Όποιος δεν διάβασε το πεισματικά δαγκωμένο κάτω χείλι της Καρέζη δεν κατάλαβε ποτέ, γιατί ασκούσε πάνω στο κοινό μία περίεργη σαγήνη…»

«Όταν ο ηθοποιός ξέρει να δίνεται στην δουλειά του επιβάλλεται. Κι αυτό είναι κάτι που η σκηνή δεν σου το παίρνει ποτέ πίσω…» (Τζένη Καρέζη)

  • Από τη Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

Τον Ιούλιο του 1992, έφυγε από την ζωή μία από τις πιο εμβληματικές Ελληνίδες ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου μας, η Τζένη Καρέζη!

«… στο μικρότερο και στο μηδαμινότερο ρόλο που έπαιξε η Καρέζη, εξέθεσε την ψυχή της, πάλεψε μαζί της μπροστά στο κοινό, την άπλωσε, την ξεδίπλωσε, αποκάλυψε τα μυστικά της δωμάτια. Εκτός από κείνα τα βαθιά στα υπόγεια, που τα άνοιγε μονάχα στους λίγους.»

«Το φως που εξέπεμπε η Καρέζη είναι εσωτερικό. Αυτή η έμορφη γυναίκα, που η ομορφιά της ολόκληρη απορροφούνταν και βυθιζόταν στα μάτια της, φωτιζόταν από μία κρυφή ζωντανή πηγή, που κάθε φορά μετατοπιζόταν. Υπάρχουν ηθοποιοί που έχουν την έδρα του φωτός στα μάτια, στο στόμα, στον ήχο της φωνής, στα χέρια, στα πόδια, στα δάχτυλα.

Στην Καρέζη υπήρχαν ρόλοι που στο εσώτατο φως, αυτό που λέμε συνήθως ταλέντο, πηγάζει από απροσδόκητο μέρος του σώματος.

Η Καρέζη εκπέμποντας το φως της, έμοιαζε με λαίμαργο αιλουροειδές, που οσμιζόταν την υγρασία του σύμπαντος κόσμου.»

Αυτά γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο βιβλίο του «Προσωπολατρία» και στο κεφάλαιο Τζένη Καρέζη και συνοψίζει γι΄ αυτό το μεγάλο ταλέντο:

«Όλα ήταν εκείνο το πεισματικά δαγκωμένο κάτω χείλι. Εκεί λες και συγκεντρωνόταν αυτό το χυμώδες, το πολυτάλαντο πλάσμα , που κάποτε βαφτίστηκε στο σανίδι της σκηνής Τζένη Καρέζη. Όποιος δεν διάβασε το πεισματικά δαγκωμένο κάτω χείλι της Καρέζη δεν κατάλαβε ποτέ, γιατί ασκούσε πάνω στο κοινό μία περίεργη σαγήνη…»

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις της Τζένης Καρέζη

«Όλα κι όλα, εγώ δεν είμαι βεντέτα. Το μόνο πράγμα που δεν ξέρω είναι το να παίζω θέατρο στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν υποκρίνομαι ούτε στον εαυτό μου, ούτε στους άλλους. Όταν αγαπώ, δείχνω ολοκάθαρα την αγάπη μου κι όταν αντιπαθώ, δε διστάζω να εκδηλώσω την αποστροφή μου. Γι’ αυτό έχω πολλούς φίλους, αλλά και πολλούς εχθρούς.»

«Πιστεύω ότι στη θεατρική μου καριέρα δε με βοήθησε καθόλου ο κινηματογράφος. Αντιθέτως νομίζω ότι στον κινηματογράφο με βοήθησε το θέατρο, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα. Ξέρω ότι έχουμε πολλές πρωταγωνίστριες της οθόνης που θα μπορούσε το κοινό, αν ήθελε να πάει να τις δει, αλλά δεν πηγαίνει. Το θέατρο ξεκαθαρίζει από μόνο του, σαν μεγάλος κριτής, τους ανθρώπους που του κάνουν, ανεξαρτήτως του κινηματογράφου.»

«Τώρα πια ξέρω πως το θέατρο που με ενδιαφέρει, δεν είναι το θέατρο του ενός, αλλά των πολλών. Είμαστε ευτυχισμένοι, νιώθουμε να λειτουργούμε σωστά δουλεύοντας έτσι, όλοι μαζί, σε ένα κλίμα συνεργασίας. Ναι, έχω αλλάξει. Τα πρώτα χρόνια με κυριαρχούσε η φιλοδοξία να γευτώ τη σκηνή, το χειροκρότημα, την επιτυχία. Είναι φυσικό να το χάνεις λίγο όταν γίνεσαι πρωταγωνίστρια σε μια βραδιά, όπως έγινα εγώ. Ωστόσο, τώρα πια ξεπέρασα ακόμα και τη φιλοδοξία της ερμηνείας μεγάλων ρόλων, των κλασικών ρόλων που ονειρεύεται κάθε ηθοποιός. Αυτή την ώρα και σ’ αυτό τον τόπο, περισσότερο δεμένη μαζί του από κάθε άλλη φορά, με ενδιαφέρει ένα θέατρο που αντλεί από τον λαό και απευθύνεται στο λαό. Η ιστορία μας, πλούσια πολύ, έχει πολλά να μας διδάξει. Οφείλουμε να ψάξουμε, να βρούμε εκεί μέσα τα θέματά μας και να προσπαθήσουμε να τα κάνουμε καλό θέατρο. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι παραιτούμαι από το χειροκρότημα, κι αν έχω κάτι να χαίρομαι, είναι η ειλικρίνειά μου. Το χειροκρότημα με ενδιαφέρει, αλλά όχι οποιοδήποτε χειροκρότημα.»

Η Τζένη Καρέζη εδώ αφηγείται τη σύλληψή της από την Χούντα που έγινε την Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 1973.

«Ήρθαν το μεσημέρι, ντυμένοι με πολιτικά. Είπαν πως είναι από την Ασφάλεια και μας άφησαν με την εντύπωση ότι μας συλλαμβάνουν και τους δύο. Με ακολούθησαν μέχρι το μπάνιο που πήγα για να ντυθώ.

Όταν κατεβήκαμε κάτω, μας χώρισαν τα χέρια. Ο Κώστας έμεινε μόνος, ανήμπορος να βοηθήσει, στο πεζοδρόμιο. Εμένα με έβαλαν σ’ ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο μαζί με δύο άντρες στο πίσω κάθισμα. Ήταν η χειρότερη ώρα. Με οδήγησαν στην ΕΣΑ Φιλαδελφείας. Έμεινα σε ένα κελί μέχρι τις 11 το βράδυ. Μετά με πήραν για ανάκριση, που κράτησε ως το πρωί.

Στις 9 με μετέφεραν στο ΕΑΤ και η ανάκριση συνεχίστηκε ως το βράδυ της Παρασκευής. Ρωτούσαν γιατί περάσαμε από το Πολυτεχνείο να ενθαρρύνουμε τους φοιτητές, γιατί κλείσαμε τα θέατρα.

Έμεινα μία εβδομάδα στο κελί σε απομόνωση. Τις πρώτες μέρες χωρίς βιβλία. Ζητούσα έστω και το «Πιστεύω» του Παπαδόπουλου. Την Παρασκευή το βράδυ ήρθαν να μου αναγγείλουν ότι πάνε να συλλάβουν τον Κώστα. Άκουγα αργότερα τις φωνές και νόμιζα πως ήταν εκείνος που φώναζε. Το πρωί του Σαββάτου με έπιασε υστερική κρίση. Κατέβηκαν να με ηρεμήσουν και με βεβαίωσαν πως ο άντρας μου είναι καλά.

Την Τετάρτη με μετέφεραν στη Ν. Φιλαδέλφεια. Φεύγοντας φώναζα «Κώστα, Κώστα, να ‘μαι» ελπίζοντας πως ο Κώστας θα με ακούσει. Άδικα. Τον είχαν ήδη μεταφέρει από την προηγούμενη. Στη Νέα Φιλαδέλφεια οι συνθήκες διαβίωσης ήταν καλύτερες.

Μου ανήγγειλαν οι ίδιοι την πτώση του Παπαδόπουλου. Το βράδυ της Τετάρτης, από ένα τρανζίστορ του φρουρού, άκουσα το λόγο του Ανδρουτσόπουλου. Και τότε απελπίστηκα. Ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την ωμή βία. Κι έζησα αυτή τη τρομερή αίσθηση, να ξέρεις πως σε θάβουν ζωντανή και δεν υφίστασαι. Οπωσδήποτε όμως, το δικό μας πέρασμα από την ΕΣΑ ήταν το πιο ανώδυνο που θα μπορούσε να γίνει. Αν πρέπει να σκεφτούμε κάποιους, είναι αυτοί που πραγματικά ταλαιπωρήθηκαν. Εγώ έφυγα από εκεί με κέρδη ανθρώπινα σοβαρά. Αυτό που με ξάφνιασε ήταν το γεγονός ότι ήξεραν όλες μου τις κινήσεις. Ακόμα και με ποιους είχα μιλήσει στο τηλέφωνο.»

«Το Τσίρκο ήταν σταθμός στη ζωή και την καριέρα μου. Ήταν κάτι παραπάνω από θέατρο, ήταν πολιτική πράξη. Έργα σαν κι αυτό δεν ξαναγίνονται εύκολα. Έλεγε ουσιαστικά πράγματα και συγχρόνως ήταν θέατρο. Είναι μέσα στα όνειρά μας να ανεβάσουμε ένα έργο σαν το Τσίρκο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί. Το πολιτικό έργο κρύβει πάντα τον κίνδυνο να γίνει μπροσούρα, οπότε παύει να είναι θέατρο. Αυτό λοιπόν το μοναδικό χάρισμα του Τσίρκου φοβάμαι πως δεν μπορεί να ξαναγίνει. Αν υπήρχαν πολλά τέτοια έργα, εμείς δε θα παίζαμε τίποτ’ άλλο. Η αλήθεια είναι πως το τσίρκο άνηκε σε μία εποχή και είναι δύσκολο να επαναληφθεί. Η γοητεία εκείνων των καιρών μοιάζει πια πολύ μακρινή. Εξάλλου, από την παρέα, δε θα υπάρχει πια και ο Νίκος Ξυλούρης, από τους κυριότερους συντελεστές της παράστασης.»

«Με τους συναδέλφους μου εγώ είχα πάντα καλές σχέσεις… Εκτός από μερικούς πλεγματικούς ή ανεπιβεβαίωτους ή πάσχοντες από πρωταγωνιστικό σύνδρομο, χωρίς να έχουνε τη δέουσα υποδομή (που είναι και το χειρότερο είδος). Εγώ είμαι ηθοποιός. Είμαι λοιπόν με τους ηθοποιούς. Τους αγαπάω. Με αγαπάνε. Μαζί δίνουμε κάθε βράδυ τη μάχη στην παράσταση. Τους σέβομαι πάνω στη σκηνή και με σέβονται κι εκείνοι. Τα μέσα παραγωγής στο θέατρο ανήκουν στον ίδιο τον ηθοποιό και μόνος του τα χειρίζεται. Είναι δικά του. Κανείς δεν τα εκμεταλλεύεται. Κι ανάλογα με την αξιοποίηση και την καλλιέργεια των μέσων του, γίνεται κανείς αυτό που γίνεται.»

Η Βιογραφία της Τζένης Καρέζη

Η Τζένη Καρέζη (ως Ευγενία Καρπούζη Αθήνα 12 Ιανουαρίου 1934 – 26 Ιουλίου 1992) ήταν μία από τις δημοφιλέστερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, με σημαντική αντιδικτατορική δράση, αλλά και σημαντική θεατρική επιχειρηματίας.

Υπήρξε ένα από τα εμπορικότερα και πιο ακριβοπληρωμένα ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου.

Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν γυμνασιάρχης και μαθηματικός με καταγωγή από το Μεσολόγγι και η μητέρα της, Θεώνη Καρπούζη (το γένος Λάφη), δασκάλα.

Πέρασε τα σχολικά της χρόνια πρώτα στη Θεσσαλονίκη, εσωτερική στην «Ελληνογαλλική σχολή Καλογραιών Καλαμαρί» και κατόπιν στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ».

Ως μαθήτρια έπαιξε στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο θέατρο Rex, σε μια παράσταση των τελειοφοίτων της Σχολής «Άγιος Ιωσήφ».

Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να πρωταγωνιστήσει επί τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο.

1951-1954: Τα χρόνια της σχολής

Η Τζένη Καρέζη, παρά την αρνητική στάση του πατέρα της, κατάφερε και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1951. Δάσκαλοί της ήταν οι Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος ήταν και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου), Άγγελος Τερζάκης, Γεώργιος Παππάς, Έλεν Τσουκαλά, Κωστής Μιχαηλίδης, Πέλος Κατσέλης κ.ά.

Συμμαθητές της ήταν μεταξύ άλλων οι Ρίκα Διαλυνά, Πέτρος Λοχαϊτης, Κώστας Κοκκάκης, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή το 1954 με άριστα.

1955-1972: Η καθιέρωση

Τον Οκτώβριο του 1954 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Την ίδια χρονιά έπαιξε πλάι στην Κατίνα Παξινού στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».

Το 1955 πρωτοεμφανίζεται στον κινηματογράφο, συμμετέχοντας -ως πρωταγωνίστρια μάλιστα- στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κάτι που έδωσε το έναυσμα να γυριστεί και η συνέχειά της, το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο» το 1957. Η ταινία αυτή αποτέλεσε το πρώτο σίκουελ στον Ελληνικό κινηματογράφο.

Στο Εθνικό Θέατρο έμεινε μέχρι το 1959. Από το 1960 στράφηκε στο ελεύθερο θέατρο, συγκροτώντας θιάσους με όλα σχεδόν τα διάσημα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, όπως ενδεικτικά τον Κώστα Μουσούρη.

Παράλληλα με την εμπορική άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη καθιερωνόταν ως μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας. Ο Τύπος της εποχής την έχρισε ως «το αντίπαλον δέος» της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ωστόσο η μεγαλύτερη δύναμη της Καρέζη βρισκόταν πάντα στο θέατρο, ενώ αντίθετα της Αλίκης στον κινηματογράφο.

Στον κινηματογράφο γύρισε συνολικά 33 ταινίες. Το 1958 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Ζερβού «Η λίμνη των πόθων», η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κορκ στην Ιρλανδία, παίρνοντας το αργυρό μετάλλιο. Την επόμενη χρονιά έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων», στο οποίο ερμήνευσε αξέχαστα το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό».

Το 1960 μετέφερε τη μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και με συμπρωταγωνιστές τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Ντίνο Ηλιόπουλο.

Το 1963 ήταν μια χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της καριέρα. Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια». Η ταινία ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 36η απονομή τον Απρίλιο του 1964, ενώ έλαβε μέρος και στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 1964.

Η τεράστια επιτυχία της ταινίας έκανε τον Φιλοποιμένα Φίνο να την εντάξει στην εταιρία του Φίνος Φίλμ, ως αδιαμφισβήτητη σταρ. Με την επιστροφή της στη Φίνος Φιλμ η Καρέζη γύρισε τις δραματικές ταινίες «Λόλα» και «Ένας μεγάλος έρωτας» και την κλασική πλέον κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής». Την περίοδο 1965-1966 γύρισε τις δυο μεγαλύτερες κινηματογραφικές της επιτυχίες «Μια τρελή… τρελή οικογένεια» και «Τζένη Τζένη», οι οποίες εκτόξευσαν την δημοτικότητά της στα ύψη.

Το 1966 γύρισε τη μοναδική ξενόγλωσση ταινία της «Μια σφαίρα στην καρδιά», ελληνογαλλικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία αποδείχθηκε εμπορική αποτυχία, όπως και η επόμενη ταινία της, το «Εκείνος και Εκείνη» της Φίνος Φιλμ.

Το 1967 συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον Κώστα Καζάκο στο πολεμικό δράμα «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, κόβοντας συνολικά 427.698 εισιτήρια. Το 1972 γύρισε την ταινία «Ερωτική συμφωνία» σε σενάριο δικό της και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Η «Λυσιστράτη» ήταν η τελευταία κινηματογραφική ταινία της.

Σε όλη την δεκαετία του 60 θεατρικά η Καρέζη σημείωσε τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, παίζοντας συνήθως μπουλβάρ, όπως το «Μαίρη Μαίρη», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Ένας Ιππότης για την Βασούλα», «Η Κυρία δε με μέλει» κ.ά. Μετά το 1968 και την θεατρική επιτυχία «Θεοδώρα η Μεγάλη» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, θα συνεργαστεί αποκλειστικά με τον ηθοποιό και πλέον σύζυγό της Κώστα Καζάκο.

1973-1975: Πολιτικό θέατρο

Η Τζένη Καρέζη το 1973 συμμετείχε στην ιστορική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» σε κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου.

Μαζί της έπαιξαν ο Κώστας Καζάκος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Τη μουσική έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης, ενώ τα σκηνικά είχε επιμεληθεί ο Ευγένιος Σπαθάρης.

Η παράσταση σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία, κόβοντας περί τα 550.000 εισιτήρια, αριθμό ρεκόρ για την εποχή. «Το μεγάλο μας τσίρκο» πέρα από την τεράστια επιτυχία του ήταν μια παράσταση με έντονα πολιτικά μηνύματα κατά της Χούντας των συνταγματαρχών, γεγονός που οδήγησε την ίδια και τον Καζάκο στη φυλακή.

Μετά την πτώση της δικτατορίας, η παράσταση ανέβηκε ξανά και οι εισπράξεις κατατέθηκαν υπέρ της Κύπρου, ενώ το 1975 ανέβασε το έργο του Καμπανέλλη «Ο εχθρός λαός».

1976-1992: Οι μεγάλοι ρόλοι

Το 1982 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανέβασαν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν.

Η παράσταση έσπασε ταμεία και η ερμηνεία της Καρέζη αποθεώθηκε από τους κριτικούς.

Ενδεικτικά για την ερμηνεία της στον ρόλο της Μάρθας έγραψαν: «Η Τζένη Καρέζη ήταν ένα τέλειο ηχείο του ρόλου της. Αυτού του ανείπωτου ρόλου-ανέμου, που διαπερνούσε όλες τις κλίμακες μιας μουσικής τραγωδίας. Από τους αργούς ρυθμούς του αναφιλητού μέχρι την τρομαχτική αναταραχή ενός άγριου κρεσέντο. Η Μάρθα της βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του στροβίλου, πότε τελεσίδικα επιθετική, άλλοτε αποκρουστικά μαινόμενη και μόνιμα τραγικά εύθραυστη. Θα τη χαρακτηρίζαμε σαν μια ηθοποιό που ανταποκρίθηκε στο ρόλο της με υποδειγματική αφοσίωση». (Η Αυγή, 1982).

«Η Καρέζη παίζει με κάθε ίνα της και κάθε κύτταρο της, ιδιαίτερα όμως στον εξορκισμό φτάνει σε στιγμές σπάνιας υποκριτικής. Εκεί η κριτική αφοπλίζεται και το μόνο για το οποίο μακαρίζεις τον εαυτό σου, είναι πως ευτύχησες να είσαι παρών». (Τα Νέα, 1982).

Το 1985 ερμήνευσε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο σε αρχαία τραγωδία, την Μήδεια του Ευριπίδη στο Ηρώδειο. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σημείωνε σχετικά με την Μήδεια:

«Η Τζένη Καρέζη κέρδισε με το σπαθί της τη θέση της στων τραγικών μεγεθών την πόλιν. Έχω πολλά χρόνια να δω ηθοποιό σε τραγωδία με τέτοια συναισθηματική πληρότητα. Ήταν από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή γεμάτη, παλλόμενη, άνετη και πλαστική. Ρυθμικά και μουσικά σωστά κουρδισμένη. Δεν υπήρχε κενό στην ερμηνεία της. Οι ήσσονες καταστάσεις της ήταν λίγες και είχαν σχέση με τη σκηνοθετική γραμμή. Εννοώ κάποιες ρομαντικές νότες και κάποιες συμβολικές κινήσεις». (Τα Νέα, 1985).

Το 1988 η Καρέζη ανέβασε το κλασικό έργο του Αντόν Τσέχωφ «Ο Βυσσινόκηπος» με τεράστια επιτυχία. Ο Τάσος Λιγνάδης έγραψε για την ερμηνεία της:

«Αν δεχτούμε ότι η Λιούμποβα είναι ρόλος ιλαροτραγικής διπλότητας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κ. Τζένη Καρέζη ευνόησε κατά προτίμηση τη δραματική πλευρά. Και ομολογουμένως η υποκριτική της εύνοια έδωσε ισχυρά τεκμήρια ευαισθησίας και πάθους στη μια ψυχική όψη, αφήνοντας ασχολίαστη την άλλη». (Η Καθημερινή, 1988).

Το 1990 πρωταγωνίστησε στην τελευταία της παράσταση, στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, «Διαμάντια και μπλουζ». Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία, τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική. Αποτέλεσε το καλύτερο κύκνειο άσμα μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας.

Πολιτική

Ήταν στρατευμένη στο κομμουνιστικό κίνημα, συμμετέχοντας σε πολλές πορείες ειρήνης. Στα χρόνια της Χούντας συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Το 1973 ανέβασε μαζί με τον σύζυγό της Κώστα Καζάκο το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ήταν μια επιθυμία του ζευγαριού να μιλήσει με κάποιο τρόπο ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα.

Το θεατρικό έργο μπόρεσε να περάσει από την επιτροπή λογοκρισίας, έχοντας δοθεί στους υπεύθυνους με μπερδεμένες τις σκηνές του έργου, ώστε να μην βγαίνει κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Η επιτροπή λογοκρισίας έδωσε την έγκριση και το έργο έκανε πρεμιέρα στις 22 Ιουνίου 1973 στο Θέατρο Αθήναιον απέναντι από το Πολυτεχνείο.

Η μεγάλη προσέλευση θεατών και φοιτητών προκάλεσε το ενδιαφέρον των αστυνομικών αρχών. Έτσι διαπίστωσαν ότι ενέκριναν στην πραγματικότητα ένα αντικαθεστωτικό έργο. Σύντομα οι Καρέζη, Καζάκος, Καμπανέλλης και άλλοι συντελεστές καλούνταν όλο και συχνότερα από τους ανακριτές ώστε να δώσουν εξηγήσεις.

Με τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την υιοθέτηση των συνθημάτων της παράστασης από τους φοιτητές («Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», «Φωνή Λαού – Οργή Θεού») η Καρέζη συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Νέας Φιλαδελφείας, όπου και κρατήθηκε στην απομόνωση από τις 22 Νοεμβρίου ως τις 15 Δεκεμβρίου 1973.

Αμέσως μετά την πτώση της Χούντας η Καρέζη συμμετείχε στη μεγάλη εκδήλωση συμπαράστασης για την Κύπρο στο Παναθηναϊκό Στάδιο (24 Σεπτεμβρίου 1974).

Επίσης συμμετείχε στην Δημοκρατική Αντιμοναρχική Ένωση κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος για το πολίτευμα. Λόγω της πολιτικής της δράσης ήταν αποκλεισμένη από την ΥΕΝΕΔ, όπως το 1975 που κόπηκε η ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής» (Φεβρουάριος 1975).

Προσωπική ζωή

Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου (1962-1964). Ο γάμος τους έγινε στις 7 Μαΐου 1962 στην Κρύπτη Αγίας Φιλοθέης με κουμπάρα την Μάγια Καλλιγά, ενώ το γαμήλιο πάρτι δόθηκε στο ξενοδοχείο Auberge στη Βαρυμπόμπη. Η Καρέζη φορούσε νυφικό δημιουργίας του Έλληνα σχεδιαστή Ντίμη Κρίτσα, με τον οποίο διατηρούσε φιλική και επαγγελματική σχέση. Το ταξίδι του μέλιτος έγινε στο Παρίσι.

Ο γάμος τους δεν είχε διάρκεια, καθώς όπως υποστήριξε ο Χατζηφωτίου είχαν μεγάλη διαφορά στον τρόπο ζωής τους. Από τη μία τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια του Χατζηφωτίου και από την άλλη οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Καρέζη δημιούργησαν απόσταση στο ζευγάρι, που οδήγησε στο διαζύγιο.

Το 1966 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ γνώρισε και ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Κώστα Καζάκο.

Η σχέση επισημοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1968, με το γάμο τους να τελείται παρουσία λίγων και αγαπημένων ανθρώπων τους. Η ζωή της άλλαξε και άνοιγε μπροστά της ένα νέο κεφάλαιο, που την έκανε να νιώθει σύμφωνα και με δικές της δηλώσεις ολοκληρωμένη.

Τον επόμενο χρόνο (25 Απριλίου 1969) η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που μετέπειτα ακολούθησε επίσης την υποκριτική. Η Καρέζη και ο Καζάκος παρέμειναν μαζί ως τον πρόωρο θάνατο της το 1992.

Το τέλος

Την περίοδο 1988-1989 η Καρέζη έπαιζε στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε και η Καρέζη ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί της διαγνώστηκε γυναικολογικός καρκίνος.

Η Καρέζη όμως έδωσε ακόμα μια παράσταση, το «Διαμάντια και Μπλουζ» την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά, ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής της η υγεία της χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο.

Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992 τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα προς 27 Ιουλίου μετά από τριετή αντιμετώπιση καρκίνου.

Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com