Το εκτελεστικό απόσπασμα σε θέση βολής στους ελαιώνες έξω από το Κοντομαρί. Ο στρατιώτης που μειδιά στο προσκήνιο, εντοπίστηκε μετά από πολλά χρόνια κατά τις διακοπές του στην Κρήτη από ξενοδόχο που τον αναγνώρισε. Όταν του έδειξε τις φωτογραφίες, παραδέχτηκε ότι ήταν αυτός και κυνικά απάντησε ότι εκτελούσε εντολές και έκτοτε δεν εθεάθη ξανά από τον Έλληνα ξενοδόχο στην περιοχή.
Η Σφαγή στο Κοντομαρί αφορά στην εκτέλεση των αρρένων χωρικών, στο Κοντομαρί, στην Κρήτη από ένα εκτελεστικό απόσπασμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, που είχε δημιουργηθεί για αυτόν το σκοπό, στις 2 Ιουνίου 1941, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εκτέλεση αποτελούσε την πρώτη από μια σειρά αντιποίνων στην Κρήτη. Ενορχηστρώθηκε από τον Πτέραρχο Κουρτ Στουντέντ σε αντίποινα για την συμμετοχή των Κρητών στη Μάχη της Κρήτης, που είχε καταλήξει με την παράδοση της νήσου, δύο ημέρες νωρίτερα. Η σφαγή καταγράφηκε από τον φωτογραφικό φακό του πολεμικού ανταποκριτή που συνόδευε το απόσπασμα για λογαριασμό της προπαγάνδας του Γερμανικού στρατού. Τα αρνητικά των φωτογραφιών ανακαλύφθηκαν μετά από 39 χρόνια στα Ομοσπονδιακά Γερμανικά Αρχεία από Έλληνα δημοσιογράφο.
Το χωριό Κοντομαρί ανήκει στο δήμο του Πλατανιά και βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή της Κρήτης, 18 χιλιόμετρα δυτικά των Χανίων και 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικού του αεροδιαδρόμου του Μάλεμε.
Ο υπολοχαγός Χορστ Τρέμπες δίνει στο εκτελεστικό απόσπασμα των αλεξιπτωτιστών το παράγγελμα: «Σκοπεύσατε»
Η εκτέλεση των αντρών στο Κοντομαρί. Στο βάθος διακρίνονται ο Γαλάνης και ο Βλαζάκης που κατορθώνουν να ξεφύγουν από τον καταιγισμό πυρών.
Μάχη της Κρήτης
Η Μάχη της Κρήτης ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1941 με μία μεγάλης κλίμακας αεραπόβαση αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη των στρατηγικών θέσεων του νησιού. Όπως φάνηκε στην πράξη μια από τις πιο σημαντικές τοποθεσίες του νησιού ήταν ο αεροδιάδρομος του Μάλεμε και η περιβάλλουσα περιοχή. Η κατάληψή του επέτρεψε στην Λούφτβαφφε να φέρει μέσω αέρος ενισχύσεις στρατιωτών, εξοπλισμού και πολεμοφοδίων σε μεγάλη κλίμακα, γεγονός που τελικά καθόρισε την έκβαση της μάχης.
Το πρωινό της 20ης Μαΐου 1941 Γερμανοί αλεξιπτωτιστές του 3ου Τάγματος του 1ου Αερομεταφερόμενου Συντάγματος έπεσαν νοτιοανατολικά του Μάλεμε. Η ζώνη ρίψης επεκτεινόταν μέχρι τον Πλατανιά και συμπεριλάμβανε το Κοντομαρί. Οι Γερμανοί εισβολείς βρέθηκαν αντιμέτωποι με άντρες του 21ου και 22ου Τάγματος Πεζικού της Νεοζηλανδικής συμμαχικής δύναμης, στο πλευρό των οποίων βρισκόταν πλημελλώς εξοπλισμένοι ντόπιοι πολίτες που έφεραν πρωτόγονα για την εποχή όπλα. Οι αλεξιπτωτιστές αντιμετώπισαν σθεναρή αντίσταση και υπέστησαν βαριές απώλειες. Έχασαν 400 άντρες σε σύνολο 600, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητού τους, Ταγματάρχη Όττο Σέρμπερ. Ο Όιγκεν Μάιντλ, ο διοικητής του συντάγματος, δέχθηκε κατάστηθα πυροβολισμούς κατά την πτώση του με το αλεξίπτωτο στη γέφυρα του Πλατανιά αλλά επιβίωσε. Αντικαταστάθηκε από το Συνταγματάρχη Χέρμαν-Μπέρναρντ Ράμκε.
Οι όμηροι του Κοντομαρί, Κρήτη, 1941 (φωτ. Φραντς Πέτερ Βάιξλερ)
Οι διαταγές του Στουντέντ για αντίποινα
Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, οι Συμμαχικές δυνάμεις και οι Κρητικοί είχαν επιφέρει βαριές απώλειες στους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Η αντίσταση του τοπικού πληθυσμού ήταν άνευ προηγουμένου και δεν αναμενόταν από τους Γερμανούς. Οι αναφορές του Στρατηγού Γιούλιους Ρίγκελ, διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, έκαναν λόγο για επίθεση με μαχαίρια, τσεκούρια και δρεπάνια εναντίον των αλεξιπτωτιστών. Ακόμη και πριν τη λήξη της μάχης κυκλοφορούσαν αναπόδεικτες και υπερβολικές ιστορίες από το μέτωπο, οι οποίες απέδιδαν τον υψηλό φόρο αίματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στα βασανιστήρια και τους ακρωτηριασμούς που τους υπέβαλλαν οι Κρητικοί.
Χωρικοί και ηλικιωμένοι αντιμέτωποι με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, λίγο πριν την εκτέλεσή τους στο Κοντομαρί, Κρήτη, 1941 (φωτ. Φραντς Πέτερ Βάιξλερ)
Στον αντίλογο, τα εκτενή τραύματα προκαλούσαν οι «γκράδες» (τα τυφέκια του προηγούμενου αιώνα), τα μολύβδινα βλήματα των οποίων δεν έφεραν μεταλλική επικάλυψη, ενώ οι βαρείς τραυματισμοί οφείλοταν και στα γεωργικά εργαλεία των Κρητών. Οι περιορισμένοι ακρωτηριασμοί αυτιών, δε συνάδουν με την ιδιοσυγκρασία των Κρητών, αλλά όπως και οι ακρωτηριασμοί γεννητικών οργάνων και η τοποθέτησή των στα στόματα νεκρών Γερμανών, ήταν μέρος του φρικώδους τελετουργικού των Μαορί, που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης ως επίλεκτες μονάδες των Αυστραλιανών και Νεοζηλανδικών δυνάμεων. Μία ακόμη ερμηνεία της παραμόρφωσης των πτωμάτων των Γερμάνων έχει να κάνει με τα όρνεα και την αποσύνθεσή τους, εξαιτίας του έντονου καύσωνα της περιόδου και των άταφων πτωμάτων. Την τελευταία ερμηνεία υποστηρίζει και ιατροδικαστική έκθεση της εγκληματολογικής υπηρεσίας του Βερολίνου. Όταν αυτές οι αναφορές έφτασαν στην Ανώτατη Διοίκηση της Λούφτβαφφε στο Βερολίνο, ο ίδιος ο Γκαίρινγκ διέταξε τον προσωρινό Γενικό Διοικητή της Μάχης της Κρήτης Πτέραρχο Κουρτ Στουντέντ να διερευνήσει το ζήτημα και να προβεί σε αντίποινα. Έτσι, προκειμένου να καταπνίξει αντιδράσεις αλλά και την όποια διάθεση για αντίσταση, ο Στουντέντ πριν ακόμη ολοκληρωθούν οι έρευνες, διέταξε μια σειρά κτηνωδών αντιποίνων ενάντια στον τοπικό πληθυσμό, αμέσως μετά την επίσημη παράδοση της Κρήτης στις 31 Μαΐου. Τα αντίποινα θα διενεργούνταν χωρίς να τηρηθούν οι δέουσες διαδικασίες, χωρίς δίκες και από τις ίδιες τις στρατιωτικές μονάδες των Γερμανών που είχαν δεχθεί τις απώλειες από τους ντόπιους.
Η σφαγή
Μετά τις διαταγές του Στουντέντ οι κάτοικοι του Κοντομαρί κατηγορήθηκαν για το θάνατο μερικών Γερμανών στρατιωτών, των οποίων τα πτώματα είχαν βρεθεί κοντά στο χωριό. Στις 2 Ιουνίου 1941 τέσσερα φορτηγά γεμάτα με Γερμανούς αλεξιπτωτιστές από το 3ο Τάγμα του 1ου Πρώτου Αερομεταφερόμενου Συντάγματος της Λούφτβαφφε, υπό τις διαταγές του υπολοχαγού Χόρστ Τρέμπες περικύκλωσαν το Κοντομαρί. Ο Τρέμπες, πρώην μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας, ήταν ο ανώτερος αξιωματικός του Τάγματος που είχε επιβιώσει της μάχης αλώβητος. Οι στρατιώτες διεξήγαγαν εξονυχιστικούς ελέγχους στα σπίτια του χωριού. Όταν μάλιστα εντοπίστηκε σε ένα σπίτι, το τρυπημένο από σφαίρα χιτώνιο Γερμανού αλεξιπτωτιστή, τα πνεύματα οξύνθηκαν και το σπίτι πυρπολήθηκε κατόπιν διαταγής του Τρέμπες. Άντρες, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν δια της βίας στην πλατεία του χωριού. Μετά επιλέχθηκαν μερικοί από τους άντρες, ενώ τα γυναικόπαιδα αφέθηκαν ελεύθερα.
Οι όμηροι οδηγήθηκαν στους παρακείμενους ελαιώνες, όπου οι Γερμανοί έστησαν τη γραμμή του θανάτου και ακολουθώντας το πρόσταγμα του Υπολοχαγού Τρέμπες σκόπευσαν και εκτέλεσαν τους άντρες που είχαν απέναντί τους. Ο σαδισμός και ο κυνισμός του Τρέμπες αποτυπώνονται στα τελευταία του λόγια προς τους μελλοθάνατους, πριν δώσει το πρόσταγμα για την εκτέλεσή τους: «Όποιος θέλει τώρα μπορεί να φύγει».
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν είναι ξεκάθαρος. Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, 23 άντρες εκτελέστηκαν, αλλά σύμφωνα με άλλες πηγές ο τελικός φόρος αίματος ανήλθε στους 60. Η όλη επιχείρηση αποτυπώθηκε από το φωτογραφικό φακό του Φραντς Πέτερ Βάιξλερ, που συνόδευε τη Βέρμαχτ ως πολεμικός ανταποκριτής για τις ανάγκες της Γερμανικής πολεμικής προπαγάνδας.
Ο Γαλάνης και ο Βλαζάκης ήταν οι μόνοι που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον καταιγισμό πυρών. Ο Γαλάνης παρά το διαμπερές τραύμα στον πνεύμονα άντεξε κρυμμένος σε παρακείμενα στάρια όλη τη νύχτα και τελικώς διέφυγε. Ο Βλαζάκης, έχοντας ακατάσχετη αιμορραγία από βαρύτερα τραύματα, κατέφυγε στο σπίτι του για να τα δέσει, αλλά οι Γερμανοί ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος τον καταδίωξαν, τον εντόπισαν και τον εκτέλεσαν, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο σπίτι του αδερφού του.
Επίλογος
Την επόμενη μέρα της Σφαγής του Κοντομαρί, οι δυνάμεις του 1ου Αερομεταφερόμενου Τάγματος Εφόδου προχώρησε στην εκθεμελίωση της Κανδάνου και την εκτέλεση των περισσότερων κατοίκων της.
Τον Ιούλιο του 1941 ο Χόρστ Τρέμπες παρασημοφορήθηκε με το Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού για την ηγεσία του κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Τρία χρόνια αργότερα (το 1944) σκοτώθηκε σε κάποια φάση της απόβασης της Νορμανδίας.
Μετά το καλοκαίρι του 1941 ο Φραντς Πέτερ Βάιξλερ απαλλάχτηκε από τη Βέρμαχτ για πολιτικούς λόγους. Αργότερα κατηγορήθηκε για προδοσία ενάντια στο Τρίτο Ράιχ, αφού διέρρευσε λογοκριμένο υλικό σχετικά με τη δράση των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών στο Κοντομαρί και γιατί είχε βοηθήσει μερικούς Κρητικούς να διαφύγουν. Ο Βάιξλερ συνελήφθη από τη Γκεστάπο, δικάστηκε από στρατοδικείο και φυλακίστηκε στις αρχές του 1944.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Νοέμβριο του 1945, κατά τη διάρκεια της δίκης του Γκαίρινγκ στη Νυρεμβέργη, ο Βάιξλερ έδωσε γραπτή κατάθεση όσων είδε στη σφαγή του Κοντομαρί.
Μετά την παράδοση της Γερμανίας ο Κουρτ Στουντέντ αιχμαλωτίστηκε από τους Βρετανούς. Το Μάιο του 1947 κλήθηκε σε στρατοδικείο για να λογοδοτήσει για τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες αιχμάλωτων πολέμου από στρατιώτες υπό τις διαταγές του στην Κρήτη. Το αίτημα της Ελλάδας για έκδοση του Στουντέντ εκεί απερρίφθη. Ο Στουντέντ κρίθηκε ένοχος για τις τρεις από τις οκτώ κατηγορίες που αντιμετώπιζε και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Παρόλα αυτά εκτέλεσε μόλις ένα χρόνο της ποινής του και απαλλάχθηκε του υπόλοιπου της ποινής του το 1948 για ιατρικούς λόγους. Ο Στουντέντ δε δικάστηκε ποτέ για τα εγκλήματα ενάντια σε πολίτες.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ «Κοντομαρί Χανίων – Η πρώτη εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη» για την εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου», ο Βάιξλερ επέστρεψε στο Κοντομαρί το 1955, όπου οι χωρικοί τον δέχθηκαν σύμφωνα με τα έθιμα της φιλοξενίας. Σε κάποια χρονική στιγμή, όταν ψυχολόγησε ότι το κλίμα δεν ήταν εχθρικό απέναντί του, τους φανέρωσε ποιος ήταν και ότι εκτελούσε εντολές. Τότε ορισμένοι από τους επιζήσαντες είπαν ότι είχαν τηρήσει τα ήθη της φιλοξενίας και είχε έρθει η ώρα να φύγουν, οπότε και άδειασαν την ταβέρνα, αφήνοντας τον Βάιξλερ μόνο του.
Τα αρνητικά του Βάιξλερ από την εκτέλεση στο Κοντομαρί ανακαλύφθηκαν το 1980, στα Ομοσπονδιακά Γερμανικά Αρχεία από το δημοσιογράφο Βάσο Μαθιόπουλο. Κανείς δε γνώριζε την ακριβή τοποθεσία που είχαν λάβει χώρα οι εκτελέσεις των φωτογραφιών. Ακολούθησε μια εξονυχιστική έρευνα από το δημοσιογράφο Κώστα Παπαπέτρου στα χωριά της Κρήτης, ώσπου τις αναγνώρισαν οι ίδιοι οι κάτοικοι και οι απόγονοι των εκτελεσθέντων στο Κοντομαρί και επιβεβαιώθηκε ο τόπος που απεικόνιζαν οι φωτογραφίες. Μετά από αυτήν την έρευνα, οι φωτογραφίες έγιναν ευρέως γνωστές.