Ίταλο Καλβίνο: Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές (απόσπασμα)

Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές είναι ένα απαραίτητο «κλειδί» για την κατανόηση ολόκληρου του έργου του μεγάλου ιταλού συγγραφέα

by Times Newsroom

O Πιν, ένας ορφανός αλητάκος που ζει σε μια λαϊκή γειτονιά, κάπου στη Bόρεια Iταλία, μαζί με την πόρνη αδελφή του, κλέβει το πιστόλι ενός γερμανού ναύτη, μετά από την παρότρυνση μιας παρέας ενηλίκων που συχνάζουν στην ταβέρνα της γειτονιάς. Kι ενώ όλα ξεκινάνε σαν ένα παιχνίδι, ο Πιν θα βρεθεί στο βουνό, σε μια προβληματική παρτιζάνικη μονάδα, που αποτελείται από μια χούφτα θερμόαιμους, τολμηρούς, αλλά και όχι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένους αντάρτες. H περιπέτεια της Aντίστασης θα δώσει την ευκαιρία στον μικρό αντάρτη να γνωρίσει έναν άγνωστο, σχεδόν μυθικό, κόσμο που θα τον ενθουσιάσει αλλά και θα τον σπρώξει να επιστρέψει στο μόνο μέρος που δεν τον πρόδωσε ποτέ, στο μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές… Tο πρώτο βιβλίο του Ίταλο Kαλβίνο, αυτό που τον έκανε αμέσως γνωστό συγγραφέα, δε μοιάζει με τα άλλα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί με θέμα την Aντίσταση κατά των Γερμανών. Παρ’ ότι ανιχνεύει τα γνώριμα μονοπάτια του νεορεαλισμού, όχι μόνον αποφεύγει καθετί το στομφώδες και το αγιογραφικό, αλλά και λοξοδρομεί συχνά σε μια «παραμυθένια» ατμόσφαιρα, αυτή που στη συνέχεια θα κάνει αγαπητό τον Kαλβίνο σε όλο τον κόσμο. Όπως ο ίδιος ο Kαλβίνο δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές είναι ένα απαραίτητο «κλειδί» για την κατανόηση ολόκληρου του έργου του μεγάλου ιταλού συγγραφέα.

Η ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ φτάνει στο πέρασμα της Ημισελήνου μετά από πορεία ατελείωτων ωρών. Ένας κρύος νυχτερινός άνεμος παγώνει τον ιδρώτα στα κόκαλα, αλλά οι άντρες είναι υπερβολικά κουρασμένοι για να κοιμηθούν και οι επικεφαλής δίνουν τη διαταγή να σταματήσουν σε ένα σκαλί  του βράχου, για μια σύντομη στάση. Στο ημίφως της συννεφιασμένης νύχτας, το στενό πέρασμα μοιάζει με ένα βαθουλό λιβάδι με συγκεχυμένα όρια, κλεισμένο ανάμεσα σε δυο βραχώδη υψώματα, περικυκλωμένα από δαχτυλίδια ομίχλης. Από την άλλη μεριά, είναι οι ελεύθερες κοιλάδες και πεδιάδες, οι περιοχές που δεν έχουν ακόμα καταληφθεί από τους εχθρούς. Από την ώρα που έφυγαν για τη μάχη, οι άντρες δεν μπόρεσαν να ξεκουραστούν: κι όμως στο ηθικό τους δεν παρατηρήθηκε κανένα από αυτά τα επικίνδυνα σκαμπανεβάσματα που συνήθως συνοδεύουν τις μεγάλες προσπάθειες: ο ενθουσιασμός της μάχης εξακολουθεί να έχει μεγάλη επίδραση πάνω τους. Η μάχη ήταν αιματηρή και έληξε με μια υποχώρηση: κι όμως δεν υπήρξε μια χαμένη μάχη. Οι Γερμανοί, περνώντας από ένα στενό πέρασμα, είδαν τις πλαγιές να ξεχειλίζουν από αλαλάζοντες άντρες και από πύρινες γλώσσες· πολλοί απ’ αυτούς έπεσαν στα χαντάκια του δρόμου, κάποια καμιόνια άρχισαν να βγάζουν καπνούς και φωτιές λες και ήταν σόμπες, και ύστερα από λίγο κατέληξαν μαύρα παλιοσιδερικά. Ύστερα έφτασαν οι ενισχύσεις, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν πολλά πράγματα: απλώς να εξοντώσουν κάποιον αντάρτη που ξέμεινε στο δρόμο παρά τις διαταγές των ανωτέρων του ή που αποκόπηκε από τους άλλους κατά τη διάρκεια της μάχης. Διότι οι αρχηγοί, ειδοποιημενοι εγκαίρως για τη νέα αυτοκινητοπομπή που πλησίαζε, πρόφτασαν να ξεκολλήσουν τους σχηματισμούς τους και να ξαναπάρουν τον δρόμο των βουνών, για να μη βρεθούν περικυκλωμένοι. Βεβαίως, οι Γερμανοί δεν είναι απ’ αυτούς που μένουν με σταυρωμένα τα χέρια μετά από μια αποτυχία, γι’ αυτό ο Φεριέρα διέταξε να εγκαταλείψει αμέσως η ταξιαρχία αυτή την περιοχή που μπορούσε να μεταβληθεί σε παγίδα, και να πάει σε άλλες κοιλάδες, πιο εύκολα ελεγχόμενες. Υποχωρώντας αθόρυβα και εν πλήρη τάξει, οι άντρες άφησαν πίσω τους το σκοτάδι της νύχτας και πήραν τον μουλαρόδρομο που οδηγεί στο Πέρασμα της Ημισελήνου, ένα στενό πέρασμα στο οποίο είχαν ήδη συγκεντρωθεί  τα μουλάρια με τα πολεμοφόδια, τις τροφές και τους τραυματίες της μάχης.

ΤΩΡΑ οι άντρες του Ντόμπρου τρέμουν από το κρύο, εκεί στο σκαλί του βράχου· είναι κουκουλωμένοι με κουβέρτες, σαν άστεγοι Άραβες. Η ομάδα τους είχε ένα νεκρό: τον επίτροπο Τζιαντσίντο, τον φαναρτζή. Έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα σε έν λιβάδι από τις φωτιές που ξέρασε ένα γερμανικό όπλο, κι όλα τα έγχρωμα όνειρά του για μια αλήτικη ζωή τον εγκατέλειψαν μαζί με όλο το πλήθος των εντόμων που κουβαλούσε πάνω του, και που κανένα εντομοκτόνο δεν είχε καταφέρει ποτέ να τα διώξει. Είχαν, επίσης, έναν ελαρά τραυματισμένο στο χέρι: είναι ο Κόμης, ένας από τους Καλαβρέζους κουνιάδους.

Ο Ντόμπρος είναι τώρα με τους άντρες του, με κατακίτρινο πρόσωπο και με μια κουβέρτα στην πλάτη, που τον κάνει να φαίνεται αληθινά αρρωστος.  Παρατηρεί τους άντρες του έναν προς έναν, σιωπηλός, ανοιγοκλείνοντας μονάχα τα ρουθούνια του. Κάθε τόσο μοιάζει έτοιμος να δώσει κάποια εντολή, αλλά τελικά σωπαίνει. Οι άντρες δεν του έχουν ακόμα απευθύνει τον λόγο. Αν τους έδινε κάποια διαταγή, ή αν κάποιος σύντροφος του μιλούσε, σίγουρα όλοι θα εξεγείρονταν εναντίον του, και θα λέγοντσν βίαια πράγματα. Αλλά δεν είναι αυτή η κατάλληλη στιγμή: αυτό το έχουν καταλάβει οι πάντες, εκείνος και οι άλλοι, λες και υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία, και συνεχίζουν εκείνος να μη δίνει διαταγές και να μην κάνει παρατηρήσεις, και οι άλλοι να συμπεριφέρονται έτσι, ώστε να μη χρειάζεται να τους μιλήσει. Έτσι η μονάδα προχωρά πειθαρχημένη, χωρίς να διασκορπίζεται και χωρίς να καβγαδίζει για το ποιανού είναι η σειρά να κάνει τον χαμάλη: κανείς δεν θα φανταζόταν πως η μονάδα αυτή δεν έχει αρχηγό. Άλλωστε, ο Ντόμπρος είναι ακόμα ο αρχηγός, κι αρκεί ένα βλέμμα του για να ξαναβάλει στη σειρά τους άντρες: είναι ένας έξοχος διοικητής, ο Ντόμπρος, έχει τη στόφα του διοικητή.

Ο Πιν, κουκουλωμένος σε μια μάλλινη κουκούλα, κοιτάζει με τη σειρά τον Ντόμπρο, την Τζίλια και τον Ζερβοχέρη. Έχουν τα κανονικά, καθημερινά τους πρόσωπα, κάπως σκεβρωμένα από την κούραση και το κρύο: στα πρόσωπά τους δεν διακρίνεται τίποτε από την ιστορία που διαδραματίστηκ το προηγούμενο πρωινό. Άλλες μονάδες περνάνε: πάνε να κάνουν στάση λίγο πιο μακριά, ή συνεχίζουν την πορεία τους.

«Ο Τζιάν ο Οδηγός! Τζιάν!»

Σε μια ομάδα που ετοιμάζεται να σταματήσει, ο Πιν αναγνωρίζει τον παλιόφιλο της ταβέρνας: είναι ντυμένος αντάρτης και είναι πάνοπλος. Ο Τζιάν δεν καταλαβαίνει αμέσως ποιος τον φωνάζει, ύστερα φαίνεται κι εκείνος έκπληκτος: «Ω… Πιν!».

***

Ο ΠΙΝ κάθεται, μόνος, σε μια βουνοπλαγιά· κάτω από τα πόδια του καετεβαίνουν απόκρημνοι μαλλιαροί βράχοι, γεμάτοι χαμόδεντρα, ενώ πιο κάτω, στο βάθος της κοιλάδας, κυλάνε μαύρα ποτάμια. Μεγάλα σύννεφα ανεβαίνουν στις πλαγιές και εξαφανίζουν ταα απομονωμένα χωριά και τα δέντρα. Τώρα πια έγινε κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί: όπως όταν έκλεψε το πιστόλι από τον ναύτη, όπως όταν εγκατέλειψε τους άντρες της ταβέρνας, όπως όταν το ‘σκασε από τη φυλακή. Δεν θα μπορέσει να επιστρέψει πλέον στους άντρες της μονάδας, δεν θα μπορέσει ποτέ να πολεμήσει μαζί τους.

Είναι θλιβερό να είσαι στη θέση του, ένα μικρό παιδί στον κόσμο των μεγάλων, ένα παιδί που οι μεγάλοι αντιμετωπίζουν σαν ένα διασκεδαστικό και ταυτόχρονα βαρετό πλάσμα· κι είναι θλιβερό να μην μπορείς να χρησιμοποιήσεις εκείνα τα μυστηριώδη και ερεθιστικά τους πράγματα, όπως τα όπλα και τις γυναίκες, και να μην μπορείς να λάβεις μέρος στα παιχνίδια τους. Μια μέρα, όμως, ο Πιν θα μεγαλώσει και θα μπορεί να είναι κακός με όλους, να εκδικηθεί όλους όσοι δεν υπήρξαν καλοί μαζί του: ο Πιν θα ήθελε να είναι ήδη μεγάλος, ή μάλλον όχι μεγάλος, θα ήθελε να είναι όπως είναι τώρα, αλλά οι άλλοι να τον θαυμάζουν ή να τον φοβούνται, να είναι παιδί και ταυτόχρονα αρχηγός των μεγάλων, σε κάποια μεγάλη επιχείρηση.

Τώρα ο Πιν θα φύγει μακριά, μακριά από κείνα τα ανεμοδαρμένα και άγνωστα μέρη και θα πάει στο βασίλειό του, στην τάφρο, στο μαγικό του μέρος όπου κάνουν φωλιές οι αράχνες. Εκεί είναι το θαμμένο του πιστόλι με το μυστηριώδες όνομα: Π.38· ο Πιν θα κάνει τον Παρτιζάνο για λογαριασμό του με το πιστόλι του, χωρίς κανείς να του στρίβει τα χέρια και να απειλεί να του τα σπάσει, χωρίς κανείς να τον στέλνει να θάβει γεράκια, μόνο και μόνο για να κυλιστεί στα  ροδόδεντρα με μια γυναίκα. Ο Πιν, μόνος του, θα κάνει εκπληκτικά πράγματα, θα σκοτώσει έναν αξιωματικό, ένα λοχαγό: τον λοχαγό της σκύλας και προδότρας αδελφής του. Τότε όλοι οι άντρες θα μάθουν να τον σέβονται και θα τον θέλουν μαζί τους στις μάχες: ίσως και να τον μάθουν να χρησιμοποιεί το μυδραλιοβόλο. Και η Τζίλια δεν θα τολμήσει να του ξαναπεί ποτέ: «Πες μας ένα τραγούδι, Πιν», για να μπορέσει να τριφτεί πάνω στον εραστή της, δεν θα έχει πια εραστές η Τζίλια, και μια μέρα θα τον αφήσει να της αγγίξει το στήθος, το ροδαλό και ζεστό στήθος που κρύβει μπεσα από το αντρικό της πουκάμισο.

Ο Πιν προχωρά στα μονοπάτια που κατηφορίζουν από το Πέρασμα της Ημισελήνου, με μεγάλα βήματα: έχει πολύ δρόμο μπροστά του. Στο μεταξύ, όμως, συνειδητοποιεί ότι ο ενθουσιασμός του για το αύριο είναι ψεύτικος, υποκριτικός· συνειδητοποιεί πως είναι σίγουρος ότι οι φαντασιώσεις του δεν θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα, και πως ο ίδιος θα συνεχίσει να αλητεύει, ένα παιδί φτωχό και χαμένο.

Ο Πιν περπατά όλη την ημέρα. Συναντλα μέρη στα οποία θα μπορούσε να παίξει πανέμορφα παιχνίδια: λευκές πέτρες κατάλληλες για πηδήματα και στραβά δέντρα κατάλληλα για σκαρφάλωμα· βλέπει σκίουρους στην κορυφή των πεύκων, φίδια που κρύβονται στις βάτους κι είναι έξοχοι στόχοι για πετριές. Ο Πιν όμως δεν έχει τη διάθεση να παίξει και συνεχίζει να περπατά χωρίς να παίρνει ανάσα, με μια θλίψη που του συννεφιάζει τον λαιμό.

Σταματά να ζητήσει φαγητό σε ένα σπίτι. Μένουνεκεί δυο γεράκοι, εκείνος και η γυναίκα του, μόνοι, αφεντικά μερικών κατσικιών. Οι δυο γέροι υποδέχονται θερμά τον Πιν, του δίνουν κάστανα και γάλα, του μιλάνε για τα παιδιά τους, που όλα είναι φυλακισμένα κάπου μακριά, κι ύστερα κάθονται κοντά στη φωτιά για να προσευχηθούν, προσπαθώντας να κάνουν και τον Πιν να τους μιμηθεί.

Ο Πιν, όμως, δεν είναι συνηθισμένος να κάθεται με καλούς ανθρώπους, είναι αμήχανος και δεν ξέρει να λέει προσευχές· έτσι, ενώ οι δυο γέροι μουρμουρίζουν τις προσευχές τους με κλειστά μάτια, εκείνος κατεβαίνει σιγά-σιγά από την καρέκλα του και φεύγει.

Τη νύχτα κοιμάται σε μια τρύπα που έσκαψε ο ίδιος σε έναν αχυρώνα, και το πρωί ξαναπιάνει τον δρόμο του, για μέρη αυτή τη φορά πιο επικίνδυνα, μολυσμένα από Γερμανούς. Ο Πιν όμως ξέρει ότι το να είσαι παιδί μερικές φορές βολεύει, και ότι ακόμα κι αν έλεγε πως ήταν παρτιζάνος, κανείς δεν θα τον πίστευε.

Κάποια στιγμή, ένα μπλόκο του κλείνει τον δρόμο. Οι Γερμανοί τον εντοπίζουν από μακριά και τον κοιτάζουν κάτω από τα κράνη τους. Ο Πιν προχωρά αυθάδικα.

«Η προβατίνα», λέει, «μήπως είδατε την προβατίνα μου;»

«Was;» Οι Γερμανοί δεν καταλαβαίνουν.

«Ένα πρόβατο. Πρό-βα-το. Μπέεε… μπέεε…»

Οι γερμανοί γελάνε: έχουν καταλάβει. Με κείνη τη μαλλούρα του κι έτσι κουκουλωμένος όπως είναι, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας μικρός βοσκός.

«Έχασα ένα πρόβατο», κλαψουρίζει, «σίγουρα πέρασε από ’δω. Πού να πήγε;», και ο Πιν περνά το μπλόκο και συνεχίζει να προχωρά φωνάζοντας: «Μπέεε… Μπέεε…». Πέρασε κι αυτό…

Mετάφραση: Aνταίος Xρυσοστομίδης

Αποτέλεσμα εικόνας για italo calvino

Ίταλο Καλβίνο (1923-1985)

Ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα “Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές” με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο “Τελευταίο έρχεται το κοράκι”. Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο “Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης”, “Ο αναρριχώμενος βαρόνος” και “Ο ανύπαρκτος ιππότης”. Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο “Ιταλικοί μύθοι”, ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα “Διηγήματα”, συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων “Οι δύσκολοι έρωτες”. Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το “Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη” και το “Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου” (1963) που ολοκληρώνουν τη “νεορεαλιστική” του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές “φανταστικών” διηγημάτων με τίτλους “Τα κοσμοκωμικά” και “Ταυ με μηδέν”, ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το “Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων”. Ακολουθούν τα έργα “Οι αόρατες πόλεις” (1972), “Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης” (1979) και “Πάλομαρ” (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα “Κάτω απ’ τον ιαγουάρο ήλιο”, “Σχετικά με το παραμύθι” (δοκίμιο), “Αμερικανικά μαθήματα” (δοκίμιο), “Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι”, “Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς” (δοκίμιο) και “Πριν να πεις “εμπρός””.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com