Η αξιολόγηση του ΕΟΠ για την ‘ παρουσιάζει τα στοιχεία σχετικά με τις περιβαλλοντικές παραμέτρους των καρδιαγγειακών νοσημάτων στην Ευρώπη και την αντίστοιχη απόκριση σε επίπεδο πολιτικής της ΕΕ. Η ανάλυση καταδεικνύει ότι η μείωση της έκθεσης στη ρύπανση και ο μετριασμός και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, καθώς και η καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, μπορούν να μειώσουν σημαντικά την επιβάρυνση από τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τους επακόλουθους θανάτους στην Ευρώπη.
Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι τουλάχιστον το 18% όλων των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα στην Ευρώπη εκτιμάται ότι οφείλονται σε σημαντικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ακραίες θερμοκρασίες, το παθητικό κάπνισμα και ο μόλυβδος. Ωστόσο, στην ανάλυση του ΕΟΠ επισημαίνεται ότι το ποσοστό αυτό είναι πιθανότατα υποτιμημένο, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη την έκθεση στον χώρο εργασίας, την ηχορύπανση ή άλλες τοξικές χημικές ουσίες εκτός από τον μόλυβδο. Επιπλέον, ορισμένοι παράγοντες, όπως η νυκτερινή φωτορύπανση ή η συνδυασμένη επίδραση της έκθεσης σε διάφορες χημικές ουσίες, δεν είναι ακόμη πλήρως γνωστοί.
Η ανάλυση του ΕΟΠ υπογραμμίζει ότι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι είναι δυνατόν να προληφθούν, αλλά οι πολίτες, σε ατομικό επίπεδο, έχουν περιορισμένες δυνατότητες να προστατεύσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται νόμοι και κανονισμοί, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεσπίζονται από την ΕΕ, καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή τους, προκειμένου να μειωθεί η περιβαλλοντική επιβάρυνση της νόσου για όλους τους πολίτες. Η ανάλυση του ΕΟΠ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά τις ορισμένες αβεβαιότητες και τα κενά στα δεδομένα, τα επιστημονικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι η στρατηγική για τη μείωση της περιβαλλοντικής έκθεσης είναι οικονομικά αποδοτική για τη μείωση των καρδιαγγειακών παθήσεων.