνία των Αλβανών, πανικοβλήθηκαν. Οι Αλβανοί και οι Ασιάτες θα έφευγαν και θα έμεναν μόνοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, απέναντι στους επαναστάτες. Άγριες φιλονικίες με αλληλοπυροβολισμούς ξέσπασαν μεταξύ Αλβανών και Τούρκων, κι άρχισαν οι τελευταίοι να έρχονται σε συμφωνία με τους Έλληνες είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες, να βγαίνουν από την πόλη και να δηλώνουν ότι παραδίνονται στους γνωρίμους τους, με τις οικογένειες και τα αγαθά τους.
Αλλά και από πλευράς Ελλήνων υπήρχαν έντονα παράπονα. Έβλεπαν ότι τα αναμενόμενα λάφυρα, και πρωτίστως οι θησαυροί των Αλβανών, έφευγαν από τα χέρια τους.
Ο Ρεϊμπώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις “κατάπτυστες δοσοληψίες”. Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Σύμφωνα με τους ξένους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών». Αυτή η φήμη για τον Κολοκοτρώνη διαψεύδεται από αυτούς που επιμελήθηκαν τα απομνημονεύματά του, δημοσιεύοντας επιστολή του Κολοκοτρώνη που τον Δεκέμβριο του ’21, στην οποία παρακαλεί να του στείλουν λίγο ύφασμα για να φιάξει εσώρουχα “ότι δεν έχει διόλου” και χαρτί για γράψιμο.
Τη συμφωνία για την αποχώρηση των Αλβανών θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων. Όταν έπεφτε η πόλη οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Ο Μαξίμ Ρεϊμπώ πάντως αναφέρει ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα.
Ως μέρα αναχώρησης των Αλβανών ορίστηκε η 23 Σεπτεμβρίου. Τα πράγματά τους τα έστειλαν προς φύλαξιν στην σκηνή του Κολοκοτρώνη.
Η άλωση
Από τα χαράματα της 23ης όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση: οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οι Πελοποννήσιοι Τούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.
Σύμφωνα με τον Τρικούπη, τις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη. Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.
Κατά τον Φιλήμονα πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας και κατά τον Φωτάκο οι Εμμανουήλ Δούνιας και ο Σπετσιώτης Αυραντίνης. Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τούρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά. Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έρριξε ο Τούρκος φίλος του, τον συνέλαβε και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης. Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης και άρχισε να κτυπά το σαράι.
Παραπλήσια, ή με συνδυασμό των δύο εκδοχών, ή κάπως διαφορετικά, αφηγούνται τα γεγονότα οι άλλοι συγγραφείς. Κατά τον Τούρκο ιστορικό Αχμέτ Δζεβδέτ πασά, οι πολιορκητές μπήκαν στην πόλη όταν άνοιξαν οι πύλες για να βγουν οι Αλβανοί.
Όταν οι Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη, οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαράι, αμέτοχοι των συγκρούσεων, επικαλούμενοι τη συνθήκη που είχαν κάνει. Παρά το ότι η συνθήκη αυτή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη μετά την άλωση, ο Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ασφαλή αποχώρησή τους υπό τον Πλαπούτα που τούς είχε δοθεί ως όμηρος, παραδίδοντάς τους και την αποσκευή τους που ήταν στην φύλαξή του.
Η σφαγή
Η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Κολοκοτρώνη ήταν τρομακτική: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγίαζαν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη, αφού προηγουμένως βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, έκαψαν και λεηλάτησαν. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 2.000 Εβραίοι και 30.000 Τούρκοι. Κατά τον Τζ. Μ. Ουόγκσταφ τα θύματα αριθμούσαν “ανάμεσα σε 10000 και 15000”. Κατά την Σύγχρονο Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη οι σφαγιασθέντες ανέρχονταν σε περίπου 12.000. Σύμφωνα με τον συνεκδότη της Encyclopedia Americana Τόμας Γκαμαλιέλ Μπράντφορντ τα θύματα ήταν 8.000, ενώ κατά τον Τόμας Κέρτις τα θύματα ήταν 6.000.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν ν’ αντισταθούν αλλά μάταια. Μερικοί κλείστηκαν στην Μεγάλη Τάπια, την ακρόπολη δηλαδή, άλλοι στο τουρκικό σχολείο και πολλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Ελάχιστοι παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή «εκάησαν μέσα εις αυτά με της φαμίλιαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των». Ο Δελήμπασης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη. Όλοι οι Τούρκοι αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν. Αλλά το πλήθος των Τούρκων έμελλε να σφαγεί ανηλέητα.
«Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν……η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων……εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι……όλοι κατεστράφησαν». Αυτή είναι η αφήγηση της σφαγής κατά τον Τρικούπη.
«Γυναίκες…νεανίδες…βρέφη…νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές, και οιονεί διεμαρτύροντο κατά της διαιρούσης την ανθρωπότητα πολιτικής τυραννίας και θρησκευτικής ετεροδοξίας. Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». Είναι η εικόνα που δίνει ο Φιλήμων.
Και οι αυτόπτες. Κολοκοτρώνης : «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες… Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα… Όταν εμβήκα εις την Τριπολιτσά με έδειξαν εις το παζάρι τον πλάτανο οπού εκρέμαγαν τους Έλληνας, αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάστηκαν εκεί». Και εδιέταξα και τον έκοψαν· επαρηγορήθηκα και δια τον σκοτομόν των Τούρκων.» Φωτάκος : «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νού μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους…» Ρεϊμπώ (ο μόνος αυτόπτης από τους ξένους συγγραφείς): «σ’ ένα μόνο νόμο υπάκουαν, σ’ αυτόν της καταστροφής· σ’ ένα σύνθημα, της σφαγής»
Πλην του Φωτάκου «πολλοί καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκον». Κατά τον Ρεϊμπώ οι Κολοκοτρώνης και Γιατράκος προσπάθησαν να σταματήσουν την σφαγή και οι Ρόδιος, Πάτροκλος και κάποιοι Πελοποννήσιοι χωρικοί έσωσαν Τούρκους. Μάταιες όμως ήταν οι προσπάθειες των αρχηγών. Τρεις μέρες κράτησε η σφαγή και η λεηλασία. Στις 26 Σεπτεμβρίου, για να σταματήσει το κακό, ο Κολοκοτρώνης διόρισε αστυνόμο τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και του έδωσε 200 άνδρες ώστε «να περιέρχεται έσωθεν της πολιτείας εις τους δρόμους και εις τα οσπήτια και εις ταις πόρταις δια να μη ακολουθούν αταξίαι, αρπαγαί, και φερσίματα αλλόκοτα από τους ατάκτους, τους οποίους να παιδεύη αυστηρώς».
Την τρίτη μέρα θανατώθηκαν όσοι Τούρκοι είχαν καταφύγει πεινασμένοι στο στρατόπεδο των Ελλήνων πριν από την άλωση. Η δε λεηλασία ήταν τόσο δεινή «ώστε αι πλείσται των οικιών εγυμνώθησαν και αυτής της ξυλώσεώς των».
Ο αριθμός των ελληνικών απωλειών κατά την άλωση ποικίλλει κατά τους συγγραφείς : από 100 έως 700. Εξ ίσου μεγάλη αμφισβήτηση υπάρχει για τον αριθμό των Τούρκων και Εβραίων που εξοντώθηκαν. Οι αριθμοί του Κολοκοτρώνη και του Παπατσώνη (32.000 και 30.000) θεωρούνται υπερβολικοί. Ο Τρικούπης και ο Φιλήμων υπολογίζουν τα θύματα σε 10.000, αριθμό που ο Σιμόπουλος θεωρεί πλησιέστερο προς την αλήθεια.
Περίπου εκατό Ευρωπαίοι αξιωματικοί παρακολούθησαν τις σφαγές στην Τριπολιτσά. Ο Ουίλιαμ Στ. Κλαιρ, ο οποίος αναφέρει στο βιβλίο του πολλούς αξιωματικούς αυτόπτες μάρτυρες αναφέρει: «Πολύ πάνω από δέκα χιλιάδες Τούρκοι πέθαναν. Αιχμάλωτοι τους οποίους υποπτευόταν οι Έλληνες ότι έκρυβαν τα χρήματά τους βασανίστηκαν βίαια. Τους ξερίζωσαν χέρια και πόδια και τους σούβλισαν αργά πάνω σε φωτιές. Άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών, τους έκοβαν τα κεφάλια και έβαζαν κεφάλια σκυλιών ανάμεσα στα πόδια τους. Από την Παρασκευή ως την Κυριακή ο αέρας ήταν γεμάτος από κραυγές. Ένας Έλληνας καυχάτο ότι έσφαξε ενενήντα αμάχους. Οι Εβραίοι της πόλης υπέστησαν συστηματικούς βασανισμούς … Επί εβδομάδες μετά λιμοκτονούντα παιδιά Τούρκων που έτρεχαν αβοήθητα μέσα στα χαλάσματα σφαγιάσθηκαν και πυροβολήθηκαν από ενθουσιώδεις Έλληνες… Όλα τα πηγάδια μολύνθηκαν από τα πτώματα που είχαν πέσει μέσα». Η περιγραφή αυτή είναι απόσπασμα αναφοράς που έδωσε ο Γκόρντον στον Βρετανό υγειονομικό υπάλληλο Τζος. Τόμας στη Ζάκυνθο το Νοέμβριο του 1821. Στην ίδια αναφορά προσθέτει ως υστερόγραφο: “Ξέχασα να αναφέρω ότι όλοι οι Εβραίοι κάτοικοι της Τριπολιτσάς, περίπου χίλιοι, … βασανίστηκαν και μετά κάηκαν ζωντανοί χωρίς καμία εξαίρεση”. Ο ιστοριοδίφης Κ. Σιμόπουλος χαρακτηρίζει την αναφορά του Γκόρντον ως “συρροή ανακριβειών”. Οι ωμότητες που περιγράφει – με τα κεφάλια σκύλων κτλ – ήταν αποκλειστικά τουρκικές πολεμικές συνήθειες. Εξ άλλου είναι εξακριβωμένο ότι οι περισσότεροι Τούρκοι φονεύθηκαν με πυροβολισμούς διότι λόγω της θανατηφόρας επιδημίας που είχε ενσκήψει στην πόλη, οι Έλληνες φοβούνταν να τους πλησιάσουν. (Για τον ρόλο του Γκόρντον στην Ελλάδα βλ. Τόμας Γκόρντον).
Ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στην Δυτική Ευρώπη, περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ δε διστάζει να γράψει ότι «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Κατά την άλωση, μεταξύ άλλων σφαγιάστηκε ο προεστός της Τριπολιτσάς Σωτηράκης ή Σωτήρος Κουγιάς που βρισκόταν με την οικογένειά του στην πόλη. Ο Κουγιάς (που σκοτώθηκε από τον οπλαρχηγό Γ. Δαγρέ) θεωρήθηκε ένοχος για προδοσία, όπως αναφέρει ο Φωτάκος, ενώ ο Ν. Σπηλιάδης διαψεύδει αυτή την κατηγορία. Η σύζυγος του Κουγιά επέζησε.
Κατά τον Π. Πατρών Γερμανό, που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για παράδοση της πόλης, κατά την άλωση σκοτώθηκαν και 200 Αλβανοί, ενώ πλήθος γυναικόπαιδα μουσουλμάνων διασκορπίστηκαν στην Πελοπόννησο ως αιχμάλωτοι. Επίσης αναφέρει τη διάσωση των προκρίτων Τούρκων και των χαρεμιών τους. Ο ίδιος δεν αναφέρεται σε γενική σφαγή.
Ερμηνείες
- Διακρίνονται διάφορες ερμηνείες για τα αίτια της σφαγής.
Ορισμένοι ιστορικοί και ιστοριογράφοι δίνουν βαρύτητα στις βαρβαρότητες των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων, κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας -συμπεριλαμβάνοντας σ’αυτές πολύ πρόσφατα γεγονότα- και τις θεωρούν ως το κύριο αίτιο της σφαγής που ακολούθησε την άλωση στην Τριπολιτσά. Πιο συγκεκριμένα, οι Ρεμπό και Σαιντ Κλαιρ κάνουν λόγο για εκδίκηση για τις σφαγές Ελλήνων σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Κυδωνίες (Αϊβαλί). Ο τελευταίος προσθέτει στα παραπάνω και τις σφαγές σε Κω, Ρόδο και Κύπρο, ενώ κάνει λόγο για αμφίπλευρη γενοκτονία, η οποία έληξε μόνον όταν στην Πελοπόννησο «δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σκοτωθούν». Κατά τον Αινιάν, οι πορθητές μπήκαν στην Τριπολιτσά αναζητώντας εκδίκηση για τα γεγονότα του παρελθόντος, Ο Βάλπυ ρίχνει το βάρος στις «συστηματικές σκληρότητες» των Τούρκων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ενώ ο Μάνατ θεωρεί τη σφαγή της Τριπολιτσάς ως «το φυσιολογικό αποτέλεσμα» της μακράς υποταγής και καταπίεσης των Ελλήνων. Ο δε Φωτάκος αναφερόμενος στις αιτίες του μίσους που έτρεφαν οι υποδουλωμένοι Έλληνες, κάνει λόγο για δίκαιη εκδίκηση.
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος, βασιζόμενος σε μαρτυρίες του Φιλήμονα, του Φωτάκου και ξένων εθελοντών, θεωρεί ως σημαντικότερο λόγο της σφαγής το ότι οι Τούρκοι γνώριζαν την τοπογραφία και άλλες πληροφορίες για την Πελοπόννησο, κάτι που θα χρησιμοποιούσαν εναντίον των Ελλήνων αν επανέρχονταν, όπως ο γιος του Σεχνετζίπ εφέντη της Τριπολιτσάς, Σαμί, που αφού εξαγοράστηκε επέστρεψε ως οδηγός του Ιμπραήμ. Ομοίως, Αλβανοί που είχαν σε άλλες περιπτώσεις αφεθεί ελεύθεροι αφότου έδωσαν υπόσχεση ότι δεν θα πολεμήσουν κατά της Ελλάδας, αργότερα επανήλθαν ως μισθοφόροι των Τούρκων. Ως εκ τούτου, «τα ανθρωπιστικά αισθήματα παραμερίζονταν μπροστά στον εθνικό κίνδυνο».
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο η «ανωφελής και ανηλεής» σφαγή «ημπορεί ίσως να εξηγηθή εκ του προαιωνίου μεταξύ των δύο φυλών και θρησκειών πάθους, αλλά να δικαιολογηθή δεν επιτρέπεται». Ο Φιλήμων σημειώνει ότι «Ουδείς αρνείται το κακόν, και ημείς απέχομεν πάσης υπερασπίσεως επί της ουσίας. Αλλ’ υπήρξέ ποτε επανάστασις κατά εξουσίας τυραννικής, και ταύτης αλλοεθνούς, αλλοθρήσκου και αλλογλώσσου, μη συνοδευθείσα μεθ’ όλων των… συνεπειών εκείνων, οίας προκαλούσι…τα παθήματα του παρελθόντος και η ανάγκη του παρόντος;» Και συνεχίζει αναφερόμενος στις τουρκικές βαρβαρότητες και στην αδυναμία των Ελλήνων αρχηγών να επιβληθούν. Ο Τρικούπης θεωρεί ότι κάθε λαός που είναι υποδουλωμένος επί πολλά χρόνια «κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του• ο δε οπλοφόρος της Ελλάδος λαός ήτον έτι μάλλον ακράτητος κατ’ εκείνας τας ημέρας, διότι ούτε κυβέρνησις υπήρχεν, ούτε μισθός εδίδετο, ούτε τροφαί τακτικώς διενέμοντο, ούτε μέλλον ασφαλές εφαίνετο, ούτε ο άτακτος επαιδεύετο, ούτε ο σωφρονών αντημείβετο». Και καταλήγει αναφέροντας ότι δεν προτίθεται να δικαιολογήσει τη σφαγή, υποστηρίζει δε πως η Ιστορία κάθε λαού -ακόμα και των πιο εξευγενισμένων- «έχει σελίδας απανθρωπίας» και φέρνει παράδειγμα την σφαγή που διατάχθηκε από τον Ναπολέοντα στην Ιόππη (Γιάφα).
Από την άλλη, ο Νικόλαος Σπηλιάδης θεωρεί ότι όλοι οι Έλληνες έπρεπε να βάψουν τα χέρια τους στο αίμα των τυράννων τους για να συνηθίσουν να τους σκοτώνουν και να μη μείνει καμιά ελπίδα συνδιαλλαγής. Άλλωστε δεν μπορούσαν να τους τρέφουν, κινδύνευαν από επιδημίες εξαιτίας τους και θα τους είχαν στα νώτα τους σε περίπτωση εισβολής των Τούρκων. Ο νομικός Άκης Γαβριηλίδης υποστηρίζει ότι η σφαγή της Τριπολιτσάς έγινε στα πλαίσια εθνοκάθαρσης. (Βλ. σχετικά, υπέρ και κατά: Ντρίνιας Θεόδωρος, περιοδικό “Άρδην”, τ. 64 – Σ. Στάθης, εφημ. Ελευθεροτυπία, 28/03/2006 – Θανάσης Τριαρίδης.)
Κατά τον Τζορτζ Φίνλεϊ, που ήλθε στην Ελλάδα ως εθελοντής, οι Φιλικοί υπαγόρευσαν την εξολόθρευση ολόκληρου του τουρκικού πληθυσμού ενσταλάζοντας στους Έλληνες την πεποίθηση για την αναγκαιότητά της. Επικαλείται μάλιστα και το δημοτικό τραγούδι: «Τούρκος μη μείνη ‘ς τον Μωρεά / μηδέ ΄ς τον κόσμον όλον».
Η είδηση στις ευρωπαϊκές εφημερίδες
Η είδηση της άλωσης της Τριπολιτσάς απασχόλησε τις ευρωπαϊκές εφημερίδες από το τέλος Νοεμβρίου 1821 έως και τον Ιανουάριο του 1822. Διάφορες εφημερίδες έδιναν διαφορετικές εκτιμήσεις και κρίσεις των γεγονότων ανάλογα με τις πολιτικές τους τοποθετήσεις. Γενικά οι βρετανικές εφημερίδες είχαν την τάση να υπερβάλουν τον αριθμό των Τούρκων θυμάτων και να ασκούν πολεμική εναντίον της Επανάστασης. Για παράδειγμα, η Courier μιλάει για “οπαδούς των Ελλήνων” (στη Βρετανία) οι οποίοι είναι “ακούραστοι συνήγοροι της καταστροφής” και “αρχιερείς της αναρχίας”. Αναφέρει ότι σκοπός τους είναι να υπονομεύσουν τη μοναρχία και να δημιουργούν δυσαρέσκεια στο λαό εναντίον των κυβερνώντων. Η γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel αντικρούει τις φήμες που διασπείρονται από τους Άγγλους με άρθρο της που αναδημοσιεύεται στην αυστριακή Allgemeine Zeitung. Αναφέρει ότι οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης πριν την Άλωση και γι’ αυτό, φοβούμενοι την εκδίκηση, προέβαλαν πεισματική αντίσταση και δεν παραδόθηκαν. Προσθέτει ότι οι περισσότερες Τουρκάλες επέλεξαν να πεθάνουν στο πλευρό των ανδρών τους μέσα στα καιγόμενα σπίτια διότι σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο δεν θα μπορούσαν να ζήσουν και πάλι με μουσουλμάνο, αν γίνονταν αιχμάλωτες. Αναφέρει ότι οι γυναίκες των χαρεμιών είχαν καλή μεταχείριση αφού τέθηκαν υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Αυτή η είδηση της Constitutionnel είναι σύμφωνη με μια πρώιμη ελληνική πηγή που γράφηκε πριν αρχίσει η συζήτηση περί την άλωση.
Στις γερμανόφωνες εφημερίδες συναντώνται διάφορες ασυνήθιστες εκδοχές των γεγονότων, όπως ότι την αρχηγεία στην έφοδο είχε ο Π. Πατρών Γερμανός, ότι πριν την επίθεση όλος ο ελληνικός στρατός έλαβε μέρος σε μια εορταστική λειτουργία και γεύμα παρόμοιο με αυτά που περιγράφονται στην Ιλιάδα, ακόμα και ότι ο Γερμανός πέρασε τα τείχη με θαυματουργό τρόπο. Αυτά περιλαμβάνονται σε μια λεγόμενη “Έκθεση των Ελληνικών Αρχών”, η οποία ανατυπώθηκε και από άλλους (π.χ. J. Curtius) και σήμερα πιστεύεται ότι είναι πλαστή.
Παρουσίαση των γεγονότων έγινε από την Oesterreichischer Beobachter (“Αυστρ. Παρατηρητής”, Βιέννη) της οποίας εμπνευστής ήταν ο Metternich. Η εφημερίδα γενικά χαίρεται για τις νίκες των Τούρκων και εύχεται ήττα των Ελλήνων. Ανάμικτη είναι η κάλυψη από την Allgemeine Zeitung που δημοσιεύει ειδήσεις με διαφορετικές οπτικές. Γενικά, η κάλυψη των γεγονότων δείχνει ότι οι ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελληνική Επανάσταση.
Μεταγενέστερες αναφορές
Η σφαγή που επακολούθησε της άλωσης της Τριπολιτσάς δεν αντιμετωπίστηκε με ενιαίο τρόπο από την επίσημη ιστοριογραφία του ελληνικού κράτους σε ότι αφορά τουλάχιστον τα σχολικά βιβλία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπήρχαν αναφορές σε αυτήν, ενώ σε μία περίπτωση υπήρξε λεπτομερής καταγραφή των περιστατικών. − Ξένοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι υπήρχε σχέδιο εθνοκάθαρσης, όπως ο ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ που αναφέρει ότι η εξόντωση των Μουσουλμάνων στις αστικές περιοχές ήταν το αποτέλεσμα προμελετημένου σχεδίου και προήλθε από τις συστάσεις ανθρώπων των γραμμάτων παρά από τα εκδικητικά συναισθήματα του λαού Με τη σειρά του ο Ουίλιαμ Στ. Κλαιρ, αναφερόμενος και στα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης κ.ά., έγραψε πως “Η φρικαλεότητα απαντάτο με φρικαλεότητα, καθώς Έλληνες και Τούρκοι χτυπούσαν χωρίς έλεος τους ανυπεράσπιστους γείτονές τους. Το όργιο της γενοκτονίας σταμάτησε στην Πελοπόννησο μόνον όταν δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σκοτωθούν”.
Ακουθώντας την πάγια τακτική της εποχής για αιτιολόγηση των γεγονότων στα μάτια της Ευρώπης, ο εκδότης Άμπραχαμ Τζον Βάλπρι (Abraham John Valpy) θεωρεί ότι “το πιο βάρβαρο απ’ όλα…είναι η προσπάθεια μερικών να εξομοιώσουν το ελληνικό χαρακτηριστικό της “συστηματικής σκληρότητας”, όπως το λένε, με εκείνο των ίδιων των Τούρκων, και για το λόγο αυτό αναφέρονται συνεχώς στην ιστορία των βαρβαροτήτων που πραγματοποιήθηκαν στην Τριπολιτσά…Εάν μιλάμε για συστηματικές σκληρότητες, δεν θα πρέπει να δώσουμε προσοχή τόσο στις φρικτές πράξεις του πολέμου, αν και είναι τρομερές, όσο σε εκείνες που για τέσσερις συνεχείς αιώνες εφαρμόσθηκαν μονομερώς ενάντια στα αθώα θύματά τους”.
Και όπως ο Τζ. Ίρβινγκ Μάνατ θεωρεί: “η ελληνική προσπάθεια δεν μπορεί ποτέ να γίνει κατανοητή χωρίς παραστατική εξέταση τετρακοσίων ετών τουρκικής κυριαρχίας”. Ήταν “το φυσιολογικό αποτέλεσμα της εμπειρίας τετρακοσίων ετών υπό τους μουσουλμάνους, της υποταγής των Ελλήνων στο ελληνικό έδαφος σε μια χούφτα αλλοδαπών κατακτητών, εκ διαμέτρου αντίθετων στη φυλή τη θρησκεία και τον πολιτισμό, οι οποίοι στραγγίζουν το καλύτερο αίμα τους για την ικανοποίηση του πάθους τους για άναρχη δύναμη και την επιβολή της, έως ότου ωριμάζει η συσσωρευμένη καταπίεση με αναπόφευκτη συγκομιδή μια εθνική βεντέτα. Μόλις δοθεί το ιστορικό υπόβαθρο, βλέπουμε ότι εκ φύσεως μια ελληνική έγερση σήμανε έναν πόλεμο εξολόθρευσης”.
Ο Βασίλης Κρεμμυδάς θεωρεί ότι “δεν μπορούμε να κρίνουμε γεγονότα και συμπεριφορές των αρχών του 19ου αιώνα με τις σημερινές ευαισθησίες γι’ αυτές” καθώς και ότι “ο ιστορικός και ο κάθε ασχολούμενος με το συγκεκριμένο παρελθόν οφείλει να γνωρίζει ότι αυτή η “βαρβαρότητα” έχει πίσω της τεσσέρων ετών δουλεία, ότι οι άνθρωποι και η ζωή τους ήταν αλλιώτικη από τη σημερινή”.
Αποτελέσματα
Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλη η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες.
Ο Γκόρντον μιλά για τον «ενθουσιασμό που η κατάληψη της Τριπολιτσάς ενέπνευσε στους Έλληνες».
Κατά τον Απόστολο Βακαλόπουλο «Η άλωση της Τριπολιτσάς τονώνει πολύ το ηθικό των Πελοποννησίων…από τη στιγμή εκείνη η επανάσταση όχι μόνο εξυψώνεται στη συνείδηση όλων των Ελλήνων, αλλά και προχωρεί ουσιαστικά και παίρνει πια καθολικότερο χαρακτήρα».
Σταθμό «για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βασίλης Σφυρόερας.
Κατά τον Περικλή Θεοχάρη «η πτώσις της Τριπολιτσάς, μετά από έξάμηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος…δημιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα μπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριότερα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, μπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί» ώστε η επανάσταση να πάρει πλέον διαστάσεις.
Η άποψη του Κωστή Παπαγιώργη απηχεί αυτές του Σπηλιάδη και Σιμόπουλου ως προς τις συνέπειες -και την αναγκαιότητα- της σφαγής : «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση -έστω και ανόσια. Μόνο με την άλωση της Τριπολιτσάς οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βαθύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία και στο λύθρο οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να δικαιολογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθησαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρούσαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάσταση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν την φυλετική τους αυτοπεποίθεση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωϊκών θυσιών γι’αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενω η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».
Ως προς τα υλικά οφέλη της Επανάστασης, ο Φωτάκος ομολογεί ότι υπήρξαν μηδαμινά (πλην του οπλισμού που πέρασε όμως στα χέρια των ατάκτων, όχι του Δημοσίου δηλαδή) -και το δικαιολογεί. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «πάσα η λεία διηρπάγη μηδαμώς χρησιμεύσασα εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας». Ο Υψηλάντης, όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά, ζήτησε να καταθέσουν όλοι «μέρος των λαφύρων διά τον σχηματισμόν δημοσίου ταμείου» μάταια βέβαια. Ήδη «οι μαργαρίται επωλήθησαν διά της οκάδος ως άλλοι φάσηλοι [φασόλια]».
Η άλωση της Τριπολιτσάς ως πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης
- Η πολιορκία απεικονίστηκε με λεπτομέρειες στον πίνακα «Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων» του αυτοδίδακτου ζωγράφου Παναγιώτη Ζωγράφου, που φιλοτεχνήθηκε για την εικονογράφηση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.
- Δημοτικά
- Η πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς αναφέρεται σε διάφορα δημοτικά τραγούδια και παραλλαγές τους, όπως το Άλωσις της Τριπολιτσάς. Το τραγούδι περιλαμβάνεται στη συλλογή του Κλωντ Φωριέλ του 1824-1825.
- Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς αναφέρεται και το διαδεδομένο Σαράντα παλληκάρια από τη Λειβαδιά. Πιστεύεται ότι η Λειβαδιά που αναφέρει το τραγούδι δεν είναι η πόλη της Βοιωτίας αλλά περιοχή της Μεγαλόπολης, ενώ σε μία παραλλαγή ο στίχος ήταν “Σαράντα παλληκάρια από την Αρκαδιά” (περιοχή της Κυπαρισσίας). Στην πολιορκία της Τρίπολης αναφέρεται και το “Τραγούδι του Κιαμήλμπεη”: και Αιχμαλωσία του Κιαμήμπεη
- Ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε στροφές δαντικής ζοφερότητας και ωμής βίας για την άλωση και τη σφαγή της Τριπολιτσάς (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, στροφές 35-74)
- Το μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» αναφέρεται στην αρχή του στους αρχιερείς και προκρίτους ομήρους της Τριπολιτσάς.
- Στο έργο του Άγγελου Βλάχου «Ένας Φιλέλλην για το 1821» έχουμε την άλωση κατ’ αφήγηση του Γκόρντον, ως αναφέρεται.
- Ο Γιώργος Κατραλής συνέθεσε το έργο “Η Άλωση”, για συμφωνική ορχήστρα σε τέσσερα μέρη, 2006-07, έργο 37.[129] Στο έργο (διάρκειας περίπου 45 λ.) αναπαριστώνται μουσικά οι σκηνές της φυλάκισης των αρχιερέων, οι μάχες του Λεβιδίου, Βαλτετσίου κτλ, η πολιορκία της πόλης, η επίθεση, η κατάληψη και το μακελειό που ακολούθησε, η είσοδος του Πάνου Κολοκοτρώνη και οι πανηγυρισμοί των Ελλήνων, με αναφορές και στους οικείους στίχους του Δ. Σολωμού.
Η άλωση της Τριπολιτσάς στον δημόσιο βίο
- Η Άλωση της Τριπολιτσάς εορτάζεται στην πόλη κάθε χρόνο την 23 Σεπτεμβρίου, με πολιτικές και θρησκευτικές τελετές παρουσία επισήμων. Σε εορτασμούς κάποτε παρίσταται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
- Το 1836 εκδόθηκε χάλκινο μετάλλιο σε ανάμνηση της άλωσης της Τριπολιτσάς. Στη μία όψη φέρει την επιγραφή “Ο ΔΕ ΘΕΟΣ ΗΓΕΙΤΟ ΑΥΤΩΝ – ΤΡΙΠΟΛΙΣ 23 ΣΕΠΤΕΜΒ. 1821” και παριστάνει δύο αγωνιστές που υποβοηθούν μια γυναίκα με αρχαιοελληνική ενδυμασία και ασπίδα να σηκωθεί όρθια. Το ρητό είναι από τη Βίβλο (Έξ. ΙΓ’, 21). Στην πρόσθια όψη φέρει προτομή του Πέτρου Μαυρομιχάλη. Οι εκτελσθέντες όμηροι αρχιερείς και πρόκριτοι τιμήθηκαν με την ανέγερση του “Μνημείου Αρχιερέων και Προκρίτων” που αποτελεί ένα από τα επίκεντρα των εορταστικών εκδηλώσεων.
Πηγές του παρόντος
Οι πρωταγωνιστές και αυτόπτες
- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, υπαγόρευση στον Γ. Τερτσέτη, 1846.
- Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, (Γ. Τσουκαλάς, 1957).
- Παναγιώτης Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους (1969)
- Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, [1858] 1899, (Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1977).
- Maxime Raybaud, Memoires sur la Grèce pour servire a l’histoire de la guerre de l’Independence accompagnes de plans topographiques, Paris, 1824.
Οι κοντά στα πράγματα και στα πρόσωπα
- François Pouqueville, Histoire de la régénération de la Grèce, 1824.
- Thomas Gordon, History of the Greek revolution, 1832.
- Δημήτριος Αινιάν, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (ανατύπωση έκδ. 1834), εκδ. Βεργίνα, 1996, σελ. 57
- Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, 1841.
- Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, 1851 [1972]
- George Finlay, History of the Greek revolution, 1861.
- Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή Ο ιερός των Ελλήνων Αγών, 1873 (εκδ. Τσουκαλά, Αθήναι, 1957)
- Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο, 1857 (Γιοβάνης, 1978).
- Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1859-1861.
- Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1860-1872.
Νεώτεροι
- Κωνσταντίνος Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, 1869, εκδ. Καμαρινόπουλου, Αθήναι, 1962 ;
- Karl Mendelssohn-Bartholdy, Geschichte Griechenlands von der Eroberung Konstantinopels durch die Türken im Jahre 1453 bis auf unsere Tage, 1870-1874 (Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, μετάφρ. Αγγέλου Βλάχου, Αθήναι, Κωνσταντινούπολις, 1873
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, 1948, (Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991).
- Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, 1982-1990.
- Κωστής Παπαγιώργης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτης, 2001.
Γενική Βιβλιογραφία
- Georg Gottfried Gervinus, Einleitung in die Geschichte des neunzehnten Jahrhunderts, 1853 (μετάφρ. Ιωάννου Περβάνογλου των ε΄και στ΄ τόμων, των αφορώντων την ελληνική Επανάσταση ως Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, 1864).
- Gustav Friedrich Hertzberg, Von der Erhebung der Neugriechen gegen die Pforte bis zum Berliner Frieden (1821–1878), Gotha 1879. (μετάφρ. Παύλου Καρολίδου ως Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα, 1916).
- Διονύσιος Κόκκινος: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1930 κ.ε. (4η έκδοση, Μέλισσα, 1974).
- Γιάννης Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 20ος Αιώνας, 1956-1960.
- Βουρνάς Τάσος 1997, Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Α΄, Πατάκης, Αθήνα.
- Γαβριηλίδης Άκης 2006, Η αθεράπευτη νεκροφίλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού, Futura, Αθήνα.
- Διαμαντούρος Νικηφ. 2002, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, (μτφρ. Κ. Κουρεμένος), ΜΙΕΤ Αθήνα.
- Brewer David 2001, The Greek War of Independence. The Struggle for Freedom from Ottoman Oppression and the Birth of the Modern Greek Nation, The Overlook Press, New York. (ISBN 1-58567-395-1)
- Brunet de Presle et Alexandre Blanchet, Grèce depuis la conquête romaine jusqu’à nos jours, Firmin Didot, 1860.
- Σχόλιο του James Irving Manatt στην επισκόπηση του βιβλίου The War of Greek Independence του W. Alison Phillips, στο The American Historical Review, Vol. 3, No. 3. (Apr., 1898), σελ. 538.
- John Lee Comstock, History of the Greek Revolution, Compiled from Official Documents of the Greek Government, New York, William W. Reed & Co., 1828.
- Edward Mead Earle, «American Interest in the Greek Cause, 1821-1827», The American Historical Review, vol. 33, n° 1 (October, 1927), σ. 44-63.
- Millas Hercules 1991, «History Textbooks in Greece and Turkey», History Workshop, n°31.
- St. Clair William 1972, That Greece Might Still Be Free: The Philhellenes in the War of Independence, Oxford University Press, London.
- Woodhouse C. M. 1999, Modern Greece. A Short History, Faber and Faber, London. (ISBN 0-571-19794-9)
- Brunet de Presle, W.(Vladimir),1809-1875Grece : depuis la conquete romaine jusqu’ a nos jours, /par Brunet de Presle et Alexandre Blanchet.Paris :F. Didot,1860 (σελ 486-492)
- Pouqueville, Francois Charles Hugues Laurent, 1770-1838. Histoire de la regeneration de la Grece :comprenant le precis des evenements depuis 1740 jusqu’en 1824. /Par F.C.H.L. Pouqueville ___ Avec cartes et portraits.Paris :Firmin Didot Pere et fils,1824.4 v.
- Raybaud, Louis Maxime,1760-1842. Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Independance, accompagnés de plans topographiques, /par Maxime Raybaud, ___ ; avec une introduction historique, par Alph. Rabbe.Paris :Tournachon-Molin, Libraire,[1824-5] (ψηφιακή έkδοση από τη βάση δεδομένων του Πενεπιστημίου Κρήτης, Ανέμη)
- Brunet de Presle, W.(Vladimir),1809-1875Grece : depuis la conquete romaine jusqu’ a nos jours, /par Brunet de Presle et Alexandre Blanchet.Paris :F. Didot,1860 (σελ 486-492)
- Mathieu Grenet, La fabrique communautaire. Les Grecs à Venise, Livourne et Marseille, 1770-1840, Αθήνα-Ρώμη, École française d’Athènes et École française de Rome, 2016 (ISBN 978-2-7283-1210-8)
Πηγή: wikipedia