Γιώργος Σκιάνης: “Μαύρες σκέψεις”

Ακόμη και τώρα, στα εβδομήντα μας, τον προσέχουμε τον Κώστα. Όταν βγαίνει η παρέα για κάνα κρασί ή τσίπουρο, του γλυκομιλάμε, του δίνουμε την καλύτερη θέση και τον σερβίρουμε πρώτο.

by ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

Μαύρες σκέψεις

Ο ΚΩΣΤΑΣ είναι καλός άνθρωπος με ένα ελάττωμα. Προσβάλλεται εύκολα και την προσβολή δεν την καταπίνει. Η μάνα του η κυρά Φρόσω έλεγε –  την καημένη την θυμάμαι σαν τώρα – ο Κωστάκης μου είναι πολύ ευαίσθητος. Να μου τον προσέχετε.

Τον προσέχαμε τον Κώστα και ήταν φίλος μας. Γενικά είχε καλή διάθεση, έκανε καλαμπούρια και ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής της παρέας. Στις ταβέρνες που γυρνάγαμε άρχιζε το τραγούδι και δεν το τελείωνε . Μερικές φορές οι άλλοι θαμώνες μας την λέγανε: δεν πάτε σε κάνα ρέμα να τραγουδήσετε ρε! Ο Κωστάκης παρεξηγιότανε και το έπαιρνε βαριά.

Εδώ ακριβώς αρχίζουν τα παράξενα. Ξέρω πως δε θα με πιστέψετε αλλά το ίδιο μου κάνει, την αλήθεια θα την πω. Μια φορά που πήγαμε στην ταβέρνα της γειτονιάς, τον Σουράβλη, ένας βαρύμαγκας που καθότανε παραπέρα με τη γκόμενα σηκώθηκε ξαφνικά, πήγε αγριεμένος προς τον Κώστα και του τράβηξε την καρέκλα. Ο Κώστας έπεσε, σηκώθηκε, τον κοίταξε στα μάτια, πήρε το μπουφάν του από την πλάτη της καρέκλας, το φόρεσε και έφυγε αμίλητος.

Εμείς οι άλλοι το βουλώσαμε. Ο μάγκας είχε κακό όνομα στην περιοχή. Φύγαμε μετά από λίγο συννεφιασμένοι. Μας την είχε χαλάσει το παλιοτόμαρο.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, περνώντας έξω από το μαγαζί του Σουράβλη ακούω το αφεντικό να φωνάζει: Γιατρέ έλα να σου πω!

Εγώ γιατρός δεν είμαι αλλά για τον Σουράβλη όλοι οι πελάτες του είναι γιατροί. Ξέρεις τι έπαθε ο γιατρός, ο μάγκας ο χθεσινός; μου λέει. Δεν ξέρω και δε με νοιάζει. Θα σε νοιάξει αν μάθεις ότι έπαθε έμφραγμα και βρίσκεται στην εντατική. Τον χάνω τον πελάτη, μου είπε και μου έκλεισε το μάτι με νόημα.

Μετά από αυτό, του κάναμε πλάκα του Κώστα: τον έφαγες τον άνθρωπο! Ο Κώστας μας κοίταξε σκοτεινιασμένος και σιωπηλός.

Την άλλη μέρα με πήρε παράμερα. Άκουσε Νώντα και μη με πάρεις στο ψιλό. Έχω σοβαρό πρόβλημα. Το οποίον; του λέω μισογελώντας. Αν συνεχίσεις έτσι σταματάει εδώ η συζήτηση, μου λέει. Κάνω αμέσως πίσω και ο Κώστας μου εξομολογείται τον πόνο του.

Νώντα, ήμουνα έξι χρονών και ο παππούς μου δε μου έκανε το χατίρι να με πάει στο ΣΙΝΕΑΚ. Θύμωσα τόσο που ευχήθηκα ο παππούς να πεθάνει. Την άλλη μέρα ο παππούς έπαθε εγκεφαλικό και μετά από δύο μέρες πέθανε. Εγώ αρρώστησα από διφθερίτιδα και τη γλίτωσα φθηνά μετά από ταλαιπωρία ενός μήνα.

Γέλασα νευρικά. Κώστα παραλογίζεσαι, του είπα. Καλά μου λέει και μου το ξέκοψε.

Τα χρόνια περνάγανε, τα παιδιά της παρέας βρέθηκαν από δω κι από κει αλλά η επαφή μεταξύ μας διατηρήθηκε. Στο μεταξύ μάθανε και οι υπόλοιποι για την εμμονή του Κωστή και όλο γινόταν πλάκα για το ζήτημα πίσω από την πλάτη του. Κυκλοφορούσαν πολλά ανέκδοτα που είχαν όμως και βάση. Τη μια γκρεμοτσακίστηκε στο σκι ο διευθυντής που τον είχε βάλει στο μάτι, την άλλη χτύπησε αυτοκίνητο την γυναίκα που τον είχε παρατήσει και μέσα στα πολλά, όταν τον απολύσανε από μια χαρτοβιομηχανία που εργαζόταν, πήρε φωτιά το κτήριο και η βιομηχανία καταστράφηκε ολοσχερώς.

Ακόμη και τώρα, στα εβδομήντα μας, τον προσέχουμε τον Κώστα. Όταν βγαίνει η παρέα για κάνα κρασί ή τσίπουρο, του γλυκομιλάμε, του δίνουμε την καλύτερη θέση και τον σερβίρουμε πρώτο. Γιατί ο Κωστάκης είναι το καλύτερο παιδί αλλά πολύ ευαίσθητος και παρεξηγείται εύκολα.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com