Οι ποιητές και οι λογοτέχνες τιμούν τις αιματοβαμμένες Πρωτομαγιές

«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω. Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης». (Γιάννης Ρίτσος απόσπασμα από τον Επιτάφιο)

  • Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω. Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης». (Γιάννης Ρίτσος απόσπασμα από τον Επιτάφιο)

Η Εργατική Πρωτομαγιά καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, με αφορμή την επέτειο των γεγονότων του Σικάγου, όπου το 1886 οι διαδηλώσεις για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συγκεκριμένα για την καθιέρωση του 8ωρου, μετατράπηκαν σε λουτρό αίματος από την αστυνομία.

Σε ανάμνηση αυτής της εξέγερσης, καθιερώθηκε η Πρωτομαγιά σαν παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης, ύστερα από απόφαση που πήρε η ιδρυτική συνέλευση της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι, που πραγματοποιήθηκε στις 14/7/1889 και στην οποία μετείχαν 391 αντιπρόσωποι συνδικάτων από 20 χώρες.

Στην Ελλάδα, η πρώτη απεργία στον τότε υπό οθωμανική διοίκηση ελλαδικό χώρο, έλαβε χώρα την Πρωτομαγιά του 1888 στην πόλη της Δράμας από τους καπνεργάτες, με κύριο αίτημα τις δέκα ώρες εργασίας, καθώς εκείνη την εποχή οι εργάτες εργάζονταν από δώδεκα έως και δεκατρείς ώρες ημερησίως.

Την Πρωτομαγιά του 1936 καζάνι που έβραζε η συμπρωτεύουσα από τις κινητοποιήσεις των καπνεργατών,  με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση που πνίγηκε στο αίμα. Δώδεκα νεκροί και ανάμεσά τους ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, που έπεσε νεκρός στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου.

Η φωτογραφία με τη μάνα του να τον θρηνεί γονυπετής στη μέση του δρόμου, μετουσιώθηκε σε ένα από τα συγκλονιστικότερα ποιητικά έργα στην ιστορία της Ελλάδας: τον Επιτάφιο, του Γιάννη Ρίτσου.

«…Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
Μα, γιόκα μου, κι αν μού ‘δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά ‘βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μού ‘λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θά ‘ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.»

Ο Πρίγκιπας της Ελληνικής ποίησης, ο Τάσος Λειβαδίτης μας άφησε το Μοιρολόι για ένα νεκρό μια Πρωτομαγιά

«…σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά, δος του το αίμα σου
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα

το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το Μάη»

Την 1η Μαΐου 1944, η Εργατική Πρωτομαγιά συνέπεσε με την εκτέλεση 200 Ελλήνων πατριωτών, κομμουνιστών και αριστερών αγωνιστών, ως αντίποινα για τον φόνο ενός Γερμανού στρατηγού και των τριών συνοδών του, που έγινε στις 27 Απριλίου 1944 σε τοποθεσία κοντά στους Μολάους Λακωνίας. Οι 200 της Καισαριανής μεταφέρθηκαν απ’ το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου ήταν κρατούμενοι, στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και εκεί εκτελέστηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.

Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο Γιάννης Ρίτσος φυλακίζει στους στίχους του αυτή την Πρωτομαγιά του 1944 και μας συγκλονίζει:

Σκοπευτήριο Καισαριανής”.

«…Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο-.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους, τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουνε στο μέλλον.
Εμείς, μερτικό δε ζητήσαμε… Τίποτα… Μόνον
θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.»

Για την ίδια αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά Ο Κώστας Βάρναλης γράφει:

«…Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.»

Εκεί στάθηκε και ο Ηλίας Σιμόπουλος, που θρηνεί τα

Διακόσια παλικάρια που τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή”
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.»

Κι ο Νίκος Γκάτσος δακρύζει στην «Παράξενη Πρωτομαγιά»

«Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.

Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.»

Δεν ξεχνάμε βεβαίως άριν της ημέρας , το τραγούδι που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος και ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου για την πρώτη του Μάη.

Για την ιστορία το τραγούδι αυτό ο Μάνος το έγραψε γιατί 1η Μαΐου είχε συναντήσει την πρώτη του γυναίκα, Μάρω, σε φιλικό σπίτι και εκεί έγινε η γνωριμία… Και της χάιδευε και τα μακριά της τα μαλλιά όπως λέει το τραγούδι… όπως αναφέρει στη βιογραφία του Μάνου Λοΐζου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

«Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν

Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ

Πες μου Μαρία μήπως θυμάσαι
κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα
κι εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά…»

Από εκεί που ξεπήδησε το μεγάλο κύμα της εργατικής Πρωτομαγιάς, τρεις διάσημοι Αμερικανοί συγγραφείς εμπνεύστηκαν από την μεγάλη αυτή εξέγερση και κατέθεσαν…

Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1941, μετάφραση Γιάννης Λάμψας, στο «Η εποχή των θαυμάτων και άλλα αυτοβιογραφικά», Printa 1993), ξετυλίγει την ιστορία μιας ομάδας φοιτητών του Γέιλ στο πλαίσιο των πρωτομαγιάτικων ταραχών στο Κλίβελαντ το 1919, με δύο θανάτους, πολλούς τραυματισμούς και σφοδρές ταξικές συγκρούσεις.

Ο Τζον Στάινμπεκ στο μυθιστόρημά του «Σε αμφίβολη μάχη» (1936, μετάφραση Άρης Σφακιανάκης, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989), μιλάει για δύο κομμουνιστές που ταξιδεύουν στην Κεντρική Καλιφόρνια, σκοπεύοντας να πείσουν μια ομάδα δυσαρεστημένων εργατών σε οπωρώνες μήλου να απεργήσουν.

Ένας φόρος τιμής στο Σικάγο, πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα. Την εργατική Πρωτομαγιά, εντούτοις, θα προαναγγείλει ήδη από το 1906 ο Άπτον Σίνκλερ με το μυθιστόρημά του «Η ζούγκλα» (μετάφραση Τζένη Μαστοράκη, Γράμματα 1983), καταγγέλλοντας πρωτίστως τις εργασιακές συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν στον αρχόμενο 20ο αιώνα γυναίκες και παιδιά.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com