Χρήστος Λεβάντας: “Το δέντρο” | Διήγημα

Πόσο τον πονούσε ετούτη η μοίρα, η σκληρή του δέντρου. Πόσο ένιωθε ν’ απλώνονται απάνω του όλα αυτά τα χέρια με τους μπαλτάδες, τα σκεπάρνια και τα πριόνια και να τον χτυπούνε αλύπητα, να κόβουν δίχως οίχτο κομμάτια απ’ το κορμί του, τον ίδιο τον εαυτό του.

by Times Newsroom

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ

Το δέντρο

Το κακό έγινε προς το βράδυ. Όλη την ημέρα είχε παλέψει άγρια είχε βάλει την πάσα δύναμή του να γλυτώσει τον τρομερό κίντυνο, να τα βγάλει πέρα με τούτο τον λυσσασμένο άνεμο, που σφύραγε δαιμονισμένα κι απειλούσε να ξεριζώσει την πλάση και να μείνει στητό ολόρθο στη θέση του, μα κατά το σούρουπο απόκαμε, έγειρε κι έπεσε φαρδύ-πλατύ καταμεσής του δρόμου. Τότες ο Παύλος είδε κάτι που ρίγησαν τα μέσα του. Λες και πίσω απ’ τα παράθυρα και τις πόρτες είχε στήσει καρτέρι ένας κόσμος ολάκαιρος, στη θανατερή αγωνία του, λες και δεν έβλεπε την ώρα που θα ’πεφτε αυτό το δεντράκι, τη φτωχή πιπεριά που χρόνια τώρα έμενε κει πλάι στο ρείθρο του πεζοδρόμιου και κινούσε σιωπηλά τα φύλλα της, γέμισε ο δρόμος απ’ το πλήθος.

Άνοιξαν τα παράθυρα, άνοιξαν οι πόρτες, βούιξε ο τόπος. Φτωχογυναίκες που έμεναν καταχωνιασμένες σε χαμόσπιτα, σε υπογείους χώρους που μόλις κάποια ελεήμονη αχτίνα ήλιου καταδεχόταν να ρίξει το πρόσωπό της και ν’ ακουμπήσει στο πολυκαιρισμένο πρεβάζι των στενών παραθυριών ντυμένες στα κουρελοφούστανά τους, παιδιά, άντρες, μεσόκοποι, αναμαλλιάρηδες μπουμπουλωμένοι βιαστικά και πρόχειρα στα παλτά τους,, με μπαλτάδες στα χέρια, σκεπάρνια και πριόνια ξεχύθηκαν στο λεφτό και όρμησαν πάνω του με ξώφρενες φωνές που ’χαν μιαν άγρια χαρά μέσα τους σα να ’ταν ετούτο το κακό κάτι μεγάλο, ένα πράμα που το περίμεναν μέρες και νύχτες, που δεν έβλεπαν την ώρα να το γευτούν και να το γιορτάσουν. Άρχισε τότε ένα πάλεμα γύρω απ’ το πεσμένο δέντρο. Ποιος να πρωταρπάξει ένα κλαρί, να σηκώσει χέρι πάνω στο κορμί του, ένα κορμάκι λειψό, ρουφηγμένο απ’ τη στέρηση, απ’ τη μάταιη απαντοχή λίγου νερού στους μαύρους αυτούς καιρούς οπού ’χε στερέψει ακόμα και το στέρνο του δρόμου, τη μπαλταδιά του, να κόψει μερικές ρίζες του.

Ανεβοκατέβαιναν τα χέρια, έσμιγαν τα κουρελοφούστανα με τα ξεφτισμένα πανταλόνια των αντρών και τα σβέλτα χεράκια των παιδιών π’ απλώνονταν ν’ αρπάξουν κάτω απ’ τα πόδια τους μερικά αποσπασμένα κλαδάκια και νόμιζες καθώς άκουγες να ουρλιάζει ανήμερα ετούτο το πλήθος πως κάτι πολύ πένθιμο, κάτι πολύ απάνθρωπο γινότανε κει μπρος στα μάτια του.

Ο Παύλος είχε μείνει ακίνητος πίσω απ’ το τζάμι του παραθυριού του. Ανάσα δεν έπαιρνε. Έμενε κει σαν μαρμαρωμένος, σαν να ’χε φύγει από μέσα του κάθε ζωή. Κάτι βαρύ, μολυβένιο, πιο μολυβένιο κι απ’ τα σύννεφα αυτού του Γεναριάτικου δειλινού που κυνηγημένα ανήλεα απ’ τον μανιασμένο βοριά είχαν ρθει κι απλωθεί σχεδόν πάνω στις στέγες των σπιτιών, αιστανότανε πα στην καρδιά του.

– Πάει το δέντρο. Πάει… πρόφεραν τα χείλη του.

Κι ήταν σα να μίλαγαν για το χαμό κάποιου προσώπου ακριβού κι αγαπημένου, για τον πικρό αποχωρισμό μιας ζωής που ’ταν συνδεμένη στενά, πολύ στενά, κι αχώριστα μαζί του.

Πόσο τον πονούσε ετούτη η μοίρα, η σκληρή του δέντρου. Πόσο ένιωθε ν’ απλώνονται απάνω του όλα αυτά τα χέρια με τους μπαλτάδες, τα σκεπάρνια και τα πριόνια και να τον χτυπούνε αλύπητα, να κόβουν δίχως οίχτο κομμάτια απ’ το κορμί του, τον ίδιο τον εαυτό του.

Ήταν ένας πιστός και καρτερικός σύντροφος που κάθε πρωί, όταν έφτανε ύστερα από την εφιαλτική νύχτα, που βάραινε στο στήθος του, απ’ τα χνώτα του Τύραγνου, τη νύχτα π’ έμενες μ’ ανοιχτό μάτι πίσω απ’ τους τοίχους του σπιτιού σου και πάγωνες σύγκορμα, σαν άκουγες έξω στο δρόμο ν’ αντηχάει η βαριά μπότα του, να ξεσκίζουν τον αέρα οι άγριες κραυγές του ή το πυρρίχιο γέλιο του, ήταν εκεί έτοιμο να σου γνέψει κινώντας τα πράσινα φυλλαράκια του μόλις ορμούσες στο παράθυρο και τ’ άνοιγες να χαιρετίσεις το φως.

Κι όταν πάλι έφταναν κρίσιμες ώρες που λύγιζες, που ένιωθες τον εαυτό σου ν’ αποπνίγεται να’ναι έτοιμος να πέσει να γίνει ένα άπνοο εξουθενωμένο πλάσμα, αποκαμένος από το μαρτυρικό ταμάχι της ψυχής, απ’ τη λαχτάρα για τη λύτρωση, ετούτο το δέντρο – μηδά δε το χτύπαγαν λυσσασμένοι άνεμοι; μηδά δε το δέρναν άγριοι χιονιάδες και δε το κατάκαιαν ασήκωτα λιοπύρια; – έμεινε κατάντικρυ ολόρθο στητό με την κορφούλα του αλύγιστη, ίσα, ψηλά προς τον Ουρανό, λες και καμάρωνε για το θρίαμβό του, λες και ήθελε να σου δώσει δυνάμεις και κουράγιο.

Τα ζωντάνευε τούτα τώρα ο Παύλος καθώς έβλεπε ν’ ανεβοκατεβαίνουν οι μπαλτάδες πάνω απ’ το δέντρο. Να σηκώνουν τα κομμάτια του και να ερημώνεται ο δρόμος. Κι ήταν τ’ αχείλι του στεγνό. Κι ήταν η ψυχή του σα να’κλαιε, σα να θρηνούσε μυστικά ένα μεγάλο πένθος.

__________________________________________

Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα “Ελεύθερα Γράμματα” (Επιθεώρηση Γραμμάτων και Τεχνών), περίοδος Γ΄,  τεύχος 1-2, Γενάρης-Φλεβάρης 1949. Στο περιοδικό διευθυντής τότε ήταν ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο οποίος απομακρύνθηκε από το περιοδικό, όταν εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο «Δυο Άνθρωποι Μιλούν Για Την Ειρήνη Του Κόσμου», και εξαιτίας της συγγραφής του αυτής, διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε.  Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι τα “Ελεύθερα Γράμματα” ήταν ένα αριστερό περιοδικό τέχνης που κυκλοφορούσε εβδομαδιαία και αργότερα δεκαπενθήμερα, με διακοπές εξαιτίας των διώξεων, από το 1945 έως το 1951.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ (1904-1975)

Ο Χρήστος Λεβάντας γεννήθηκε στον Πειραιά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κυριάκος Χατζιδάκης και καταγόταν από το Φόδελε του νομού Ηρακλείου της Κρήτης. Ορφάνεψε σε παιδική ηλικία και η ανέχεια τον ανάγκασε να εργαστεί από μικρός και του στέρησε τη δυνατότητα σπουδών. Από το 1922 μπήκε στο χώρο της επαγγελματικής δημοσιογραφίας αρθρογραφώντας σε πειραϊκές εφημερίδες. Πέθανε στον Πειραιά. Από την καθημερινή ζωή στη γενέτειρά του, την οποία παρακολουθούσε από κοντά λόγω επαγγέλματος, άντλησε και τα θέματα των πεζογραφικών έργων του. Ήδη από το 1921 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα στο περιοδικό Μποέμ, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Λογοτεχνικού και Καλλιτεχνικού Ομίλου Πειραιώς και συνεργάτης της Εφημερίδας των Νέων. Το 1923 πραγματοποίησε την πρώτη έκδοση έργου του, της συλλογής διηγημάτων Στο μεθύσι του πόνου. Από το 1958 και για δύο χρόνια επανεξέδωσε το Περιοδικό μας, που είχε ιδρύσει ο Γεράσιμος Βώκος. Ο Χρήστος Λεβάντας τοποθετείται ανάμεσα στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Θαυμαστής του Δημοσθένη Βουτυρά, τον οποίο αναγνώριζε ο ίδιος ως δάσκαλό του, στράφηκε από τα πρώτα βήματά του προς τη διηγηματογραφία, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Η γραφή του είναι λιτή, ρεαλιστική και στοχεύει στην κατάδειξη των κακουχιών της ζωής των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Η οπτική του, παρά τις συχνές ζωηρές περιγραφές συναισθημάτων και καταστάσεων απέχει από την ψυχρή αντικειμενικότητα του νατουραλισμού και κάποτε φτάνει σε εξιδανικευτικές απλουστεύσεις που μειώνουν τη δραστικότητα του λόγου. Τον κυρίαρχο τόνο στο έργο του Λεβάντα δίνει η ανθρωπιστική διάθεση και η συμπάθεια (με την έννοια του συμπάσχειν) με την οποία προσεγγίζει τους ήρωές του. Στην ειλικρίνεια των συναισθημάτων του έγκειται και η δύναμη του έργου του. Μοναδική παρένθεση στη σχεδόν αποκλειστικά διηγηματογραφική παραγωγή του Λεβάντα αποτέλεσε το εκτενέστερο αφήγημα Πορεία κοντά στον τυφώνα, έργο που τοποθετείται ανάμεσα στα καλύτερά του και παράλληλα στα καλύτερα νεοελληνικά θαλασσινά πεζογραφήματα.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου Λεβάντα βλ. Γεράνης Στέλιος, «Λεβάντας Χρήστος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Χρήστος Λεβάντας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918)Ε΄, σ.158-177. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.

Πηγή: http://www.ekebi.gr/

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com