Χριστούγεννα στο Μέγαρο: «Ο μαγικός αυλός»

by Times Newsroom
  • ΠΕΜΠΤΗ 21 & ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ,
  • 20:30
  • ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
  • ΑΙΘΟΥΣΑ Χ. ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ


Η δύναμη της αγάπης που νικά
 μισαλλοδοξία και εχθρότητα. Το τόσο σημαντικό και  πάντα επίκαιρο ιδεώδες της αδελφοσύνης βρίσκεται στην καρδιά του Μαγικού Αυλού. Της τελευταίας όπερας που ολοκλήρωσε ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, φέρνει έναν τόνο πνευματικότητας και παραμυθιού στην πόλη. Μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί και τραγουδιστές συμπράττουν επί σκηνής υπηρετώντας θεαματικά τη δραματουργία. Θεατρικά κοστούμια, μακιγιάζ, φωτισμοί, συμβολικά αντικείμενα και βέβαια άξιοι και δημοφιλείς λυρικοί ερμηνευτές όπως η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση, ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης, ο τενόρος Γιάννης Καλύβας, η υψίφωνος Χρύσα Μαλιαμάνη κι ο βαρύτονος Μάριος Σαραντίδης αναδημιουργούν την συναρπαστική σύνθεση του Μότσαρτ. Φέρνοντας στο προσκήνιο διαχρονικές αξίες που ποτέ δεν παύουν να συγκινούν. Η πίστη στην ανθρώπινη νόηση , την συντοφικότητα και την ισότητα ταυτίζονται με τις διακηρύξεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ είναι ο συνθέτης που με τον Μαγικό Αυλό προσγειώνει το παραμύθι στην πραγματικότητα.

ΣΟΛΙΣΤ

  • Χριστίνα Πουλίτση, Βασίλισσα
  • Χρύσα Μαλιαμάνη, Παμίνα
  • Γιάννης Καλύβας, Ταμίνο
  • Μάριος Σαραντίδης, Παπαγκένο
  • Μιράντα Μακρυνιώτη, Παπαγκένα
  • Χριστόφορος Σταμπόγλης, Ζαράστρο
  • Βάσια Αλάτη, μία από τις τρεις κυρίες
  • Άρτεμις Μπόγρη, μία από τις τρεις κυρίες
  • Χρυσάνθη Σπιτάδη, μία από τις τρεις κυρίες
  • Νίκος Στεφάνου, Μονόστατος
  • Γιάννης Σελητσανιώτης, Ιερέας / Β’ Ιερέας / Αρματωμένος
  • Ανδρέας Καραούλης, Β’ Αρματωμένος / Α’ Ιερέας

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Κάτια Μολφέση

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

  • Ισίδωρος Σιδέρης, σκηνοθεσία
  • Γιάννης Κατρανίτσας, σκηνογράφος – ενδυματολόγος
  • Διονύσης Τσαφταρίδης, χορογράφος
  • Κώστας Μπλουγουράς, φωτισμοί
  • Δημήτρης Γιάκας, μουσική προετοιμασία
  • Ελένη Νικολαΐδη, μουσική προετοιμασία

Χορωδία της Ε.Ρ.Τ., διδασκαλία – διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου
Χορωδία Δήμου Αθηναίων, διδασκαλία – διεύθυνση: Σταύρος Μπερής

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τιμές: 60€, 45€, 35€, 25€ και 20€ (εκπτωτικό)

Online αγορά εδώ

Για την ιστορία…

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756 – 1791)

Ο Μαγικός Αυλός, όπερα σε δύο πράξεις, Κ.620

Το καλοκαίρι του 1791, ο Μότσαρτ ολοκλήρωνε την όπερα Ο Μαγικός Αυλός, την ίδια περίοδο που δεχόταν παραγγελίες για τη σύνθεση της «σοβαρής» όπερας (opera seria) στα ιταλικά Η επιείκεια του Τίτου (La clemenza di Tito) και του Ρέκβιεμ. Ο Μαγικός Αυλός παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 30 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς στο Freihaus Theater aud der Wieden, σε προάστιο της Βιέννης και έμελλε να είναι η τελευταία παραγωγή έργου του, που ο ίδιος παρακολούθησε, αφού στις 5 Δεκεμβρίου άφησε την τελευταία του πνοή. Το λιμπρέτο του Μαγικού Αυλού ανήκει στον πολυτάλαντο και πολυπράγμονα Εμμάνουελ Σικανέντερ (1751-1812), ιμπρεσάριο, ηθοποιό, τραγουδιστή και δραματουργό της εποχής. Μότσαρτ και Σικανέντερ είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά περίπου δέκα χρόνια πριν και τους συνέδεε όχι μόνο η καλλιτεχνική συνεργασία αλλά και οι «αδελφικοί» δεσμοί από την κοινή τους ιδιότητα ως μελών του τεκτονισμού.

Η ιδέα του Σικανέντερ ήταν ξεκάθαρα η σύνθεση μίας όπερας με σαφές μασονικό περιεχόμενο, που εμμέσως θα προωθούσε τα ιδεώδη των τεκτόνων της εποχής. Γι’ αυτό άλλωστε και η όπερα είναι στη γερμανική γλώσσα, ώστε να είναι εύκολα κατανοητή από το αυστριακό κοινό. Γραμμένη επίσης στο δημοφιλές τότε στιλ του Singspiel, που συνδυάζει μουσικά μέρη με διαλογικά (που μιλιούνται και δεν τραγουδούνται), μπορούσε να περνά τη μηνύματά της τόσο μέσω της μουσικής όσο και του λόγου με τρόπο ξεκάθαρο και κατά το δυνατόν αποτελεσματικό. Η εμπλοκή του Σικανέντερ στη δημιουργία του Μαγικού Αυλού υπήρξε πολυεπίπεδη: είχε την αρχική ιδέα, παρήγγειλε στον Μότσαρτ τη σύνθεση της μουσικής, έγραψε το λιμπρέτο, ανέλαβε την υλοποίηση του ανεβάσματος στο θέατρο που ο ίδιος διηύθυνε αλλά και ήταν ένας εκ των τραγουδιστών στην πρεμιέρα (στον ρόλο του Παπαγκένο). Ο ίδιος είχε μάλιστα αποδείξει και στο πρόσφατο παρελθόν την ιδιαίτερη προτίμησή του σε θέματα από τον χώρο του μύθου, έχοντας ανεβάσει στο θέατρό του το Singspiel Der Stein der Weisen oder die Zauberinsel (Η φιλοσοφική λίθος ή το Μαγικό νησί), μία όπερα που δημιουργήθηκε συλλογικά από τον Μότσαρτ, τον ίδιο τον Σικανέντερ και άλλους τρεις συνθέτες: Γιόχαν Μπατίστ Χένεμπεργκ, Μπένεντικτ Σακ, Φραντς Ξαβέρ Γκερλ. Όλοι οι παραπάνω είχαν ανάμιξη και στο ανέβασμα του Μαγικού Αυλού: πέραν του καθοριστικού ρόλου των Μότσαρτ και Σικανέντερ, o Σακ τραγούδησε στο πρώτο ανέβασμα τον ρόλο του Ταμίνο, ο Γκερλ τον ρόλο του Ζαράστρο, ενώ ο Χένεμπεργκ συμμετείχε ως αρχιμουσικός. Η όπερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε για πάνω από εκατό παραστάσεις μέσα σε κάτι παραπάνω από έναν χρόνο, ενώ μέσα στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξής της γνώρισε πάνω από διακόσιες παραστάσεις από τον Σικανέντερ, ενώ γινόταν γνωστή και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Αναζητώντας κανείς τις πηγές, από τις οποίες ο λιμπρετίστας άντλησε υλικό και έμπνευση για τη δημιουργία του Μαγικού Αυλού, οφείλει να στραφεί στον κόσμο των μεσαιωνικών παραμυθιών αλλά και σε έργα της εποχής, ιδίως σε μία σύντομη ιστορία του Γερμανού συγγραφέα και ποιητή Κρίστοφ Μάρτιν Βήλαντ (1733-1813) της δεκαετίας του 1780, στην οποία μία νεράιδα καλεί έναν πρίγκιπα να σώσει μία νεαρή κόρη δίνοντάς του ένα μαγικό αυλό για να τον βοηθήσει στο εγχείρημά του. Επιπλέον, ο Σικανέντερ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω σε κώδικες συνηθισμένους στο δημοφιλές, λαϊκό θέατρο της εποχής του, που έδειχνε σαφή προτίμηση σε

ιστορίες γεμάτες χιούμορ, εντυπωσιακά θεάματα και μυστήριο, με έντονη παρουσία του μαγικού στοιχείου αλλά και με ροπή προς τα ηθικά διδάγματα.

Η όπερα διαδραματίζεται σε έναν τόπο και χρόνο θρυλικό (θα μπορούσε να είναι και η αρχαία Αίγυπτος). Ο όμορφος πρίγκιπας Ταμίνο, χαμένος στον παράξενο αυτό τόπο, βρίσκεται κυνηγημένος από ένα γιγάντιο ερπετό. Τρεις μυστηριώδεις κυρίες εμφανίζονται, οι οποίες βρίσκονται στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Νύχτας, και σκοτώνουν το τέρας. Στη συνέχεια, παρουσιάζουν στον Ταμίνο μία εικόνα της κόρης της Βασίλισσας, Παμίνα, και ο Ταμίνο την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Πληροφορείται όμως πως η Παμίνα είναι φυλακισμένη στον μακρινό ναό του μοχθηρού Ζαράστρο, ιερέα του Ήλιου. Ο Ταμίνο ορκίζεται να την ελευθερώσει και οι τρεις κυρίες του δίνουν έναν μαγικό αυλό για να τον βοηθήσει. Μαζί με τον κυνηγό πουλιών, Παπαγκένο, ο Ταμίνο ταξιδεύει στον ναό του Ζαράστρο και συναντά την Παμίνα για πρώτη φορά. Στη δεύτερη πράξη του έργου, ο Ταμίνο μαθαίνει ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο Ζαράστρο εκείνος που υπηρετεί τις σκοτεινές δυνάμεις αλλά η Βασίλισσα της Νύχτας και πως η Παμίνα προσπαθούσε να μείνει κρυμμένη από τη μητέρα της. Ο Ζαράστρο θέτει στον Ταμίνο μία καινούρια πρόκληση: να περάσει μία σειρά από δοκιμασίες για να αποδείξει ότι είναι άξιος της αγάπης της Παμίνα. Με τη βοήθεια των μαγικών δυνατοτήτων του αυλού, ο Ταμίνο και η Παμίνα περνούν όλες τις δοκιμασίες με επιτυχία και κερδίζουν επάξια το δικαίωμα να ζήσουν τον έρωτά τους. Αλλά τη στιγμή του θριάμβου τους, εμφανίζεται η Βασίλισσα της Νύχτας μαζί με τους υπηρέτες της, αποφασισμένη να καταστρέψει τον ναό. Αλλά ο Ζαράστρο αποδεικνύεται ισχυρότερος και κατατροπώνει τους αντιπάλους του, πετυχαίνοντας έτσι να ανατείλει μία νέα εποχή για τους δύο ερωτευμένους νέους.

Πίσω από την εν πολλοίς απλή και χαριτωμένη αυτή ιστορία, ωστόσο, κρύβονται σημαντικά νοήματα, που έχουν να κάνουν με τη δύναμη της αγάπης, την πίστη στην ανθρώπινη νόηση και την αδελφοσύνη, και τα οποία οι δημιουργοί της όπερας, ο Μότσαρτ και ο Σικανέντερ, θέλησαν να εκφράσουν μέσα από αυτή. Και οι δύο ήταν ένθερμοί τέκτονες (ο Μότσαρτ συγκεκριμένα από το 1784), εντάχθηκαν μάλιστα στην αδελφότητα σε μία εποχή που ο Τεκτονισμός στην Αυστρία έχαιρε σαφούς στήριξης από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’, ηγεμόνα με απόψεις που στρέφονταν ευθέως κατά των αυθαιρεσιών και των σκοταδιστικών θέσεων του καθολικισμού της εποχής. Έτσι, οι επιρροές των κοινών τους πεποιθήσεων, που σχετίζονται άμεσα και με βιωματικό τρόπο με τις αρχές του Διαφωτισμού και του Τεκτονισμού, σφράγισαν εντελώς συνειδητά τη γένεση της όπερας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το άνοιγμα της ορχηστρικής εισαγωγής με τρεις συγχορδίες στη μι ύφεση μείζονα, τρεις συγχορδίες δηλαδή σε μία τονικότητα με τρεις υφέσεις – και η έμμεση αυτή, μουσική παραπομπή στον αριθμό τρία συνδέεται σαφώς με τους μασονικούς συμβολισμούς. Από εκεί και πέρα, το κομβικό τεκτονικό ιδανικό της αδελφοσύνης και της ισότητας προβάλλεται μέσα από την όπερα σε πολλές περιπτώσεις, Ακόμα και οι δούλοι και ο σκοτεινός Μονόστατος επηρεάζονται θετικά από το άκουσμα της «μαγικής» μουσικής, γεγονός που υποδηλώνει πως η δύναμη της ομορφιάς και της σοφίας απευθύνεται και φωτίζει κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης αλλά και ανεξαρτήτως φύλου. Και πράγματι, παρά τις κάποιες φράσεις στο λιμπρέτο, που κάπως επιπόλαια μπορεί να χαρακτηρίσει ως υποτιμητικές για το γυναικείο φύλο, στην ουσία οι δημιουργοί της όπερας αναδεικνύουν την αξία της γυναίκας μέσα από το πρόσωπο της Παμίνας, που παρουσιάζεται να εμφορείται από τις τεκτονικές ιδέες περισσότερο από κάθε άλλο ήρωα. Εκείνη είναι που υποστηρίζει μία αγάπη χτισμένη πάνω στην αγνότητα της ψυχής και το βάθος των συναισθημάτων. Και κατά τη

διάρκεια της «μύησης» του Ταμίνο, όχι μόνο στέκεται στο πλευρό του αλλά είναι εκείνη που την κρίσιμη ώρα τον συμβουλεύει να χρησιμοποιήσει τον μαγικό αυλό και που ηγείται των δυο τους. Όπως επίσης, είναι εκείνη που εισάγει ένα επίσης σημαντικό θέμα της όπερας: την επικράτηση της αδελφοσύνης ενάντια στη μισαλλοδοξία και την εχθρότητα. Η Παμίνα πραγματικά, δεν έχει καμία σχέση με τη μητέρα της, τη Βασίλισσα της Νύχτας, που εν τέλει συντρίβεται – όχι ως γυναίκα, όπως ίσως φαίνεται επιφανειακά, αλλά ως ενσάρκωση του κακού, του εγωισμού και της εκδικητικότητας. Όλα αυτά υποστηρίζονται από τη μουσική του Μότσαρτ με τον πλέον ιδεώδη τρόπο. Η μουσική του μεταμορφώνεται ανάλογα με τον χαρακτήρα κάθε ήρωα, από τις ακραίες αλλά τόσο αιχμηρές δεξιοτεχνικές κολορατούρες της Βασίλισσας της Νύχτας στις λυρικές, γεμάτες θέρμη μελωδικές γραμμές της Παμίνας και από τις χιουμοριστικές πινελιές του ρόλου του Παπαγκένο ως τη στοχαστική στιβαρότητα των μελωδιών που ανατίθενται στην πατριαρχική φιγούρα του Ζαράστρο.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com