Κρυφό Σχολειό πραγματικότητα ή μύθος

« Ὁ παπᾶς κά­τω ἀ­πὸ τὰ ρά­κη τοῦ ρά­σου του κρα­τεῖ τὸ ψαλ­τῆ­ρι καὶ πη­γαί­νει νὰ μά­θῃ τὰ παι­διά, ποὺ τὸν πε­ρι­μέ­νουν, νὰ δι­α­βά­ζουν. Ὁ­μι­λεῖ ἀ­κό­μη εἰς τὰ παι­διὰ καὶ διὰ τοὺς με­γά­λους ἀν­θρώ­πους ποὺ ἐ­δό­ξα­σαν ἄλ­λο­τε αὐ­τὸν τὸν τό­πον. Δι­δά­σκει τὴν ὀ­λί­γην ἱ­στο­ρί­αν ποὺ γνω­ρί­ζει καὶ αὐ­τός. Τὸ κρυ­φὸ σχο­λει­ὸ δὲν εἶ­ναι θρῦ­λος».

  • ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ

 

Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φέγγε μου να περπατώ
Να πηγαίνω στο σχολειό
Να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα,
του Θεού τα πράματα.

Αυτό το αυθόρμητο παιδικό τραγουδάκι, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές σε εθνικό επίπεδο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας , υπήρξε η ευνοϊκή απόδειξη των υπερασπιστών της υποστήριξης του Κρυφού Σχολειού.

Χαρακτηριστικό είναι και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη (1900) με τίτλο «Το Κρυφό Σχολειό»:

᾽Απ’ ἔξω μαυροφόρ’ ἀπελπισιά,
πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστό σκοτάδι
καί μὲσα στή θολόχτιστη ἐκκλησιὰ
(στήν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τήν ὄψη τοῦ σχολειοῦ)
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
τρεμάμενο τά ὄνειρα τα ἀναδεύει
καί γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει…

Μέσα στο πέρασμα των 400 χρόνων σκλαβιάς πολλές γενιές Ελλήνων διαπαιδαγωγήθηκαν με το ιδανικό των προπατόρων μας που είχαν περιέλθει στην άμεση εξουσία και δικαιοδοσία των κατακτητών και αποκτούσαν γνώσεις και δεξιότητες από μορφωμένους ιερείς και μοναχούς, που έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία απαγόρευε την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για να εξασφαλίσει την αμάθεια και τη δουλοφροσύνη τους.

Χαρακτηριστικά, τον 18ο αιώνα, σε µια εποχή που οι Οθωµανοί γενικά είχαν επιτρέψει ή ανεχθεί τη δηµόσια λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων, ο τοπικός ηγεµόνας της Αιγύπτου απαγόρευε τη χρήση της ελληνικής, επί ποινή αποκοπής της γλώσσας.

Ακόµα και το 1832 ο ιεροδιάκονος διαφωτιστής Γρηγόριος Κωνσταντάς γράφει από τις τουρκοκρατούµενες Μηλιές Πηλίου απευθυνόµενος εµµέσως προς τον Οικουµενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο Α’: «Επιθυµώ να επιστρέψω εις την πατρίδα µου, να ανοίξω και πάλιν το σχολείον µου. Φοβούµαι όµως και τους περιοικούντας οθωµανούς, οι οποίοι µπορούν να εκλάβουν το πράγµα αλλέως, παρά εγώ το µεταχειρίζοµαι. Οθεν παρακαλώ, αν είναι δυνατόν να µοι δοθή βασιλικόν φιρµάνι υπερασπίζον το σχολείον τούτο από των περιοίκων αλλογενών ενδεχοµένας καταδροµάς».

Η κεντρική διοίκηση δεν απαγόρευε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και εκκλησιών, αλλά αυτή η ανοχή θα έπρεπε να εξαγοραστεί. Οπως έλεγε και ο ακαδηµαϊκός Νεοκλής Σαρρής, «για να διατηρήσουν οι χριστιανοί τους θρησκευτικούς τους θεσµούς θα έπρεπε να ρέει σταθερά νόµιµο και παράνοµο χρήµα προς τους Οθωµανούς, ακόµα και προς τον ίδιο τον σουλτάνο.»

Ο όρος «κρυφό σχολειό» χρησιμοποιείται κατ’ επέκταση και για περιπτώσεις κρυφής εκπαίδευσης ή εθνικής-αντιστασιακής δραστηριότητας στη νεώτερη εποχή, όπως κατά την γερμανική κατοχή (1941-44) ή την βρετανική διοίκηση στην Κύπρο. Όταν ο Πατριάρχης διορίστηκε από τον Μωάμεθ τον πορθητή πολιτικός ηγέτης των ορθοδόξων, η Εκκλησία ανέλαβε εξ ολοκλήρου την παροχή της ελληνικής παιδείας στους υπόδουλους. Με δεδομένες τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, για σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά την άλωση η εκπαίδευση των Ελλήνων είχε ανατεθεί σε μοναχούς και ιερείς οι οποίοι αξιοποιούσαν για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους νάρθηκες των εκκλησιών ή χώρους μονών, χρησιμοποιώντας ως διδακτικό υλικό κυρίως λειτουργικά όπως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι κ.ο.κ.

Ο μύθος του Κρυφού σχολειού πέρασε και στην τέχνη και συγκεκριμένα στον πίνακα «Κρυφό Σχολειό» του Νικολάου Γύζη. Όταν ο μεγάλος ζωγράφος φιλοτέχνησε τον πίνακα το 1885-1886 στο Μόναχο, δε γνώριζε το συσχετισμό του κρυφού σχολειού με το ποίημα «Φεγγαράκι μου λαμπρό».

Το ζωγραφικό έργο πάνω στο μουσαμά απεικόνιζε ένα ηµισκοτεινό δωμάτιο µε έναν ιερομόναχο να μαθαίνει γράµµατα στα παιδιά, την περίοδο της τουρκοκρατίας.

Η ελαιογραφία, διαστάσεων 58 επί 73 εκατοστά εμφανίστηκε για πρώτη φορά την 1η Ιανουαρίου 1899 στο περιοδικό του Γ. Δροσίνη «Εθνική Αγωγή» και αργότερα στο περιοδικό «Παναθήναια Α»΄ (1900-1901), τεύχος 417, που ήταν αφιερωμένο στον Γύζη.

Σύμφωνα με τον βιογράφο του Γύζη, ο ζωγράφος εμπνεύστηκε το έργο του από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στη Τήνο που ονομαζόταν «κρυφό σχολειό» και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι ο πίνακας αυτός θα είχε τέτοια απήχηση στις επόμενες γενιές.

Λίγο μετά ο Γύζης φιλοτέχνησε το έργο «Τα πρώτα γράμματα» με ένα καλόγερο να μαθαίνει γράμματα σε ένα παιδί.

Όταν το 1993 ο οίκος Christie’s έβγαλε σε δημοπρασία τον πίνακα «Κρυφό Σχολειό» του Γύζη, το γεγονός θα αντιμετωπιστεί ως μείζον εθνικό θέµα.

Η αγορά του από τον επιχειρηματία και εργολάβο δηµοσίων έργων Πρόδροµο Εµφιετζόγλου έναντι 187,5 εκατομμυρίων δραχµών θα ανακουφίσει την κοινή γνώµη.

Η τότε υπουργός Πολιτισµού Μελίνα Μερκούρη, θα δηλώσει, ότι δυστυχώς η πολιτεία δεν μπορούσε να διαθέσει τόσα χρήµατα για να αγοράσει τον πίνακα, αλλά ήταν ικανοποιημένη που τον πήρε γηγενής, ενώ τρία χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει χαρτονόμισμα των 200 δραχµών που στη µια πλευρά θα έχει αποτυπωμένο τον πίνακα. Ο ίδιος ο Εµφιετζόγλου θα πει ότι «εγώ το “Κρυφό Σχολειό” θα το ’παιρνα ακόµα κι αν έπρεπε να ξεπουλήσω ό,τι είχα και δεν είχα…»

Η ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, για την τεκμηρίωση του οποίου χρησιμοποιούνταν ως πρόσφατα μαρτυρίες από την εποχή της Επανάστασης και εξής μαζί με τοπικές παραδόσεις, είναι ένας μύθος χωρίς ιστορική βάση.

Μυθεύματα του ’21

Η ιστορική µελέτη όµως, έρχεται να καταρρίψει την ύπαρξη κρυφών σχολειών στην τουρκοκρατούµενη Ελλάδα, θεωρώντας ότι αποτελεί απλώς µέρος της παράδοσης του τόπου. Τα πρώτα ίχνη της μυθοπλασίας εντοπίζονται στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 και ερμηνεύονται ως µια προσπάθεια κάποιων λογίων να κινήσουν το ενδιαφέρον στους φωτιστές της ευρωπαϊκής κοινής γνώµης υπέρ των καταδιωκόμενων και φιλομαθών Ελλήνων. Άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ορισμένα από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτήρια του υπόδουλου ελληνισμού λειτουργούσαν ανεμπόδιστα, όπως η Ευαγγελική Σχολή της Σµύρνης και βέβαια η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, το πιο λαµπρό εκπαιδευτικό ίδρυµα των Βαλκανίων, που ξεκίνησε τα µαθήµατά του ήδη από την πατριαρχεία του Γενναδίου, ελάχιστα δηλαδή χρόνια µετά την Άλωση της Πόλης. Ανεµπόδιστα λειτουργούσαν και εκατοντάδες άλλα κατώτερα σχολεία ανά την επικράτεια.

Ήδη από το µακρινό 1584 ο Γερµανός ελληνιστής Μαρτίνος Κρούσιος ανέφερε στο έργο του «Turcograecia» την παρουσία κοινών σχολείων, όπου τα παιδιά διδάσκονταν ανάγνωση µε χρήση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων. Αρκεί να αναλογιστεί επίσης κανείς ότι µόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τουλάχιστον πέντε ονοµαστές σχολές, ενώ λίγο πριν από την Επανάσταση υπήρχαν περίπου 2.000 σχολεία διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο.

Ο ιστορικός Βλαχογιάννης ήταν ο ερευνητής που οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ταξινομώντας πλειάδα ντοκουμέντων του εθνικοαπελευθερωτικού µας Αγώνα. «Έρχεται λοιπόν η απορία πρώτα», αναρωτιέται,

«πώς του κρυφού σχολειού τα µαθητούδια πηγαίνανε νύχτα στο σχολειό που θα βρισκόταν έξω από το χωριό, είτε σε μοναστήρι είτε σε ρηµοκλήσι, πώς τ’ ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές και γέλια και τραγούδια στο δρόµο τους, θα ξέφευγαν της προσοχής των Τούρκων. Αλλά νύχτα στην ερηµιά ήτανε και λύκοι… Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόµο τους κανένα φύλακα µισθωτό του χωριού; Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεµέλιο κτίσµα πέφτει σε µια στιγµή σωρός µ’ ένα λόγο μοναχά. Ποτέ ο Τούρκος ο αγράµµατος δεν εµπόδισε το χριστιανό γράµµατα να µαθαίνει…».

«Σε περιόδους και περιοχές που υπήρχαν εξεγέρσεις», όπως αναφέρει, « ή προσπάθεια εξάπλωσης απελευθερωτικών κινημάτων, η τοπική οθωµανική εξουσία των πασάδων αντιδρούσε έντονα, απαγορεύοντας για κάποιες περιόδους ακόµα και τη διδασκαλία. Επ’ ουδενί όµως αυτό δεν γινόταν κεντρικά από τον σουλτάνο της Υψηλής Πύλης. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα µοναστήρια αποτελούσαν όντως καταφύγια λογίων και φιλομαθών

Στις αρχές του 16ου αιώνα η επιρροή των φανατικών µουσουλµάνων προς τον σουλτάνο περιόριζε ποικιλοτρόπως τα προνόµια των χριστιανών. Από τα µέσα του 17ου αιώνα όµως, η κατάσταση βελτιώνεται και οι υπόδουλοι Έλληνες αρχίζουν να ιδρύουν σηµαντικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και µε την οικονοµική συνδροµή ευεργετών. «Πολλές φορές η ίδρυση ενός σχολείου εξαρτάτο από τα συμφέροντα, τη διάθεση και τον χαρακτήρα του τοπικού οθωμανικού ηγέτη» υποστηρίζει ο ιστορικός Νίκος Γιαννόπουλος.

Η θέση της Εκκλησίας

Ο συγγραφέας Γιώργος Κεκαυμένος στον πρόλογο του βιβλίου του Το Κρυφό Σχολείο στην Ιστορία Οι μαρτυρίες – Το χρονικό μιας ιστορίας, αναφερόμενος στους λόγους, που καθιστούσαν αναγκαία τα κρυφά σχολειά» αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι

«Είναι γνωστό πως οι αναθεωρητές ιστορικοί θέλουν να αποσυνδέσουν εντελώς την Εκκλησία από την επανάσταση του 1821 και από όλα τα άλλα ιστορικά γεγονότα, στα οποία το σύγχρονο ελληνικό κράτος χρωστάει την ύπαρξη και τη συγκρότησή του. Γι’ αυτό και οτιδήποτε συνδέει τον ελληνισμό με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη χαρακτηρίζεται αυτόχρημα ως μύθος. Ένας από αυτούς τους «μύθους» είναι και το κρυφό σχολειό. Και μάλιστα όχι οποιοσδήποτε, αλλ’ ίσως ο κυριότερος.»

Λίγες δεκαετίες πριν, όλοι σχεδόν οι ιστορικοί και ερευνητές αποδέχονταν και προασπίζονταν την ιστορικότητα του κρυφού σχολειού. Όμως, τώρα πια, οι πιο πολλοί, ακόμη και αυτοί του λεγόμενου πατριωτικού χώρου, μαζί με εκείνους του εκκλησιαστικού, δεν διστάζουν να παραδεχτούν ευθέως πως, όταν οι αναθεωρητές ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κρυφό σχολειό δεν υπήρξε ποτέ, έχουν δίκιο. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο γνωστός ιστορικός Τ. Γριτσόπουλος, ο οποίος παλαιότερα υπήρξε ένας από τους πλέον ένθερμους υπέρμαχους και υποστηρικτές του κρυφού σχολειού, με μεγάλη συγγραφική παραγωγή ειδικά γι’ αυτό το θέμα. Κι όμως, προς το τέλος της ζωής του, δεν δίστασε να δηλώσει ευθέως ότι «ορθώς αμφισβητείται η λειτουργία του Κρυφού Σχολείου. Διότι δεν μαρτυρείται στις πηγές, αφού μάλιστα οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν την λειτουργία σχολείων μετά την Άλωσιν».

Το ίδιο σαφής και ξεκάθαρος στην τοποθέτησή του είναι και ο π. Γ. Μεταλληνός, ο οποίος, ήδη από το 1988, έχει δεχτεί πως το κρυφό σχολειό είναι «ατεκμηρίωτο ιστορικά, ως προς τη διαθρυλούμενη μορφή του». Ο «θρύλος» αυτός», διευκρινίζει, «έχει οπωσδήποτε υπόσταση με την έννοια, ότι την οργανωμένη παιδεία, αδύνατη για την εποχή αυτή, αναπλήρωνε η ανεπίσημη και ταπεινή φροντίδα της Εκκλησίας, στους νάρθηκες των ναών και στις μονές. Τίποτε όμως δεν αποδεικνύει επίσημα καθιερωμένη και συστηματική δίωξη της παιδείας από τους Τούρκους», «έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις έλαβε χώρα, αλλά ως αποτέλεσμα ατομικής πρωτοβουλίας και υπερβάλλοντος ζήλου».

Και για τα περαιτέρω παραπέμπει στην «σπουδαία ανάλυση» του Άλκη Αγγέλου, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, δηλαδή στο κείμενο εκείνο, όπου, για πρώτη φορά σε επίπεδο έγκριτου επιστημονικού λόγου, χαρακτηρίστηκε το κρυφό σχολειό ως μύθος. Αυτή η άποψη του π. Γ. Μεταλληνού έχει πρακτικά γίνει και η ημιεπίσημη θέση της Εκκλησίας, αφού εκφράζεται δημόσια από πολλούς θεολόγους, ιερείς αλλά και μητροπολίτες.

Μετά απ’ όλα αυτά, ακόμη και ο πιο ρομαντικός πατριώτης δεν θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί, χωρίς καμία αντιλογία, πως το κρυφό σχολειό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη ανυπόστατος και φυσικά εντελώς ανιστόρητος εθνικός μύθος. Εξάλλου μια παράγραφος από την Ιστορία για την Επανάσταση του 1821, του κορυφαίου ιστορικού και ακαδημαϊκού Διονύση Κόκκινου, λέει τα εξής:

« Ὁ παπᾶς κά­τω ἀ­πὸ τὰ ρά­κη τοῦ ρά­σου του κρα­τεῖ τὸ ψαλ­τῆ­ρι καὶ πη­γαί­νει νὰ μά­θῃ τὰ παι­διά, ποὺ τὸν πε­ρι­μέ­νουν, νὰ δι­α­βά­ζουν. Ὁ­μι­λεῖ ἀ­κό­μη εἰς τὰ παι­διὰ καὶ διὰ τοὺς με­γά­λους ἀν­θρώ­πους ποὺ ἐ­δό­ξα­σαν ἄλ­λο­τε αὐ­τὸν τὸν τό­πον. Δι­δά­σκει τὴν ὀ­λί­γην ἱ­στο­ρί­αν ποὺ γνω­ρί­ζει καὶ αὐ­τός. Τὸ κρυ­φὸ σχο­λει­ὸ δὲν εἶ­ναι θρῦ­λος».

Ο Δ. Κόκκινος, που κατείχε όσο λίγοι τα θέματα της Τουρκοκρατίας και του ’21 και βαραίνει ιδιαίτερα ο λόγος του, στην Εργασία του, η οποία απευθύνεται σε όλους εκείνους που θέλουν να ξέρουν, με επιστημονική ακρίβεια και τεκμηρίωση, ποια είναι η ιστορική αλήθεια για το κρυφό σχολειό.

«Οι αναθεωρητές ιστορικοί –καθώς και οι διανοούμενοι και δημοσιογράφοι που ακολουθούν τις απόψεις τους– ψέγουν όσους υπερασπίζονται τον «μύθο» του κρυφού σχολειού για «πολλαπλές και μικρές σε έκταση δημοσιεύσεις», που διακρίνονται για «απλοϊκή γραφή», «συναισθηματικό ή και επιθετικό τόνο» και, κυρίως, για «έλλειψη επαρκούς και σύγχρονης ιστορικής παιδείας». Τις περισσότερες φορές μάλλον έχουν δίκιο. Θα επιχειρήσουμε όμως να τους διαψεύσουμε.»

Ο συγγραφέας Γιώργος Κεκαυμένος στον αντίποδα σχολιάζει:

«…οι μαρτυρίες που προέρχονται από την αρχή μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, επιβεβαιώνουν, με το πλέον αναντίρρητο τρόπο, ότι οι Τούρκοι απαγόρευαν ευθέως και δίωκαν απηνώς την παιδεία αλλά και τη θρησκευτική ελευθερία των υπόδουλων Ελλήνων. Αμέσως μετά, ακολουθούν οι μαρτυρίες που αναφέρονται σε σχολεία που είχαν κλείσει οι Τούρκοι, τα οποία οι Έλληνες ραγιάδες είχαν ιδρύσει, μετά από πολλούς αγώνες, κόπους και μπαχτσίσια. Τέλος, παρουσιάζονται όλες οι μαρτυρίες που αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στην ύπαρξη του κρυφού σχολειού, οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι, με το ιστορικό υλικό του αρχειοδίφη και τον συλλογισμό του ιστορικού, σχηματίζονται τα τεκμήρια για την απόδειξη της ιστορικότητας του διωγμού της παιδείας και των σχολείων από τους Τούρκους και, συνακόλουθα, της ιστορικότητας του κρυφού σχολειού.»

Τα συμπεράσματα

Όπως περιγράφει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης, η ιστορική πρόταση των υπερασπιστών της ύπαρξης των «Κρυφών Σχολειών», είναι ότι αυτά χρησιμοποιήθηκαν, «όπου οι συνθήκες δεν ήταν πρόσφορες». Έτσι, λειτουργούσαν ‘’κρυφά σχολειά’’ στις περιοχές που δύστροποι πασάδες και μπέηδες δυσχέραιναν τη λειτουργία φανερών».

Για παράδειγμα, σε μια από τις μαρτυρίες που θα δούμε αναλυτικά παρακάτω, ο λόγιος Χριστόφορος Άγγελος, στα 1600 περίπου, αναφέρει αυτό ακριβώς.

Ένας άλλος υπερασπιστής του «Κρυφού Σχολειού», ο Νικόλαος Χρονόπουλος, σημειώνει:

«Δεν αμφισβητούμε… τον ισχυρισμό, ότι ο Τούρκος δεν απαγόρευε την ίδρυση και λειτουργία σχολείων. Την άποψη δέχονται, άλλωστε, όλοι σχεδόν οι ερευνητές. Ωστόσο, η μη απαγόρευση της λειτουργίας σχολείων από το δυνάστη δεν αρκεί. Είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη πλευρά -που είναι εξίσου σημαντική, αν όχι και σημαντικότερη- είναι, εάν τα παιδιά του ραγιά μπορούσαν, κάτω από τις ζοφερές συνθήκες της δουλείας που ζούσαν, να πάνε ελεύθερα και ανεμπόδιστα στο σχολείο. Και είναι προφανές ότι, όσοι προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων, αγνοούν ή παραβλέπουν αυτή την κρίσιμη πλευρά του θέματος».

Πηγές:

-Το βιβλίο «Turcograecia» του Γερµανού ελληνιστή Μαρτίνου Κρούσιου.

– Ιστορία για την Επανάσταση του 1821, του κορυφαίου ιστορικού και ακαδημαϊκού Διονύση Κόκκινου

– «Το Κρυφό Σχολειό – Το χρονικό μιας ιστορίας» του Γιώργου Κεκαυμένου.

-Τ. Γριτσόπουλο, «Το Αμφισβητούμενον Κρυφό Σχολειό». π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία, Αθήνα 62005 [1988], σσ. 133 του ιδίου, 1821, Η Κορύφωση της Ιστορικής Πορείας του Ελληνικού Έθνους, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 34.

-Π. Στάθης, «Το Κρυφό Σχολειό: Διαδρομές του Μύθου, Διαδρομές της Ιστορίας»

 

 

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή