Μπαντ Σούλμπεργκ: Τι κυνηγάει τον Σάμι; (απόσπασμα)

Το όνομα Σάμι Γκλικ, για δεκαετίες ήταν συνώνυμο με τον πιο αχαλίνωτο αριβισμό, την πλέον ξεδιάντροπη παλιανθρωπιά.

by Times Newsroom

Πάνε ογδόντα ένα χρόνια που ο Μπαντ Σούλμπεργκ έπλασε έναν αθάνατο ήρωα: τον Σάμι Γκλικ, τον κλητηράκο που γίνεται μεγαλοπαραγωγός. Το όνομα Σάμι Γκλικ, για δεκαετίες ήταν συνώνυμο με τον πιο αχαλίνωτο αριβισμό, την πλέον ξεδιάντροπη παλιανθρωπιά. Η κωμικοτραγική  μορφή του ’40 δεν είναι πια, δυστυχώς, μια σπάνια και γκροτέσκα φιγούρα – έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας.

WhatMakesSammyRun1941.jpg

ΕΙΝΑΙ, φαντάζομαι, κακό που οι άνθρωποι δεν είναι κάπως περισσότερο συνεπείς. Αν όμως ήταν, δε θα ήτανε άνθρωποι. Θα μπορούσαν να γίνουν πρόσωπα σε επικές τραγωδίες στις ταινίες του Χόλιγουντ. Οι πιο πολλοί ανθρώπινοι τύποι στη σκηνή είναι συνδυασμοί διαφόρων ανθρώπινων συμπεριφορών. Ας πάρουμε τον νεαρό άντρα που απαιτεί τίμια διακυβέρνηση και αδιάφθορες υπηρεσίες τη στιγμή που ο αδελφός του είναι ένα κάθαρμα που ζει μέσα στο κρασί, τις γυναίκες και τη διαφθορά. Στο τέλος της ταινίας, ο καλός αδελφός πρέπει να πεθαίνει ώστε να μπορέσει ο κακός ν’ αναγεννηθεί. Αναγεννημένος. Η λέξη αυτή είναι μια από τις πιο δημοφιλείς στο Χόλιγουντ. Ίσως αυτό που θα πω να είναι μια  αιρετική άποψη, αλλά δεν έχω δει ακόμη κάποιον στη ζωή μου που να έχει αναγεννηθεί. Ούτε, από την άλλη μεριά, έχω δει εκατό τα εκατό αγνούς ήρωες να διαφθείρονται. Όλο κι όλο που κάνουν οι άνθρωποι είναι να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να τα φέρνουν βόλτα και να περνάνε καλά. Αν αυτό σημαίνει πω θα πρέπει  να διατηρήσουν αυτά που έχουν, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουν φασίστες. Αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να διεκδικήσουν αυτά  που χρειάζονται και που δεν έχουν, είναι πολύ πιθανό να μάθουν να τραγουδάνε τη Διεθνή.

Αν προσπαθούσα να διηγηθώ αυτήν την ιστορία σαν σενάριο, αντί να την εκθέτω όπως ακριβώς συνέβη, το μίσος μου για τον Σάμι Γκλικ θα έπρεπε να εξυψωθεί σε κάτι το αχανές και τελεσίδικο. Εννοώ πως, αν οι δρόμοι μας μάς έφερναν αντιμέτωπους, είτε εγώ θα πήγαινα στο άλλο πεζοδρόμιο για να μην πέσω πάνω του είτε, αργά ή γρήγορα, θα ερχόμαστε στα χέρια, στο χείλος κάποιου γκρεμού κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά οι άνθρωποι δεν είμαστε έτσι φτιαγμένοι. Οι πιο πολλοί από μας είμαστε έτοιμοι να καλωσορίσουμε τους χειρότερους εχθρούς μας όταν αυτοί τυχαίνει να είναι χαμένα από καιρό αδέλφια, αν πιστεύουμε πως μπορούν να μας προσφέρουν κάποια ψυχαγωγία, αν μπορούν να μας ωφελήσουν μ’ οποιονδήποτε τρόπο, ή αν καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως δείχνοντάς τους ευγένεια θα προωθούσαμε τα συμφέροντά μας και θα μας βοηθούσε να ζήσουμε πιο πολύ.

Πολύ φοβάμαι πως όλα αυτά είναι δικαιολογίες για να παραδεχτώ πως, την επόμενη φορά που μου τηλεφώνησε ο Σάμι κάνα δυο εβδομάδες από εκείνη την πρώτη βραδιά, δεν του έκλεισα το τηλέφωνο. Για την ακρίβεια, δεν αρνήθηκα καν την πρόσκλησή του. Και, χωρίς αυτό το πέτσιασμα του ηθικού μου ιστού, δεν θα είχα ποτέ μου την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα. Τέρμα οι αυταπάτες. Ήθελα να τον καταλάβω. Όχι, δηλαδή, πως περίμενα να λύσω ποτέ μου το αίνιγμα του Ποιος κυνηγάει τον Σάμι και του τι τον κάνει να τρέχει. Αλλά είχα πια εμπλακεί με τον Σάμι για τα καλά και θα μου ήταν αδύνατο να καταφέρω ποτέ μου να τον ξεχάσω. Δεν το ήθελα καν. Είχε κακοφορμίσει σαν αγκίδα που πιάνει πύον κάτω από το δέρμα. Αν διέκοπτα αυτή τη σχέση τώρα, ένιωθα πως η ανάμνησή της θα με βασάνιζε. Είχα την τρελή ιδέα πως, μόνον αν έσκαβα βαθιά μέσα του, θα κατάφερνα τελικά να τον διαπεράσω, να βρεθώ από την άλλη μεριά, μακριά του, και ν’ απελευθερώσω τελικά τη σκέψη μου απ’ αυτόν.  Ίσως, όμως, όλα αυτά να σημαίνουν πως αυτός ο άνθρωπος είχε αρχίσει, αργά αλλά σταθερά, να με κάνει τρελό.

«Έλα, γλυκιά μου αγάπη», είπε. «Δε μ’ αγαπάς πια;».

«Όπως πάντα», είπα εγώ.

«Πώς παν’ τα κόλπα στο εργοστάσιο λουκάνικων  που δουλεύεις;».

Είχε τον τρόπο να σε κάνει πάντα να νιώθεις πως οποιαδήποτε αναγνώριση αποτυχίας εκ μέρους σου  ήταν ισάξια με την ομολογία πως δεν σε συγκινεί τίποτε εκτός από τα θηλυκά σκυλιά ή τα πτώματα ανηλίκων. Γι’ αυτό, το μόνο που είπα ήταν ένα επιφυλακτικό «καλά, νομίζω».

«Νομίζεις! Τώρα μη μιλάς αν άχρηστος μαλάκας βρε μαλάκα. Μου δίνεις την εντύπωση πως τους έχεις αφήσει να σε κάνουν ό,τι γουστάρουν».

«Το να κάνουν ό,τι τους γουστάρει μπορεί να είναι μεγάλη πολυτέλεια για μένα», του απάντησα. «Για το ίδιο πράγμα, θα πλήρωνα αν βρισκόμουν στο Ατλάντικ Σίτι».

Α, μην ανησυχείς. Κι εδώ θα πληρώσεις. Θύμισέ μου να σου δώσω μερικές συμβουλές για το πώς να κερδίσεις φίλους και να επηρεάσεις παραγωγούς, ‘όταν ιδωθούμε απόψε», είπε ο Σάμι.

«Απόψε θα πέσω στο κρεβάτι και θα διαβάσω», είπα.

«Άκου, μάπα. Μόνο δυο πράγματα γίνονται στο κρεβάτι και το ένα απ’ αυτά δεν είναι το διάβασμα».

Του είπα να το αφήσει γι’ άλλη φορά επειδή ήμουν κιόλας μισόγδυτος. Στην πραγματικότητα, είχα λύσει τη γραβάτα μου και είχα βγάλει τα παπούτσια μου.

«Μισόγδυτος θα πει μισοντυμένος. Πάρε, λοιπόν, τα εργαλεία σου  και τσακίσου να ’ρθεις εδώ. Έχουμε να ξεφορτώσουμε και να ξεπαρθενέψουμε μια ολόκληρη αποστολή από παρθένες. Είπα και στην Μπίλι πως μπορεί να περάσουμε από κει αργότερα.».

Εκείνος ο κόμπος, που με έδενε στο κρεβάτι, άρχισε να λύνεται. Ο θαυμασμός μου για την Μπίλι γινόταν όλο και πιο δυνατό κίνητρο.

«Όχι απόψε, Σάμι», είπα. Βρίσκομαι στη μέση ενός βιβλίου».

Ήθελε να μάθει ποιο βιβλίο διάβαζα και του είπα. «Το Φονταμάρα του Ιγκνάτσιο Σιλόνε».

«Ποιος, στο διάολο, είναι, αυτός ο Ιγκνάτς Σιλόνε;».

«Αν ρωτάς τη γνώμη μου, πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς στον κόσμο», του είπα.

«Σοβαρά;». Τον ενδιέφερε. «Έχει κάνα καλό σενάριο;»

«Ένα από τα καλύτερα που διάβασα ποτέ μου», είπα. «Είναι η ιστορία μιας ομάδας σκληροτράχηλων χωρικών που ξεσηκώνονται εναντίον του Μουσολίνι».

«Μα, για τ’ όνομα του Χριστού, ποιος νομίζεις πως θα κάτσει να κάνει ταινία για ένα τσούρμο πεινασμένων κωλοϊταλών; Πρώτ’ απ’ όλα, θα ’χανες όλη την αγορά του εξωτερικού και…»

Μόλι κατάφερα να πλασάρω κι εγώ μια κουβέντα στη συζήτηση, του είπα πως δεν πίστευα πως η ιστορία αυτή μπορούσε να γίνει σενάριο.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χάνω την ώρα μου μ’ έναν παλαβό μπάσταρδο σαν κι εσένα», είπε. «Είσαι κουνημένος, δεν κάνεις σωστούς λογαριασμούς. Και τι νομίζεις πως θα οικονομήσεις άμα ασχολείσαι μ’ αυτά τα σκατά που μου λες τώρα;»

Πολύ αμήχανα κι απολογητικά, παραδέχτηκα πως μου άρεσε το διάβασμα.

«Α, σίγουρα», είπε ο Σάμι. «Δεν είπα ποτέ πως έχω τίποτα εναντίον του διαβάσματος».

«Θα χαρούν πολύ οι εκδότες να το μάθουν αυτό», πήγα να ειρωνευτώ, αλλά ο Σάμι ήταν πολύ γρήγορος και είχε κιόλας προχωρήσει στην επόμενη φράση του.

«…αλλά, μια που χάνεις την ώρα σου, υπάρχουν ένα κάρο πεθαμένοι συγγραφείς που σου προσφέρουν καταπληκτικά σενάρια στο πιάτο.  Που λες, ήξερα έναν τύπο που τα’ άρπαξε χοντρά τις προάλλες με μια ιστορία του Ντε Μοπασάν. Και το μόνο που ’κανε ο ίδιος, ήταν να μεταφέρει τη γκόμενα από ένα γαλλικό αμάξι σε μια ταχυδρομική άμαξα της εταιρείας Γουέστερν. Αν είσαι πονηρός, να ψάξεις να βρεις κάνα ανάλογο κόλπο και να το πουλήσεις για πρωτότυπο. Μπήκες;».

Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται πως, όπου κι αν ήταν ο Μοπασάν, ήλπιζα να μην είχε υπόψη του αυτά που γίνονταν. Δεν του χρειαζόταν να χάσει και τη λίγη πίστη που είχε στη φάρα των ανθρώπων.

«Εμπρός; Πού είσαι; Μ’ ακούς;» έλεγε ο Σάμι. «Νόμιζα πως έκλεισες».

«Όχι, όχι», είπα. «Αλλά, ο μόνος λόγος που συνεχίζω αυτήν την κουβέντα είναι επειδή είμαι ασυνείδητος».

«Αυτά κερδίζεις άμα είσαι γιος ραβίνου», είπε ο Σάμι, «μια συνείδηση. Το να προσπαθείς να ζεις τη ζωή σου με συνείδηση είναι σαν να προσπαθείς να κινήσεις το αμάξι σου με δεμένο χειρόφρενο»…

Budd SCHULBERG

Μετάφραση Τάκης Κιρκής

Εκδόσεις Χατζηνικολή

Schulberg in 1967

Μπαντ Σούλμπεργκ (1914-2009)

Ο Μπαντ Σούλμπεργκ (Budd Schulberg, 27 Μαρτίου 1914 – 5 Αυγούστου 2009) ξεκίνησε τη συγγραφική του σταδιοδρομία με την καταπληκτική επιτυχία του Σάμι. Έχει γράψει: The Harder They Fall, On the Waterfront, A Face in the Crowd, The Disenchanted κ.ά.

Κάποτε ήταν το κακό παιδί του Χόλιγουντ αλλά αργότερα έπαιξε το παιχνίδι του μακαρθισμού και κέρδισε το Οσκαρ για το σενάριο του «Λιμανιού της αγωνίας»
 
Αποτέλεσμα εικόνας για Marlon Brando-Rond Steiger
«Θα μπορούσα να είχα γίνει κάποιος!» παραπονιέται ο Μάρλον Μπράντο (δεξιά) στον αδελφό του (Ροντ Στάιγκερ) στην κλασική σκηνή του «Λιμανιού της αγωνίας» που χάρισε το Οσκαρ στον σεναριογράφο της Μπαντ Σούλμπεργκ

* «Ι coulda had class. Ι coulda been a contender. Ι coulda been somebody, instead of a bum, which is what Ι am…».

* «Θα μπορούσα να έχω αρχοντιά. Θα μπορούσα να είμαι αγωνιστής. Θα μπορούσα είχα γίνει κάποιος αντί το ρεμάλι που είμαι». Ο μονόλογος του Μάρλον Μπράντο στο «Λιμάνι της αγωνίας» («Οn the waterfront», 1953), όταν μέσα στο αυτοκίνητο παραπονιέται στον αδελφό του (Ροντ Στάιγκερ) που δεν του επέτρεψε να γίνει «κάποιος» πείθοντάς τον να «δώσει» έναν αγώνα πυγμαχίας, υπήρξε κορυφαία στιγμή στην καριέρα του ηθοποιού. Η ταινία του Ελία Καζάν χάρισε στον Μπράντο το πρώτο Οσκαρ του, βραβείο που επίσης κέρδισε ο σεναριογράφος της ταινίας, ο συγγραφέας Μπαντ Σούλμπεργκ , ο οποίος πέθανε σε ηλικία 95 ετών.


Αρκετά χρόνια πριν από τη δημιουργία του «Λιμανιού της αγωνίας» ο Σούλμπεργκ, γιος του κάποτε επικεφαλής του στούντιο της Ρaramount Μπ. Π. Σούλμπεργκ και φίλος συγγραφέων όπως ο Φ.Σκοτ Φιτζέραλντ και ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, είχε γίνει persona non grata στο Χόλιγουντ. Ο λόγος ήταν το μυθιστόρημα «What makes Sammy run?»  που θεωρείται ένα από το πιο απομυθοποιητικά βιβλία που έχουν γραφεί ποτέ για τη Μέκκα του κινηματογράφου, το Χόλιγουντ. ΟΤζον Γουέιντο αποκάλεσε «κομμουνιστικό» αλλά το βιβλίο αντιμετωπίστηκε εχθρικά και από το Κομμουνιστικό Κόμμα Αμερικής, του οποίου ο Σούλμπεργκ υπήρξε μέλος τη δεκαετία του ΄30. Οπως συνέβη με πολλούς συγγραφείς εκείνης της εποχής (ανάμεσά τους οι Λίλιαν Χέλμαν, Κλίφορντ Οντέτς, Ντάσιελ Χάμετ και Τζον Στάινμπεκ), το όνομα του Σούλμπεργκ συμπεριλήφθηκε σε εκείνα των υπόπτων της περίφημης «μαύρης λίστας» της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Αποκαρδιωμένος ωστόσο από τον κομμουνισμό, ο Σούλμπεργκ εντέλει συμβιβάστηκε με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών και ανέφερε ονόματα στην κατάθεσή του.

Ο Μπαντ Σούλμπεργκ καταθέτει τον Μάιο του 1951 ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Οπως ο συνεργάτης του, Ελία Καζάν, έτσι και ο σεναριογράφος συμβιβάστηκε με την επιτροπή και αποκάλυψε ονόματα, με την αιτιολογία ότι ένιωθε απογοητευμένος από το κομμουνιστικό σύστημα 

Η σχέση του Σούλμπεργκ με τον Ελία Καζάν είχε ως αποτέλεσμα και τη δημιουργία της εξίσου σπουδαίας, αν και λιγότερο γνωστής ταινίας «Μια μορφή μέσα στο πλήθος» («Α face in the crowd») που γυρίστηκε το 1956. Εναν χρόνο πριν ο Σούλμπεργκ, ο οποίος υπήρξε φανατικός της πυγμαχίας και άλλων αθλημάτων, υπέγραψε το σενάριο της τελευταίας ταινίας του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ «Επεσαν σκληρά» («Τhe harder they fall»), στο οποίο αποτυπώνεται η διαστρεβλωμένη ηθική του πυγμαχικού κόσμου.

Κάπου εκεί όμως τελειώνει η δραστηριότητά του στη συγγραφή σεναρίων καθώς ο Σούλμπεργκ από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 ως και τον θάνατό του δεν συμμετείχε παρά μόνο σε τηλεοπτικές δουλειές.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com