Άνθρωποι της πιάτσας, δουλειές του ποδαριού, και νοστιμιές του δρόμου!

Όσο αντέχουμε θα το συνεχίζουμε για όλα αυτά τα όμορφα που μάθαμε και ζήσαμε, αλλά χρόνο με τον χρόνο εκεί στους γνωστούς τόπους που σμίγουμε χρόνια τώρα, όταν κάνουμε το «προσκλητήριο», βλέπουμε ότι κάποιοι «λείπουν»!

by ΛΟΥΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης

Λένε πως «μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις», δύο φωτογραφίες ίσον δύο χιλιάδες λέξεις! Φωτογραφίες μιας στιγμής που σε πλημμυρίζουν με πολλά και ανάμικτα συναισθήματα αφού σε γυρίζουν αρκετά χρόνια πίσω, θυμίζοντας συνήθειες, καταστάσεις και μορφές ανθρώπων, όλα αυτά που συμπληρώνουν τις σελίδες του βιβλίου της ιστορίας του χωριού. Μορφές ανθρώπων με την δική τους ιστορία, μοναδικούς αλλά όχι αναντικατάστατους, που στο πέρασμά από τούτη τη ζωή εκτός από τον προσωπικό του αγώνα και τον αγώνα της επιβίωσης της οικογένειάς του, ο καθένας άφησε το δικό του μοναδικό κοινωνικό αποτύπωμα! Φτωχοί αλλά τίμιοι άνθρωποι, αγωνιστές της ζωής από μικροί, «παιδιά της πιάτσας» που γυρνούσαν στους δρόμους πριν βγει ο ήλιος, παλεύοντας για «τον άρτον τον επιούσιον», για το μεροκάματο που μπορεί να μην υπήρχε κάθε μέρα, ή για ένα συμπληρωματικό εποχιακό εισόδημα για την οικογένεια, και τις σπουδές των παιδιών.

Ήταν οι άστεγοι μικροπωλητές που γι αυτούς δεν υπήρχε καθημερινή, γιορτή και σχόλη, αργίες εθνικές και βαριές γιορτάδες, αφού βρίσκονταν στους δρόμους αμέτρητες ώρες, από το πρωί, μέχρι αργά το βράδυ για να εκμεταλλευτούν την παραμικρή άνοδο της κίνησης στην αγορά χειμώνα – καλοκαίρι από την αυξημένη παρουσία του κόσμου, ταγμένοι να κάνουν κάτι που οι πιο πολλοί δεν το έκαναν. Δύσκολα τους άκουγες να παραπονιούνται για την ορθοστασία, για το άβολο κάθισμα στα γόνατα ή στο τσιμέντο, ούτε για το πολύωρο σκύψιμο και τις άλλες δυσκολίες της δουλειάς, ούτε για το ελαστικό ωράριο που έπρεπε να εργαστούν, ούτε για την ιδιοτροπία των πελατών τους. Λίγος ίσκιος, απάγκιο, λίγη άπλα, και το ενδιαφέρον του κόσμου για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν, έφταναν για να στήσουν τον πρόχειρο πάγκο, τη φουφού τους, να απλώσουν την πραμάτεια τους, ν αρχίσουν να εξυπηρετούν τους πελάτες τους, να πιάσουν και την κουβέντα από ενδιαφέρον, δοξάζοντας το Θεό που τους δίνει υγεία και δύναμη να συνεχίζουν, σκορπώντας απλόχερα τις δικές τους ευχές σε όλους. Και όταν ξοδευόταν όλη η πραμάτεια και γύριζαν κατάκοποι στο κονάκι τους και μέτραγαν τον κόπο τους, αυτή η τελική ευχαρίστηση έδιωχνε κούραση και έγνοιες!

Ο μπάρμπα Ποτάκης ο Κατάβολος ήταν ένας απ’ αυτούς! Ιδιαίτερα αγαπητός, ήμερος άνθρωπος, καλοκάγαθος, βιοπαλαιστής, αλλά και άνθρωπος της πιάτσας. Δούλευε σκληρά, και στο χωράφι, και στην αγορά. Κάθε καλοκαίρι όμως συμπλήρωνε το εισόδημά του πουλώντας φραγκόσυκα σε ντόπιους και ξενόφερτους που δεν μπορούσαν να πάνε μόνοι τους, γιατί φοβόντουσαν τα περίεργα αγκάθια τους που σκορπούσαν με το παραμικρό και γέμιζαν όλο το σώμα! Ξεκινούσε πολύ πρωί με την δροσιά με το γαϊδουράκι του, με δύο μεγάλους ντενεκέδες, με το καλάμι του που του είχε δέσει μπροστά ένα μπρίκι για να μπορεί να φτάνει τα μακρινά φραγκόσυκα και να μην γεμίζει αγκάθια, και τράβαγε κατά τον «Μουκατά». Όλοι ήξεραν ότι αυτή η περιοχή είχε πολλά και τα καλύτερα φραγκόσυκα!

Πριν πιάσει η ζέστη γύριζε με γεμάτους τους ντενεκέδες φραγκόσυκα, διάλεγε κάθε φορά και μια διαφορετική γωνιά της πλατείας, και διαλαλούσε το εμπόρευμά του: «Έχω ωραία, δροσερά και καθαρά φραγκόσυκα από τον Μουκατά, μεγάλα, μια μπουνιά το ένα! Ένα πενηνταράκι το ένα, πέντε στο δίφραγκο, ελάτε να προλάβετε»! Πλάκωνε ο κόσμος, και δεν σήκωνε κεφάλι από το συνεχόμενο καθάρισμα, αν και υπέφερε από τα μάτια του που κάποια στιγμή κουράζονταν από το σκύψιμο και δακρύζανε. Τότε μόνο σήκωνε για λίγο το κεφάλι του να σκουπίσει τα δάκρυα μαζί με τον ιδρώτα που του καίγανε τα μάτια του, και έλεγε «στραβωθήκανε τα ματάκια μου μανούλα μου από το σκύψιμο»! Μόλις πέρναγε η φούγα με τα φραγκόσυκα, αρχές Σεπτέμβρη, έπαιρνε το χειροπριονάκι του και έκοβε με πλερωμή ξύλα στα σπίτια και στα καφενεία για το χειμώνα. Νοιαζόταν από νωρίς και ετοίμαζε τη φουφού του για να είναι έτοιμη να πάρει τη θέση της κι αυτή στην πλατεία όταν έρθουν τον Οκτώβρη τα πρώτα κάστανα. «Για το μεροκάματο και την αξιοπρέπεια» όπως έλεγε, κάτω από ένα απάγκιο σε μια γωνία της πλατείας, ή σε γωνιακό πεζοδρόμιο, έψηνε και πούλαγε κάστανα στους περαστικούς φραγκόσυκα το καλοκαίρι, και κάστανα το χειμώνα στο χωνάκι από φύλλα εφημερίδων!

Από τα παιδικά μας χρόνια περιμένουμε πώς και πώς να μπει ο Αύγουστος για να κόψουμε τα πρώτα φραγκόσυκα! Όσο αντέχουμε θα το συνεχίζουμε για όλα αυτά τα όμορφα που μάθαμε και ζήσαμε, αλλά χρόνο με τον χρόνο εκεί στους γνωστούς τόπους που σμίγουμε χρόνια τώρα, όταν κάνουμε το «προσκλητήριο», βλέπουμε ότι κάποιοι «λείπουν»! Λείπουν άνθρωποι που μας έμαθαν αυτές τις συνήθειες, αλλά πάντα θα ζωντανεύει μέσα μας η μνήμη τους! Λείπουν οι γονείς μας, λείπει ο θείος ο Αποστόλης, ο θείος ο Νικάκης, ο μπάρμπα Πότης, ο μπάρμπα Στέλιος, ο Γιάννης, ο Γιώργος, ο Μήτσος, κ.α.

Σε αυτή την ιστορική αναδρομή δεν είναι δυνατόν να μη θυμόμαστε και τον Αργύρη τον Βαμβακίτη από το Αλάημπεϊ με τα ψημένα «λουμπούκια» του, το ψημένο καλαμπόκι; Ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα από το Αλάημπεϊ με το γαιδουράκι του φορτωμένο τη φουφού του με τα ξυλοκάρβουνα, το σκαμνάκι του για να κάθεται, και δύο τσουβάλια δικά του καλαμπόκια που τα έσπερνε στο χωράφι του στον «κάμπο». Ξεφόρτωνε όλο το αναχρικό και την πραμάτεια του σε μια γωνία στην πλατεία, έδενε το γαϊδουράκι του στην «Πιλάλα», επέστρεφε και άναβε τη φουφού, ξεφύλλιζε τα καλαμπόκια, τους έκοβε και τα «μουστάκια», τα έψηνε, τα αλάτιζε, και τα σέρβιρε ζεστά πάνω σε ένα φύλλο καλαμπόκι, οικονομικά, οικολογικά και υγιεινά! Μαζί με το μαλλί της γριάς, το καλαμπόκι ήταν από τις πιο νόστιμες λιχουδιάς του δρόμου. Έστω και όχι τόσο συχνά όσο παλιά, ακόμα το βρίσκουμε στα ίδια μέρη, στις πλατείες, σε πανηγύρια, και εκεί που περπατάει κόσμος πολύς, σε πόλεις και χωριά, στις διασταυρώσεις των δρόμων για τα αυτοκίνητα με τους περαστικούς. Το έπαιρνες στη βόλτα σου το καλοκαίρι, τρυφερό και γλυκό ακόμη κι αν παραείχε καψαλιστεί, και όσο κι αν σου κολλούσε στα δόντια, δεν σε ένοιαζε. Σε αντάμοιβε όλη αυτή η διαδικασία, από το ψήσιμο, το σκάσιμο του κάρβουνου, τη μοναδική μυρουδιά του, και ερχόταν η ώρα να το φας γυρίζοντάς το γύρω-γύρω, με το μπόλικο αλάτι που ανέβαζε λίγο την πίεση και τη διάθεση στη ζέστη του καλοκαιριού!

Έτσι πέρναγαν τα καλοκαίρια και οι χειμώνες οι δικοί μας, αλλά και του μπάρμπα Ποτάκη, και του Αργύρη και άλλων συγχωριανών μας, μέχρι που εγκατέλειψαν κάποια στιγμή αυτόν τον μάταιο κόσμο. Νοσταλγώντας εκείνες τις εποχές, τους μνημονεύουμε σήμερα όχι μόνο σαν τους άστεγους μικροπωλητές που ήταν αγαπητοί σε όλους, σαν ξεχωριστές φυσιογνωμίες λόγω της δουλειάς που έκαναν, αλλά και σαν μέρος της ιστορίας του χωριού που λείπουν από τα γνωστά παλιά στέκια της αγοράς και των πανηγυριών του καλοκαιριού, εκεί που τους είχαμε συνηθίσει να κάθονται, σαν ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, και υποδειγματικούς χαρακτήρες! Αυτό είναι ένα μνημόσυνο γι αυτούς, ίσως το καλύτερο!

Το φραγκόσυκο είναι από τα πλέον νόστιμα καλοκαιρινά φρούτα. Σε ξεδιψάει γιατί έχει πολύ νερό, είναι ωφέλιμο ακόμη και σαν κατάπλασμα, κάνει καλό στις αρτηρίες, στα νεύρα, στα μάτια, στις αρθρώσεις στο ζάχαρο, στην χοληστερίνη, στην φλεβίτιδα, στις πνευμονικές παθήσεις, και στην υπερτροφία του προστάτη, και το πιο σημαντικό, καταπολεμάει σεξουαλικές δυσλειτουργίες! Η μόνη παρενέργεια που μπορεί να έχουν είναι η δυσκοιλιότητα, αλλά μόνο μετά από υπερβολική κατανάλωση! Μην ξεχνάμε, «παν μέτρον άριστον» λέγανε οι Αρχαίοι! Αυτή την κατάσταση την περιγράφανε οι παλαιοί σαν επώδυνη λέγοντας ότι «άμα φας πολλά φραγκόσυκα παθαίνεις φρίξη, οπότε χρειάζεσαι κλύσμα»!

Από μικροί μάθαμε να τρώμε τα φρούτα της κάθε εποχής, παρακολουθούσαμε πώς κόβουν τα φραγκόσυκα, πώς τα καθαρίζουν με ασφάλεια, με τι χέρι να πιάνουμε το μαχαίρι, πώς να το χαράζουμε, με ποιο χέρι να πιάνουμε το καθαρισμένο φραγκόσυκο, μην τυχόν και καταπιούμε μαζί του και αγκαθάκια, και έχουμε τρεξίματα. Και όταν με το καλό μεγαλώσαμε και ξέραμε να τα καθαρίζουμε για να τα τρώνε τα παιδιά μας, αυτά πλέον δεν τρώνε φραγκόσυκα, σύκα, και άλλα φρούτα εποχής, αλλά ίσως σ αυτό να φταίμε μόνο εμείς! Τα φραγκόσυκα πλέον μένουν αμάζευτα, σαπίζουν, ή τα τρώνε τα αγριογούρουνα, που καταστρέφουν και τα χωράφια με τα καλαμπόκια! Για άλλη μια φορά φέτος ήρθαν στον νου μας αυτά τα σκηνικά στους δρόμους και στις πλατείες, τα σκηνικά άλλων εποχών με γεύση αιώνιας παιδικής νοσταλγίας! Δεν έχουμε δει άνθρωπο στο χωριό να καθαρίζει και να πουλάει φραγκόσυκα σαν τον μπάρμπα Ποτάκη! Ευτυχώς δεν έχουν εξαφανιστεί ακόμη οι πλανόδιοι πωλητές που ανάβουν τις φουφούδες τους στους δρόμους αυτή την εποχή ψήνοντας το φρέσκο καλαμπόκι στα κάρβουνα, σκέτο με λίγο αλατάκι! Κάτι είναι κι αυτό! Καλοφάγωτα τα φραγκόσυκα και τα «λουμπούκια», και του χρόνου με υγεία!

  • Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα του Πέτρου Λιακάκου «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ (ΚΡΟΚΕΕΣ – ΛΕΒΕΤΣΟΒΑ). Αριστερά ο Ποτάκης Κατάβολος καθαρίζει και πουλάει φρέσκα φραγκόσυκα στην πλατεία, και δεξιά ο Αργύρης ο Βαμβακίτης από το Αλάημπεϊ, ψήνει και πουλάει «λουμπούκια» εις τιμήν ευκαιρίας, στην πλατεία.

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com