Εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία

Εισβολή στην Τσεχοσλοβακία από τέσσερα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας -τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και την Πολωνία- τη νύχτα της 20-21 Αυγούστου του 1968. Περίπου 250.000 στρατιώτες του Συμφώνου της Βαρσοβίας επιτέθηκαν στην Τσεχοσλοβακία εκείνο το βράδυ, με τη Ρουμανία και την Αλβανία να αρνούνται να συμμετάσχουν

by Times Newsroom

Η εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, επίσημα γνωστή ως Επιχείρηση Δούναβης, ήταν μία κοινή εισβολή στην Τσεχοσλοβακία από τέσσερα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας -τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και την Πολωνία- τη νύχτα της 20-21 Αυγούστου του 1968. Περίπου 250.000 στρατιώτες του Συμφώνου της Βαρσοβίας επιτέθηκαν στην Τσεχοσλοβακία εκείνο το βράδυ, με τη Ρουμανία και την Αλβανία να αρνούνται να συμμετάσχουν.

Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις της Ανατολικής Γερμανίας ήταν έτοιμες να συμμετάσχουν επίσης στην εισβολή, λίγες ώρες πριν την εισβολή διατάχθηκαν από τη Μόσχα να μην διασχίσουν τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας. Κατά την εισβολή, σκοτώθηκαν 108 Τσεχοσλοβάκοι άμαχοι και περίπου 500 τραυματίστηκαν.

Η εισβολή σταμάτησε επιτυχώς τις μεταρρυθμίσεις της Άνοιξης της Πράγας του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και ενίσχυσε την εξουσία της απολυταρχικής πτέρυγας εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας (KSČ). Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής ήταν γνωστή ως Δόγμα Μπρέζνιεφ.

Το παρασκήνιο

Στις 5 Ιανουαρίου του 1968, μία λακωνικότατη ανακοίνωση πληροφόρησε το κοινό ότι η Κεντρική Επιτροπή του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας “αποδέχθηκε αίτημα του σύντροφου Νοβότνι να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του Α’ Γραμματέα. Νέος Γραμματέας εκλέχτηκε ο σύντροφος Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ“. Η περιπετειώδης απόπειρα φιλελευθεροποίησης του κομμουνιστικού καθεστώτος, που πέρασε στην Ιστορία σαν “Άνοιξη της Πράγας”, άρχισε.

Η αλλαγή φρουράς στην ηγεσία του κόμματος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Δύο συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής, στις 26-27 Σεπτεμβρίου και στις 30-31 Οκτωβρίου του 1967, κατέγραψαν την κλιμάκωση της εσωκομματικής πάλης, με βασικούς πόλους τον 63χρονο Άντονιν Νοβότνι, ηγέτη του κόμματος από το 1953 και πρόεδρο της χώρας από το 1957, και τον 46χρονο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, γραμματέα του σλοβακικού τμήματος του Κ.Κ. Ζητήματα αιχμής ήταν η στάση του κόμματος απέναντι στις ολοένα και πιο “αθυρόστομες” δημόσιες εκκλήσεις των διανοουμένων για φιλελευθεροποίηση και η συζήτηση για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις εν όψει του προσεχούς κομματικού συνεδρίου. Η αντιπαράθεση πήρε πιο οξυμμένο χαρακτήρα μετά τη βίαιη διάλυση, στις 30 Οκτωβρίου, μαζικής διαδήλωσης χιλιάδων φοιτητών στο κέντρο της Πράγας από αστυνομικές δυνάμεις.

Ανήσυχη για την πορεία των εξελίξεων, η Μόσχα προσπάθησε να τις θέσει υπό τον έλεγχό της. Στις 8 Δεκεμβρίου, έφτασε στην Πράγα ο ίδιος ο Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ για συνομιλίες με τους Τσεχοσλοβάκους κομματικούς και κρατικούς αξιωματούχους, με σαφή στόχο να στηρίξει τον κλονιζόμενο Νοβότνι στην εσωκομματική αναμέτρηση. Απέτυχε παταγωδώς έχοντας υποτιμήσει σοβαρά τις “ιδιορρυθμίες” των Κεντροευρωπαίων συμμάχων του. Το τσεχοσλοβακικό κομμουνιστικό κόμμα είχε κατακτήσει το 40% του εκλογικού σώματος σε ελεύθερες, πολυκομματικές εκλογές πριν από την άφιξη του Κόκκινου Στρατούκαι πρόβαλε ήδη σαν ηγετική εθνική δύναμη χάρη στην πραγματικά ηρωική αντιστασιακή του δράση εναντίον των Γερμανών κατακτητών. Η Τσεχοσλοβακία ήταν η μόνη από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ όπου ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να αποτελέσει ώριμο καρπό του εγχώριου κινήματος και όχι “δοτή” εξουσία του σοβιετικού στρατού.

Για ένα διάστημα μετά την ιστορική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που εξέλεξε τον Ντούμπτσεκ στο κορυφαίο κομματικό αξίωμα (3-5 Ιανουαρίου 1968), συνεχίστηκε η ιδιόμορφη “δυαδική εξουσία”, καθώς ο Νοβότνι εξακολουθούσε να διατηρεί το αξίωμα του προέδρου της χώρας, τον έλεγχο του στρατού και τους δικούς του ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά του κρατικού μηχανισμού. Στις 5 Μαρτίου ο Ντούμπτσεκ ανακοίνωσε χαλάρωση της λογοκρισίας στα μέσα ενημέρωσης, απομάκρυνε τον σκληροπυρηνικό Γίρι Χέντριχ από το κρίσιμο πόστο του υπεύθυνου ιδεολογίας του κόμματος για να τοποθετήσει στη θέση του τον φιλελεύθερο Γιόζεφ Σπάσεκ και προχώρησε σε αλλαγές στη μυστική αστυνομία. Άλλοι δύο άνθρωποι του Νοβότνι, ο υπουργός Εσωτερικών Γιόζεφ Κούντρνα και ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιαν Μπαρτούσκα, αποπέμφθηκαν στις 15 Μαρτίου. Η χαριστική βολή ήρθε στις 3 Απριλίου, όταν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο υπουργός Άμυνας, στρατηγός Λόμσκι, μαζί με τον αντιπρόσωπο της Τσεχοσλοβακίας στην Κομεκόν (οργανισμός οικονομικής συνεργασίας των Ανατολικών) Ότακαρ Σίμονεκ.

Έχοντας χάσει πια τον έλεγχο του στρατού, της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, εκπροσωπώντας μόνο τη μειοψηφία του Πολιτικού Γραφείου, αντιμέτωπος με καταιγισμό επιθέσεων του Τύπου, που τον κατηγορούσε για μηχανορραφίες κατά των μεταρρυθμίσεων και ζητούσε την αποπομπή του, ο Νοβότνι δεν είχε πολλά περιθώρια επιλογών. Στις 22 Μαρτίου υπέβαλε την παραίτησή του από το προεδρικό αξίωμα.

Με τον Νοβότνι εκτός μάχης, το στρατόπεδο των σκληροπυρηνικών ήταν αποκεφαλισμένο και ο Ντούμπτσεκ είχε πλέον απόλυτη άνεση κινήσεων, αλλά και ακέραια την ευθύνη των όποιων επιλογών του, τόσο απέναντι στην κοινή γνώμη της χώρας του όσο και απέναντι στους εξαιρετικά θορυβημένους Σοβιετικούς. Για να καθησυχάσει τον Μπρέζνιεφ, ο Ντούμπτσεκ έδωσε στη δημοσιότητα, την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η παραίτηση Νοβότνι, απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, όπου αναφέρονταν τα εξής:

Η διαδικασία της ανανέωσης της κοινωνίας δεν καθορίζεται από ορισμένες ακραίες τάσεις και αποκλίσεις, ούτε από τοπικές πρωτοβουλίες που επιχειρούν να δώσουν βήμα σε αντισοσιαλιστικές απόψεις. Το κόμμα δεν θα πέσει στην παγίδα να νομιμοποιήσει αυτές τις τάσεις που κρύβονται πίσω από τον μανδύα της δημοκρατίας“. Σε άλλο σημείο της ανακοίνωσης, τονιζόταν ότι η φιλία με την Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν, είναι και θα παραμείνει “λυδία λίθος” της τσεχοσλοβακικής εξωτερικής πολιτικής.

Σε αρμονία με αυτές τις καθησυχαστικές δηλώσεις, ο Ντούμπτσεκ έκανε άλλη μία χειρονομία καλής θέλησης απέναντι στους Σοβιετικούς, προτείνοντας για την χηρεύουσα θέση του προέδρου της Δημοκρατίας τον βετεράνο κομμουνιστή Λούντβικ Σβόμποντα. Ο 72χρονος στρατηγός, ήρωας δύο παγκοσμίων πολέμων, τιμημένος από κυβερνήσεις της Δύσης και της Ανατολής, πρώην αντιπρόεδρος και υπουργός Άμυνας της χώρας του, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης τόσο στην κοινή γνώμη της Τσεχοσλοβακίας όσο και στο Κρεμλίνο. Η εκλογή του, στις 30 Μαρτίου, ήταν ένα μήνυμα ότι η “Άνοιξη της Πράγας”, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, δεν θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα.

Έχοντας ασφαλίσει, όπως πίστευε, τα νώτα του, ο Ντούμπτσεκ συνέχισε στο δρόμο που είχε χαράξει από τον Ιανουάριο. Στις 4 Απριλίου ανέλαβε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό των Όλντριχ Τσέρνκικ στη θέση του Γιόζεφ Λέναρντ, ενώ ταυτόχρονα ορίστηκε νέο Πολιτικό Γραφείο του κόμματος, που ελεγχόταν αποφασιστικά από τον Ντούμπτσεκ. Από τα νέα πρόσωπα του ηγετικού πηρύνα, δύο ονόματα ακούστηκαν πολύ τους επόμενους μήνες: ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γκούσταβ Χούζακ, ένας 55χρονος δικηγόρος, που φυλακίστηκε κατά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις των αρχών της δεκαετίας του 1950 και απελευθερώθηκε μόλις το 1960, και ο 48χρονος πανεπιστημιακός, θεωρούμενος αρχιτέκτονας των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, Ότα Σικ -άλλος ένας από τους πέντε αντιπροέδρους της κυβέρνησης Τσέρνικ.

Στις 9 Απριλίου, η “Άνοιξη της Πράγας” απέκτησε το “Μανιφέστο” της όταν το Κ.Κ. έδωσε στη δημοσιότητα ένα βαρυσήμαντο ντοκουμέντο υπό τον τίτλο “Ο τσεχοσλοβακικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό”. Στις 24.000 λέξεις του σχεδίου προγράμματος του κόμματος περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, θέσεις όπως ο δραστικός περιορισμός των δυνάμεων καταστολής και της δράσης των μυστικών υπηρεσιών, η κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας συγκέντρωσης, κίνησης και συνεταιρισμού, η αποκέντρωση της οικονομίας και η θέσπιση νέας εκλογικής νομοθεσίας για την ενίσχυση του πολιτικού πλουραλισμού -αν και αυτός περιοριζόταν στα υπάρχοντα κόμματα του Εθνικού Μετώπου, που δέχονταν τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος.

Με πρωτοβουλία του Κρεμλίνου άρχισε, από τα τέλη Μαρτίου, μία αλυσίδα διμερών και πολυμερών επαφών μεταξύ των “αδελφών κομμάτων” του ανατολικού μπλοκ με στόχο καταρχήν να μην διαδοθεί ο τσεχοσλοβακικός “ιός” και σε άλλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, στην συνέχεια δε να πειθαναγκαστούν οι ιθύνοντες της Πράγας να αλλάξουν ρότα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, συγκλήθηκε στη Δρέσδη της Λ.Δ. Γερμανίας, με τη συμμετοχή των Ντούμπτσεκ, Μπρέζνιεφ και των άλλων ηγετών των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, πλην της Ρουμανίας, η οποία είχε ήδη χαράξει τη δική της, ανεξάρτηση γραμμή. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι δύο αλλεπάλληλες διμερείς συναντήσεις Ντούμπτσεκ-Μπρέζνιεφ στη Μόσχα, στις 4 και 5 Μαΐου, και Κοσίγκιν-Ντούμπτσεκ στην Πράγα, στις 17 και 18 Μαΐου.

Παρά τους καθησυχαστικούς, “συντροφικούς” τόνους των επίσημων ανακοινωθέντων, άρχισε εκείνη την περίοδο η ανοιχτή κριτική των τσεχοσλοβακικών μεταρρυθμίσεων από άλλα “αδελφά κόμματα”. Στις 27 Μαρτίου, ο Κουρτ Χάγκερ, μέλος του Πολιτμπιρό του κυβερνώντος Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Λαοκρατικής Γερμανίας, υποστήριξε, σε δημόσια ομιλία του, ότι η εξωτερική πολιτική των Τσεχοσλοβάκων ηγετών “χύνει νερό στο μύλο των ρεβανσιστών της Βόνης“, προκαλώντας την οργή της Πράγας. Στις 5 Μαΐου, τρεις πολωνικές εφημερίδες άσκησαν ταυτόχρονα δριμύτατη κριτική στις “ουδετερόφιλες, αντισοβιετικές τάσεις που αναπτύσσονται στην Τσεχοσλοβακία”, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα, στις 19 Μαΐου, η Πράβντα κατήγγειλε τις “μικροαστικές απόψεις” και τους “δεξιούς λικβινταριστές που επιδιώκουν τη διάλυση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας”.

Εκτός όμως από το όπλο της κριτικής, υπήρχε και η τακτική των όπλων. Στις 9 Μαΐου άρχισε η μεταφορά σοβιετικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην Πολωνία και στην Λ.Δ. Γερμανία προς τα τσεχοσλοβακικά σύνορα υπό το πρόσχημα κάποιων έκτακτων ασκήσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ο φόβος εισβολής των ρωσικών τανκς εγκαταστάθηκε πάνω από την Πράγα και συνέχισε να πλανιέται όλους τους επόμενους μήνες.

Στις 27 Ιουνίου οι μεταρρυθμιστές δημοσίευσαν το πολύκροτο “Μανιφέστο των 2.000 λέξεων” με το οποίο ζητούσαν βάθεμα του εκδημοκρατισμού, επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και καλούσαν το λαό να πάρει την υπόθεση της αλλαγής στα χέρια του. Ανάμεσα στα 70 ονόματα που υπέγραψαν τη σχετική διακήρυξη, ξεχωρίζουν εκείνα του συγγραφέα Λούντβικ Βατσούλικ και του θρυλικού δρομέα, χρυσού Ολυμπιονίκη και συνταγματάρχη τότε του τσεχοσλοβακικού στρατού, Εμίλ Ζάτοπεκ.

Στις 14 και 15 Ιουλίου συγκλήθηκε στη Βαρσοβία σύσκεψη κορυφής των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας χωρίς την τσεχοσλοβακική ηγεσία. Αυτή τη φορά στο τελικό ανακοινωθέν οι ηγέτες των “πέντε” εξέφρασαν τη “βαθιά ανησυχία τους για τις εξελίξεις στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας”, οι οποίες, κατά τους συντάκτες του ανακοινωθέντος, “απειλούν ζωτικά συμφέροντα των σοσιαλιστικών χωρών και της Συμμαχίας μας“. Σε έναν τόνο που ελάχιστα διέφερε από πολεμικό τελεσίγραφο, η Μόσχα, οχυρωμένη πίσω από την “ομόφωνη” διακήρυξη των “πέντε”, απαίτησε μία δέσμη άμεσων μέτρων “για την εξουδετέρωση της δεξιάς πτέρυγας” στην Τσεχοσλοβακία, το “σταμάτημα της δραστηριότητας των αντισοσιαλιστικών οργανώσεων”, την επαναφορά του ελέγχου, από την πλευρά του Κ.Κ., των μέσων ενημέρωσης και τη διαγραφή από το κόμμα όλων των στοιχείων που παρέκκλιναν από τη γραμμή του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του προλεταριακού διεθνισμού”.

Ο Ντούμπτσεκ (πρώτος αριστερά στη μπροστινή σειρά) μαζί με τον Λούντβικ Σβόμποντα και τον Νικολάε Τσαουσέσκου το 1968.

Αλλά ο Ντούμπτσεκ σε ραδιοτηλεοπτικό του μήνυμα προς τον ανήσυχο τσεχοσλοβακικό λαό ξεκαθάρισε ότι “δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στην προ του Ιανουαρίου κατάσταση” και ότι η πορεία των μεταρρυθμίσεων θα συνεχιζόταν στις συντεταγμένες που είχαν χαραχθεί από το κόμμα.

Αποφασισμένος για όλα πλέον, ο Μπρέζνιεφ κάλεσε έκτακτη, κοινή σύσκεψη των Πολιτικών Γραφείων του Κ.Κ.Σ.Ε. και του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας. Ολόκληρη η ηγεσία των δύο κομμάτων μαζεύτηκε στην μεθοριακή τσεχοσλοβακική κωμόπολη Τσιέρνα, από τις 27 Ιουλίουμέχρι την 1η Αυγούστου για μία συνολική επισκόπηση της κατάστασης, ενώ ταυτόχρονα οι Σοβιετικοί κλιμάκωναν τον ιδιόμορφο “ψυχρό πόλεμο” εναντίον των απείθαρχων συμμάχων τους με νέα στρατιωτικά γυμνάσια στα σύνορα. Στην Πράγα όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Τελικά, το επίσημο κοινό ανακοινωθέν έκανε λόγο, σε πολύ κρύα γλώσσα, απλώς για “πλατιά, συντροφική ανταλλαγή απόψεων”, χωρίς άλλες εξηγήσεις. Ο Ντούμπτσεκ δεν είχε υποκύψει. Ανάλογο τέλος είχε μία νέα έκτακτη σύσκεψη κορυφής του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο Δημαρχείο της Μπρατισλάβα, στις 3 Αυγούστου, που, ελλείψει ουσιαστικού πεδίου συζήτησης, έληξε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Η ρήξη ήταν οριστική.

Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο δεκαπενθήμερο υπήρξε μία αναπάντεχη γαλήνη. Απροσδόκητα, οι Σοβιετικοί απέσυραν τα στρατεύματά τους από τα σύνορα, όπου βρίσκονταν με διάφορα προσχήματα. Ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και ο Νικολάε Τσαουσέσκου πίστευαν ότι η κατάσταση έβαινε προς κάποια εξομάλυνση και έσπευσαν να επισκεφτούν την Πράγα, στις 9 και 15 Αυγούστου αντίστοιχα, προσφέροντας θερμή υποστήριξη στον Ντούμπτσεκ. Γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι η απατηλή ανάπαυλα δεν ήταν παρά η σιωπή πριν από τη θύελλα.

Η εισβολή

Το βράδυ της 20ής Αυγούστου τα στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ συνήλθαν σε έκτακτη συνεδρίαση που κρατήθηκε επιμελώς μυστική από τα μέσα ενημέρωσης. Η απόφασή του άρχισε να υλοποιείται στις 10 το βράδυ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα. Τεθωρακισμένα του σοβιετικού στρατού και άλλων τεσσάρων χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, συνοδευόμενα από εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, εισέβαλαν στην περικυκλωμένη Τσεχοσλοβακία από όλες τις πλευρές των συνόρων. Ο Ντούμπτσεκ, που έμαθε τα νέα ενώ προέδρευε έκτακτης σύσκεψης του Πολιτικού Γραφείου, έμεινε άναυδος: “Δεν μπορεί να μου το κάνουν αυτό! Όλη μου τη ζωή την έχω αφιερώσει στη φιλία με τους Ρώσους!“. Γύρω στη 1 τα χαράματα της 21ης Αυγούστου, το σοβιετικό πρακτορείο ΤΑΣΣ ανακοίνωσε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη “αδελφική βοήθεια στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας” προς το λαό της Τσεχοσλοβακίας “για να σταματήσει η πορεία της αντεπανάστασης που απειλούσε τις ιστορικές κατακτήσεις του”. Η ανακοίνωση ανέφερε ότι την “αδελφική βοήθεια” ζήτησαν “μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, της κυβέρνησης και της Εθνοσυνέλευσης”, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Το χρονικό των γεγονότων της 21ης Αυγούστου, όπως καταγράφηκαν από τον επίσημο ραδιοφωνικό σταθμό της Πράγας, έχει ως εξής:

  • 1 π.μ.: Με ανακοίνωσή του το Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας πληροφορεί τους πολίτες για την εισβολή και τους καλεί να μείνουν ήρεμοι και να προβάλουν αντίσταση για να αποφευχθεί άσκοπη αιματοχυσία, καθώς οι δυνάμεις κατοχής είναι κατά πολύ υπέρτερες. Οι ηγέτες του κόμματος δηλώνουν ότι παραμένουν στις θέσεις τους και ότι συγκαλείται επειγόντως η Εθνοσυνέλευση.
  • 2.15 π.μ.: Οι δυνάμεις κατοχής κόβουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και καταλαμβάνουν το αεροδρόμιο της Πράγας.
  • 3.30 π.μ.: Σοβιετικά τανκς παίρνουν θέσεις έξω από τον κρατικό ραδιοσταθμό της Πράγας.
  • 3.45 π.μ.: Κυκλώνεται από σοβιετικά στρατεύματα το κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής.
  • 4.45 π.μ.: Ο ραδιοσταθμός της Πράγας καλεί τον πληθυσμό να υπακούει μόνο στην κυβέρνηση και το κόμμα και επαναλαμβάνει τις εκκλήσεις για αποφυγή της αιματοχυσίας.
  • 6.36 π.μ.: Ο εκφωνητής λέει, με σπασμένη φωνή: “Όταν ακούσετε τον εθνικό ύμνο, όλα θα έχουν τελειώσει“. Ένα λεπτό αργότερα, ακούγεται ο εθνικός ύμνος και ο σταθμός καταλαμβάνεται από τους εισβολείς.
  • 7 π.μ.: Ο πρόεδρος Σβόμποντα απευθύνει, μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού, έκκληση για ηρεμία λέγοντας παράλληλα ότι “τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εισβολή”.

Οδοφράγματα και σοβιετικά τανκς φλέγονται.

Στο μεταξύ, οι δρόμοι της Πράγας φλέγονταν. Πολίτες της πόλης, κυρίως νέοι, διαδήλωναν με όπλα, πέτρες, ρόπαλα ή και γυμνά χέρια εναντίον των εισβολέων, που απαντούσαν με εκφοβιστικά πυρά πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, κάποτε όμως και κατά πάνω τους. Ένα ρωσικό τανκ πήρε φωτιά έξω από τον ραδιοφωνικό σταθμό, χτυπημένο από αυτοσχέδια βόμβα Μολότοφ. Ένας πολίτης άνοιξε το πουκάμισό του και πρότεινε το γυμνό στήθος του στην μπούκα κάποιου τανκ. Φοιτητές έγραψαν με σπρέι στους τοίχους “Μπρέζνιεφ = Χίτλερ” και ζωγράφισαν σβάστικες πάνω σε ακινητοποιημένα τανκς. Ο Εμίλ Ζάτοπεκ, με στολή συνταγματάρχη, φώναζε στο πλήθος: “Έξω οι Ρώσοι!“. Φορτηγά με ένοπλους φοιτητές και τσεχοσλοβακικές σημαίες κυκλοφορούσαν στην πόλη. Οι εισβολείς άρχισαν να πυροβολούν πιο συχνά και οι πρώτοι νεκροί έπεσαν στην άσφαλτο. Μετά το ξημέρωμα, κέντρο της αντίστασης έγινε η ιστορική πλατεία Βενσεσλάς, στο κέντρο της Πράγας, όπου, παρά τη γενική απαγόρευση της κυκλοφορίας, οργανώθηκαν κατά κύματα συγκεντρώσεις, πορείες και καθιστικές διαμαρτυρίες.

Η Εθνοσυνέλευση, που συγκλήθηκε την ίδια μέρα, καταδίκασε ομόφωνα την εισβολή και απαίτησε την απελευθέρωση των ηγετών του κόμματος που παρέμεναν δεσμώτες των εισβολέων. Την επόμενη μέρα, 1.094 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι για το συνέδριο του κόμματος, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο, συγκάλεσαν παράνομα το “14ο Συνέδριο του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας” σε ένα εργοστάσιο της Πράγας, εξέλεξαν νέο Πολιτικό Γραφείο και κάλεσαν τον πληθυσμό σε γενική απεργία. Η πρώτη γενική απεργία είχε ήδη πραγματοποιηθεί με επιτυχία το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησαν φήμες ότι μία τρόικα του παλιού Πολιτικού Γραφείου υπό τον σκληροπυρηνικό Βασίλ Μπίλακ τάχθηκε στο πλευρό των εισβολέων και προετοίμαζε εσωκομματικό πραξικόπημα.

Ο Ντούμπτσεκ τον Αύγουστο του 1968

Στις 23 Αυγούστου οι Σοβιετικοί κάλεσαν στη Μόσχα τον στρατηγό Σβόμποντα μαζί με τα μέλη του προηγούμενου Πολιτικού Γραφείου Μπίλακ, Χούζακ και Ίντρα, ευελπιστώντας ότι ο βετεράνος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, γνωστός για τα φιλοσοβιετικά του αισθήμαα, θα νομιμοποιούσε την πραξικοπηματική αλλαγή ηγεσίας του κόμματος και της κυβέρνησης που είχαν ετοιμάσει. Τους περίμενε μία μεγάλη ψυχρολουσία. Ο στρατηγός απαίτησε να έρθει στη Μόσχα πάραυτα ο νόμιμος ηγέτης του κόμματος, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Έξαλλος ο Μπρέζνιεφ απείλησε μέχρι και με διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας και απορρόφηση μέρους της από την Ε.Σ.Σ.Δ., αλλά ο παλαιός πολεμιστής δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω. Τελικά υποχώρησαν οι Σοβιετικοί και έφεραν στη Μόσχα με αεροπλάνο τον Ντούμπτσεκ και τον πρωθυπουργό Τσέρνικ για να αρχίσουν οι συνομιλίες από την αρχή.

Στις 27 Αυγούστου, οι ιδιόρρυθμα “συντροφικές” συνομιλίες των δύο “αντιπροσωπειών” έληξαν με ένα επίσημο ανακοινωθέν που επικύρωσε τον συμβιβασμό. Οι δυνάμεις κατοχής προβλεπόταν να φύγουν σταδιακά, σε συνάρτηση με την “ομαλοποίηση” της εσωτερικής κατάστασης, με την υπόσχεση ότι δεν θα αναμιγνύονταν στην εσωτερική πολιτική ζωή της Τσεχοσλοβακίας.

Ο Ντούμπτσεκ παρέμεινε γραμματέας του κόμματος δεσμευόμενος ότι θα έπαιρνε μέτρα “για την ενίσχυση του σοσιαλισμού” στη βάση των αποφάσεων της Τσιέρνα και της Μπρατισλάβα. Οι Τσεχοσλοβάκοι ηγέτες επέστρεψαν την ίδια μέρα στην Πράγα, όπου ένα απογοητευμένο πλήθος διαδήλωνε στην πλατεία Βενσεσλάς φωνάζοντας: “Πείτε μας όλη την αλήθεια” και “Δεν θέλουμε να ζούμε γονατιστοί!“.

Οι καρποί του συμβιβασμού της Μόσχας δεν άργησαν να γίνουν ορατοί. Η λογοκρισία στον Τύπο επέστρεψε. Ο Γκούσταβ Χούζακ ο οποίος, αν και θύμα του Σταλινισμού, είχε πάρει το μέρος των εισβολέων και προαλειφόταν για αντικαταστάτης του πολιτικά πνέοντος τα λοίσθια Ντούμπτσεκ, δεν αναγνώρισε το 14ο Συνέδριο και εκλέχθηκε γραμματέας του Κ.Κ. Σλοβακίας. Ο φιλελεύθερος στρατηγός Πάβελ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το κρίσιμο υπουργείο Εσωτερικών και αντικαταστάτης του ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός συνδικαλιστής Γιαν Πελνάρ. Την 1η Σεπτεμβρίου, σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ., ο Ντούμπτσεκ κήρυξε την αναδίπλωση, δηλώνοντας ότι “το κόμμα δεν έπαιρνε πάντα σε ικανοποιητικό βαθμό υπόψη τα στρατηγικά και γενικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ και των άλλων μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας ως πραγματικούς, αντικειμενικούς, περιοριστικούς παράγοντες σε ό,τι αφορά τον ρυθμό και τη μορφή της πολιτικής μας εξέλιξης“. Στο νέο Πολιτικό Γραφείο εκλέχθηκαν 11 φιλελεύθεροι σε σύνολο 21 μελών, γεγονός εντυπωσιακό αν λάβει κανείς υπόψη ότι η συνεδρίαση έγινε υπό την απειλή των ρωσικών όπλων.

Αντιδράσεις στις άλλες χώρες

Βουκουρέστι, Αύγουστος 1968: Ο Τσαουσέσκου επικρίνει τη σοβιετική εισβολή.

Οι αντιδράσεις των Δυτικών παρέμειναν καθαρά ρητορικές, σύμφωνα με το πνεύμα της Γιάλτας, που αναγνώριζε στο κάθε μπλοκ το δικαίωμα να λύνει εν ανάγκη δια πυρός και σιδήρου τα προβλήματα που αντιμετώπιζε μέσα στη σφαίρα επιρροής του. Οι πιο έντονες αντιδράσεις θα προέρχονταν από τα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα. Ο Τίτο καταδίκασε με βδελυγμία την επέμβαση, ο Τσαουσέσκου, που φοβόταν ότι μπορεί να έρθει η δική του σειρά, οργάνωσε μία τεράστια συγκέντρωση υποστήριξής του στην οποία δήλωσε ότι “οι ένοπλοι εργάτες, αγρότες και φοιτητές, εγγυώνται την ασφάλεια της σοσιαλιστικής μας πατρίας“, προειδοποιώντας τη Μόσχα ότι δεν εννοεί να πάει σαν πρόβατο επί σφαγή, όπως οι Τσεχοσλοβάκοι συνάδελφοί του. Το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, το ιταλικό Κ.Κ. κατήγγειλε τη σοβιετική εισβολή, ακολουθούμενο από μία σειρά άλλα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, που πήραν αποστάσεις από τη Μόσχα, καθώς οι ερπύστριες των ρωσικών τανκς απειλούσαν να συντρίψουν την εκλογική, λαϊκή τους βάση. Μετά τη ρήξη με το Πεκίνο, ένα δεύτερο μεγάλο σχίσμα συγκλόνιζε πλέον το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα: το σχίσμα του ευρωκομμουνισμού. ΠΗΓΗ: wikipedia

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή