ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
…Ένας αλήτης άνεμος
Ένας αλήτης άνεμος και παγερός Βαρδάρης
με ξύπνησε στο λυκαυγές πριν σβήσει ο Εωσφόρος
και ούρλιαξε στο τζάμι μου σαν χωρικός βαρκάρης
που –μιας πόλης– τον άρπαξε μεγάλη λεωφόρος
με τις βιτρίνες μαγαζιού που φούμαρα πουλούσε
σε φίνους καταναλωτές του «δήθεν» και του «έτσι»
και μ’ άλλους θαλασσογενείς το βιος του ξεπουλούσε
να πάρει «διαμέρισμα» – κι ας είναι και «κοτέτσι»
να ζήσει εκεί πανευτυχής στου άστεως την «χλίδα»
κι ας ψωμοζεί με ψίχουλα σαν «μαύρο, κολασμένος»
κρατώντας για «εικόνισμα» την πάνδολη «Ελπίδα»
μήπως κι από «θαλασσινός» γίνει «πολιτισμένος»!…
*
Απ’ τα παλιά «πτολίεθρα» στις σύγχρονες τις πόλεις
πέρασαν απ’ τα «Σόδομα» στα «εξώλης και προώλης»
σε κτίσματα και οικήματα που ’ναι «κλουβιά ανθρώπων»
πλατείες, πεζοδρόμια, δρόμους «των παλιανθρώπων»
να μένεις πάντα άναυδος «δραγάτης σ’ αμπελώνες»
κι όταν δίπλα σου κλέβουνε τ’ς αρχαίες τις κολώνες
προγονική κληρονομιά σ’ απόγονους «καθίκια»
που χαίρονται σαν τους πατούν οι άλλοι ως «σκουλήκια»
και υποκλίνονται σεμνά – κάνουν και τεμενάδες
σε ισχυρούς –πανίσχυρους– γνωστούς «τεμπελχανάδες»!…
*
Τι κι αν φυσούν οι άνεμοι πουνέντες και σιρόκος
εδώ αφέντης, βασιλιάς είναι ο Μπιρικόκος
του Καραγκιόζη το παιδί και της κυρά-Αγλαΐας
μια «στόφα ευρωπαϊκή» μ’ αντίληψη Ασίας
-ο Κολλητήρης πρωτογιός, δεύτερος ο Κοπρίτης
ενδεικτικά ονόματα του ήθους και της «λύπης»-
σαν τον ντουνιά που συναντώ στα «αστικά», στους δρόμους
που τον «σταυρό» τους κουβαλούν νυχθημερόν στους ώμους
αλλά πολύ αρέσκονται να κάνουν τον καμπόσο
πουλιούνται για το «τίποτα», για ένα «τρύπιο γρόσο»
και αν ποτέ δεν φόρεσαν «κασμίρι» παντελόνι
τον Φαρισαίο παριστούν και τον λεφτά Τελώνη!…
*
Οι χώροι θέλουν… χωρικούς, και οι πόλεις… τους πολίτες
και η ρημάδα η ζωή… «αδίστακτους αλήτες»
γιατί δεν τιθασεύονται το θράσος κι η βλακεία
κι ούτε γίνεται άνθρωπος κανένας στα σχολεία…