Ο Ρενέ Μαγκρίτ (René François Ghislain Magritte) (Λεσίν, 26 Αυγούστου 1897 – Βρυξέλλες, 15 Αυγούστου 1967) ήταν Βέλγος ζωγράφος του σουρρεαλισμού, σημαντικός καλλιτέχνης με επιρροές από τον ντανταϊσμό. Ο Μαγκρίτ γεννήθηκε στην πόλη Λεσίν και ήταν γιος εύπορου βιοτέχνη. Καθοριστικό ρόλο στην πορεία του έπαιξαν η τέχνη του Τζόρτζιο ντε Κίρικο αλλά και τραυματικά παιδικά του βιώματα (το 1912, όταν ήταν 14 ετών, η μητέρα του αυτοκτόνησε στον ποταμό Σαμπρ).
Σπούδασε για δύο χρόνια στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, από το 1916 έως το 1918. Εκεί γνωρίστηκε με την Ζωρζέτ Μπερζέ με την οποία παντρεύτηκε το 1922. Ο Μαγκρίτ δούλεψε σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες, και σχεδίαζε αφίσες και διαφημίσεις μέχρι το 1926. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των Βρυξελλών, γεγονός που του επέτρεψε να ασχολείται συνέχεια με την ζωγραφική.
Το 1926, ο Μαγκρίτ ζωγράφισε τον πρώτο του σουρρεαλιστικό πίνακα, Le jockey perdu, και έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες το 1927. Οι κριτικοί τού επιτέθηκαν μαζικά. Απογοητευμένος με την αποτυχία, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρρεαλιστών.
Όταν η Galerie la Centaure έκλεισε και τα εισοδήματα από το συμβόλαιο σταμάτησαν, ο Μαγκρίτ επέστρεψε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε στη διαφήμιση. Κατόπιν, έφτιαξε με τον αδελφό του ένα πρακτορείο με το οποίο έβγαζαν τα προς το ζην.
Την εποχή της γερμανικής κατοχής του Βελγίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε στις Βρυξέλλες, χάνοντας την επαφή με τον Μπρετόν. Εκείνη την εποχή αποκήρυξε την βία και την απαισιοδοξία των προηγουμένων έργων του, αν και αργότερα επέστρεψε στα ίδια θέματα.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ ήταν ένας αριστοτεχνικός ζωγράφος και υπήρξε μία από τις πιο ιδιότυπες και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού. Πρώην σχεδιαστής αφισών και διαφημίσεων, δημιούργησε πολύ εντυπωσιακά έργα, τοποθετώντας συχνά οικεία αντικείμενα σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα. Πίστευε απόλυτα ότι το “μη πραγματικό είναι το κέλυφος του πραγματικού” και πάνω σε αυτή την πεποίθηση ύφανε τη ζωή και την τέχνη του. Αναζητούσε πάντα το παράξενο και το ασύνηθες, συνδυάζοντας απίθανα μεταξύ τους πράγματα τα οποία απέδιδε με ρεαλιστικό τρόπο. Έτσι στα έργα του μπορεί κανείς να δει ένα κλουβί και μέσα ένα αυγό ή ένα ποτήρι νερό πάνω σε μία ομπρέλα. Στους πίνακές του επιδίωκε να αποκαλύψει τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας εξωπραγματική ατμόσφαιρα με την χρήση ονειρικών και υπερλογικών στοιχείων.
Στα έργα του συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα, ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο, δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνονται, είναι χαρακτηριστική στο έργο του Η προδοσία των εικόνων (La trahison des images), όπου μία πίπα καπνιστή παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού. Κάτω από την πίπα ο Μαγκρίτ έγραψε την φράση «Αυτό δεν είναι μία πίπα» («Ceci n’est pas une pipe»), που μοιάζει με οξύμωρο, αλλά σημαίνει πως η ζωγραφιά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Στο βιβλίο του Αυτό δεν είναι μία πίπα, ο Γάλλος κριτικός Μισέλ Φουκώ αναλύει την ζωγραφική του πίνακα του Μαγκρίτ και αυτό το παράδοξο.
Η τέχνη του Μαγκρίτ δείχνει ένα πιο αντιπροσωπευτικό ύφος του σουρρεαλισμού σε σύγκριση με το «αυτόματο» ύφος που συναντάται σε έργα καλλιτεχνών όπως ο Χουάν Μιρό. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και διασκεδαστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά σουρρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών πινάκων.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ περιέγραψε τα έργα του λέγοντας:
Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Τι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλώς άγνωστο.
Στις ΗΠΑ εκτέθηκαν τα έργα του στη Νέα Υόρκη το 1936 και ξανά στην ίδια πόλη σε δύο εκθέσεις, το 1965 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και το 1992 στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Τέχνης.
Ο Μαγκρίτ είχε κοινές πολιτικές απόψεις με τα περισσότερα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος, αφού δήλωνε κομμουνιστής. Το 1929 εντάχτηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα Βελγίου, από το οποίο αποχώρησε μετά από μόλις λίγους μήνες. Είχε ενταχθεί και αποχωρήσει από το κομμουνιστικό κόμμα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, λόγω διαφωνιών σχετικά με τις κομματικές αφίσες. Υπήρξε επίσης αγνωστικιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μαγκρίτ πέθανε από καρκίνο στις 15 Αυγούστου του 1967, σε ηλικία 69 ετών, και τάφηκε στο νεκροταφείο Σάαρμπεκ (Schaarbeek) των Βρυξελλών.
Πολλοί από τους γνωστότερους πίνακες του καλλιτέχνη εκτίθενται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες, καθώς η συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 200 έργα. Το μουσείο φιλοξενεί κάθε είδους έργα, από καμβάδες μεγάλης κλίμακας μέχρι εξώφυλλα περιοδικών, διαφημιστικές αφίσες και σχέδια για ταπετσαρία, συμπεριλαμβανομένων των Η αυτοκρατορία των φώτων (1954) και Η κλέφτρα (1928). Τα έργα εκτίθενται με χρονολογική σειρά, έτσι ώστε να είναι εμφανής η ταχεία εξέλιξη του καλλιτέχνη.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι είναι οι πίνακες που χρονολογούνται στην περίοδο (1927-1930), συμπεριλαμβανομένων των έργων Ο μυστικός παίκτης (1927) και Πρόσωπο που διαλογίζεται πάνω στην τρέλα (1928). Εκείνη την εποχή, ο Ρενέ Μαγκρίτ ζούσε στο Παρίσι και ζωγράφιζε έναν καμβά περίπου την ημέρα. Εντυπωσιακοί πίνακες που ζωγράφισε την περίοδο που έμενε στις Βρυξέλλες είναι το απόκοσμο Κτήμα του Αρνχάιμ καθώς και η μελαγχολική Γεύση των δακρύων (1948).
Έργα του Μαγκρίτ φιλοξενούνται επίσης στο Μουσείο Γκρούνινγκε στη Μπρυζ και στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας (Μαντάμ Ρεκαμιέ, 1967).