- ΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ
Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης, παρέθεσε γεύμα την Δευτέρα 21 Αυγούστου, στους ηγέτες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, τη εξαιρέσει του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα, την Δευτέρα 21 Αυγούστου.
Το γεύμα παρατίθεται με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι ετών από την Σύνοδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και Δυτικών Βαλκανίων που εν προκειμένω είχε λάβει χώρα στην Θεσσαλονίκη,1 το 2003.
Αυτή καθαυτή η πρωτοβουλία καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική και θετική, διότι, αφενός μεν επιβεβαιώνει την στήριξη της Ελλάδας στην ενταξιακή πορεία των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων η οποία είχε απωλέσει δυναμική πολύ πριν την Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία (πλέον, απαιτούνται τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες ώστε να αναθερμανθεί η όλη διαδικασία που δεν θα ξεκινά ex nihilo),2 και, αφετέρου δε, θέτει στο επίκεντρο με μεγαλύτερη ένταση από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, τα οφέλη που μπορούν να έχουν αυτές οι χώρες σε περίπτωση ένταξης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως αυτή η πρωτοβουλία αποδεικνύει πως στην δεύτερη θητεία της η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σκοπεύει να επενδύσει πολλούς συμβολικούς και στρατηγικούς πόρους προς την κατεύθυνση πλήρους αξιοποίησης της παρουσίας της χώρας εντός του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, ξεκινώντας από ένα συγκεκριμένο σημείο για το οποίο έχει προηγηθεί πολλή προεργασία. Διπλωματική και πολιτική.3 Και ένα επίσης σημαντικό γεγονός καθίσταται το ό,τι αυτή η κυβερνητική πρωτοβουλία, που συνιστά συν τοις άλλοις και μία ευκαιρία για την σύσφιξη των σχέσεων με χώρες όπως το Μαυροβούνιο, αποτελεί μία έμμεση αναγνώριση των επιτευγμάτων (ας θυμηθούμε τον καθηγητή Παναγιώτη Ιωακειμίδη), των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Και αυτήν ακριβώς την συμβολική όσο και πολιτική αναγνώριση η κυβέρνηση δυσκολευόταν να την παράσχει κατά την διάρκεια της προηγούμενης τετραετίας, με το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα να καθίσταται η μη αναφορά από τον πρωθυπουργό στη συμβολή του ΠΑΣΟΚ και των κυβερνήσεων του (κυρίως αυτών του Κώστα Σημίτη) στην εμβάθυνση της συμμετοχής της χώρας εντός του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Έπρεπε να λάβει χώρα η αλλαγή υπουργού στο υπουργείο Εξωτερικών και να αναλάβει καθήκοντα ο γενναιόδωρος Γιώργος Γεραπετρίτης προκειμένου να συντελεστεί μία τέτοια ποιοτική ‘αλλαγή’ μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εκεί όπου το επόμενο βήμα θα είναι να επιδεχθεί η ίδια ‘γενναιοδωρία’ και απέναντι στην κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας.
Με την κυβέρνηση να προχωρά στην κύρωση των πρωτοκόλλων που αφορούν τις σχέσεις της χώρας με την Βόρεια Μακεδονία.
Το γεύμα το οποίο δεν θα διστάσουμε να το χαρακτηρίσουμε ως ‘γεύμα εργασίας,’ θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις, να ενεργοποιήσει τους θεσμούς των υποψήφιων προς ένταξη χωρών των Δυτικών Βαλκανίων,4 με διακύβευμα να είναι οι θεσμοί αυτοί που θα προωθήσουν εκ νέου την διαδικασία. Όμως η ίδια η ανάλυση, ανοίγει νέους δρόμους ή αλλιώς, νέες ατραπούς.
Μήπως αυτό το ‘γεύμα εργασίας,’ θα μπορούσε να ωθήσει τους πολίτες αυτών των χωρών να διεκδικήσουν την διαμόρφωση «νέων θεσμών και διαδικασιών πολιτικής», κατά τον Schwarzmantel;5 Από την στιγμή όπου εδώ και αρκετά χρόνια με τους ισχύοντες θεσμούς η ενταξιακή διαδικασία δεν προχωρά;
Δεν θα απαντήσουμε θετικά, εκτιμώντας πως οι υπάρχοντες θεσμοί είναι σε θέση να φέρουν σε πέρας την όλη διαδικασία. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως εάν προέκυπτε το οποιοδήποτε πρόβλημα θα ήσαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αυτοί που θα ενεργοποιούνται ποικιλοτρόπως, απαιτώντας μεταρρυθμίσεις.
Το ζήτημα κατά κύριο λόγο είναι ζήτημα αμοιβαίας βούλησης, με το παράδοξο εδώ να έγκειται στο ό,τι η ύπαρξη ενός μείζονος εξωτερικού ερεθίσματος (Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία/Ρωσο-ουκρανική ένοπλη σύγκρουση) δεν έχει επιφέρει νέα δυναμική ως προς την επίτευξη του στόχου της ένταξης, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν οι τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους και στο Πεντάγωνο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέβαλλαν στο να εξελιχθεί έκτοτε η διαδικασία της ένταξης των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (και όχι μόνο) με πολύ γρήγορους ρυθμούς.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι χώρες αυτές εντάχθηκαν μαζικά στην Ένωση και στον ίδιο χρόνο, ακριβώς διότι είχαν καταφέρει να ευθυγραμμιστούν (η Βόρεια Μακεδονία δεν απέχει και πολύ από την ένταξη της) εκπληρώνοντας ταυτόχρονα τα κριτήρια ένταξης.
Με την σημαντική συνδρομή της Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι πολίτες αυτών των χωρών έχουν ‘μάθει’ πλέον να θεωρούν πως «εχθρός της ελευθερίας δεν είναι η κυβέρνηση per se, αλλά η τυραννική κυβέρνηση»,6 σύμφωνα με τον Elkin (βλέπε το καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην Σερβία). Και αυτό είναι ένα ‘μάθημα’ προς τους δεσποτικούς ηγέτες της εποχής μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Η πραγματοποίηση αυτής της Συνόδου στην πόλη της Θεσσαλονίκης και, περισσότερο η υπογραφή της ‘Διακήρυξης της Θεσσαλονίκης,’ συνιστά ισχυρό δείγμα της επικεντρωμένης στον ‘εξευρωπαϊσμό’ εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε η τότε κυβέρνηση του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) υπό τον Κώστα Σημίτη. Με ενέργειες και με πρωτοβουλίες της τότε κυβέρνησης, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ήρθαν εγγύτερα πολιτικά και αξιακά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τέθηκαν οι βάσεις ώστε οι χώρες της περιοχής να καταστούν υποψήφιες προς ένταξη χώρες, σε μία χρονική περίοδο όπου εντός Ένωσης δίδονταν ιδιαίτερη έμφαση στο κομμάτι της διεύρυνσης. Αρκεί να θυμηθούμε πως μόλις έναν χρόνο αργότερα, αρκετές υποψήφιες προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες εντάχθηκαν σε αυτή, μεταξύ αυτών και η Κυπριακή Δημοκρατία. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έσπευσε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την δυναμική που είχε διαμορφωθεί υπέρ της διεύρυνσης, ‘ρυμουλκώντας’ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, προς τον στενό ευρωπαϊκό πυρήνα, τόσο χώρες των Δυτικών Βαλκανίων όσο και την Τουρκία. Δεν έχουμε κατά νου άλλη κυβέρνηση ευρωπαϊκής χώρας που να έπραξε κάτι τέτοιο, πριν ή και αργότερα. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες της εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης Σημίτη (με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου), είχαν ως αποτέλεσμα να πάψουν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι να αντιμετωπίζουν την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων ως «ιδιωτικό κόσμο στον οποίο ο εξωτερικός κόσμος δεν επιτρέπεται να εισέλθει», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Taylor (εδώ πολύ σημαντική ήσαν και η συμβολή των Ηνωμένων Πολιτειών), κάνοντας εν συνεχεία βήματα τα οποία εμπόδισαν επί μακρόν την Ρωσία και την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας από το να επιχειρήσουν να αυξήσουν την επιρροή τους στην περιοχή. Βλέπε και, Taylor, P., ‘The United Nations in the 1990s: Proactive Cosmopolitanism and the issue of sovereignty,’ Political Studies, 47, 3, 1999.
2 Kαι όμως, ήσαν η πρόσδεση αυτών των χωρών (άλλης λιγότερο, άλλης περισσότερο), στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρύτερα στον Δυτικό κόσμο, ο μείζον παράγοντας που απέτρεψε από το να εκδηλωθούν πλήρως στην επιφάνεια οι φιλο-ρωσικές τάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό χωρών όπως η Σερβία και το Μαυροβούνιο (κάποιες σποραδικές εκδηλώσεις υποστήριξης στη Ρωσική στρατιωτική εισβολή υπήρξαν), εμποδίζοντας το αυταρχικό, Πουτινικό καθεστώς από το να επιχειρήσει να συγκροτήσει έστω έναν άτυπο ‘ΝοτιοΣλαβικό άξονα.’ Συνήθως αυτή η εξέλιξη παραβλέπεται, παρά το ότι, πέραν των άλλων, ώθησε τους πολιτικές ηγέτες αυτών των χωρών, να καταδικάσουν ρητά την Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία.
3 Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη κινήθηκε διαφορετικά. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως αξιοποίησε την συμμετοχή της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την πρώτη στιγμή, ήτοι από το 1996, μετά την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την δεύτερη τετραετία της η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη να ‘δρέπει τους καρπούς’ των ‘έξυπνων’ επιλογών της και της πολύ καλής δουλειάς της.
4 Όπως επισημαίνει ο Olsen με εκείνην την χαρακτηριστική, για έναν θιασώτη της παραδοσιακής θεσμικής προσέγγισης, γλώσσα, «οι θεσμοί επιτρέπουν και καθιστούν δυνατή, όπως και περιορίζουν την αλλαγή». Και από το πόσο ‘έτοιμοι’ και ευεπίφοροι στην ‘αλλαγή’ θα καταστούν οι θεσμοί των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, θα κριθεί σε ποιο βαθμό θα καταφέρουν να ενταχθούν σχετικά γρήγορα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό που οι διάφοροι θεωρητικοί των Ευρωπαϊκών Σπουδών έχουν παραγνωρίσει, είναι το ποια ήσαν η συμβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στην προώθηση, ιστορικά, των διαφόρων ‘κυμάτων’ διεύρυνσης της Ένωσης. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα επισημάνουμε πως η συμβολή τους υπήρξε εξόχως σημαντική και καίρια στο ‘κύμα’ διεύρυνσης που προέκυψε την δεκαετία του 2000, τότε που μετά την ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, ο Δυτικός κόσμος κατέστη περισσότερο ομοιογενής πολιτικά, θεσμικά και αξιακά, (οι όποιες διαφορές δεν ήρθησαν), περισσότερο ενισχυμένος γεω-πολιτικά, φθάνοντας στο peak της συμβολικής δύναμης και ισχύος του, εν καιρώ μετα-νεωτερικότητας. Βλέπε σχετικά, Olsen, J.P., ‘Organising European Institutions of Governance: A prelude to an institutional account of political integration,’ ARENA Working Papers, 2000.
5 Βλέπε σχετικά, Schwarzmantel, J., ‘Citizenship and Identity: Towards a new republic,’ London & New York, Routledge, 2003.
6 Βλέπε και, Elkin, S.T., ‘Madison and after: The American Model of Political Constitution,’ στο: Bellamy R., & Castiglione D., (επιμ.), ‘Constitutionalism in transformation: European and theoretical perspectives,’ Oxford, Blackwell Publishers, 1996. Τα θέματα διμερών σχέσεων που συζητήθηκαν, επισκιάσθηκαν από τις ευρύτερες συζητήσεις περί ένταξης των χωρών αυτών στην Ένωση. Η οποιαδήποτε ευκαιρία προκύψει στο εγγύς μάλλον, ευκαιρία επιτάχυνσης της ενταξιακής διαδικασίας, πρέπει να αξιοποιηθεί.