Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, διδάσκων στο Καθολικό Μουσείο Του Ξενώνα στην Κωνσταντινούπολη του 15ου αι. Ο Αργυρόπουλος είχε σπουδάσει πριν από την άλωση στην Ιταλία και ήταν μεταξύ των πρώτων λογίων που κατέφυγαν στη Δύση. (φωτ.: Κων. Σπ. Στάϊκος «Βιβλιοθήκη. Από την αρχαιότητα έως την αναγέννηση», 1996)
- Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Υπάρχει αξιοπαρατήρητη αντιστοιχία ανάμεσα στις δυο αλώσεις: την άλωση της Κορίνθου από τον Λεύκιο Μόμμιο, το πάρσιμο της Πόλης από το Μωάμεθ το Β΄ τον Πορθητή. Ο Οράτιος προσδιόρισε το ουσιαστικότερο αποτέλεσμα της πρώτης: η Ελλάδα νικημένη, ομολόγησε, εδούλωσε τον κατακτητή κι έμπασε τις τέχνες στο άγροικο Λάτιο. Της δεύτερης την άμεση πνευματική συνέπεια υπομνηματίζουν οι τρεις αιώνες της δυτικοευρωπαϊκής και βορειοευρωπαϊκής Αναγέννησης.
Είναι πάντα πολύ αληθινό εκείνο που πιστεύουμε όλοι: πως ο Ελληνισμός δεν είναι παρά μια πνευματική παρουσία. Δηλαδή κάτι που δεν αιχμαλωτίζεται, δεν “αλίσκεται”, δεν αφανίζεται, γιατί είν’ αδιάκοπα αστάθμητο, ασύλληπτο και αυτοδύναμο και αυτοκυβέρνητο, που επιζεί και που ανανεώνεται. Έτσι, και στις δύσκολες ώρες του, βρίσκει πάντα τον τρόπο να γονιμοποιήσει μια νέα εποχή και να προετοιμάσει μια νέα καρποφορία. Κι όταν χάνει το γενέθλιο χώμα, αναζητεί νέα χώματα. Είναι μια δύναμη διεισδυτική, αράγιστη κι ασύντριφτη. Η μόνη άσπιλη, καθαρή και λεύτερη δύναμη που κατέχει ο κόσμος. Μια συνείδηση, μια αξιοπρέπεια και μια πίστη, που, σαν τη στερηθεί κανείς, αποβαρβαρώνεται.
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου
Ήδη από τον όγδοο αιώνα π.Χ., όταν στένεψε η γη των Ελλήνων, όταν οι εσωτερικές διχοστασίες δυσκόλευαν τη ζωή, ο Ελληνισμός άρχισε ν’ αποβλέπει σ’ ένα άπλωμα, σε μια ειρηνική, ως επί το πολύ, κατάκτηση. Οι τρεις αιώνες, μπορεί να ήταν και περισσότεροι, του αρχαιοελληνικού αποικισμού, δεν εκφράζουν παρά τη διάθεση τούτη. Οι πολιτικοί και οι οικονομικοί λόγοι συνεργούν. Μα το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η υλική ακμή, είναι και η πνευματική ευφορία, που επιτρέπει στις αποικίες να δημιουργήσουν “πολιτισμό”, δηλαδή να πλουτίσουν την πνευματική και την ηθική συνείδηση του ανθρώπου. Από τη Μαιώτιδα ίσαμε τις Βαλεαρίδες και πάρα πέρα η αποικιστική κατάκτηση πολύ σύντομα μεταμορφώνεται σε μια κατάκτηση του πνεύματος. Ερημικές ακρογιαλιές και αυχμηρά νησιά και κάποιες ενδοχώρες, που τις κατοικούν φύλα και στίφη ανέγγιχτ’ από την ευλογία του πνεύματος, γίνονται κέντρα παιδείας και ανθρωπιάς. Η Σικελία, οι Συρακούσες ακτινοβολούν σοφία και ποίηση. Δε γίνονται μόνο μια πρωτεύουσα στη Μέση Θάλασσα –και μάλιστα την ώρα, που μια νέα διχοστασία έχει θολώσει την καρδιά και το νου στη μητροπολιτική Ελλάδα–, μα και η φιλόξενη καταφυγή των φιλοσόφων και των ποιητών. Ίσαμε σήμερα η Σικελία διατηρεί την ελληνική της μνήμη αλώβητη. Είναι μια Ελλάδα που έχει επιζήσει. Το περιστατικό της αθηναϊκής αιχμαλωσίας δεν είναι χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Οι ηγεμόνες της Συράκουσας αγαπούν το στοχασμό και το λόγο. Είναι οι ίδιοι ποιητές, φυσικά κακοί καθώς όλοι οι ηγεμόνες. Κι όταν η λυρική εκστρατεία τού Αλκιβιάδη, η σικελική, αποτυχαίνει, οι αιχμάλωτοι Αθηναίοι παρηγοριούνται στις “λιθοτομίες”, απαγγέλλοντας χορικά από τις τραγωδίες του Ευριπίδη. Αυτό θέλει να πει, πως μπορεί ν’ αρρώστησαν μέσα τους όλα, έξω από την αξιοπρέπεια της καταγωγής, που είναι η αξιοπρέπεια του πνεύματος, στη δική τους περίπτωση. Νικητές και νικημένοι δυναστεύονται από τον ίδιο αγαθό δαίμονα.
Σε μικρογραφία χειρογράφου του 15ου αι. Ο καθηγητής της Σορβόννης G. Fichet προσφέρει ρητορικό του σύγγραμμα στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, ως δείγμα της αναγνώρισης του για τη διάδοση της πλατωνικής σκέψης στην Κεντρική Ευρώπη, (φωτ.: Κων. Σπ. Στάϊκος «Βιβλιοθήκη. Από την αρχαιότητα έως την αναγέννηση», 1996)
Οι ελληνικές αποικίες δεν είναι απλοί εμπορικοί σταθμοί, εμπορεία. Ευρύνουν το νου των Ελλήνων και του προσφέρουν την πολύτιμη ευκαιρία να συλλάβει και να επιλύσει τα προβλήματά του σε χώρο καθολικότερο, ν’ αποκτήσει την παγκοσμιότητα, που είναι το κύριο γνώρισμά του. Αν δε μεσολαβούσε ο αποικισμός εκείνος, μπορούμε με πολλή βεβαιότητα, να υποθέσουμε, πως θ’ απόμενε λειψή και μουδιασμένη και μέσα σε στενά τοπικά όρια κινημένη η κλασική ευφορία. Ο αποικισμός έδωσε την άπλα, την αίσθηση της ανοιχτής θάλασσας, του απεριόριστου χώρου. Ήταν μια κατάκτηση, η πρώτη μεγάλη κατάκτηση ενός πνεύματος, που δε φοβάται τη διάρκεια και που δεν ορρωδεί μπροστά στο διάστημα.
Η δεύτερη μεγάλη κατάκτηση είναι η δημιουργία του ελληνιστικού κόσμου. Ο αποικισμός των πρώτων αιώνων της πρώτης χιλιετηρίδας στρέφεται, κυριότατα, προς τις παρυφές. Πιάνει τα νησιά, τις ηπειρωτικές ακροθαλασσιές. Με το Μεγαλέξαντρο εισχωρεί σε βάθος. Δοκιμάζει την αντοχή του ανάμεσα στους λεγόμενους “βάρβαρους”. Και λέω τους “λεγόμενους”, γιατί μήτε η αρχαία Αίγυπτος μήτε η Περσία του μεγάλου Κύρου, μήτε η Ινδία της βραχμανικής σοφίας ήταν άγονοι και άγροικοι και απολίτιστοι χώροι. Η Αίγυπτος και πριν από το Μεγαλέξαντρο και υστερότερά του είχε πολλά να δώσει στους Έλληνες. Και πρόσφερε, το δίχως άλλο, πολλά. Πίσω από την ελληνική τέχνη και σοφία υπάρχει ένας ευρύτατος προθάλαμος: η αιγυπτιακή σοφία, η αιγυπτιακή τέχνη. Τ’ οροπέδιο του Ιράν δεν ανήκε σε στίφη πολεμόχαρα κι άγρια. Ανήκε σε μια συνείδηση πολιτείας, σε μια οργάνωση δηλαδή, και σε μια δύναμη που δεν αγνοούσε κάποια αναφτερώματα. Οι Εβραίοι είχαν δημιουργήσει ήδη μερικά από τ’ αξεπέραστα ίσαμε σήμερα θαύματα του σημιτικού μυστικισμού. Οι Φοίνικες, νοημονέστατοι θαλασσινοί, αποικιστές πριν από τους ελληνικούς αποικισμούς, είχαν επίσης πλάσει τον ιδιόρρυθμο πολιτισμό τους. Όσοι αισθάνονται ιδιαίτερη συμπάθεια προς ό,τι εκφράζει ο όρος “Ανατολή”, η σιμοτινή, η μακρινή, περπατούν με αληθινή ικανοποίηση μέσα στην ιστορία των λαών τούτων. Οι ελληνόμορφοι Βούδδες της Γκαντάρας είναι μια θαυμαστή απόδειξη της διεισδυτικής ικανότητας του ελληνισμού, μα όχι και μια γεμάτη γνησιότητα μορφή τέχνης. Δεν αντιπροσωπεύουν το ύφος και τη στάση της Ανατολής.
Κωνσταντίνος Λάσκαρις
Ο Μεγαλέξαντρος άνοιξε το δρόμο προς την επιθυμητή σύζευξη του ελληνικού πνεύματος με το πανάρχαιο πνεύμα της Αφρικής και της Ασίας. Κ’ ήταν σαν να επιστρέφει πολλά από τα πολύτιμα δάνεια ξαναδουλεμένα, ωραϊσμένα και φορτισμένα με την εντέλεια της ελληνικής ακμής, μερικές αναντικατάστατες πρώτες ύλες υποταγμένες και πειθαρχημένες στον ανυπέρβλητο κανόνα του “μέτρου”. Δεν ήταν ένας σπόρος που πέφτει στην ερημιά. Ήταν ένας υμέναιος, που έφερε στο χρυσό φως της μέρας τη γοητευτική εκείνη εποχή, που πήρε τ’ όνομα του Μεγαλέξαντρου, την ελληνιστική εποχή.
Ιανός Λάσκαρις
Ας μη λησμονούμε, πως οι τολμηροί πολέμαρχοι της Μακεδονίας, που ήταν οι Πολεμαίοι, έγιναν στη βορινή παραλία της Αφρικής Έλληνες βασιλιάδες κ’ Αιγύπτιοι φαραώ – πήραν ακόμ’ από τις παλιές αιγυπτιακές δυναστείες και τη συνήθεια να παντρεύονται τις αδερφάδες τους. Μα; ο Μεγαλέξαντρος έφερνε μέσα του ένα έτοιμο κόσμο – την κλασική ακμή. Και τούτη την κορυφαία παρουσία τη ν έστησε αντίκρυ στους πολιτισμούς της Ανατολής, έστησε δηλαδή αντίκρυ στη μυστική έκφραση και στο πάθος τη λογική, τη σαφήνεια και τη συνείδηση του Ανθρώπου. Οι πολιτισμοί της Ανατολής ήταν πολιτισμοί μιας άρχουσας τάξης και, σε μια γενικότερη θεώρηση, των ανθρώπων. Ο κλασικός ελληνικός πολιτισμός ήταν ο πολιτισμός του Ανθρώπου. Η αρχαία ελληνική ιστορία αγνοεί το στίφος. Ξέρει μονάχα την προσωπικότητα και την πολιτεία σύνολο προσωπικοτήτων. Δηλαδή ξέρει μονάχα τη λευτεριά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ξέρει τον αρμοσμένο Λόγο, ας μου επιτραπεί ο κάποιος πλεονασμός. Αυτόν το λόγο, την υπέρτατη σοφία, έφερε ανάμεσα στους “βαρβάρους” ο Μεγαλέξαντρος. Έτσι ο Ελληνισμός πραγματοποίησε τη δεύτερη μεγάλη του κατάκτηση.
Η κατάκτηση τούτη είχε μέσα της τα στοιχεία του πιθανού. Η τρίτη ήταν ολωσδιόλου απίθανη. Σ’ ένα καιρό, που οι ρωμαϊκές λεγεώνες έχτιζαν την κοσμοκρατορία, υπόταξαν με το σίδερο τους λαούς και σύντριβαν με απαρόμοιαστη σκληρότητα, όπου κι αν τη συναπαντούσαν, την αντίσταση, σ’ ένα καιρό που οι κοιτίδες του κλασικού πνεύματος, φθαρμένες από τη δημαγωγία και τη διχοστασία, έσβησαν σιγά-σιγά και τα πάντα έδειχναν, πως οι επίγονοι δεν ήταν άξιοι να κρατήσουν στα χέρια τους και να διαφεντέψουν με τον αρμόδιο τρόπο την πατρογονική κληρονομιά, το ελληνικό πνεύμα βρήκε την ευκαιρία να οικειοποιηθεί τον ιστορικό χώρο, που δημιουργούσαν οι άλλοι, και να πετύχει μια νέα καρποφορία. Οι αιχμάλωτοι της Ρώμης έγιναν οι ουσιαστικοί πνευματικοί οδηγοί της. Έφεραν από την πατρίδα τους τη μνήμη της μεγάλης ακμής. Μέσα στα σακούλια τους, μαζί με το ψωμί της σκλαβιάς και της ακούσιας εξορίας ή και της αυτοεξορίας, κοιμούνταν κ’ οι τραγωδίες του Ευριπίδη κ’ οι λυρικοί των νησιών του Αιγαίου κ’ οι ρήτορες της Πνύκας κ’ οι φιλόσοφοι της Ακαδήμειας και του Λύκειου. Κ’ έγιναν πολύ σύντομα η πνευματική αριστοκρατία, η μεγάλη ασύντριφτη δύναμη. Έδωσαν τ’ ανυπέρβλητα πρότυπα. Και μεταμόρφωσαν το λατινικό σ’ ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Είναι κάτι, που πρώτη και μοναδική φορά σημειώθηκε με τέτοια ένταση και τόσο λαμπρά αποτελέσματα στην ιστορία του κόσμου. Κ’ ήταν πολύ φυσικό, που ύστερ’ από τούτο οι κατακτημένοι πήραν και την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία στα χέρια τουε και μεταμόρφωσαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε βυζαντινή.
Η τέταρτη κατάκτηση ήρθ’ έπειτ’ από το πάρσιμο της Πόλης. Εκείνη δεν ήταν πια προς την Ανατολή στραμμένη. Ο ιστορικός της χώρος ήταν η Δύση, όπου απόμεναν ισχυρές καταβολές από την τρίτη κατάκτηση. Με το χαμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας το ελληνικό πνεύμα, αείζωο, βρήκε τον τρόπο, αναζητώντας νέα πεδία ενέργειας, να συντελέσει στην Αναγέννηση του νεότερου κόσμου. Θα ήταν, βέβαια, πολύ να πούμε, πως η Αναγέννηση του Δυτικού και, συνακόλουθα, του κεντρώου και του βορινού ευρωπαϊκού κόσμου είναι αποκλειστικά η συνέπεια της βυζαντινής κατάρρευσης. Μα ότι ο Ελληνισμός πρόσφερε στην Αναγέννηση το βαθύτερο νόημά της και τη δικαίωσε ιστορικά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η κίνηση από την Ανατολή προς τη Δύση είχε αρχίσει πολύ πρωτύτερα. Κι όσο δυσκολότεροι κατάνταιναν οι καιροί κι όσο λιγόσευε η δύναμη των βυζαντινών αυτοκρατόρων κι όσο κομματιαζόταν, ολοένα και περισσότερο, η ενότητα του Ελληνισμού στους τόπους, όπου συμπαγής και αδιαίρετος είχε κατορθώσει τα μέγιστα, τόσο η πνευματική ενέργεια, δυσχεραινόμενη, αναζητούσε καινούργιες πατρίδες. Η Αναγέννηση ήταν μια ιστορική ανάγκη. Η παρακμή της φεουδαρχίας, η δύση του μεσαίωνα, η δίψα της αφυπνισμένης ψυχής, η επιθυμία να κατακτηθούν νέες μορφές, άξιες να εκφράσουν το νέο περιεχόμενο, που αποκτούσε η ιστορική ώρα, ωθούσαν με ακαταμάχητη ορμή προς την Αναγέννηση. Μα ο ουσιαστικότερος προσανατολισμός δεν υπήρχε ακόμα. Το ανθρωπιστικό ιδανικό δεν είχε συλληφθεί σαν αμετακίνητο πεπρωμένο. Ήταν περισσότερο μια διάχυτη αίσθηση, μια λαχτάρα και μια αγωνία παρά μια αντικειμενική πραγματικότητα. Η ελληνική επίδραση έκαμεν ώστε η Αναγέννηση να γίνει μια στροφή προς τον Άνθρωπο. Ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, επιβάλλοντας το νόμο της βίας, αποδέσμευε συνάμα και τις πιο γερές δυνάμεις του Ελληνισμού. Και διευκόλυνε την καινούργια μεγάλη κατάκτηση. Ποτέ άλλοτε το ελληνικό πνεύμα δεν είχε βρει σε όλη τη Δύση τέτοια πολλαπλή απήχηση. Και μήτε που ξαναβρήκε. Οι σταυροφορίες από τη μια μεριά, η πρώιμη Αναγέννηση από την άλλη, τοποθετημένη και τούτη μέσα στην αναταραχή και στην αμοιβαία αναγνώριση κ’ επιρροή, που προκάλεσαν οι σταυροφορίες, μα από διαφορετικά αίτια κινημένη, είχαν ετοιμάσει το έδαφος.
Πίνακας του Βησσαρίωνα, 1476
Όταν οι κόμητες της Φλάντρας κ’ οι ηγεμόνες της Βουργουνδίας ξεκινούσαν από τις μακρινές τους πατρίδες, για να περάσουν το χρυσογάλαζο αιγαίο κύμα και ν’ απαγκιάσουν, προσκυνητές και πολεμιστές, στα χώματα της Ανατολής, δε μπορούσαν, βέβαια, να προαισθανθούν τις απώτερες συνέπειες του εγχειρήματος. Δε μπορούσαν να προαισθανθούν, πόση σημασία θα είχε το συναπάντημά τους, στη μέση του δρόμου, με τα κατάλοιπα της κλασικής ακμής και με τη νέα ακμή, τη βυζαντινή. Εκείνοι ανακάλυπταν μόνο έναν άγνωστο κόσμο. Κι ο άγνωστος κόσμος, με τη σειρά του, τους ανακάλυπτε. Η Ευρώπη ζούσε τη μεγάλη γοτθική της ώρα., την ώρα των καθεδρικών ναών. Ήταν ο δέκατος τρίτος αιώνας, ο αιώνας της Παναγιάς της Σάρτρης, της Παναγιάς του Παρισιού, του καθεδρικού ναού της Κολωνίας, στην ακροποταμιά του Ρήνου, ο αιώνας της Φλάντρας. Κ’ ήταν, από την άλλη μεριά, ο αιώνας που έχτιζε τις κομψές μικροδιάστατες βυζαντινές εκκλησιές, σε σχήμα σταυρού κατάσπαρτες από λαμπρά μωσαϊκά· ο αιώνας που έδενε δαχτυλίδι τον ακριτικό κύκλο, που δημιουργούσε το υστεροβυζαντινό μυθιστόρημα, που θεμέλιωνε τη νεοελληνική έκφραση στη ζωντανή γλώσσα του Έθνους· ο αιώνας των ιπποτών αυτοκρατόρων και των πρώτων αναγεννητών, τέλος. Οι δυο τούτοι αιώνες, ο ελληνικός και ο φραγκικός, συναπαντήθηκαν στη μέση του δρόμου. Κ’ ήταν σα να όργωνε η διπλή δύναμη, η μια πρόσφατα αφυπνισμένη, η άλλη εγρηγορούσα πάντα, τα χώματα, που θ’ ανθοβολούσαν αργότερα την καινούργια και αποτίμηση και καταξίωση του Ανθρώπου! Η δυτική Ευρώπη βγαίνει από το Μεσαίωνά της χειραγωγημένη από ένα άλλο Μεσαίωνα. Ο άλλος Μεσαίωνας ήταν αττικιστής, είχε συμφιλιωθεί με το αρχαίο πνεύμα, έγραφε πινδαρικές ωδές, για να υμνήσει τη θρησκεία του Χριστού, διάβαζε τον Πλάτωνα, που ήταν εξορισμένος από τα φραγκικά μοναστήρια – με όση επιφύλαξη και περίσκεψη κι αν τον διάβαζε.
Ο Δημήτριος Χαλκοκονδυλης (1423-1311), επιφανής μορφή μεταξύ των βυζαντινών λογίων στην Ιταλία, δίδαξε σε γνωστά της εποχής πανεπιστήμια, ενώ συγχρόνως επιδόθηκε μαζί με τον Δημήτριο Δαμιλά στην εκτύπωση σημαντικών έργων της ελληνικής γραμματείας στο πρωτότυπο.
Και μέσα σε τούτη την ώρα της κοσμογονίας, στις πλαγιές του βιθυνικού Ολύμπου, όπου άλλοτε περνούσαν τα καλοκαίρια τους οι ζωστές της αυτοκρατορικής βυζαντινής αυλής, αρχίζει να φυτρώνει ένα φιλόδοξο κράτος. Απάνου κάτου την ίδια στιγμή, που πεθαίνει μεταμορφώνοντας τη θλίψη του και τη μνησικακία του σε ποιητική αθανασία, στη Ραβέννα, ο Dante, οι Οθωμανοί σουλτάνι περνούν από την Ασία στην Ευρώπη. Το περιστατικό έχει τεράστια ιστορική σημασία. Η Ευρώπη αισθάνεται μια νέα πολέμια δύναμη να την απειλεί. Από τον καιρό που ο Κάρολος Μαρτέλος νίκησε τους Άραβες στο Πουατιέ της Γαλλίας κι ο Λέοντας ο Γ΄ ο Ίσαυρος τους κράτησε μακριά από τη θεοφύλαχτη Πόλη, κίνδυνο παρόμοιας ολκής δεν είχε γνωρίσει. Και, καθώς είναι φυσικό, το Βυζάντιο την αισθάνεται αμεσότερα την απειλή. Έχει χάσει ήδη τις μικρασιατικές του επαρχίες, τα μαρτυρικά εκείνα θέματα, όπου ζούσε γεμάτη λάμψη η ακριτική μνήμη· η φραγκική κατάκτηση έχει αφήσει μεγάλες κηλίδες απάνου στο λαβωμένο κορμί του. Τα νησιά του δουλεύουν σε ξένους αφεντάδες. Η φρίκη του ολέθρου φυσάει σαν τον άνεμο από παντού. Χρονιά τη χρονιά, ολοένα και γυμνώνεται από δύναμη, προσθέτοντας, ωστόσο, νέα τρόπαια στα παλιά τρόπαιά του. Ο ιστορικός χώρος στενεύει. Χάνεται η Θεσσαλονίκη, χάνεται η Αδριανούπολη, απομένει η βασιλεύουσα ασφυκτικά περικυκλωμένη, απομένουν μερικές μονάχα ζωντανές εστίες στην υπόλοιπη χώρα, και μάλιστα ο Μυστράς, όπου ένας πλατωνικός φιλόσοφος, ο Γεώργιος Γεμιστός, ατάραχη διαβεβαίωση της ελληνικής διάρκειας, σχεδιάζει μια νέα ισόνομη πολιτεία. Κι ίσια-ίσια, σε τούτη την εποχή, ο Θεόδωρος Γαζής, από τη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείπει, γοερά θρηνώντας, τα πάτρια χώματα και πηγαίνει στην Ιταλία. Η Πόλη δεν έχει πέσει ακόμα. Μαθαίνει τα λατινικά στην Ιταλία, μεταφράζει τους Έλληνες κλασικούς, διδάσκει στη Σιένα, στη Φεράρα, στη Ρώμη, γίνεται οικείος του πάπα Νικόλαου του Ε΄, του Σίξτου του Δ΄, του βασιλιά της Νεάπολης Αλφόνσου, πεθαίνει σε βαθιά γεράματα στην Καλαβρία. Είν’ ένας από τους πρώτους, που σαν από ένστικτο κινημένοι, έστρεψαν στη Δύση την προσοχή τους. Αισθάνθηκαν, πως εκεί πέρα το έδαφος ήταν έτοιμο, για να ζεστάνει το σπόρο. Η λατινική γλώσσα δεν είναι πια η συχνά ακαλαίσθητη γλώσσα των μεσαιωνικών καλογέρων. Είναι η τέλεια έκφραση των μεγάλων ποιητών και πεζογράφων της Ρώμης. Είναι το πνεύμα της δημοκρατίας, το πνεύμα του αρχαίου μαρμάρου, το πνεύμα της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας. Το Βατικανό γίνεται κέντρο κλασικών σπουδών. Φιλάρχαιοι ποντίφικες ενθαρρύνουν τους νέους, Έλληνες και άλλους, που επιθυμούν ν αφιερωθούν στ’ αρχαία γράμματα. Τα ελληνικά γίνονται η γλώσσα του συρμού. Είχαμε, στην ελληνιστική εποχή, τους ελληνίζοντες Ιουδαίους και άλλους της Ανατολής. Έχουμε τώρα τους ελληνίζοντες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Ο Θεόδωρος Γαζής γράφει τη φημισμένη του “Ελληνική Γραμματική”, σε τέσσερις τόμους, ένα βιβλίο που πρωτοτυπώθηκε στο Παρίσι στα 1516 κ’ ύστερα στη Φλωρεντία και στη Βενετία, και στην ελβετική Βασιλεία κ’ έγινε το εγκόλπιο των διψασμένων για ελληνική παιδεία. Δεν είναι ίσως ανάγκη να σταθούμε στο Βησσαρίωνα. Είναι ο μεγάλος Έλληνας, που και αλαξοπίστησε ακόμα, για να βοηθήσει τον τόπο του, και που γέμισε την Ιταλία με τ’ όνομά του. Ο Κωνσταντίνος ο Λάσκαρις βρίσκεται μέσα στην Πόλη την ώρα του μεγάλου χαμού και του μεγάλου θρήνου. Κατορθώνει να σωθεί. Τον συναπαντούμε λίγο αργότερα στο Μιλάνο, δάσκαλο της Ιππολύτης, της κόρης του Φραγκίσκου Σφόρτσα. Γράφει επίσης γραμματική, με τον τίτλο “Ερωτήματα”. Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης ο Αθηναίος, μαθητής του Γαζή, διδάσκει στο Μιλάνο, στη Φλωρεντία, στην Πάντοβα. Γίνεται ο πρώτος κριτικός εκδότης του Ομήρου, του Ισοκράτη και του Σουίδα. Η Βενετία προσελκύει αδιάκοπα Έλληνες, και μάλιστα Κρητικούς κ’ Επτανήσιους, που ήταν κιόλας υπήκοοι της γαληνότατης δημοκρατίας του Αδρία,. Έλληνες τυπογράφοι, Έλληνες σοφοί, εκδότες και σχολιαστές των κλασικών κειμένων, εκκλησιαστικοί ρήτορες, καλλιτέχνες, καραβοκυραίοι, σχηματίζουν πολυάριθμη παροικία, που τα σημάδια της, μισοσβησμένα τα στερνά τούτα χρόνια, συναπανταίνει ο ταξιδιώτης στη γειτονιά την ονομασμένη των Ελλήνων και στην εκκλησιά του Άη Γιώργη (των Ελλήνων λεγόμενη) και στο σπίτι που στέγασε άλλοτε το φλαγγινιανό φροντιστήριο, προσφορά του Θωμά Φλαγγίνη του Κερκυραίου, κι αλλού. Τελειόφοιτοι του φροντιστηρίου τούτου, με σχολάρχη τον Αθηναίο Πατούσα, τύπωσαν στα 1708 τ’ “Άνθη ευλαβείας”: από κει αρχίζει η νεότερη έντεχνη, δηλαδή προσωπική, ποίησή μας. Αν βάλουμε για μια στιγμή, κατά μέρος την εξαίσια κρητική Αναγέννηση. Θα ήταν μακρός και τυπικός ο λόγος, αν επιχειρούσα ν’ απαριθμήσω εδώ δα τους Έλληνες που γέμισαν την Ιταλία με τ’ όνομά τους, που βόηθησαν τη Δύση ολάκερη και την άλλη Ευρώπη να μεταμορφώσει την ελληνολατρεία της σε ολοζώντανη πραγματικότητα και να ορίσει, για πολλούς αιώνες, σαν αμετάθετο και υψηλότατο πεπρωμένο της το ιδανικό τού “Ουμανισμού”. Ακόμη και την αρχαία Ρώμη ανακαλύπτοντας, την Ελλάδα ουσιαστικά ανακάλυπταν οι Δυτικοί. Και την ανακάλυπταν δια μέσου των “φυγάδων”. Γι’ αυτό μίλησα και για πνευματική αποδέσμευση και για μια μεγάλη κατάκτηση. Η μεγάλη τούτη κατάκτηση, μεγαλύτερη δείχνεται, αν συλλογιστούμε τη φλωρεντινή Αναγέννηση, τους Μέδικους και την Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας, αν συλλογιστούμε το πλήθος των Ελλήνων σπουδαστών της Πάντοβας, Κρητικών τ ων περισσότερων, του παλιού και φημισμένου πανεπιστήμιου, που και από τον αρχαιολάτρη επιγραμματοποιό Ιωάννη Κωττούνιο από τη Βέροια, ευνοήθηκε, αν συλλογιστούμε τον Ιανό Λάσκαρι το Ρυνδακηνό, δάσκαλο της ελληνικής παιδείας στο Παρίσι, και το Φραγκίσκο Πόρτο τον Κρητικό, δάσκαλο στη Γενεύη, και τον Αιμίλιο Πόρτο το γιο του, δάσκαλο στη Γενεύη, στη Λωζάνη, στο Κάσελ της Πρωσίας, στο Χάγκεν της Βεστφαλίας, αν συλλογιστούμε το Μάξιμο το Βατοπεδινό αναμορφωτή της ρωσικής παιδείας, το Μητροφάνη Κριτόπουλο, το μεγάλο πατριάρχη του αλεξαντρινού θρόνου, ταξιδιώτη στην Αγγλία και τη Γερμανία από τα 1617 ίσαμε τα 1628. Αρκεί να ρίξει μια ματιά κανείς στη “Φιλοθήκη” του, τυπωμένη από το Μάρκο Ρενιέρη, και στην αλληλογραφία του, για να νιώσει με πόση στοργή και τιμή δέχτηκαν τον Έλληνα οι πνευματικοί οδηγοί της βορινής και κεντρικής Ευρώπης.
Έρασμος
Κι όταν οι Γερμανοί κ’οι άλλοι σοφοί εξελλήνιζαν τα επώνυμά τους και γραφόντουσαν Μελάγχθων, Καπνίων και τα παρόμοια, κι όταν ο Desiderius από το Ρότερνταμ, η μεγάλη μορφή του “Ουμανισμού”, μεταγλώττιζε τ’ όνομά του και κείνος, και περνούσε στην αθανασία σαν Έρασμος, κι όταν, τέλος, μεταγενέστερος στην ένδοξη τούτη πινακοθήκη, μα όχι κ’ έσχατος, ο Αδαμάντιος Κοραής, ζώντας σα δεύτερη πατρίδα του το Παρίσι, έπαιρν’ επιχορήγηση από το γαλλικό δημόσιο, για να τυπώσει ελληνικά συγγράμματα, θα ήταν αληθινά παράδοξο να μη μιλούμε για μια μεγάλη κατάκτηση.
Φίλιππος Μελάγχθων
Ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, κέρδισε, με το σπαθί του, κάποιους κάμπους και κάποια βουνά, πολλά βουνά. Κι ο νους των Ελλήνων κέρδισε τους ανθρώπους, έπλασε πολιτισμούς. Θα ήταν μακάριος σήμερα ο Ελληνισμός, αν μπορούσε να έχει την πανευρωπαϊκή ακτινοβολία που κέρδισαν οι “φυγάδες” της δουλείας. Αυτοί ή οι επίγονοί τους που, σαν αιθρίασε κάπως ο ελληνικός ουρανός, ήρθαν κ’ εδώ στον τόπο μας να διδάξουν σε περιώνυμες σχολές και να μεταδώσουν όχι πια τη δική τους μόνη, μα και τη νέα σοφία, που η ανέλιξη της επιστήμης, της φιλοσοφίας ειδικότερα και της φυσικής, σόδειασε μέσα τους. Οι σχολές της Τουρκοκρατίας, δυσκολότατα βρίσκουν το ισόμετρό τους στη νέα ελληνική παιδεία. Αυτό σημαίνει λαός πλασμένος για τα υψηλότερα πνευματικά επιτεύγματα.
Απλοί υπαινιγμοί είναι όλα τούτα που εδώ καταγράφω. Μια μικρή βοήθεια, για να θυμηθούν, κι όσοι συχνά δε θυμούνται, πως το νόμισμα έχει και την αντίστροφη όψη του. Ο νικητής ακτινοβόλησε την πολεμική του ισχύ. Ο νικημένος την πνευματική του ρώμη. Καθώς τότε, με το Λεύκιο Μόμμιο. Μόνο που δε βρέθηκε ένας Οθωμανός Οράτιος να τ’ ομολογήσει κάπου και να πει, πως η νίκη παίρνει την αληθινή της σημασία όχι τόσο από το νικητή όσο από το νικημένο. Ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄, πέφτοντας νεκρός σιμά στα τείχη της Πόλης, εγκαίνιζε τους νέους καιρούς. Έκλεινε μια εποχή κι άνοιγε άλλη. Καθώς ο Dante πεθαίνντας. Καθώς ο Χριστόφορος Κολόμβος, θαλασσοπλοώντας με τις καραβέλες του, από το λιμάνι του Πάλος, προς τις άγνωστες στεριές. Οι ζωντανοί οργανισμοί δεν πεθαίνουν. Μεταμορφώνονται. Ο ραγιάς έπλαθε τη νέα πατρίδα με το τραγούδι του. Ο λόγιος μεταλαμπαδεύοντας την πατρογονική σοφία. Αυτός ο κατατρεγμένος λόγιος, που τόσα του καταμαρτυρήσαμε, κατηγορώντας δεινά την αρχαιοπληξία του, χωρίς να νιώθουμε, πως ήταν η δύναμή του τότε – καθώς είναι το σαράκι του σήμερα, έτσι άγονη κι αφώτιστη που κατάντησε πια η αρχαιοπληξία.
• Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΚΖ΄, τόμος 53ος, τεύχος 622, 1 Ιουνίου 19530