Νικολό Παγκανίνι (1782 – 1840) Ιταλός βιολιστής, κιθαρίστας και συνθέτης

Υπήρξε ένας από τους διασημότερος βιρτουόζους του βιολιού, ο οποίος ξεχώρισε για την τεχνική και τη δεξιοτεχνία του, ασκώντας επίδραση σε άλλους συνθέτες του ρομαντισμού

by Times Newsroom

Ο Νικολό Παγκανίνι (Nicolò ή Niccolò Paganini, Γένοβα, 27 Οκτωβρίου 1782 – Νίκαια, 27 Μαΐου 1840) ήταν διάσημος Ιταλός βιολιστής, κιθαρίστας και συνθέτης. Υπήρξε ένας από τους διασημότερος βιρτουόζους του βιολιού, ο οποίος ξεχώρισε για την τεχνική και τη δεξιοτεχνία του, ασκώντας επίδραση σε άλλους συνθέτες του ρομαντισμού, όπως ο Φραντς Λιστ, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της σπουδαιότητας του στοιχείου της δεξιοτεχνίας. Οι συνθέσεις του περιέχουν κυρίως έργα για βιολί και ορχήστρα και μουσικής δωματίου. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα Εικοσιτέσσερα Καπρίτσια, που χαρακτηρίζονται από δυσκολίες που κατέπληξαν. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Παγκανίνι γνώρισε το θαυμασμό αλλά και τη συκοφαντία, που οφειλόταν κυρίως σε φθόνο και στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Οι εξαιρετικές ικανότητες του στο βιολί, η εντυπωσιακή δεξιοτεχνία και τεχνική του έλαβαν μυθικές διαστάσεις. Από το 1810 μέχρι το 1828 πραγματοποίησε μεγάλες περιοδείες σε πόλεις της Ευρώπης, αποτελώντας έναν από τους πρώτους μουσικούς που το επιχείρησε.

Προσωπογραφία του Νικολό Παγκανίνι, περ. 1819, σχέδιο του Jean Auguste Dominique Ingres

Ο Παγκανίνι γεννήθηκε στη Γένοβα της Ιταλίας, γιος του λιμενεργάτη Αντόνιο Παγκανίνι και της Τερέζας Μποκιάρντο. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, ο οποίος ως ερασιτέχνης μουσικός του δίδαξε μαντολίνο και βιολί. Σε μεγαλύτερη ηλικία μαθήτευσε πιθανότατα στο πλευρό του επαγγελματία βιολιστή της θεατρικής ορχήστρας Τζιοβάνι Τσερβέτο (ή Σερβέτο), ενώ αργότερα παρακολούθησε μαθήματα βιολιού από τον Τζιάκομο Κόστα και μουσικής σύνθεσης από τον Φραντσέσκο Νιέκο (Francesco Gnecco). Ήδη από την ηλικία των δώδεκα ετών συνέθετε και έδινε συναυλίες σε εκκλησίες και ιδιωτικούς χώρους, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτες δεξιότητες. Η πρώτη δημόσια εμφάνισή του καταγράφεται περίπου το 1793, στη Γένοβα, η οποία στέφθηκε με επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πάρμα, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του υπό την επίβλεψη του Αλεσάντρο Ρόλα, ο οποίος εντυπωσιασμένος από την τεχνική του Παγκανίνι θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να του μεταδώσει περισσότερες γνώσεις και τον προέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα σύνθεσης με τον Φερντινάντο Παέρ. Στα τέλη του 1796, ο Παγκανίνι επέστρεψε στη Γένοβα ως ολοκληρωμένος πλέον μουσικός και έχοντας διευρύνει σημαντικά τις γνώσεις του στους τομείς της σύνθεσης και της ενορχήστρωσης.

Εξαιτίας της εισβολής των ναπολεόντειων στρατευμάτων στην Ιταλία, έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Λιβόρνο, ακολουθώντας τον πατέρα του και οργανώνοντας εκεί μία σειρά συναυλιών. Το Σεπτέμβριο του 1801 εγκαταστάθηκε στη Λούκκα, πόλη με σημαντική μουσική παράδοση. Ο Παγκανίνι έζησε εκεί τα επόμενα δέκα χρόνια, συνεχίζοντας να δίνει συναυλίες και επιδεικνύοντας ίσως για πρώτη φορά στοιχεία του «αναρχικού» χαρακτήρα του και της ανορθόδοξης συμπεριφοράς του. Σύντομα απέκτησε σημαντική φήμη ως βιρτουόζος του βιολιού και το 1805 απέκτησε τη θέση του πρώτου βιολιστή στην ορχήστρα της Αυλής της αδελφής του Ναπολέοντα Ελίζας, μεγάλης δούκισσας της Τοσκάνης από το 1807. Αργότερα ανέλαβε διαφορετικά καθήκοντα, προσφέροντας μαθήματα μουσικής στον πρίγκηπα Φελίτσε Μπατσιόκι, σύζυγο της Ελίζας, και διευθύνοντας τη νέα αυλική ορχήστρα. Παράλληλα συνέχισε να συνθέτει, ολοκληρώνοντας αρκετές σονάτες για βιολί και κιθάρα, καθώς και το πρώτο σημαντικό έργο του για βιολί και ορχήστρα, το οποίο γράφτηκε για τον εορτασμό των γενεθλίων του Ναπολέοντα και πήρε το όνομά του.

Από το 1810, ο Παγκανίνι ακολούθησε σταδιοδρομία αυτόνομου μουσικού εγκαταλείποντας την αυτοκρατορική Αυλή και πραγματοποιώντας περιοδείες, αρχικά στις Ιταλικές επαρχίες της Ρομάνια (σημερινή περιφέρεια Εμιλία-Ρομάνια) και της Λομβαρδίας. Παρέμεινε για ένα διάστημα στο Μιλάνο, όπου προσκλήθηκε από τον Αλεσάντρο Ρόλα να συμμετάσχει ως μουσικός στο θέατρο, ενώ αργότερα επέστρεψε στη Γένοβα δίνοντας συναυλίες στην τοπική όπερα. Την ίδια περίοδο, συνήψε ερωτικές σχέσεις με την Αντζολίνα Καβανά, με την οποία εγκαταστάθηκε στην Πάρμα. Μετά το τέλος του δεσμού τους, που διήρκεσε για λίγους μήνες, ο Παγκανίνι κατηγορήθηκε από τον πατέρα της για απαγωγή της κόρης του, γεγονός που οδήγησε σε ολιγοήμερη φυλάκισή του. Τον Ιανουάριο του 1825 ξεκίνησε ένα δεύτερο κύκλο περιοδειών στην κεντρική και νότια Ιταλία, επισκεπτόμενος τη Ρώμη, τη Νάπολη και το Παλέρμο, πόλεις όπου η φήμη του είχε ήδη εδραιωθεί. Την ίδια περίπου περίοδο ολοκλήρωσε το δεύτερο κοντσέρτο για βιολί (op. 7), γνωστό κυρίως για το τελευταίο μέρος του, ένα ροντό, που ονομάστηκε La campanella εξαιτίας της χρήσης ενός τριγώνου για τη μίμηση του ήχου μίας καμπάνας. Το έργο ενέπνευσε αργότερα τον Φραντς Λιστ στη σύνθεση της φαντασίας Grande fantasia de bravoure sur La clochette. Ακολούθησε το τρίτο κοντσέρτο για βιολί, που ολοκληρώθηκε το 1828, έργο που δεν συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες δημιουργίες του, ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το adagio ως προς τη χρήση του pizzicato με τρόπο που τα έγχορδα της ορχήστρας να λειτουργούν ως μία κιθάρα.

Από τις αρχές του 1828, ο Παγκανίνι περιόδευσε σε χώρες εκτός των συνόρων της Ιταλίας, με πρώτο σταθμό την Αυστρία. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στη Βιέννη, πραγματοποίησε πολυάριθμες συναυλίες σε διαφορετικά θέατρα της πόλης, ενώ σύμφωνα με την αλληλογραφία του, ενθουσιάστηκε από τη μουσική παιδεία του κοινού. Στο ίδιο διάστημα συνέθεσε τρία έργα για βιολί και ορχήστρα: ένα καπρίτσιο που δεν σώζεται, βασισμένο στο Là ci darem la mano του Don Giovanni του Μότσαρτ, τη σονάτα Maestosa suonata sentimentale (op. 27) που αποτελείται από παραλλαγές του εθνικού ύμνου της Αυστρίας και το έργο La tempesta (op. 36). Εγκατέλειψε τη Βιέννη το καλοκαίρι του ίδιου έτους και επόμενος σταθμός του υπήρξε η Πράγα. Η παραμονή του στην πρωτεύουσα της Τσεχίας αποδείχθηκε λιγότερη επιτυχημένη, καθώς οι συναυλίες του αντιμετωπίστηκαν από το κοινό με επιφύλαξη. Πιθανότερη αιτία για την κριτική που αντιμετώπισε αποτέλεσαν οι ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις που ενσωμάτωνε η σχολή της Βοημίας, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνική αποτελούσε περισσότερο μέσο προς την πραγμάτωση των μουσικών και εκφραστικών στόχων του ερμηνευτή και λιγότερο πεδίο επίδειξης της δεξιοτεχνίας του. Τον Ιανουάριο του 1829 και για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Παγκανίνι περιόδευσε στη Γερμανία και στην Πολωνία, οργανώνοντας περισσότερες από εκατό συναυλίες σε συνολικά σαράντα πόλεις και ολοκληρώνοντας παράλληλα το τέταρτο κοντσέρτο για βιολί σε ρε ελάσσονα. Παρά το γεγονός πως κατόρθωσε να κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την αναγνώριση του Γερμανικού κοινού, ορισμένοι επαγγελματίες μουσικοί και κριτικοί εστίασαν με αρνητικό τρόπο στην εκκεντρικότητα των εκτελέσεών του. Το Φεβρουάριο του 1831 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου πραγματοποίησε την πρώτη συναυλία του επί γαλλικού εδάφους, παρουσιάζοντας το πρώτο του κοντσέρτο για βιολί και τη Στρατιωτική σονάτα. Η υποδοχή του στη Γαλλία υπήρξε θερμή, καθώς τόσο ο τύπος όσο και οι κριτικοί εξήραν την τεχνική και την ερμηνεία του, ωστόσο η παραμονή του διήρκεσε για μικρό χρονικό διάστημα. Το Μάιο του ίδιου έτους, κατόπιν πρόσκλησης του διευθυντή τού Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου, ταξίδεψε στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να δώσει συναυλίες. Η πρώτη του εμφάνιση έλαβε χώρα στις 3 Ιουνίου και σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Πραγματοποίησε επίσης συναυλίες στην Ιρλανδία και στη Σκωτία, πριν επιστρέψει αργότερα στο Παρίσι, όπου σύμφωνα με μία επιστολή του, έδωσε 151 συναυλίες στη διάρκεια ενός έτους.

Την περίοδο 1832-4, ο Παγκανίνι στράφηκε για πρώτη φορά στο όργανο της βιόλας, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως συνθέτης. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ζήτησε από τον Μπερλιόζ να συνθέσει ένα κοντσέρτο για βιόλα, ωστόσο απέρριψε τα προσχέδια του έργου (αργότερα ο Μπερλιόζ βασίστηκε σε αυτά για τη συμφωνία «Ο Χάρολντ στην Ιταλία») και το 1834 ολοκλήρωσε ο ίδιος τη «Σονάτα για μεγάλη βιόλα» σε ντο μείζονα, προσαρμοσμένη στην εκτελεστική δεινότητα του ίδιου. Ο όρος «μεγάλη βιόλα» οφείλεται στον τύπο του οργάνου που χρησιμοποίησε ο Παγκανίνι, μία βιόλα μεγάλων διαστάσεων που δανείστηκε από φιλικό του πρόσωπο. Η σονάτα για βιόλα τού Παγκανίνι συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών στο ρεπερτόριο για βιόλα του 19ου αιώνα. Στα τέλη του 1835 επέστρεψε στην Πάρμα, όπου διορίστηκε από τη Μαρία Λουίζα της Αυστρίας σύμβουλος της ορχήστρας του δούκα. Ο Παγκανίνι συνέβαλε στην αναμόρφωσή της, επωφελούμενος από τις επαφές του με τις κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης, αύξησε τον αριθμό των μελών της και την κατέστησε μία από τις κορυφαίες ιταλικές ορχήστρες. Πιθανώς εξαιτίας της στάσης της Αυλής απέναντι στα σχέδιά του, ο Παγκανίνι εγκατέλειψε τη θέση του και το επόμενο διάστημα έζησε στο Τορίνο, στη Μασσαλία και στη Νίκαια, πριν επιστρέψει στη Γένοβα κατά τις αρχές του 1837. Τον ίδιο χρόνο, συμμετείχε ως μέτοχος ενός καζίνο που έφερε το όνομά του, στο Παρίσι, χώρο στον οποίο έδινε επίσης δύο συναυλίες την εβδομάδα. Η κακή κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε τελικά να είναι συνεπής στους αρχικούς του σχεδιασμούς και σύντομα η επιχείρηση αυτή απέτυχε οικονομικά. Ο Παγκανίνι αντιμετώπισε την κατηγορία της αθέτησης συμβολαίου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να καταβάλει τελικά ένα υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Κατά την περίοδο αυτή, η σταδιοδρομία του ως εκτελεστή και βιρτουόζου του βιολιού είχε φθάσει στο τέλος της. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με το εμπόριο έγχορδων οργάνων, τομέα στον οποίο φιλοδοξούσε να διακριθεί εκμεταλλευόμενος την αξιοπιστία τού ονόματός του.

Το τέλος

Η μακάβρια εμφάνισή του περί το τέλος της ζωής του με οφθαλμούς εισερχόμενους στο οστεώδες πρόσωπό του και με τα απίθανα επιμηκυσμένα δάκτυλά του σε συνδυασμό με τη δεισιδαιμονία και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του στάθηκαν ικανά να τον περιβάλει η φήμη διαβολικού όντος. Όταν μάλιστα πέθαινε, στη Νίκαια, από φυματίωση του λάρυγγα, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και λόγω της αδυναμίας κατάποσης η “όστια” της μετάληψης έπεσε από το στόμα του, με συνέπεια κανείς πλέον να μην αμφιβάλει της διαβολικής υπόστασής του. Έτσι όταν πέθανε στις 27 Μαΐου του 1840 η Εκκλησία αρνήθηκε τη ταφή του “δούλου του Σατανά” και η σορός του Παγκανίνι παρέμεινε επί μήνες στο φέρετρο στα υπόγεια του νοσοκομείου, για να αποβληθεί αργότερα από εκεί όταν άρχισε να εκδηλώνεται μεταξύ των κατοίκων σχετική αναταραχή, που έμεινε γνωστή στα χρονικά της επιστήμης ως “ψύχωση Παγκανίνι“. Έτσι ο νεκρός μεταφέρθηκε σε παλαιό λεπροκομείο της Βιλλαφράνκα. Αλλά επειδή κι εκεί οι λεπροί δεν ήθελαν τη γειτονία τους, με τον “επάρατον”, εγκατέλειψαν το φέρετρο στην έρημη ακτή.

Μετά τη πάροδο ενός ακόμη μήνα τρεις Γάλλοι θαυμαστές του μεγάλου δεξιοτέχνη μεταξύ των οποίων και ο ζωγράφος Φ. Ζιέμ παρέλαβαν το φέρετρο και το μετέφεραν κρυφά στη Σαιν Ζαν όπου και το έθαψαν. Μετά τρία χρόνια ο γιος του νεκρού, Αχιλλίνος Παγκανίνι, επιτυγχάνοντας άδεια ταφής από τον Πάπα μετέφερε δια θαλάσσης το φέρετρο στη Γένοβα. Λόγω όμως της επιδημίας της πανώλης που ήδη είχε ενσκήψει απαγορεύτηκε η εκφόρτωση και το πλοίο επανέπλευσε στη Μασσαλία. Αλλά και εκεί αρνήθηκαν οι Μασσαλιώτες να προσφέρουν χώρο για τη ταφή του νεκρού που τελικά απετέθη σε μικρή Μονή της νησίδας του Αγίου Ονωρίου.
Τέλος με την επέμβαση της Μεγάλης Δούκισσας της Πάρμας, της άλλοτε Αυτοκράτειρας της Γαλλίας Μαρίας Λουίζας έληξε ο μεταθανάτιος αυτός διωγμός και το φέρετρο μετεφέρθη τελικά στη Πάρμα το 1845 όπου και τάφηκε στο ναό της Santa Maria della Steccata. Μετά τη παρέλευση 22 ακόμη ετών ο γιος του Παγκανίνι κληρονόμος της κολοσσιαίας κληρονομιάς του πατέρα του ανήγειρε περισπούδαστο τάφο στο νεκροταφείο της Πάρμας όπου και απετέθηκαν οριστικά τα πολυπαθή λείψανα.

Τεχνική

Ευγένιου Ντελακρουά, Προσωπογραφία του Παγκανίνι, περ. 1832, 43 × 28 εκ., συλλογή Phillips, Ουάσιγκτον

Παρά τις ιδιαιτερότητες της τεχνικής του, ο Παγκανίνι δεν διαμόρφωσε μία νέα σχολή στον τρόπο εκτέλεσης του βιολιού, ενώ δεν διέθετε κανένα μαθητή με ανάλογη φήμη. Μεγάλο μέρος των συνθέσεών του παρέμεινε αδημοσίευτο μέχρι το 1851, καθώς ο Παγκανίνι πίστευε πως ήταν ο μόνος που είχε την ικανότητα να τις ερμηνεύσει, όντας προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες δεξιότητες του ίδιου. Η δεξιοτεχνία του φαίνεται πως οφειλόταν σε ένα βαθμό στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κρατούσε το βιολί, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί σε αρκετές λιθογραφίες ή σχέδια ζωγραφικής. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις, ο Παγκανίνι διατηρούσε το πάνω μέρος των χεριών του κοντά στο υπόλοιπο σώμα, διατηρώντας το «λαιμό» του οργάνου με κλίση προς το έδαφος και προβάλλοντας ελαφρά το ένα πόδι μπροστά. Τα δάχτυλά του δεν ήταν ασυνήθιστου μεγέθους, διέθεταν ωστόσο μεγάλη ευλυγισία και δυνατότητα μεγάλων ανοιγμάτων που έφθαναν να καλύψουν τρεις οκτάβες του οργάνου. Έχει υποστηριχθεί πως οι δεξιότητες του οφείλονταν πιθανώς σε κάποιου τύπου διαταραχή του συνδετικού ιστού (όπως το σύνδρομο Μαρφάν ή μία ήπια παραλλαγή του συνδρόμου Ehlers-Danlos), αν και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επιβεβαιώνονται. Η τεχνική του αρτιότητα και η εξαιρετική δεξιοτεχνία του εξηγήθηκε στην εποχή του μέσα από διάφορους μύθους, με τον πλέον διαδεδομένο να θεωρεί πως είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο προκειμένου να αποκτήσει υπερφυσικές ικανότητες στην εκτέλεση του βιολιού. Υπερβολικές διαστάσεις έλαβαν επίσης ορισμένα στοιχεία της προσωπικής ζωής ή του χαρακτήρα του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φήμη σύμφωνα με την οποία είχε φυλακιστεί για πολλά χρόνια για το θάνατο μιας ερωμένης του, της οποίας τα εσωτερικά όργανα είχε χρησιμοποιήσει για την κατασκευή χορδών. Ως αγαπημένο όργανο του Παγκανίνι αναφέρεται ένα βιολί του κατασκευαστή Guarneri del Gesù, κατασκευασμένο το 1742, το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «Το κανόνι» (Il cannone).

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή