- ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΝΙΟΡΔΟΣ
Έφυγε, κι ό,τι μένει να ειπωθεί, ας το αφήσουμε στους ιστορικούς του μέλλοντος, η συμμετοχή του πάντως στα ανεξίτηλα τραύματα ενός ολόκληρου έθνους είναι αδιαμφισβήτητη.
Κάθε φορά που μαθαίνουμε πως κάποιος που συμμετείχε στα βασικά της ζωής μας είτε θετικά είτε αρνητικά είτε και τα δυο μαζί, έφυγε από την ζωή, μας έρχονται αυτόματα στο μυαλό κάποιες εικόνες από τον εκλιπόντα, κάποια λόγια του, κάποια εκφράσεις του προσώπου του, κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες.
Σαν άκουσα την αναγγελία του θανάτου του, αλλά και από πάντα σχεδόν, όταν πρωτάκουσα κι ενδιαφέρθηκα με όσα καταγινόταν, πάντα είχα στο μυαλό μου αυτήν εδώ την εικόνα.
Και μια μόνιμη στριμάδα στο πρόσωπο.
Ήταν η εποχή που τα πάσης φύσεως ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας καθώς και τα εγχώρια ξόρκιζαν και έσπερναν τον φόβο και την αμφιβολία στους ψηφοφόρους μπροστά στο ενδεχόμενο άφιξης του Σύριζα. Ή μάλλον – τώρα που τα βλέπω με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης- το ενδεχόμενο άφιξης του Τσίπρα.
Κατά βάση αυτός ήρθε, όλα τα υπόλοιπα ήταν η γαρνιτούρα λίγο-πολύ. Αρέσει δεν αρέσει αυτό επιβεβαιώνεται και από το τι απογίνανε, όταν αποστασιοποιήθηκε πρόσφατα από την κεντρική πολιτική σκηνή, ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες
Ήρθε χωρίς καν να τον υποδεχθεί ο – τότε- αποχωρών πρωθυπουργός στο Μαξίμου.
Από τη μια ήταν αυτός που με μια ελάχιστη ομάδα στενών συνεργατών αυτοσχεδίαζαν με την δημιουργική ασάφεια εμπλουτισμένη επαρκώς , ονειροπολούσαν ίσως, έχοντας άγνοια κινδύνου.
Κάποια στιγμή, οδηγήθηκε να «πάρει το πράγμα πάνω του», το «πάλεψε», τα «μάζεψε» στρογγυλεύοντας ό,τι μπορούσε, διαπραγματεύθηκε με αξιοπρέπεια, συμβιβάσθηκε, «μάγεψε» τα πλήθη, οδηγώντας τη χώρα σε ένα 3ο μνημόνιο – ελπίζω και το τελευταίο.
Θα επιστρέψω στον εκλιπόντα:
Θα μπορούσε ίσως να είναι πιο διαλλακτικός προς πολλούς-ανάμεσα σε αυτούς και οι δύστροποι, οι ιδιόμορφοι συνομιλητές του– και σε πολλά.
Η συμμετοχή του στα ανεξίτηλα τραύματα του δικού μας έθνους είναι και έντονη και αδιαμφισβήτητη.
Η λατρευτική εμμονή του στη διαμόρφωση ενός ισχυρού ευρώ, θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί με όρους πιότερης αξιοπρέπειας. Κάτι άλλωστε που επιβάλει η – υποτιθέμενη- ευρωπαϊκή κουλτούρα διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
Μας αντιμετώπισε σαν «απόγονος των Σταυροφόρων» για να δανεισθώ μια φράση βγαλμένη από την αργκό των διπλωματών.
Η αποτίμηση και η κριτική που ακούσθηκε από τα χείλη του μετά την αποκαθήλωση Βαρουφάκη, συνομιλητή του, ήταν ενδιαφέρουσα και αξίζει να αναγνωρισθεί ως ένας πολιτικός αναστοχασμός ουσίας.
Μα πάνω απ’ όλα αυτό που φαίνεται να αποτυπώνει τον εσωτερικό μας συλλογικό αναστοχασμό, το συλλογικό μας τραύμα, η εικόνα που έχουμε στα μάτια μας για αυτά που ζήσαμε από την πρωταγωνιστική συμμετοχή του στην τραυματική εκείνη περίοδο, νομίζω πως το αποτυπώνει ο παρακάτω σκληροτράχηλος και ψυχοφθόρος σπαραγμός:
« Όταν τον είδα από μακριά, στρογγυλοκαθισμένο στο αναπηρικό του αμαξίδιο να με περιμένει ανυπόμονος, ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι μου.
Στιγμιαία έμεινα άγαλμα, με το κουπί στο χέρι να αιωρείται αβέβαια πάνω απ’ τ’ ακύμαντα νερά.
Μα ήξερα ότι δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Δουλειά μου είναι να τους φορτώνω, όσο απαίσιοι κι αν υπήρξανε στη ζήση τους, να τους περνώ απέναντι. Με κινήσεις νευρικές άρχισα να λάμνω ξανά, ώσπου πλησίασα τόσο, όσο να νοιώσω τη σαπίλα των χνώτων του.
Τον φόρτωσα όπως-όπως και κινήσαμε, αλλά στα μισά της διαδρομής δεν άντεξα. Τραμπάλισα επίτηδες τη βάρκα, όσο χρειαζότανε.
Βλέποντας τον να βουλιάζει στα σκοτεινά βάθη του Αχέροντα, σκεφτόμουνα ότι θα πλήρωνα βαρύ τίμημα για την αποκοτιά μου, μα δε μ’ έμελλε…
[Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών]»
Σίγουρα, όλοι θα θέλαμε να ήταν πιο διαφορετικά, όλα όσα έγιναν στην εγκόσμια σκακιέρα της πολιτικής, μιας τραυματικής εποχής που έκλεισε πίσω μας.
Έκλεισε;