Χρήστος Καρούζος: Η κλασική πλαστική

Η κλασική τέχνη κορυφώνεται στον Φειδία. Λέγοντας κορύφωση δεν εννοούμε μεγαλύτερη τελειότητα της τέχνης· είδαμε ότι δεν βαθμολογούνται με τόσο απλοϊκό τρόπο οι περίοδοι της τέχνης. Εννοούμε ότι η βούληση των ανθρώπων της κλασικής περιόδου εκφράζεται στην τέχνη του Φειδία με μοναδική πληρότητα, συνέπεια και καθαρότητα

by Times Newsroom

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ καταγόταν από την Άμφισσα και υπήρξε διακεκριμένος αρχαιολόγος. Από το 1942 ως το 1964 ήταν διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Από τις μεγαλύτερες προσφορές του ήταν η διαφύλαξη των αρχαιολογικών μας θησαυρών στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, καθώς και η αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός του Μουσείου. Άνθρωπος με ευαισθησία και ευρύτατη καλλιέργεια, άφησε σημαντικές εργασίες, που δείχνουν μια σπάνια ικανότητα στο να κατανοεί το πνευματικό περιεχόμενο των καλλιτεχνικών έργων που περιγράφει και να τα χρησιμοποιεί για το φωτισμό γενικών καλλιτεχνικών ρευμάτων.

Να συγκρίνομε τις διάφορες περιόδους της τέχνης μεταξύ τους για να βγάλομε συμπεράσματα για την αξία ή την απαξία μιας περιόδου σχετικά με μιαν άλλη, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να μην καταλάβομε τίποτε και να φτάσομε στο παράλογο και στο γελοίο. Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια ήμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπίζομε την αρχαϊκή τέχνη εναντίον εκείνων που, έχοντας αφετηρία την κλασική περίοδο, έβρισκαν την αρχαϊκή ενδιαφέρουσα μόνο επειδή ήταν η προετοιμασία της κλασικής «τελειότητας» ή έβλεπαν σ’ αυτή μόνο τη χάρη του άγουρου και της απειρίας. Δεν είναι όμως λιγότερο κωμικό όταν είμαστε υποχρεωμένοι σήμερα, πολλές φορές, να υπερασπίζομε την κλασική τέχνη εναντίον κάποιων φανατικών νεοφώτιστων του πρωτογονισμού που τα αισθητήριά τους έχουν τόσο αμβλυνθεί, ώστε μόνο από ωμές εκδηλώσεις – εξωτερικεύσεις δέχονται αισθητική συγκίνηση και βρίσκουν τα περισσότερο διακριτικά και περισσότερο συνειδητά μέσα της κλασικής τέχνης ψυχρά. Θα μπορούσαν να έχουν δίκαιο, αν κατηγορούσαν το ένα ή το άλλο κλασικό έργο ως κατώτερο — αλλά θα έπρεπε να αποδείξουν ότι είναι κατώτερο στην ποιότητα· σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο επειδή είναι κλασικό. Κι εδώ μας δείχνουν το σωστό δρόμο οι σύγχρονοι πραγματικοί καλλιτέχνες που συγκινούνται παντού όπου συναντήσουν την ποιότητα, χωρίς να σκοτίζονται σε ποιο είδος της τέχνης ανήκει. Παράδειγμα ξακουστό ο Picasso, που μας φανερώνει με τα έργα του, και μάλιστα όχι μόνο με τα κλασικίζοντα, πόσο συγκινείται από την ποιότητα της γραμμής του κλασικού ελληνικού σχεδίου.

Η Αφροδίτη της Μήλου

Η περίοδος της ελληνικής τέχνης, που οι κατοπινοί αιώνες την ονόμασαν κλασική, αρχίζει στα χρόνια των περσικών πολέμων, γύρω στα 480 π.Χ., πιάνει ολόκληρο σχεδόν τον 5ον και τον 4ον αι. π.Χ. Ανταποκρίνεται όμως περισσότερο στα πράγματα αν ξεχωρίσομε την κλασικότητα του 5ου αι. από την άλλη του 4ου, μολονότι, βέβαια, τομή πραγματική δεν υπάρχει. Την πρώτη περίοδο της κλασικότητας τη λαμπρύνουν μορφές όπως ο μεγάλος ανώνυμος καλλιτέχνης των γλυπτών του ναού του Διός στην Ολυμπία, ο μοναδικός Φειδίας, ο Πολύκλειτος και οι μαθητές του. Αλλά και η δεύτερη περίοδος, ο 4ος αι., γέννησε σπουδαίες μορφές, όπως ο Πραξιτέλης, ο Σκόπας, ο Λεωχάρης και άλλοι, για να κλείσει —και μαζί του όλη η ελληνική κλασικότητα— με την καταπληκτική μορφή του Λυσίππου.
Η ουσία της μεταβολής που μεταμόρφωσε την αρχαϊκή ελληνική τέχνη σε κλασική βρίσκεται σε τούτο: όπως το δείχνουν διάφορα σημάδια στο τέλος της αρχαϊκής περιόδου, οι ίδιοι οι αρχαϊκοί είχαν αισθανθεί ότι ανάμεσα στην απαίτηση για ακεραιότητα και τάξη στα στοιχεία της φόρμας —ιδιότητες που τόσο καλλιέργησε η αρχαϊκή τέχνη— και στην απαίτηση για κίνηση υπάρχει ένας κρυφός ανταγωνισμός: μόνο θυσιάζοντας ένα ποσοστό της πρώτης μπορούσαν να πετύχουν καλύτερα τη δεύτερη. Τη στιγμή που αποτολμούν τη θυσία αυτή, ανάμεσα στα 490-480 π.Χ., γεννιέται ο κλασικός ρυθμός. Και στη μεταβολή αυτή βρίσκονται οι γερές ρίζες ολόκληρης της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης. Χειροπιαστό σημάδι της μεταβολής είναι η κορμοστασιά και η έκφραση, που στο βάθος είναι το ίδιο πράγμα.

Ο Ερμής του Πραξιτέλη

Η αρχαϊκή κορμοστασιά είναι σχεδόν ισόρροπη, το βάρος μοιράζεται σχεδόν ίσια στα δύο σκέλη. Η κλασική κορμοστασιά είναι αντίρροπη ή αμφίρροπη, το σώμα μπορεί να ρίξει περισσότερο βάρος στη μια πλευρά, άρα λιγότερο στην άλλη, να πατήσει γερότερα στο ένα πόδι, άρα να ελαφρώσει το άλλο: είναι η στάση που οι Ιταλοί της Αναγέννησης ονόμασαν «κοντραπόστο». Την ευδαιμονία της αρχαϊκής ακεραιότητας την αποτελείωνε το αλησμόνητο αρχαϊκό χαμόγελο, την κλασική θεωρία τη σφραγίζει μια σοβαρότητα, μια σεμνότητα, μια συγκέντρωση προς το εσωτερικό που φαίνεται σχεδόν σαν βαρυθυμία. Το πνευματικό έδαφος όπου έχει τις ρίζες της και βυζαίνει δυνάμεις η κλασική μορφή θα το συλλάβομε καλύτερα, μόνον αν συμβουλευθούμε την αττική τραγωδία.

Η κλασική τέχνη κορυφώνεται στον Φειδία. Λέγοντας κορύφωση δεν εννοούμε μεγαλύτερη τελειότητα της τέχνης· είδαμε ότι δεν βαθμολογούνται με τόσο απλοϊκό τρόπο οι περίοδοι της τέχνης. Εννοούμε ότι η βούληση των ανθρώπων της κλασικής περιόδου εκφράζεται στην τέχνη του Φειδία με μοναδική πληρότητα, συνέπεια και καθαρότητα. Με τον Φειδία βρίσκομε διατυπωμένη αυθεντικά τη βαθύτατη ουσία της κλασικής τέχνης: εκείνο το μοναδικό κράμα θαυμασμού για τον άνθρωπο και συμπόνιας για την ανεπάρκειά του· το μέτρημα της μοίρας του με τους νόμους του κόσμου και το αίσθημα ότι αυτή η μοίρα και αυτό το μέτρημα αποτελούν την αξία και την ομορφιά του ανθρώπου. Πρέπει όμως, για να κρίνομε τη φόρμα της τέχνης του και να μπούμε στο νόημά της, να διορθώσομε τα ελαττώματα των ρωμαϊκών αντιγράφων των έργων του με την πρωτότυπη τέχνη του Παρθενώνος, όπου, αν είναι δύσκολο να ξεχωρίσομε το χέρι του, αισθανόμαστε όμως παντού τον ανασασμό του. Και οι πιο «τέλειες» μορφές του Φειδία δεν είναι ποτέ ψυχρές, γιατί διακρίνομε στη φόρμα τους να πέφτει επάνω σαν ίσκιος η έγνοια της φθοράς, του θανάτου, και αισθανόμαστε μέσα μας ένα νυγμό. Πρώτη στην ιστορία η ελληνική τέχνη αισθάνθηκε έτσι την ανθρωπιά και της έδωσε μορφή. Αυτό το απόχτημα ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός και η τέχνη του δεν το ξέχασαν ποτέ εντελώς.

Η Νίκη της Σαμοθράκης

Η δεύτερη φάση της κλασικότητας, ο 4ος αι., αναπτύσσει περισσότερο δυνάμεις και τάσεις, όπως το πάθος, η χάρη, η ονειρική ρέμβη, που υπάρχουν όλες ήδη στη φειδιακή τέχνη, αλλά σε αυθόρμητη και αυτονόητη ισορρόπηση με όλες τις άλλες, ενώ ο 4ος αι., τις αναπτύσσει πιο μονόπλευρα. Πρέπει όμως, για να μην αδικήσομε τον 4ον αι., να θυμόμαστε πάντα ότι αυτός ακριβώς είναι το μεγαλύτερο θύμα του ρωμαϊκού κλασικισμού. Τον 4ον αι. αγάπησε με πάθος και αυτόν ενόθευσε περισσότερο ο κλασικισμός των ρωμαϊκών χρόνων, τόσο που έκαμε δυσκολότερη σε μας την αίσθηση και την αναγνώριση του πότε και πόσο η ψυχική και πνευματική ουσία βρήκε φόρμα ταιριαστή ή παράταιρη. Πρέπει κι εδώ να διορθώνομε ολοένα τα δολερά στοιχεία των υστεροτέρων αντιγράφων με τις αυθεντικές μεγάλες δημιουργίες του 4ου αι. όπως είναι τα γλυπτά του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού ή μερικά επιτύμβια ανάγλυφα.

Ο Ηνίοχος 

Τη φάση αυτή την κλείνει ο μεγάλος Λύσιππος, αλλά ανοίγει ταυτόχρονα μια καινούρια. Θα άρχισε να εργάζεται επάνω κάτω στα ίδια χρόνια με τον Πραξιτέλη, άρχισε δηλαδή ως κλασικός. Αλλά στα τελευταία έργα του, προπάντων στον περίφημο Αποξυόμενο, η δυνατή ιδιοφυΐα του κάνει ένα τολμηρότατο βήμα και απελευθερώνει νέες δυνάμεις, που αναπτύσσονται με συνέπεια και πληρότητα στην ελληνιστική εποχή. Γι’ αυτό δίκαια τον είπαν πατέρα της ελληνιστικής τέχνης, με την έννοια που έχουν πει και τον Μιχαηλάγγελο πατέρα του μπαρόκου.

Το δοκίμιο είναι από το βιβλίο του: Αρχαία Τέχνη (1972).

Χρήστος Καρούζος

Ο Χρήστος Καρούζος (Άμφισσα , 14 Μαρτίου 1900 – Αθήνα, 30 Μαρτίου 1967) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός. Υπήρξε διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το 1955 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Καρούζος και η μητέρα του Βιολέτα Στασινού. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Άμφισσα, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο σε ηλικία 16 χρονών. Τότε εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1916), ενώ θα προσχωρήσει και στον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Σπούδασε κλασσική φιλολογία και αρχαιολογία. Το 1919 προσλαμβάνεται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ως επιμελητής, ενώ παίρνει το πτυχίο του το 1921. Μεταξύ 1928 και 1930 συνεχίζει με σπουδές στο Μόναχο και στο Βερολίνο. Το 1931 παντρεύτηκε τη Σέμνη Παπασπυρίδη.
Το 1925 γίνεται έφορος αρχαιοτήτων και αργότερα προάγεται σε γενικό έφορο. Υπήρξε έφορος στην Στερεά Ελλάδα και αργότερα στις εφορείες Αττικής, Θεσσαλίας, Σπάρτης και Κυκλάδων. Το 1930 εκδίδει την πρώτη του μελέτη με τίτλο «Ο Ποσειδών του Αρτεμισίου», για το ομώνυμο άγαλμα. Η μελέτη αυτή θα τον κάνει γνωστό διεθνώς. Νωρίτερα, είχε ασχοληθεί με μεταφράσεις διαφόρων μαρξιστικών έργων όπως το Μαρξισμός και φιλοσοφία του Καρλ Κορς και το πρώτο κεφάλαιο από το «Αντί-Ντύρινγκ» του Ένγκελς, που κυκλοφόρησε με τίτλο Η φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Χρήστος Καστρίτης. Συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Γληνό, αρθρογραφώντας στο περιοδικό του Αναγέννηση. Στην κατοχή (1942) αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. Την περίοδο αυτή θα βοηθήσει στη διάσωση των αρχαίων ευρήματων, ενώ μετά τον πόλεμο θα εκδόσει μια έκθεση σχετικά με τις καταστροφές και τις απώλειες αρχαίων αντικειμένων που έγιναν κατά την διάρκεια του πολέμου. Tο 1945 ξεκίνησε εργασίες επανέκθεσης των αρχαίων, κάτι που τελικά ολοκληρώθηκε το 1964. Στο έργο αυτό βοήθησε και η γυναίκα του, Σέμνη.
Πραγματοποίησε ανασκαφές σε διάφορα μέρη και με τις απόψεις του έδωσε λύσεις σε διάφορα αρχαιολογικά ζητήματα. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης. Τα τεχνοκριτικά του άρθρα χαρακτηρίζονταν «φωτισμένα και καθόλου επηρεασμένα από τη σχολαστική αρχαιολογία». Μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής, υπερασπίστηκαν το 1931 την έκθεση του Γεράσιμου Στέρη, που είχε προκαλέσει την αρνητική κριτική του τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, Ζαχαρία Παπαντωνίου. Τα κείμενα αυτά (ανάμεσα και το κείμενο του Παπαντωνίου, αλλά και ένα κεμενο του Στέρη), γνωστά ως «18 κριτικά άρθρα γύρω από μια έκθεση», θα αποτελέσουν και «το μανιφέστο του εικαστικού μοντερνισμού στην Ελλάδα».

Ο Καρούζος υπήρξε μια από της μορφές που επηρέασαν την πνευματική ζωή του τόπου. Για την προσφορά του έλαβε διάφορες τιμητικές διακρίσεις. Ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βασιλείας (Ελβετία). Το 1955 εξελέγεται μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και της Ακαδημίας Αθηνών, με την οποία όμως διαφώνησε στο θέμα της μεταρρύθμισης στην παιδεία. Του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, ενώ υπήρξε και μέλος των Αρχαιολογικών Ινστιτούτων του Βερολίνου και της Βιέννης. (Πηγή: wikipedia)

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή