Η λάμπα του Παλαμά

Κοίταζα και το χέρι του ποιητή, το σεβαστό και αγαπημένο χέρι της πρώτης μας νιότης, του Οδηγητή το χέρι, που ξεκουραζόταν στα γόνατά του σήμερα, άρρωστο, δυσκολοκυβέρνητο, και δε μπορούσε πια να παίξει τη φλογέρα του Βασιλιά κάτω από τόσο φως!

by Times Newsroom

28 Φεβρουαρίου 1943 – «Ηχήστε σάλπιγγες…» απαγγέλλει ο Άγγελος Σικελιανός στην κηδεία του σπουδαίου έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά στο Α’ Νεκροταφείο, η οποία εξελίσσεται στην κορυφαία -ίσως- αντιστασιακή εκδήλωση κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, με τη συμμετοχή χιλιάδων κόσμου.

__________________________________

ΟΣΟΙ πρόφτασαν και πήγαν να ιδούνε τον Παλαμά στο παλιό του εκείνο σπίτι, όταν ακόμα έμενε στην οδό Ασκληπιού, θα θυμούνται το γραφείο του ποιητή, το πνευματικό του τ’ αργαστήρι. Το “κελλί” του, όπως ατός του το ’λεγε ο μεγάλος μας κοσμοκαλόγερος της “Ασάλευτης ζωής”, ο ερωτευμένος “της Πολιτείας και της Μοναξιάς”. Είταν ένα στενόχωρο καμαράκι, ξεχείλιζε από βιβλία και λογής χαρτιά. Βγαίναν από παντού, δεμένα κι άδετα, παλαιϊκά και φρεσκοτυπωμένα, κιτρινισμένα από την πολυκαιριά ή μόλις ερχομένα από το πιεστήριο. Από τα ράφια ανέβαιναν ώς το ταβάνι, ξεπρόβελναν από τις θυρίδες, ξάπλωναν στα τραπεζάκια, ξεμυτούσαν από τα κουφώματα των κλειστών παραθυριών.

Πάνω στο γραφείο του είταν άλλοι σωροί, βιβλία, χαρτιά, περιοδικά, και μέσα απ’ όλο αυτό το χαρτολόι ανεδύετο ο Παλαμάς. Ο πιο χαραχτηριστικός τύπος του πνευματικού ανθρώπου που αντίκρυσε η γενιά μας στον κόσμο. Λεπτοκαμωμένος, γεροντάκος, λιγνός, με ντελικάτα σουσούμια, με ανήσυχα χέρια. Κάτι περίφημα χέρια από μαστιχοκέρι. Μας χαμογελούσε με κείνα τα μάτια, του Παλαμά τα μάτια, μαύρα, ντροπαλά, και μαζύ φλογερά. Φώλιαζαν κάτω από κάτι φρύδια πρωτοφανή, μεγάλα σα φτερούγες που άσπριζαν κάθε χρόνο και πιο πολύ και μου θύμιζαν το μοναχικόν αητό του τραγουδιού, που χιονίζει πάνω στις φτερούγες του. Εκεί αποκάτου είταν κρυμμένα τα μάτια του. Ξαφνικά ξεπρόβελναν, άστραφταν και πάλι αποτραβιούνταν. Σαν αρματωλός που πυροβολεί πίσω από μετερίζι.

Όσες φορές πήγαινα στο προσκύνημά του, πάντα έφευγα με την αίσθηση πως άφινα πίσω, μέσα σε κείνο το μουντό κελλί, μια λαμπάδα ελληνική από καθάριο μελισσοκέρι, να λιώνει και να σώνεται από την ίδια τη φλόγα της, από της ποίησης την αδάμαστη φλόγα. Αυτής της φλόγας το απόφεγγο το βλέπαμε ώς τα προχτές, ακόμα και μέσα στα λυπημένα ηλιοβασιλέματα του Παλαμά, να αντιλάμπει στα σκοτεινά νερά των ματιών του, ‘ως που πέρασε και τα’σβυσε ο ίσκιος του Χάρου.

Λοιπόν μέσα σε κείνο το κελλί, όπου γραφόταν όλο το έργο του ποιητή επί σαράντα αραδιαστά χρόνια, είταν μια φτωχική λάμπα, που άναβε το χλωμό της αστράκι μόλις έπεφτε το μούχρωμα στην Αθήνα. Το βράδι έπεφτε πολύ γρήγορα εκεί μέσα. Είταν μια λάμπα του πετρελαίου· αυτή είδε ολάκερο το έργο του Παλαμά ν’ ανθίζει στίχο στο στίχο κάτω από το φωτερό κύκλο της. (Θα ’πρεπε να φυλαχτεί αυτή η λάμπα, και το τραπέζι της δουλειάς του τηςς σαραντάχρονης, αφού δεν πρόκοψε η Ελλάδα να αγοράσει ολάκερο το σπίτι της οδού Ασκληπιού, να το φυλάξει μέσα στ’ ακριβά εθνικά μας θυμητάρια για τις ερχούμενες γενιές, μια που όλο-όλο το νόημα της Ελλάδας είταν, είναι και θα είναι καθαρά πνευματικό και μόνο).

Την αγαπούσα κείνη τη λάμπα, την εύρισκα τόσο συμπαθητικά συνταιριασμένη με όλα εκεί μέσα, ν’ ανάβει κάθε βράδι, όταν από κάτου η πολυθόρυβη Αθήνα σκόρπαγε τα νεοπλουτικά φώτα της πάνω από έναν κόσμο θορυβώδικο και βιαστικό, που κυνηγούσε το τραμ με το ρολόι στο χέρι, λαχανιασμένη από μάταιη πολυπραγμοσύνη.

Είναι κάπου ένα παλιό τραγουδάκι του ποιητή, πολύ απλό. Τ’ αγαπούσα από παιδί, και κατόπι τ’ αγαπούσαν το ίδιο τα παιδιά μου και μου το ξανάλεγαν:

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
στη μοναξιά και στη σιωπή.
Ξέρω μια πράσινη ραχούλα,
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ,
με τα παλάτια, με τους κήπους,
Δε θα το χτίσω εκεί.
Κτλ.

Λοιπόν αυτό το σπιτάκι το ’βλεπα μέσα στη φαντασία μου ξεμοναχιασμένο, σιωπηλό, να φωτίζεται το βραδάκι με τη λάμπα του πετρελαίου, με κενή τη λάμπα του Παλαμά, που σηκωνόταν και της ανέβαζε το φως προσεχτικά με το χλωμό χέρι του.

Και σαν π΄πηγα κατόπι να ξαναδώ τον εθνικό μας Γέρο στο νέο σπίτι που μετακόμισε, κει πάνω στην Πλάκα, δε βρήκα πια τίποτα από το “κελλί”, τίποτα, ούτε τη λάμπα του πετρελαίου. Μπορεί να ’ταν και το όραμα από τα φοιτητικά μας νιάτα που έχασα από τα μάτια μου μαζύ της. Ο κιτρινωπός φωτοστέφανος από τη φέξη της, που κύκλωνε τόσα σγουρά κεφάλια, φουντωμένα από φιλοδοξίες και τολμηρά όνειρα. Όλα τώρα πια εκεί μέσα στο νέο σπίτι είταν καινούργια, μοντέρνα, άνετα. Και απρόσωπα, όπως τα έπιπλα σ’ όλα τα σαλόνια, σ’ όλες τις τυπικές πολυκατοικίες. Αυτή τη φορά το γραφείο του Παλαμά φώτιζε μια κομψή ηλεχτρική λάμπα με σπειρωτή βάση από γλυπτό ξύλο, με ευχάριστα χρωματισμένο το σκιάδι της. Και από το ταβάνι κρεμόταν ένα πολύφωτο μπρούντζινο, που έλαμπε ολοκαίνουργιο.

Δε βάσταξα και του το ’πα, για τη λάμπα που άναβε στο Σπιτάκι της Μοναξιάς και της Σιωπής, και τόσες φορές φώτισε τα σγουρά κεφάλια της παλιάς φοιτηταριάς.

Ο Παλαμάς κατάλαβε τη συγκίνησή μου, τα μάτια του κοίταξαν με αγάπη κάτω από τις άσπρες φτερούγες τους. Σώπαινε κάμποσο, έβλεπε τα χέρια του. Κατόπι, δίχως ν’ απαντήσει, μας λέει:

– Θυμούμαι λοιπόν την πρώτη μας λάμπα. Είμασταν μικρά παιδιά, σαν μας έφερε ο πατέρας στο σπίτι την πρώτη λάμπα. Ακόμα κείνα τα χρόνια άναβαν λύχνους και καντηλέρια. Μαζεύτηκαν δικοί και γειτόνοι στο σπίτι να τη δουν. Σβύσαμε λοιπόν τους λύχνους, ο πατέρας την άναψε με προσοχή, με σοφία. Όλοι σάστιζαν κι απόμειναν να βλέπουν. Τι άσπρο που είταν το φως της! Ακόμα θυμάμαι πόσο άσπρο είταν το φως της πρώτης μας λάμπας…

Βυθίστηκε στη συλλογή των περασμένων, που τα φώτιζε γλυκά άλλη μια λάμπα του πετρελαίου. Και ’γω κοίταζα τ’ ωραίο πολύφωτο στο ταβάνι, κοίταζα και την κομψή λάμπα του γραφείου, και τα μάτια του Παλαμά που ηλιοβασίλευαν κάτω από τους ίσκιους των φρυδιών.

Κοίταζα και το χέρι του ποιητή, το σεβαστό και αγαπημένο χέρι της πρώτης μας νιότης, του Οδηγητή το χέρι, που ξεκουραζόταν στα γόνατά του σήμερα, άρρωστο, δυσκολοκυβέρνητο, και δε μπορούσε πια να παίξει τη φλογέρα του Βασιλιά κάτω από τόσο φως!

***

Προχτές το πρωί μας είπαν:

– Πέθανε ο Παλαμάς!

Κάτι στάθηκε μέσα στη ροή της ζωής μας. Είταν μια επίσημη στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας. Μας συντάραξε η είδηση όσο κι αν την περιμέναμε, καιρό τώρα. Πάντα λέγαμε πως η Μοίρα θα τον άφινε πρώτα να ιδεί την Άνοιξη που έρχεται, πως θα μας φύλαγε το χέρι του ζωντανό, όσο να προφτάσει να κρατήσει τη λαμπάδα της σιμοτινής Αναστασης, που είταν ο καημός του. Κ’ ύστερα, ας πέθαινε.

Δεν είταν το γραφτό του…

Η Ναυσικά μάς πήρε από το χέρι και μάς οδήγησε στο νεκροθάλαμο:

– Σας περιμένει ο πατέρας…

Το είπε έτσι, όπως τότε που ζούσε ακόμα ο ποιητής.

Το τελευταίο μεσημέρι του Φλεβάρη έμπαινε ηλιόχαρο από παντού. Ο ουρανός με τα πιο γαλάζια του πάνω από την Ακρόπολη. Στην αυλή, στις σκάλες, γλάστρες ανθισμένες. Ο Παλαμάς είταν ξαπλωμένος σ’ ένα κλινάρι απλό, φτωχικό, σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι. Το μικρό του σώμα έπιανε τόσο λίγον τόπο. Όσο ένα παιδί. Είταν σκεπασμένος από κλωνάρια μυγδαλιάς, που τόσο τα τραγούδησε, από ένα πλήθος αττικούς μενεξέδες, που τόσο τους αγαπούσε.

Το πρόσωπό του… Ποτές δεν είχαμε ιδεί το πρόσωπο του Παλαμά τόσο γλυκό, τόσο ησυχασμένο και ήμερο. Πάντα του κρατούσε ένα λαφρή σπασμό αγωνίας, που σήκωνε μια τρικυμία από ρυτίδες στο μέτωπο. Τώρα αυτή η ταραχή της ανήσυχης ψυχής, που χτυπά μεγάλα φτερά και δοκιμάζει τη μπόρεσή της να εκφραστεί, έλειπε. Πέρασε η γαλήνη του απόλυτου, σάρωσε τις ρυτίδες και ειρήνεψε το μέτωπο, που χώρεσε τα καλοκαίρια και τις καταιγίδες της αιώνιας Ελληνικής Ζωής. Ένα χαμόγελο άνθιζε από τα ψιλογραμμένα μυσίδια, είχε κατακαθίσει παντού στα χλωμά επίπεδα, στα άσπρα μουστάκια, στα γένια. Ποτέ δεν είδαμε τόσο ωραίο και απολυτρωμένο τον Παλαμά.

Σα σκύψαμε ν’ ανεσπαστούμε για στερνή φορά το χέρι του Ποιητή και του Εθνάρχη, το αναζητήσαμε ανάμεσα από τα γαλάζια ζεμπούλια, κάτω από το κονισματάκι που ακουμπούσε εκεί.

Είταν ακόμα πιο μικρό, τα δάχτυλα φτενά, κοντυλένια. Το μελισσοκέρι της ουσίας τους ακόμα πιο χλωμό, διάφανο σαν της κερήθρας. Από κάτω ξεχώριζαν τα λεπτότατα κοκκαλάκια σαν από ελεφαντόδοντο. Σα θα μάς τα δόσει ο καλλιτέχνης που πήρε το έκτυπό τους, όλοι θ’ απορέσουν να δουν τι ντελικάτα είταν τα δάχτυλα που τόσο υψηλούς ήχους έβγαλαν από τη Φλογέρα του Βασιλιά κι από το Βιολί του Γύφτου. Θα ’πρεπε να τα δούμε σε αγιοκέρι ή σε φίλντισι. Σπάνια η ευγένεια της ράτσας, που λεν πως σημαδεύεται στα δάχτυλα και στ’ αφτιά του ανθρώπου, πήρε μια τόσο επίσημη σφράγιση.

Μείναμε πολλήν ώρα πλάι στο νεκρό, ώς να χορτάσουν τα μάτια μας την ομορφιά του, να μπορέσει να την κρατήσει η μνήμη αθάμπωτη ώς στο τέλος της ζωής μας. Μια νέα κυρία μπήκε, με τα ωραιότατα χέρια της έδενε χιονάτη γραβάτα στο κολλάρο του νεκρού. Το φιογγάκι στάθηκε σαν άσπρη πεταλούδα ανάμεσα στα λουλούδια.

Έξω στους διαδρόμους, γυναίκες πηγαινόρχονταν, το τηλέφωνο μιλούσε αδιάκοπα. Ένας συνεχής ήχος από χαμηλωμένες φωνές. Όμως στο νεκροθάλαμο είταν μια θρησκευτική σιωπή. Τα βιβλία, στα ράφια τους, ανέβαιναν όπως πάντα, ψηλά ώς το ταβάνι. Είχα την αίσθηση πως απ’ αυτά έβγαινε κείνη η παράξενη, ομαδική σιωπή, που είταν μ’ έναν τρόπο,σχεδόν μελωδικό, συντονισμένη με του ποιητή τη σιωπή.

Είταν πάλι το ίδιο. Τα βιβλία, ο Παλαμάς και δυο τρεις φίλοι. Είταν και κάτι άλλο. Εκεί, πάνω στο γραφείο, ένα νεκροκάντηλο άναβε, σε πιατάκι από άσπρη πορσελάνα με γαλάζια λουλουδάκια. Η μικρή φλόγα του λαδιού στέκοταν χρυσή, σχεδόν ασάλευτη, μέσα στην φωτοπλημμύρα του Φλεβάρη. Όμως κ’ έτσι μικρή, ταπεινή, κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα του νεκροθάλαμου. Είταν σα ν’ ακουμπούσε πάνω σε όλα, στα πρόσωπα, στα έπιπλα, στις ζωγραφιές και στα βιβλία, μια χρυσή, ιλαρή ματιά.

Ξαναθυμήθηκα πάλι τη λάμπα του Παλαμά. Τούτη είταν η στερνή του.

____________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: “Πειραϊκά ΓΡΑΜΜΑΤΑ”. Μηνιαίο Λογοτεχνικό Περιοδικό. Διευθυντές – Ιδιοκτήτες: Ισιδώρα Καμαρινέα – Κλέαρχος Στ. Μιμίκος. Τόμος τρίτος, τεύχος 3, Μάρτιος 1943
  • Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com