ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
…κι εσύ να την βολέψεις
Κλείνει το πρώτο τέταρτο του Εικοστού και Πρώτου
μ’ έτος που μπήκε χαρωπά και… μετά μέγα κόπου
με υποσχέσεις κι όνειρα, με κάθε προσδοκία
για την Ειρήνη επί Γης, τέλος στην αδικία
να ’χουν μια στέγη οι φτωχοί, ψωμί οι πεινασμένοι
πατρίδα οι «ανέστιοι», φροντίδα… οι γερασμένοι
βάζοντας νου οι Δυνατοί, σύνεση, λίγη σκέψη
κι η πέννα ενός Ηρόδοτου στο μέλλον θα τους στέψει
σαν κάνουν των αδύναμων τ’ όραμα να ’χει σάρκα
στο Σύμπαν το ατελεύτητο πηγαίνοντάς το τσάρκα!
*
Παίρνουν και δίνουν οι ευχές για το Είκοσι Πέντε
κι ας ξέρουν πως τα χέρια τους… άδεια θα ’χουν τα πέντε
καθότι αυτοί γεννήθηκαν φτωχοί και γελασμένοι
με χείλη χαμογελαστά, ψυχή δε πικραμένη
που την τονώνουν αγερμοί από αγυρτών μπουλούκια
οπού κατέχουν την «Αρχή» σε μάζες τουρλουμπούκια
συνέχεια υποσχόμενοι Ειρήνη κι Ευτυχία
στον μυστικό τους πόλεμο για την… επιτυχία
γι’ αυτό και ούτε φείδονται παιδιά για να σκοτώνουν
το «είναι» τους το αιμοδιψές… με θύματα τονώνουν!
*
–Ξένοι από ιδανικά, μακριά από αξίες
σε μια ρουλέτα η ζωή με συνεχείς θυσίες`
κι όλοι μου λεν κατάφατσα: «Αν κάτι είναι να δρέψεις
πρέπει να βρεις τον τρόπο σου κι εσύ να την βολέψεις»!
Οι λέξεις δίχως νόημα, χωρίς πνοή οι φράσεις
αέναος ο οχετός στις σύγχρονες εκφράσεις`
κενού περιεχόμενου φωνήματα εκτοξεύουν
τα γλωσσικά σπαράγματα αδιάντροπα… φονεύουν!
Έτσι δεν βγάζει νόημα σ’αυτά που λένε εκείνοι
κλείνεσαι στο καβούκι σου, πενθώντας την οδύνη!
*
Το δάκρυ απ’ τα μάτια μου κυλά μαργαριτάρι
ελπίζει σ’έναν λυτρωτή κι αδούλωτο λιοντάρι…