- ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΝΙΟΡΔΟΣ
Ημέρα νιοστή.
«Σ’ αυτόν που θέλει να ακούσει μαζί μου τον ψίθυρο της θάλασσας»:
Σχεδόν τον αποστήθησα:
Ακάτιος ιστός. Αλλιώς Τουρκέτο. Ακράπι, Ακρόπρωρο, Άλμπουρο, Αμπάρι, Αναβάθρα, Αντένα, Αντλία, Αρμαδούρα, Ασός, Βαθυκά, Βαρούλκο – Βίτσι, Βελαστράλι – Βελαστράλια, Γάμπια, Γάστρα, Γιακάς, Γραντί ή λώμο, Διάκι, Δόλωνας ή γάμπια, Δοράτιο, Δρύφρακτο, Εξαρτισμός, Επίδρομος αλλά και «Μπούμα», Επίστεγο ή κάσσαρο, Επιστήλιο, Επίτονοι, Εσωτρόπιο στην Δημοτικιά σωτρόπι, Ζυγόν ή καμάρι, Ζωνάρι, Θαιροί, Θωράκιο ιστού, Ίσαλος γραμμή, Ιστίο, Ιστίο πρυμνιό, Ιστοπέδες, Ιστός ή κατάρτι, Ιστός κοντραφλόκου, Ιστός της μεγίστης ή της μαΐστρας, Ιστός της μετζάνας, Καλαφάτισμα, Καμάρια, Καμπούνι , Καπόνι, Καρίνα ή καρένα, Καρνάγιο, Κάσσαρο, Κατάρτι – Ιστός, Κατάρτι μικρό, Κατάστρωμα, Καφασωτό, Κεραία, Κέρας, Κέρκος ή μάτσα, Κινητή περόνη ή καβίλια, Κολομπίρι, Κοντραφλόκος, Κοράκι, Κουβέρτα, Κουντρίνι ή σίπαρος, Κουντρίνι πρυμναίο ,πρωραίο, Μεσαίο, Κουπαστή, Κουρζέτο, Κουρζέτα, Κουρτελάτσα, Κοχλίας -Μάπα, Κόφα ή θωράκιο ιστού, Κύτος, Λαγουδέρα, Λάντσ(ζ)ο (προπέτεια), Λατίνι το τριγωνικό πανί, Μαΐστρα ή μεγίστη, Μαντέκια, Μάσκες, Μετζάνα, Μούδα, Μουδάρισμα ,Μπιγότες-Τρίοπα , Μπόμπα, Μπομπρέσο, Μπουντέλι ,Μπουρίνα, Μπρατσόλι, Μπρούλια, το μύομμα – τα μυόμματα, Νομέας ή πλευρό ή πόστα, Ξάρτι, Ξαρτόριζες, Πάγκος, Παπαφίγκος, Παραπέτο, Παρέλα , Παρεξάρτιο, Παρίστιο, Πηδάλιο, Πίγκος, Πίκι, Πλώρη, Πλωριός παπαφίγκος, Ποδιά, Πρόβολος, Πρόστεγο, ή καμπούνι, Ποδόσταμο πρύμνης και πλώρης, Πόστα, Προτονίδα, Πρύμνη, Πρυμναίο κουντρίνι, Πρυμνιό ιστίο, Πρωραίο κουντρίνι, Πτερύγιο πλοήγησης, Ράντα, Σακολέβα, Σεντίνα, Σίπαρος, Σκαλιέρα, Σκαλμός, Σκαρί, Σκαρμός, Σκάτσα, Σκορπιός, Σκότα, Στάντζος, Στήριγμα, Στείρα, Στραβόξυλο, Στράλια, Στρωμάτσα, Συστολείς, Σφονδύλια-καρύδια, Ταλιαμάς, Ταμπούκι, Τεσταμόρος ή Τεσταντεμόρος, Τζένοα, Τζιρούνι, Τουρέλο, Τρίγκος ή Τουρκέτο, Τρότσα ανάρτηση – συναρμογή ή Αγκοίνη, Τρόχιλος – Μακαράς, Τρυπητή, Τσατάλα ,Τσαμαντάνια, Ύφαλα, Φέλσα, Φλίσι, Φλόκος, Φόδρω, Φώσωνας, Ψάθα.
Ημέρα νιοστή:
Είχα διαβάσει την αγγελία σου «Σ’ αυτόν που θέλει να νοιώσει μαζί μου τον ψίθυρο της θάλασσας»:
Οι περισσότεροι ρωτούσαν «Προς τι;», «Δηλαδή;», «Με ποιες προϋποθέσεις;» «Τι εννοείς;», κι εσύ απαντούσες στερεότυπα:
«Θα ‘θελα να ‘μαι στη θάλασσα πάνω σ’ ένα καράβι με πανιά και να φυσάει νοτιάς ζεστός κι υγρός, και να μυρίζει αρμύρα. Να ‘χουνε πάει τα δελφίνια να κοιμηθούν κι απάνω στον αφρό να ‘ρχεται η ηχώ απ’ τα όνειρά τους ―― Και το νερό, το κύμα, θα πάψει να ΄ναι ο δρόμος των δυνατών και θα γίνει έτσι που τ’ ονειρεύονται τα παιδιά με πυρετό, χωρίς αύριο και χωρίς χτες, σαν την σιωπή που πέθανε για να γίνει γαλήνη.»
Ημέρα νιοστή:
Το φεγγάρι είναι ολόρθο κι η θάλασσα γαλήνια: οι ναυτικοί λένε «όρθιο το φεγγάρι, ξαπλωμένος ο καπετάνιος – ξαπλωμένο το φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος».
Το καράβι είχε βάλει πλώρη για την Σαλονίκη, στο βάθος του ορίζοντα αχνοφαινόταν ο Θερμαϊκός.
Σαν σε πολλές φωτογραφίες, αν θυμάσαι.
Μπροστά απ’ τον ακάτιο ιστό αγναντεύω ό,τι μπορώ να θυμηθώ, από τα διάσπαρτα της μνήμης:
« …Αφήνω το χέρι μου να χαϊδέψει τον Χορτιάτη του στήθους σου, να κατεβεί στο Αρσακλί της κοιλιάς σου όπου ο αφαλός της εκκλησιάς γέμισε με τη νεροποντή μου, κι από κεί, πιλατεύοντας τους μηρούς των γηλόφων, φτάνω στ’ ανοιχτά σου πόδια που το ένα ορίζει το Καραμπουρνού, το άλλο φτάνει ως τις εκβολές του Αξιού, κλείνοντας μες τον κόλπο τους τη θάλασσα.
Στα σύνορά της μαυρίζει η πόλη σου με τα κάστρα της, τα πάρκα της, τα σπίτια της, τα καμπαναριά της. Κ’ εσύ αφήνεσαι παραδομένη στο φύσημα του βαρδάρη που κατεβαίνει ορμητικός απ’ το Βορρά. Μη φοβάσαι. Δεν φεύγω.
Κανένας βαρδάρης δεν τα κατάφερε να δραπετεύσει από την πόλη σου, αλλά αφού πάσχισε μάταια να την ξεριζώσει, στο τέλος σωριάστηκε νικημένος επάνω της, σα νεκρός που δεν ελπίζει σε ανάσταση…»
Καλή αντάμωση.
Μ.Κ